Από την άποψη της κάθε ορθοδοξίας, ο μύθος ορίζεται απλά σαν “θρησκεία των άλλων λαών”. Ενας αντίστοιχος θρησκευτικός ορισμός είναι “παρεξηγημένη μυθολογία”. Η παρεξήγηση συνίσταται στην ερμηνεία των μεταφορών του μύθου σαν αναφορές στη σκληρή πραγματικότητα. Για παράδειγμα, η Παρθενογένεση είναι βιολογική ανωμαλία, η Γη της Επαγγελίας είναι ένα τμήμα της Εγγύς Ανατολής που κατοικείται από τους εκλεκτούς του θεού. Εδώ η έννοια “Θεός” γίνεται αντιληπτή σαν μια αληθινή αν και αόρατη, αρσενική προσωπικότητα, που δημιούργησε το σύμπαν και κατοικεί σε έναν αόρατο μα αληθινό παράδεισο. Εκεί πηγαίνουν όλοι όσοι “κρίνονται” μόλις πεθαίνουν, για να μείνουν μέχρι το τέλος του χρόνου με τα αναστημένα τους σώματα.
Πως μπορεί στο όνομα της Αλήθειας ή της Λογικής να κατασκευάζει ο σύγχρονος νους τέτοιες ανοησίες;
Οι μύθοι, όπως και τα όνειρα, είναι παράγωγα της ανθρώπινης φαντασίας. Συνεπώς οι εικόνες τους, αν και αντλούνται από τον υλικό κόσμο και την υποτιθέμενη ιστορία του, είναι όπως και τα όνειρα, αποκαλύψεις των βαθύτερων ελπίδων, επιθυμιών και φόβων, ικανοτήτων και αντιθέσεων της ανθρώπινης θέλησης – η οποία κινείται με τη σειρά της απότις ενέργειες των οργάνων του σώματος που λειτουργούν είτε απο κοινού ή ενάντια το ένα στο άλλο. Δηλαδή κάθε μύθος σκόπιμα ή όχι, είναι ψυχολογικά συμβολικός. Επομένως, τα θέματα και οι εικόνες του δεν πρέπει να εξεταστούν με την κυριολεκτική τους σημασία αλλά σαν μεταφορές.
Ομως οι μυθολογίες απευθύνονται σε ζητήματα καταγωγής του φυσικού κόσμου και των τεχνών, των νόμων και των εθίμων των λαών – κάτι που δε γίνεται με τα όνειρα. Από αυτή την άποψη τα φυσικά γεγονότα ερμηνεύονται σαν μεταφυσικά, βασισμένα σε ένα ονειρικό μυθικό βασίλειο πέρα από το χωρόχρονο. Από τη στιγμή που είναι αόρατα στο φυσικό πεδίο μπορούμε να τα γνωρίσουμε μόνο μέσω της σκέψης. Και καθώς τα άυλα σχήματα του ονείρου αναδύονται από το μοργοποιητικό έδαφος της ατομικής θέλησης, έτσι και τα φευγαλέα σχήματα του φυσικού κόσμου αναδύονται από ένα κοσμικό, μορφογενετικό έδαφος που γίνεται γνωστό στο νου μέσω των μορφών του μύθου.
Αυτές οι μυθικές μορφές είναι οι “προγονικές μορφές”, τα άυλα αρχέτυπα όλων εκείνων που δέχεται το μάτι σαν φυσικά υλικά. Τα υλικά πράγματα γίνονται αντιληπτά σαν εφήμερες συγκεκριμενοποιήσεις των ενεργειών αυτών των νοούμενων ιδεατών μορφών. Παραδοσιακοί τύποι εργαλείων, κατοικιών και όπλων βρίσκουν την δικαίωση τους σε τέτοια αιώνια πρότυπα. Οι τελετουργίες είναι άμεσες αποτυπώσεις των προτύπων που συγκρατούν τη ζωή. Οι ναοί και τα θέματα των μύθων είναι ερμητικά πεδία στα οποία οι θεοί και οι θεές, οι δαίμονες και οι άγγελοι, οι ημίθεοι κλπ. συμβολίζουν με τη μορφή χαρισματικών προσωπικοτήτων, τις δίνες της συνείδησης από τις οποίες αντλούν την ύπαρξή τους όλες οι όψεις του θεάτρου της ζωής. Επομένως οι μορφές των μύθων, όχι όμως και τα όνειρα, εκφράζουν συμπαντικά και όχι ατομικά θέματα. Στο όραμα ο νους μπορεί να εξαπλωθεί σε αυτή τη συμπαντική περιοχή, όπως γίνεται στα όνειρα των σαμάνων και των μυστικιστών, γιατί οι ενέργειες οι οποίες διαμορφώνουν το φυσικό κόσμο είναι ίδιες με εκείνες που λειτουργούν μέσα από τα όργανα του ανθρώπινου σώματος. Όμως όπως σημειώνεται στην Τσαντόγια Ουπανισάντ: “Εκείνοι που δεν γνωρίζουν το σημείο, μπορούν να περάσουν πάνω από ένα κρυμμένο θησαυρό δίχως να τον ανακαλύψουν. Έτσι και όλα τα πλάσματα αυτού του κόσμου περνούν καθημερινά από τον κόσμο του Μπράχμα (κατά το βαθύ ύπνο) δίχως να τον ανακαλύπτουν απορροφημένοι καθώς είναι από τις λαθεμένες ιδέες”.
Η πρώτη ξεχωριστή λειτουργία κάποιας μυθολογίας είναι η απελευθέρωση του νου από την απλοϊκή προσήλωση πάνω σε τέτοιες λαθεμένες ιδέες, που προέρχονται από τον υλικό κόσμο. Έτσι οι παραστάσεις των μύθων είναι μεταφορικές (ενώ τα όνειρα δεν είναι) από δύο απόψεις ταυτόχρονα, καθώς κρύβουν (1) ψυχολογικές, αλλά και (2) μεταφυσικές νύξεις. Μέσα από αυτό το διπλό πρίσμα τα σημαντικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά του κάθε τοπικού κοινωνικού νόμου, περιβάλλοντος ή υποτιθέμενης ιστορίας μπορούν, μέσω των μύθων, να μεταμορφωθούν σε αποκαλύψεις της υπερβατικότητας.
Ο Εμάνουελ Καντ προσδιόρισε έναν πολύ απλό τρόπο για την ερμηνεία τέτοιων διπλών απόψεων, στο θεμελιώδες έργο του Prolegomena zu einer jeden Kuenftigen Metaphysik, die als Wissenschaft wird auftreten Koennen, (παρ. 57-58). Εκείνο που μας προσφέρει είναι μια αναλογία τεσσάρων όρων (το α αντιστοιχεί στο β όπως το γ στο χ ). Ετσι, δε δείχνει την ατελή ομοιότητα δύο πραγμάτων αλλά την τέλεια ομοιότητα δύο σχέσεων ανάμεσα σε εντελώς διαφορετικά πράγματα. (“nicht etwa, eine unvollkommene Aehnlichkeit zweier Dinge, sondern eine vollkommene Aehnlicheit zweier Verhaeltnisse zwischen ganz unaehnlichen Dingen”): δεν είναι “το α που μοιάζει κάπως με το β”, αλλά “η σχέση του α προς το β μοιάζει απόλυτα με εκείνη του γ προς το χ”. Το χ όχι μόνο είναι άγνωστο αλλά είναι εντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί. Αντιπροσωπεύει δηλαδή κάτι το μεταφυσικό.
Ο Καντ αποδεικνύει τον τύπο με δύο παραδείγματα:
(1)Οπως εξαρτάται η παιδική ευτυχία (α) από την αγάπη των γονέων (β), έτσι και η ευημερία της ανθρώπινης φυλής (γ) εξαρτάται από το άγνωστο στοιχείο του θεού (χ) που εμείς αποκαλούμε η αγάπη του θεού. Και
(2)Η αδιαφορία της ύψιστης αιτίας (χ) σε σχέση με τον κόσμο (γ) αντιπροσωπεύει ακριβώς τη σχέση της ανθρώπινης λογικής (β) με την ανθρώπινη τέχνη (α).
Η πρώτη από τις δύο προτάσεις αναφέρεται στην καρδιά. Η δεύτερη, περισσότερο φιλοσοφική, αφορά το νου. Ο Καντ αναλύει τη σημασία της δεύτερης, με τα παρακάτω λόγια:
“Για την ώρα μου είναι άγνωστη η φύση της ανώτερης αιτίας. Το μόνο που κάνω είναι να συγκρίνω το γνωστό της αποτέλεσμα (δηλαδή, τη σύνθεση του σύμπαντος) και τον ορθολογισμό αυτού του αποτελέσματος με τα γνωστά αποτελέσματα της ανθρώπινης λογικής. Γι' αυτό αποκαλώ εκείνη την ανώτερη αιτία., Αίτιο (Λόγο) χωρίς να της αποδίδω εκείνο που κατανοώ εγώ με τον όρο ή κάτι που μου είναι γνώριμο”.
Πράγματι, όπως είπε και ο Καντ, ενώ η ιδέα ότι δεν μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα δίχως αιτία είναι μια κλασσική αντίληψη που σχετίζεται με τις φυσικές παρατηρήσεις και επιβεβαιώνεται από αυτές μέσα στο πρόσκαιρο πεδίο των φαινομενικών εμφανίσεων, η a priori εφαρμογή της σε μια υποθετική σχέση της αιωνιότητας (σαν Πρωταρχική Αιτία) και της κοσμικότητας (σαν Δημιουργημένο Αποτέλεσμα) δεν είναι παρά μια αναλογία και μάλιστα ανακριβής. Τα κοσμικά αποτελέσματα διαδέχονται εν καιρώ τις κατάλληλες αιτίες τους, όμως η “μορφογενετική” σχέση της αιωνιότητας ως προς το χρόνο δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή σαν επακόλουθη, από τη στιγμή που δεν υπάρχει χρόνος. Επιπλέον, εφόσον η αιωνιότητα ορίζεται σαν κάτι πέρα από την κοσμικότητα, υπερβαίνει όλες τις ηθικές ή λογικές κατηγορίες -ύπαρξη και μη ύπαρξη, μονάδα και πολλαπλότητα, αγάπη και δικαιοσύνη, άφεση και οργή. Η ονομασία και η ιδέα του “Θεού” δεν είναι παρά μια μεταφορά του νου που δε γνωρίζει, και υπονοεί εκείνο που βρίσκεται πέρα από το νου που δε γνωρίζει, και υπονοεί εκείνο που βρίσκεται πέρα από το νου και τη σκέψη. Ετσι ο μοναδικός τρόπος για να μιλήσουμε είτε από την άποψη του χρόνου ή της αιωνιότητας, είναι να χρησιμοποιήσουμε τη φιλοσοφική και θεολογική αναλογία μια ορθολογιστικά συναγόμενης Πρώτης Αιτίας ή τη μυθολογική εικόνα και την ψυχολογική της επίδραση που έχει άμεση σχέση με την υπερβατικότητα.
Για παράδειγμα, στην αρχή της Κυριακής Προσευχής η επίκληση “Πάτερ Ημών” είναι μεταφορική από τη στιγμή που το υποκείμενο δεν είναι ένας πραγματικός αρσενικός γονέας, ούτε καν ανθρώπινη ύπαρξη. Η σημασία του είναι ψυχολογική και η φράση δείχνει μια συγγένεια, καθώς και ανθρώπινα συναισθήματα που μοιάζουν με εκείνα του παιδιού προς τον πατέρα του. Επίσης είναι ολοφάνερη η υπερβατική ή μεταφυσική έννοια, στο γεγονός ότι ο υπονοούμενος πατέρας δεν ανήκει στη γη, ούτε στο χωρόχρονο, αλλά στην αιωνιότητα, στον “Ουρανό” όπως ονομάζεται στη λαϊκή ορολογία το μορφογενετικό πεδίο.
Μια αντίστοιχη προσευχή θα μπορούσε να απευθύνεται στη “Μητέρα Μας, μέσα ή κάτω από τη γη”. Στην πραγματικότητα, υπήρξαν πολλές θρησκείες και πιθανά να υπάρξουν ακόμη περισσότερες, για τις οποίες η πίστη απευθύνεται στη μητέρα. Τα συναισθήματα που διέγειρε αυτή η πνευματική στάση συνέβαλαν στην εμφάνιση εθίμων, τεχνών και τρόπων λατρείας διαφορετικών από εκείνους που προήλθαν από τη λατρεία του μεταφυσικού πατέρα.
Εκεί όπου ερμηνεύτηκαν οι τοπικές μυθολογικές εικόνες σαν γεγονότα και όχι σαν μεταφορές, έγιναν θηριώδεις μάχες ανάμεσα στις ομάδες τέτοιων αντιμαχόμενων τρόπων μεταφορικής απεικόνισης. Η Βίβλος βρίθει αντίστοιχων παραδειγμάτων. Σήμερα (1984-86) στην άλλοτε γοητευτική πόλη της Βηρυτού οι ζηλωτές τριών διαφορετικών τάσεων, αν και πιστεύουν στην ίδια ιδέα του μοναδικού πατέρα “Θεού”, ρίχνουν βόμβες ο ένας στον άλλο.
Δεν έχει παρά να ρωτήσει κανείς: Τι περισσότερο μπορεί να συνεισφέρει αυτή η φυλετική πεζότητα στον αιώνα που ζούμε από αγωνία σε έναν κόσμο με παγκόσμιες διαπολιτιστικές προοπτικές; Ολα αυτά προέρχονται από παρερμηνευτικές μεταφορές. Ο αγγελιαφόρος θεωρείται μήνυμα, η έμφαση θεωρείται υποδήλωση. Υπερφορτώνοντας το φορέα με συγκινησιακά φορτία ξεφεύγουμε από την ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και τη σκέψη. Η μόνη αποδεκτή λύση που εφαρμόστηκε μέχρι τώρα είναι η απόρριψη της μεταφοράς σαν ψέμα. Κάτι τέτοιο όμως αχρηστεύει ολόκληρο το λεξικό της γλώσσας της ψυχής με το οποίο ο άνθρωπος ανυψώθηκε σε ενδιαφέροντα πέρα από την τεκνοποίηση, τα οικονομικά και την “ποσότητα”.
Ακούω μήπως νάρχεται από κάπου, δηλαδή από το πουθενά, ο τρομαχτικός ήχος ενός ολύμπιου γέλιου;
JOSEPH CAMPBELL
ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
μια βαθύτερη προσέγγιση
Μετάφραση Χριστίνα Μιχαλίτση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου