Cernis, custodia qualis vestibulo sedeat?
Facies quae linima servet?
(Διακρίνεις ποιός θυρωρός κάθεται μέσα στον προθάλαμο;
Τι πρόσωπο παρατηρεί το κατώφλι;)
Αινειάδα, lib. vi. 754
Νύκτα βαθιά. Τα πάντα αναπαύονται μέσα στο παλιό κάστρο. Τα πάντα είναι ξέπνοα κάτω από τα μελαγχολικά αστέρια. Έφθασε η ώρα. Ο Μενζούρ με την ασκητική του σοφία – ο Μενζούρ, ο εχθρός του έρωτα – ο Μενζούρ, του οποίου ο οφθαλμός θα διαβάσει την καρδιά σου και θα σου αρνηθεί τα μυστικά που σου υποσχέθηκε, επειδή το ηλιόλουστο πρόσωπο της Φυλλίδας διαταράσσει την άζωη σκιά την οποίαν αποκαλεί “γαλήνη” - ο Μενζούρ λοιπόν έρχεται αύριο!
Εκμεταλεύσου την νύκτα! Φυλάξου από το φόβο! Ή τώρα ή ποτέ! Έτσι γενναίος! Γενναίος, παρ' όλα σου τα σφάλματα. Με σταθερό παλμό το χέρι σου ξεκλειδώνει γι' άλλη μια φορά την απαγορευμένη πόρτα!
Ο Γκλύντον τοποθέτησε τη λυχνία επάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βιβλίο, το οποίο ήταν ακόμη ανοικτό. Γύριζε τα φύλλα ένα- ένα, χωρίς να μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το νόημα, ώσπου έφθασε στο ακόλουθο εδάφιο:
Τότε όταν ο μαθητής έχει μυηθεί και προετοιμασθεί καταλλήλως, ας ανοίξει το παράθυρο, ας ανάψει τις λυχνίες κι ας λούσει τους κροτάφους του με το ελιξήριο. Ας προσέξει να μη βιασθεί να καταπιεί το πτητικό και φλογερό πνεύμα. Εάν το δοκιμάσει, χωρίς προηγουμένως να έχει συνηθίσει τον οργανισμό του στο ποτό της εκστάσεως μέσω επανειλλημένων εισπνοών, δεν θα γνωρίσει την ζωή, αλλά τον θάνατο!
Δεν μπορούσε να διεισδύσει περισσότερο στις οδηγίες. Ο κώδικας άλλαζε και πάλι. Κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. Το σεληνόφως έμπαινε σιωπηλό μέσα από το δικτυωτό καθώς το χέρι του άνοιγε το παράθυρο. Και έμοιαζε – καθώς έλουζε το πάτωμα και πλημμύριζε τους τοίχους – σαν παρουσία κάποιας φασματικής και πένθιμης Δυνάμεως.
Τοποθέτησε τις μυστικές λυχνίες (εννέα τον αριθμό) γύρω από το κέντρο του δωματίου και τις άναψε μία – μία. Μια φλόγα με γαλάζιες και ασημένιες αποχρώσεις ξεπήδησε από την κάθε μια και φώτισε το δωμάτιο με μια γαλήνια αλλ' εκθαμβωτική λάμψη.
Τώρα όμως το φως αυτό γινόταν ολοένα πιο αμυδρό, καθώς ένα λεπτό γκρίζο σύννεφο, σαν ομίχλη, γέμισε αργά το δωμάτιο. Ενα παγερό ρίγος διαπέρασε την καρδιά του Εγγλέζου και σύντομα τον κατέλαβε μια θανατερή κρυάδα. Διαισθανόμενος ενστικτωδώς τον κίνδυνο, τρίκλισε – με μεγάλη δυσκολία, αφού τα μέλη του έμοιαζαν βαριά και άκαμπτα σαν πέτρα – μέχρι εκείνα τα ράφια όπου βρίσκονταν οι κρυστάλλινες φιάλες. Εισέπνευσε τους ατμούς με βιασύνη κι ένιψε τους κροτάφους του με το σπινθηροβόλο υγρό. Η ίδια αίσθηση σφρίγους, νεότητας και χαράς και αιθέριας ελαφρότητας, που είχε νοιώσει το πρωί, μονομιάς αντικατέστησε τη νεκρική ακαμψία που τον είχε καταλάβει προηγουμένως. Στάθηκε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, ορθός και άφοβος, για να δει τι θα επακολουθήσει.
Τώρα η ομίχλη είχε αποκτήσει την πυκνότητα και την υφή ενός συννέφου χιονοπτώσεως. Οι δε λυχνίες την διαπερνούσαν σαν αστέρια. Αρχισε να διακρίνει καθαρά κάποια σχήματα, που το περίγραμμά τους έμοιαζε με της ανθρώπινης μορφής, να γλυστρούν αργά και να περιστρέφωνται μέσα στο σύννεφο. Έδειχναν άψυχα. Τα σώματά τους ήσαν διαφανή και συστέλλοντο ή διαστέλλοντο, σαν τις σπειρες ερπετού. Καθώς κινούντο με μεγαλοπρέπεια, άκουσε έναν χαμηλής εντάσεως θόρυβο, σαν το φάντασμα να ταυτιζόταν με τη φωνή. Έναν θόρυβο που το κάθε ον δεχόταν από τα υπόλοιπα και αντηχούσε με τη σειρά του. Ηταν ένας ήχος χαμηλής εντάσεως, μουσικός, που έμοιαζε σαν ψαλμωδία κάποιας ανέκφραστης γαλήνιας χαράς.
Καμία από αυτές τις οπτασίες δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Η σφοδρή του λαχτάρα να τις πλησιάσει, να σχετισθεί μαζί τους, να κάνει κι αυτός εκείνες τις αιθέριες κινήσεις ευτυχίας – διότι αυτή την εντύπωση του έδιναν – τον ώθησε να απλώσει τα χέρια του και να προσπαθήσει να φωνάξει. Αλλά μόνον ένας άναρθρος ψίθυρος κατόρθωσε να περάσει από τα χείλη του. Οι κινήσει και ο μουσικός ήχος συνέχιζαν σαν ο θνητός να μη βρισκόταν εκεί. Αργά αιωρούντο γύρω – γύρω και ανέβαιναν ψηλά, ώσπου – με την ίδια μεγαλοπρεπή τάξη – γλύστρησαν μέσα από το πλέγμα του παραθύρου και χάθηκαν στο σεληνόφως.
Τότε, καθώς τα μάτια του τις ακολουθούσαν, το παράθυρο σκοτείνιασε από την εμφάνιση κάποιου “πράγματος” δυσδιάκριτου σε πρώτη ματιά, το οποίο όμως αμέσως μετέβαλλε μυστηριωδώς την πρότερη ευδαιμονία σε άφατη φρίκη. Βαθμηδόν το “πράγμα” αυτό σχηματοποιήθηκε μπροστά του. Ηταν σαν ένα ανθρώπινο κεφάλι, καλυμμένο με σκοτεινό πέπλο, μέσα από το οποίο έλαμπαν δύο μάτια με μια δαιμονική λάμψη που πάγωνε το μεδούλι των οστών του. Κανένα άλλο χαρακτηριστικό του προσώπου δεν διακρινόταν. Μόνον εκείνα τα αφόρητα μάτια.
Ο τρόμος που ένοιωθε – και τον οποίον ήδη θεωρούσε ανυπόφορο – έγινε χίλιες φορές πιο έντονος όταν αυτό το Φάσμα γλυστρησε αργά μέσα στο δωμάτιο. Καθώς προχωρούσε, άγησε πίσω του το σύννεφο. Οι ζωηρές λυχνίες χλώμιασαν και τρεμόπαιζαν ασταμάτητα στην παρουσία του. Η μορφή του ήταν επίσης καλυμμένη με πέπλο, αλλ' έμοιαζε περισσότερο γυναικεία παρά ανδρική. Η κίνησή του δεν εμιμείτο την ανθρώπινη, αλλά σερνόταν σαν ένα τεράστιο, δύσμορφο ερπετό. Τελικά κουλουριάσθηκε δίπλα στο τραπέζι επάνω στο οποίο ήταν ανοιγμένος ο ευμεγέθης τόμος και προσήλωσε το βλέμμα του μέσα στο θαμπό τέμπλο επάνω στον απερίσκεπτο τελετουργό.
Και η πιο απόκοσμη φαντασία μοναχού ή ζωγράφου του Βορρά δεν θα είχε κατορθώσει να απεικονίσει την όψη της θανάσιμης μοχθηρίας που απεκάλυπταν τα μάτια εκείνου του δαίμονα. Ολόκληρη η μορφή του, που έμοιαζε με λάρβα, ήταν σκοτεινή, καλυμμένη, σαν σαβανωμένη. Όμως εκείνο το πύρινο βλέμμα – το τόσο έντονο, χλωμό και συγχρόνως τόσο ζωντανό – είχε κάτι το σχεδόν ανθρώπινο μέσα στο παράφορο μίσος και τον εμπαιγμό που εξέφραζε. Κάτι που έδειχνε ότι η ζοφερή Φρίκη δεν ήταν ολωσδιόλου πνευματική, αλλά μετείχε και της ύλης. Και μάλιστα σε βαθμό επαρκή ώστε ν' αποτελεί επίφοβο και θανάσιμο εχθρό για τις υλικές μορφές.
Μέσα στη φοβερή αγωνία του, ο Γκλυντον είχε κολλήσει στον τοίχο, με όλες τις τρίχες του ανορθωμένες και με τα μάτια γουρλωμένα να ατενίζει εκείνο το φοβερό βλέμμα. Και τότε το Είδωλο του μίλησε. Κι ήταν μάλλον η ψυχή του παρά τα αυτιά του που κατανόησαν τις λέξεις.
-Εισήλθες στην περιοχή του απροσμέτρητου. Είμαι ο Κάτοικος του Κατωφλίου. Τι θέλεις από μένα; Γιατί μένεις σιωπηλός; Με φοβάσαι; Δεν είμαι η αγαπημένη σου; Δεν απαρνήθηκες για μένα τις απολαύσεις του γένους σου; Επιθυμείς τη Σοφία; Κατέχω τη Σοφία αμέτρητων εποχών. Φίλησε με, θνητέ μου εραστή!
Κι η Φρίκη σύρθηκε κοντά του. Και ακόμα πιο κοντά του! Ήλθε δίπλα του κι ένοιθε την ανάσα της στο πρόσωπό του! Με μια κραυγή έπεσε στο έδαφος αναίσθητος. Όταν συνήλθε, αργά το μεσημέρι της επομένης ημέρας, άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι βρισκόταν στο κρεββάτι του, με έναν ολόλαμπρο ήλιο να ξεχύνεται μέσα από το παράθυρό του, και τον Πάλολο να κάθεται δίπλα του και να γυαλίζει την καραμπίνα του σφυρίζοντας μια μελωδία της Καλαβρίας.
Edward Bulwer Lytton
ΖΑΝΟΝΙ
Μια Ροδοσταυρική Ιστορία
Πρώτη Μετάφραση στην Ελληνική
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου