Όταν πέθανα είχα μια έντονη, εξ ύψους αίσθηση, του σώματός μου. Ένιωθα την μικρή αποστροφή αυτών που με έπλυναν και με έντυσαν.
Με κατέλαβε ο φόβος της κάσας και του χώματος.
Θα 'νιωθα τα σκουλήκια να σέρνονται στ' αυτιά και στα ρουθούνια μου. Θα μπαινόβγαιναν στην κάσα φίδια. Τον χειμώνα θα κουλουριάζονταν σφιχτά και παγωμένα στον σκελετό μου.
«Τα τραβάνε τα λάδια», μου 'χε πει κάποτε ο νεκροθάφτης. Δεν ήξερα πώς ήμουν, πού ήμουν. Όσο πλησίαζε η ώρα της ταφής, τόσο με καταλάμβανε η φρίκη.
Απ' αυτήν την κατάσταση με απέσπασε βίαια, μια τρομερή ροή πνοής. Βρέθηκα σ' ένα γαλάζιο έμπεδο, όπου ήταν χιλιάδες άσπροι, αχνοφωτισμένοι σβώλοι. Ήτανε ψυχές, ο νωπός θερισμός του θανάτου.
Μια αλυπία με κυρίεψε, αλλά όμως δεν έχασα την συνείδηση της εν ζωή ζωής μου. Κυρίως την μνήμη.
Ζωντάνεψε διαολεμένα. Ό, τι είχα καταχωνιάσει, τα 'λουσε όλα ένα λαμπρό φως σ' εκείνο το ουράνιο οροπέδιο. Σιγά - σιγά την αλυπία διαδέχτηκε μια πότε νοσταλγική και πότε ζοφερή πικρία.
Έτρεμε η ψυχή μου κάθε φορά που η μνήμη ανάσερνε.
«Θα τα θυμηθείτε όλα», ήχησε στην λεπτότατη μεμβράνη της ψυχής μου κάτι σαν φωνή και όχι τόσο η φωνή, όσο το νόημα αυτών που έλεγε.
«Πολλές ψυχές με δυσκολία τις απέσπασα απ' το σαρκίο τους. Δεν θέλανε ν' αποχωριστούν. Αυτές οι ψυχές έχουν δύο δυνατότητες. Ή να περάσουν στην πλήρη ανυπαρξία ή να ξαναγυρίσουν με την μορφή που θέλουν στο σύμπαν απ' όπου ήρθαν, μήπως βρουν την λύτρωση. Οι άλλες ψυχές θα με ακολουθήσουν. Είμαι ο απεσταλμένος».
Η μνήμη μου, με μια φοβερή ενάργεια πρόβαλλε τα πάντα.
Μία, μία ξαναείδα τις ολιγωρίες μου, την αδράνειά μου, αυτά που έκανα στους άλλους, ενώ δεν ήθελα να μου κάνουν οι άλλοι.
Τις φριχτές προδοσίες μου που ελαύνονταν απ' την λαγνεία μου, τις βιασύνες μου και τις μακροχρόνιες καθυστερήσεις μου που δημιουργούσαν καταγέλαστους αναχρονισμούς.
Τα χρέη μου που όσο πιο άϋλα και ανομολόγητα ήταν, τόσο πιο βαριά και ασήκωτα μου φαίνονταν.
Την διαρκή, νυχτοήμερη αίσθηση της οφειλής μου.
Την έλλειψη συνέσεως που εμπόδιζε την απομάκρυνση, την φιλοδοξία που οδηγούσε προς το κέντρο. Προς τους κρότους, τον κουρνιαχτό και την αναξιοπρέπεια.
Την υπερηφάνεια που την τσαλαπάτησε η συναλλαγή είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω.
Κοντολογίς την είχα κατακουρελιάσει την ζωή μου.
Ευτυχώς που συχνά η μνήμη ανάσερνε και τόπους θαλπωρής με αεράκι και αθώα λογάκια, ξένοιαστα και δροσερά καλοκαίρια, σχεδόν πάντα απ' την πρώτη νιότη μου.
Μια εικόνα δε, την επανέφερε συνεχώς, με επιμονή.
Είμαι παιδάκι, αρχές καλοκαιριού και με τ' αδέλφια μου πηγαίνουμε στο χωριό μας, στην γιαγιά μας. Απόλυτη χαρά κι αιθρία είναι η ύπαρξή μας.
Το λεωφορείο σταματάει σε μια κωμόπολη.
Είμαι στο καφενεδάκι του σταθμού και με νανουρίζουν φωνούλες - καμπανούλες, η προσδοκία του βουνού μου, τα τζιτζίκια. Ξάφνου στα τζάμια του καφενείου προβάλλει ένα κοριτσίστικο σοβαρό πρόσωπο και με κοιτάζει με έκδηλη περιέργεια και ταραχή.
Μια ελάχιστη γλυκοθυμία γέρνει τα βλέφαρά μου και μόλις τα ξανανοίγω έχει φύγει.
Κελαριστό ρυάκι ήταν τότε η ζωή μου. Πότε βρώμισε; Πότε άρχισε η δυσαρέσκεια;
Η μνήμη σαν να 'θελε να με βοηθήσει, μου έδειξε ένα άλλο καλοκαιράκι κάπου στις απαρχές της ενήλικης ζωής μου. Ω, το βλέπω καθαρά. Πριν απ' αυτό το καλοκαίρι ήμουν ολόκληρος.
Αφέλεια, αθωότητα, δροσιά, χάρις κι ευχαρίστηση πότιζαν τη ζωή μου. Είναι μια μικρή θάλασσα, ένα κορίτσι το ίδιο ολόκληρο, μονάχα λίγο στοχαστικό και εξεταστικό.
Τι να έγιναν εκείνες οι προσεχτικές φωνούλες, εκείνα τα γλυκαπορούντα βλέμματα; Με τον χειμώνα χαθήκαμε.
Τότε άρχισαν οι ομιχλώδεις παιδικές μου επιθυμίες να γίνονται πιεστικές ανάγκες, οι κοινωνικοί νόμοι και τα καθήκοντα ν' αποκτούν τερατώδη φυσική ισχύ.
Οι επιταγές και οι εντολές εξαφάνισαν τις θελήσεις και τις αρέσκειες. Παράδερνα μόνος μου.
Η ανελευθερία που με είχε σφιχταγκαλιάσει γεννούσε κι άλλη ανελευθερία.
Όποτε επιχειρούσα να παρακούσω, γύριζε τα πάνω - κάτω η ζωή μου, σαν να 'βγαινε ο ήλιος απ' τη Δύση.
Όμως ούτε είχα την απαραίτητη αδιαφορία για να συστοιχηθώ.
Έτσι έγινα μισός, μετέωρος και φοβισμένος. Η αγάπη που διπλασιάζει το καλό και μοιράζει το κακό, ίσως μου 'δειχνε τον δρόμο, ίσως όπλιζε τη θέλησή μου με θάρρος, ίσως αφαιρούσε υπακοή και φόβο.
Από κείνον το χειμώνα και πέρα, χειμώνας ήταν η ζωή μου.
Ο κόμπος που άλυτος με ακολουθούσε απ' τη γη, ήταν ότι σχεδόν ποτέ δεν ήμουν εν ζωή ολόκληρος στις στιγμές του παρόντος.
Διέφευγε η ουσία μου, πότε στις αναμνήσεις, πότε στις προσδοκίες. Ούτε τη μουσική απόλαυσα ποτέ τελείως, ούτε τον ήλιο και τα πουλιά της αυγής, ούτε τις δροσιές και τους κάμπους. Πίσω απ' το λούστρο χαράς μια μόνιμη βαρυθυμία είχε ρίξει βαριά άγκυρα. Στα ταξίδια μισός, ο άλλος μισός πίσω. Στους ανθρώπους, στις συνομιλίες, στους περιπάτους, μισός. Ο άλλος μισός αλλού. Μόνο στο βίαιο βάδισμα κάπως ξεχνιόμουν.
Σαν να δημιουργούσε η αδράνεια φυγόκεντρες δυνάμεις, η σκέψη έμενε πίσω, πλην όμως με ακολουθούσε κατά πόδας και μόλις σταματούσα ξανακυλούσε με ορμή στο σώμα μου.
Όλη μου τη ζωή με προειδοποιούσε το σώμα μου με μικρούς αθέλητους αναστεναγμούς, αλλά δεν έκανα τίποτα για να το ανακουφίσω.
Η ανελευθερία είχε ατονήσει και την δύναμή μου.
Στον ύπνο μισός. Με στεναγμό παραδινόμουν, με στεναγμό ξυπνούσα.
Ζωή εσωστραμμένη, ζωή ανεόρταστη. Καμιά φορά φανταζόμουν τον εαυτό μου ελεύθερο σε ανθισμένες ραχούλες της Λαμπρής. Πόσο θα χαιρόμουν με τις ζωγραφιές στ' αυγά, πόσο εύγεστα θα ήταν τα κουλούρια, πόσο εγκάρδιες οι ευχές. Έβλεπα τώρα το σώμα μου κλεισμένο στο φέρετρο. Περιέργως, δεν φοβόμουν.
Άλλες πικρές σκέψεις υπέρτερες είχαν επικρατήσει.
Η μάσκα του προσώπου είχε πετρώσει σε μια στυφή δυσαρέσκεια. Δέος, πόνος και κατεπείγουσα νοσταλγία κυρίεψαν την ψυχή μου, όταν η μνήμη με ξαναπήγε στο μικρό καλοκαιράκι, στη ζωή. Ω ζωή, ω ζωή.
Όχι, δεν ήθελα να περάσω αμετάκλητα στην ανυπαρξία. Ποθούσε η ψυχή μου να επιστρέψει. Για το ταξίδι του γυρισμού διάλεξα να γίνω πεταλούδα.
«Μπορεί», ήχησε στην ψυχή μου, «να μη βρεις ποτέ την ανακούφιση. Μπορεί για πάντα να περιπλανιέσαι».
Ούτε στιγμή δεν σκέφτηκα ν' αρνηθώ. Ποθούσε η ψυχή μου και την τιμωρία της.
Έξαφνα βρέθηκα σ' ένα τρομαχτικό και σαγηνευτικό περιβάλλον.
Σαν να 'χει μεγεθυνθεί πενήντα εκατομμύρια φορές μια σταγόνα νερού, που βλέπει ο ερευνητής στο μικροσκόπιο. Σβιν, σβιν, περνούσαν συνεχώς θεόρατες κοτρώνες δίπλα μου.
Ήμουν όμως, άτρωτος και όποτε ήθελα γινόμουν αόρατος.
Φτεροκοπούσα μπερδεμένος σε χιλιάδες κατευθύνσεις.
Πότε διέσχιζα πυρακτωμένα πεδία που τα κατάκαιγαν δεκάδες ήλιοι, πότε πάλι ατέλειωτους σκοτεινούς πάγους και συμπαγή πετρώματα.
Τον πρώτο καιρό τόσο πολύ απορούσε και θαύμαζε η ψυχή μου, που παραλίγο να ξεχάσω την προορισμό μου.
Μια φορά βρέθηκα σ' ένα μέρος με χιλιάδες πλανήτες που είχε φτάσει το τέλος τους και έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα.
Ανεκλάλητο θέαμα χρωμάτων. Σαν να 'χουμε σ' όλη τη γη ναυτική εβδομάδα, κι όλη η γη να 'ναι χιλιάδες λιμανάκια απ' όπου να εκτοξεύονται πυροτεχνήματα. Κι όλο αυτό το κακό, χωρίς τον παραμικρό ήχο. Παφ, παφ, παφ συνεχώς.
Ταξίδευα, ταξίδευα. Συνήθως δεν κινούσα τα φτερά μου, αφηνόμουν στις δυνάμεις του σύμπαντος.
Άλλοτε κατρακυλούσα σε άπατα βάραθρα κι άλλοτε πάλι ελαφροί κυματισμοί με λίκνιζαν σ' ασπρογάλαζο, αιθέριο αφρό.
Σαν να 'χε πραγματοποιηθεί η επιθυμία που είχα όταν ταξίδευα με αεροπλάνο, ν' ανοίξω το παράθυρο να πέσω απαλά στα άσπρα σύννεφα, να παίξω και να ξεκουραστώ.
Ξεχνιόμουν αυτές τις ωραίες στιγμές, αλλά πάλι αναπολούσα το αεράκι που δεν με δρόσισε επί γης και ορμούσα ξανά για να την βρω.
Μια φορά που βρέθηκα σε αλληλοδιασταυρούμενα σ' όλον το χώρο ποτάμια φωτός, παραλίγο να χαθώ για πάντα. Φουρτουνιασμένα ποτάμια σ' όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Με τρομερή ορμή και παφλασμό χανόταν στα αστρικά βάθη σαν ατέλειωτες νεροτσουλήθρες. Άρχισα να κάνω καλαβαταρία από το ένα στ' άλλο.
Αλλά ένα ποτάμι πέρασε τα όρια του σύμπαντος και βρέθηκα σ' ένα άλλο σύμπαν.
Η καλή μου τύχη και πιο πολύ ο καημός μου για τη γη, με ξανάφεραν πίσω.
Για καιρό στην ψυχή μου είχε χαραχτεί ένα λίγο έμφοβο και παράξενο χαμόγελο, αλλά δεν θυμόμουν τίποτα απ' αυτό το μέρος.
Φαίνεται θα υπήρχαν άλλες διαστάσεις, απροσπέλαστες ακόμα και για τις ψυχές.
Μια φορά που έτρεχα αδημονώντας με αστρική ταχύτητα, βλέπω πλάι μου στο βάθος, μερικούς σβώλους αχνοφωτισμένους, σαν τις ψυχούλες που 'χα δει σ' εκείνο το ουράνιο πεδίο.
Καρδιοχτύπησα. Σαν να ξαναγύριζα στην γειτονιά που μεγάλωσα, μετά από πολύχρονο ταξίδι.
Ήταν ο ήλιος, η γη και οι άλλοι πλανήτες.
Του ήλιου κόντευαν να του τελειώσουν οι μπαταρίες, και η γη κρύωνε και σιγά - σιγά πάγωνε.
Κατεβαίνω στην Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώ την μεγάλη οροσειρά προς τον Νότο και βρέθηκα στ' Ακροκεραύνεια όρη. Ήξερα ότι η ουρά τους κατέληγε στο αγαπημένο μου βουνό, στην Μουργκάνα.
Παντού ήταν ερημιά. Άνθρωποι δεν υπήρχαν, ούτε άλλη μορφή ζωής. Η νύχτα δεν διαδέχονταν την ημέρα. Ένα θαμπό ημίφως επικρατούσε παντού.
Τα δέντρα είχαν αρχίσει να γίνονται μολυβί πετρώματα.
Φτάνω στην Μουργκάνα και πάγωσε η καρδιά μου. Δεν υπήρχαν πια χωριά. Αφομοιώθηκαν απ' την ερήμωση. Το μόνο που αναγνώρισα με συγκίνηση ήταν οι σταχτιές επάλληλες πλάκες στις λοφοπλαγιές.
Τι να έγιναν όλες εκείνες οι φωνούλες των γυναικών που αλώνιζαν, λίχνιζαν, που μάλωναν με τις αίγες;
Σε ποια στρώματα, σε ποια ύψη να ταξιδεύουν τα τραγούδια τους;
Σε ποια ουράνια δώματα να βρίσκονται οι ψυχές τους;
Τι να 'γιναν τα θροϊστά, κίτρινα χορτάρια του Αυγούστου;
Οι δίκαιρες συκιές, τα βούσικα, οι κοκκιναπιδιές, τα κράνια, τα υπόλευκα μανούσια και οι ασπροκόκκινες καμπανούλες του φθινοπώρου;
Πέρασα απ' τους Φιλιάτες. Ερημιά· όλα πήγαιναν να γίνουν συμπαγής βράχος. Τι να 'γινε εκείνη η σμείξη της θαλασσινής αύρας και του ευωδιαστού ρεύματος που κατέβαινε απ' το βουνό;
Πουθενά η ανάσα δεν ήταν πιο μοσχομυριστή από κείνη την πολίχνη.
Έφτασα στην πόλη μου. Η θάλασσα είχε υποχωρήσει, ο κόλπος της ήταν ένα τρομαχτικό βάραθρο.
Η Κέρκυρα φάνταζε σαν ένα τεράστιο βουνό προς τα κάτω.
Λίγα νερά φέγγιζαν ασημένια, μαύρα, στα βάθη.
Πλάι στα νερά υπήρχαν λίγοι άνθρωποι ανήμποροι και βαθιά λυπημένοι.
Όλοι οι άλλοι άνθρωποι είχαν φύγει για άλλους πλανήτες πριν πολλά χρόνια, μόνον αραιά και πού έβλεπες μικρές ομάδες κοντά στα νερά.
Αυτοί που έμειναν δεν μπορούσαν να αποχωριστούν απ' τη γη. Έπασχαν από μια βαθιά νοσταλγία, από μια λύπη θανάτου για το παρελθόν.
Το πατρικό μου άφαντο. Πού να είναι τες οι λεμονιές της μάνας μου; Πού να 'ναι το δασάκι με τα πεύκα; Όλα εκείνα τα λογάκια που λέγαμε κι ακούγαμε παιδιά σε ποια ουράνια αντηχεία να αντανακλώνται;
Πήρα τον δρόμο για την μικρή θάλασσα του Δρεπάνου.
Τίποτε δεν χάραζε πιο ευχάριστα την καρδιά μου και τον νου μου, όσο ζούσα, απ' τις κόκκινες και ροζ πικροδάφνες στις άκρες του δρόμου.
Ω, πόσες προσδοκίες, πόσες σκέψεις και όνειρα με πλημμύριζαν, όταν το άλκιμο σώμα της νεότητας με πήγαινε σε κείνη την αμμουδιά.
Όταν έφτασα είδα ένα κορίτσι να κοιτάζει απελπισμένα προς την λίγη θάλασσα.
Αυτό το κορίτσι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, άλλο δεν είχε στα σωθικά της από αγωνία και βουβό πόνο.
Η ερήμωση είχε προχωρήσει και στην ψυχή της.
Δεν ήξερε τι της έφταιγε, ούτε μπορούσε να το διώξει με κραυγές ή με δάκρυα.
Πλησίασα αόρατος και είδα τα μάτια του κοριτσιού.
Τα 'χασα. Ήταν ίδια με τα μάτια της μικρής κοπέλας στον σταθμό των λεωφορείων, ίδια με τα μάτια της πρώτης μου αγάπης.
Δεν είχε ξεχάσει η ψυχή μου τα χρώματά τους, την στοχαστική τους λύπη. Μόνον που η πικρία και τα ερωτηματικά σκίαζαν απόκοσμα τα μάτια αυτού του πλάσματος.
Ω, αν είχα τρόπο θα της έλεγα το τραγούδι που της έλεγε το στόμα της νιότης μου.
Δεν θα μας δει άλλος κανείς
μόνο το φεγγαράκι,
άνοιξ' το παραθύρι σου
για να σε δω λιγάκι.
Παρουσιάστηκα και ακούμπησα μαλακά στο χέρι της.
Ταράχτηκε πολύ. Με φόβο και καρδιοχτύπι με πιάνει απαλά και με κοίταξε με προσήλωση.
Ένα δάκρυ έφεξε στα μάτια της.
Ένα δάκρυ λυτρώσεως και για κείνη και για μένα.
Πρώτη μου φορά ένιωσα το θείο συναίσθημα της ολοκληρώσεως, της απολύτου διαθέσεως. Ό, τι ήθελε να με κάνει. Ήμουν ελεύθερος.
Αν είχα στόμα θα ούρλιαζα απ' την ευχαρίστηση. Λύθηκε ο κόμπος, με άφησε απ' τα χέρια της και αφέθηκα να παρασυρθώ στην άβυσσο της αμεριμνησίας.