Στοίβαξε μερικούς δίσκους στο πικάπ και πήγε προς το παράθυρο, κοιτώντας το χαμηλωμένο φεγγάρι που γλίστρησε σιγά σιγά πίσω από ένα ερειπωμένο κτίριο. Οι εσωτερικοί του τοίχοι είχαν γκρεμιστεί, και μέσα σε μερικά λεπτά μπορούσε πάλι να δει το φεγγάρι ξεκάθαρα, μέσα από τα σπασμένα τζάμια στην πρόσοψη του κτιρίου. Το παράθυρο το πλαισίωνε τόσο τέλεια, που έμοιαζε λες και το φεγγάρι ήταν μέσα στο κτίριο: ένας πιτσιλωτός ασημένιος πλανήτης, παγιδευμένος σ' ένα σύμπαν από τούβλα. Καθώς συνέχισε να το κοιτάζει, αυτό ξεγλίστρησε από το παράθυρο, αργά σαν ψάρι – ίσα ίσα για να ξαναεμφανιστεί σ' ένα άλλο παράθυρο μερικά λεπτά αργότερα, περιπλανώμενο αργά μέσα στο άδειο σπίτι, ατενίζοντας έξω από κάθε παράθυρο στο δρόμο του.
Μια ριπή ανέμου τον κυνήγησε μέσα στο δωμάτιο, και οι κουρτίνες έτειναν προς την κατεύθυνσή του. Προχώρησε πάνω στο πάτωμα που έτριζε, κι άδειασε το υπόλοιπο μπουκάλι στο ποτήρι του. Ξαναξάπλωσε στο κρεβάτι, κοιτώντας το νεφελόχρωμο ταβάνι.
Περίμενε να χτυπήσει το τηλέφωνο και ν' ακούσει κάποιον να του πει τα μαντάτα, ότι είχε πεθάνει στον ύπνο του. Ξύπνησε απότομα και άρπαξε τη σιωπηλή συσκευή. Το ακουστικό κατάπιε τις λέξεις του με δυο μπουκιές, σαν να 'ταν φίδι. Τα σεντόνια ήταν υγρά σαν φύκια, το δωμάτιο γεμάτο από την ωκεάνια ομίχλη του πράσινου νέον.
Μερα, και μετά πάλι νύχτα, κάθε μέρα μια ολόκληρη εποχή. Είχε πάει στο Παρίσι, ή το είχε προγραμματίσει μόνο; Ή αυτό ήταν τον επόμενο μήνα, ή είχε ήδη πάει και είχε γυρίσει. Σκέφτηκε έναν καιρό, παλιά, στο Παρίσι, που είχε δει τον Τάφο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αψίδα του Θριάμβου, με την επιγραφή 1914-18 – και πόσο τον είχε στεναχωρήσει η ιδέα να πεθαίνει κανείς τόσο νέος.
Ο θάνατος δεν ήταν πια ένα όριο, ήταν απλά ένα σημείο γύρω από το οποίο στροβιλιζόταν καθώς βημάτιζε από το κρεβάτι του στο παράθυρο, κάτι που το έκανε τόσο συχνά ώστε δεν ήξερε πια από ποιά μεριά του είχε βρεθεί. Καμιά φορά, σαν αυτούς που τσιμπιούνται για να δουν αν ονειρεύονται, έπιανε το σφυγμό του για να δει αν ζει ακόμη. Συνήθως δεν έβρισκε καν σφυγμό, ούτε στον καρπό ούτε στο στήθος ούτε στο λαιμό του. Αν αφουγκραζόταν προσεκτικά, του φαινόταν ότι άκουγε έναν βαρύ, αργόσυρτο ρυθμό, σαν τύμπανο κηδείας από απόσταση, ή σαν κάποιον που ήταν θαμμένος και χτυπούσε με τα χέρια του το μαλακό χώμα.
Τα χρώματα ξέφευγαν από τα υποκείμενα, ακόμη και η ταμπέλα έξω ήταν ένα χλομό υπόλειμμα πρασίνου. Όλα γινόντουσαν άσπρα. Και μετά κατάλαβε: ήταν χιόνι, που έπεφτε στο πεζοδρόμιο με μεγάλες νιφάδες, αγκαλιάζοντας τα κλαδιά των δέντρων και στρώνοντας μια λευκή κουβέρτα πάνω από τα παρκαρισμένα αμάξια. Δεν είχε κίνηση, κανείς δεν περπατούσε έξω, κανένας απολύτως θόρυβος. Κάθε πόλη έχει τέτοιες σιωπές, διαστήματα ανάπαυλας όπου – έστω και για μια στιγμή σ' έναν αιώνα – κανείς δεν μιλάει, κανένα τηλέφωνο δεν χτυπάει, καμία τηλεόραση δεν είναι αναμμένη, κανένα αυτοκίνητο δεν κινείται.
Καθώς το βουητό της κίνησης ξανάρχισε, έπαιξε την ίδια σειρά δίσκων και ξαναγύρισε στο παράθυρο. Σινάτρα και Λέιντι Ντέι: η ζωή του ήταν ένα τραγούδι που έφτανε στο τέλος του. Πίεσε το πρόσωπο του πάνω στο κρύο τζάμι κι έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, ο δρόμος ήταν ένα σκοτεινό ποτάμι, οι όχθες του καλυμμένες από χιόνι.
*Prez ήταν το χαϊδευτικό του Lester Young. Από το President.
GEOFF DYER
ΚΙ ΟΜΩΣ ΟΜΟΡΦΑ...
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΑΝΑΗ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΥΡΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου