Η περιέργεια για τ' απαγορευμένα πράγματα, η αδυναμία γι' απολαύσεις παράνομες και συχνά καταπιεσμένες, μ' ώθησαν σ' αυτή την περιπέτεια, την οποία πρίν επιχειρήσω δεν ήμουν και τόσο αφελής ώστε να την θεωρώ απίστευτη.
Η αγάπη για την λογοτεχνία καταλήγει εύκολα σε σοβαρές φρενοβλάβειες και πολλοί γέροι καλλιτέχνες συχνά γκρεμίζονται στην κόλαση των παραισθήσεων, η ποιότητα της οποίας είναι αμφισβητήσιμη.
Αν κάποιος επενδύει τη μεγάλη ευεσθησία του στα βιβλία που διαβάζει, κινδυνεύει να ταυτισθεί με ήρωες οι οποίοι έχουν επινοηθεί, μόνο για να ζουν μέσα στις σελίδες.
Ξέρω πως η ζωή είναι μυθιστόρημα, αλλά μυθιστόρημα ανεπίδεκτο σχολίων. Και όλο το κακό προξενείται από τα σχόλια.
Μήπως επειδή πολύ ονειρεύτηκα την ξανθούλα χλωμή κυρία Σαντελούβ, με συνεπήρε η ιδέα να επιχειρήσω ένα ταξίδι στη χώρα όπου το κακό είναι συνυφασμένο με κάποιο μυστικισμό, δελεαστικό και αποκρουστικό ταυτοχρόνως;
Επί του θέματος, ο Huysmans (Γάλλος μυθιστοριογράφος 1848-1907) έχει, κατά τη γνώμη μου, πει πάρα πολλά και συνάμα όχι αρκετά. Πολλές φορές συλλογίστηκα την περλίπτωση εκείνου του καταχθόνιου μπιστρό που βρίσκεται σε κάποιο προάστιο. Η κυρία Σαντελούβ, που έχει χάσει το λογικό εξαιτίας της λατρείας της στο διάβολο, οδηγεί εκεί έναν θλιβερό εραστή και τον υποβάλλει σε “συνήθειες σκλάβου”. Με λίγα λόγια, αυτή η μικροσκοπική αστή προσφέρει στα οπίσθια της ηδονές, οι οποίες δεν της είναι καθόλου άγνωστες, ή, για να το πούμε και διαφορετικά, τούτος ο εραστής ποτέ δεν πήρε μέρος στη μοιρασιά των φιλοδωρημάτων που έχει εισπράξει ο στενός κρίκος της κυρίας Σαντελούβ.
Οταν τώρα σκέπτομαι το θέαμα που μου προσφέρθηκε, νομίζω ότι πραγματικός υπεύθυνος της εκστρατείας, απότην οποία έχω κρατήσει μιαν ελλειπή ανάμνηση, υπήρξε αυτή.
Αγαπώ όλα τα σαρκικά παιχνίδια. Μου αρέσει να περιγράφω στα μυθιστορήματά μου τη γυναικεία ομορφιά καθώς και το διακριτικό φως του έρωτα που την εμψυχώνει. Δεν είμαι διάσημος συγγραφέας, αλλά οι μικρούλες πωλήτριες, οι μοδιστρούλες, μ' έχουν στην καρδιά τους βασιλιά. Αυτή η δόξα μου αρκεί.
Χωρίς κανένα δισταγμό, θα μπορούσα να παραιτηθώ από την υπογραφή των βιβλίων μου, διότι τ' όνομά μου δεν βοηθά καθόλου στην αύξηση των πωλουμένων αντιτύπων.
Ήξερα λοιπόν, επειδή είχα διαβάσει ένα βιβλίο ειδικό, αλλά κι από άλλα διαβάσματα, πως η λατρεία του σατανά κυριαρχεί ακόμη στη ζωή ορισμένων ατόμων, τα οποία αντλούν απ' αυτή τη θρησκεία των παραφρόνων, απαραίτητα καρυκεύματα για τη λειτουργικότητα των κλασικών θεματογραφιών της ακολασίας.
Κι εφόσον αυτές οι τελευταίες είναι περιορισμένες σε ποικιλία κι εύκολα εξαντλείται η σειρά των διαστροφών, οι λάτρεις προσέφυγαν γ' ένα διανοητικό ερεθισμό πλήρη αναπολήσεων καθολικισμού, όπου έβρισκαν το όργανο, για να επιτελέσουν τις δύο ή τρεις ουσιώδεις ερωτικές πράξεις οι οποίες δεν απαιτούν καμία υπερφυσική προετοιμασία από το φυσιολογικό άνθρωπο.
Αρκεί να πληροφορηθούν ότι ένας ξενηστικωμένος και πονηρός τσαρλατάνος “ιερουργεί” επάνω στα γυμνά οπίσθια κάποιας μικρής βρώμας, για να τρέξουν εκστασιασμένοι στο χώρο της ευωχίας.
Επί ένα μήνα ανήκα κι εγώ στην αδελφότητα και για να το πετύχω, επιδόθηκα σε μια δραστηριότητα η οποία, αν ήθελα, θα με είχε κάνει πλούσιο τουλάχιστον για μερικά χρόνια.
Ήξερα ότι μαγικές τελετουργίες γίνονταν στο Παρίσι, αλλά και σεάλλες μεγάλες πόλεις, αρκετά απομακρυσμένες όμως από το σπίτι μου. Οι αναζητήσεις μου λοιπόν περιορίστηκαν αναγκαστικά στο Παρίσι. Επρόκειτο για μια πολύ δύσκολη επιχείρηση και δίχως τη βοήθεια της τύχης δεν θα είχα πετύχει.
Στην ευόδωση των σχεδίων μου βοήθησε και ένας δημοσιογράφος αμφιβόλου ηθικής υποστάσεως, του οποίου αρκούσε η εμφάνιση, η μισή πολύ βρώμικη κ ιη άλλη μισή υπερβολικά προσεγμένη, για να σε εκθέσει. Μετά από πολλές συζητήσεις, πάνωτε γύρω από το θέμα που αποτελούσε τη μοναδική μου έγνοια, ο νεαρός Γανυμήδης της κακιάς ώρας, έχοντας αναμφίβολα παρεξηγήσει τις προθέσεις μου, με πήρε παράμερα σε μια γωνιά και μου δήλωσε χωρίς περιστροφές: -Θέλετε να παραστείτε σε μια τελετή μαύρης μαγείας;
Σκέφτηκα: Το κόλπο είναι γνωστό. Υπάρχουν ένα σωρό σαν κι αυτόν, που παίζουν τους καλά πληροφορημένους χωρίς να ξέρουν τίποτε. Μου πέρασε από το μυαλό ότι αυτή η λέρα, αγνοώντας με ποιόν έχει να κάνει, ήθελε να με παρασύρει σε κάποια φτιαχτή παράσταση, διακοσμημένη με έμφαση, για να δίνει την εντύπωση μαγικής ιεροτελεστίας. Από την έκφραση των ματιών μου ο τύπος κατάλαβε τι σκεπτόμουν. Κάθησε δίπλα μου και μου είπε εμπιστευτικά: -Σας δίνω τον λόγο μου ότι δεν πρόκειται για φάρσα. Υπάρχει ένας αληθινός ιερέας καθώς και γυναίκες που ανήκουν πραγματικά στον καλό κόσμο, νέες και χούφταλα. Πολλές φορές παρευρίσκονται και διάφοροι περίεργοι, όπως εσείς. Αν αναλάβω την υπόθεση, θα τακτοποιήσω έτσι τα πράγματα, ώστε να παρουσιαστείτε σαν προσωπικότητα και να μπορέσετε να μπείτε. Θα σας στοιχίσει τριακόσια φράγκα. Αξίζει τον κόπο...
Και πρόσθεσε μελαγχολικά: -Ο,τι σας λέω είναι από πρώτο χέρι, διότι εγώ είμαι ένα από τα παιδιά που βοηθούν τον ιερέα... Υπάρχουν και άλλοι δύο, για την ίδια δουλειά.
-Καλά, κατάλαβα, του απάντησα. Θα μου δείξετε μια τελετή μαύρης μαγείας σαν αυτές που γίνονται σε σπίτια κρυφών συναντήσεων. Κάτι τέτοιο δεν με ενδιαφέρει. Εγώ θα ήθελα κάποτε να παρακολουθήσω το θέαμα μιας μαζικής υστερίας η οποία ν' ακολουθεί το καθιερωμένο πρωτόκολο.
-Τι μου λέτε τώρα! Είπε ο άλλος έχοντας ανάψει. Απόδειξη πως δεν πρόκειται για μια κοινή παράσταση σφαλιάρας, είναι το γεγονός ότι όσες γυναίκες συχνάζουν στο ιερό είναι όλες άσχημες!...
Αφού πήρα την απόφασή μου κι έδωσα τα τρία χαρτονομίσματα στον βρωμιάρη μου, χρειάστηκε να περιμένω ακόμη δύο μήνες μέχρι να με προσκαλέσουν στην τελετή.
Από την αρχή, η διαίσθησή μου έλεγε, ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Μια ημέρα βροχής, ατμόσφαιρα ιδανική για τέτοιες επιχειρήσεις, ήρθε να με γυρέψει ο οδηγός μου μέσα σε μια παλιά άμαξα, την οποία οδηγούσε ένας τερατώδης στην όψη αμαξάς και την έσερνε ένα παλιάλογο που βρωμούσε κιόλας σφαγείο. Η ευτυχία μου είχε φτάσει στο απόγειό της.
-Γιατί όχι με ταξί; ρώτησα.
-Αυτός μόνο γνωρίζει τον δρόμο.
Η άμαξα αναπηδούσε στο βρεγμένο πλακόστρωτο, διασχίζοντας τη βροχή που μας τύλιγε και μας κτυπούσε με τα συριστικά της μαστίγια. Διασχίσαμε σχεδόν όλο το Παρίσι. Μας χρειάστηκε μιάμιση ώρα, πριν φτάσουμε σ' ένα μικρό δρόμο τριγυρισμένο από κήπους, σ' ένα δρόμο με γερασμένο ύφος, που φωτιζόταν από κάποιο παλιό, ξεχασμένο φανάρι γκαζιού. Σκέφτηκα ότι μάλλον βρισκόμαστε στο Ωτέιγ, αλλά δεν ήμουν βέβαιος. Η άμαξα σταμάτησε εμπρός σ' έναν ψηλό τοίχο. Πίσω απ' αυτόν υπήρχαν ψηλά δέντρα, που φάνταζαν κατάμαυρα με φόντο ένα φουσκωμένο από ηλεκτρισμό και νερό ουρανό.
Η όψη αυτού του δρόμου μπορούσε να είναι είσοδος ενός άντρου δολοφόνων και αισθάνθηκα για μια στιγμή ότι πράγματι αυτός ήταν ο προορισμός ενός τέτοιου τοπίου, υγρού και απωθητικού. Μια πορτούλα άνοιξε στον τοίχο και ο συνοδός μου με έσπρωξε μέσα. Η γυναίκα που μας άνοιξε ήταν μια μικρή υπηρέτρια κάπου είκοσι χρονών, με μαλλιά τραβηγμένα και σφιχτοδεμένα σε κότσο. Το παρουστιαστικό της μ' έκανε να συλλογιστώ πως μπορεί να καταντήσει οποιαδήποτε ορφανή μέσα σ' ένα μοναστήρι.
-Περάστε, είπε κι εξαφανίστηκε.
-Η Σαρλότ, η μικρή Γερμανίδα, με πληροφόρησε ο συνοδός.
Στην άκρη της στρωμένης με ψιλό χαλίκι δενδροστοιχίας, μέσα από τη χειμαρρώδη βροχή, διέκρινα ένα μικρό παρεκκλήσι. Τώρα μπήκαν και οι κεραυνοί στο παιχνίδι. Ανάμεσα σε δυό αστραπές είδα για δεύτερη φορά, καθαρά, τη σκοτεινή είσοδο και άκουσα ένα ανθρώπινο ουρλιαχτό – απάντηση στην ανατριχιαστική βροντή. Ένας σκύλος γαύγισε.
Έμπαινες στο παρεκκλήσι ανεβαίνοντας τρία σκαλοπάτια. Μια γυναικεία φιγούρα γλίστρησε από μπροστά μας, κάνοντας τόπο να περάσουμε.
Αφού σπρώξαμε μια πόρτα ντυμένη με δέρμα, βρεθήκαμε σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο φωτισμένο απο καμιά εικοσαριά κεριά. Χοντρά παραπετάσματα στόλιζαν, απ' τη μια και την άλλη πλευρά, τα γοτθικά παράθυρα.
Η λάμψη των κεριών φώτιζε μόνο το βωμό, ενώ το μέρος που βρισκόμαστε εμείς, επιπλωμένο με τρεις σειρές καρέκλες, από καμιά δεκαριά η κάθε σειρά, παρέμενε στο σκοτάδι.
Οι κενές θέσεις ήταν ελάχιστες. Ο οδηγός μου υπέδειξε μια καρέκλα ανάμεσα σ' ένα μικροκαμωμένο γέρο που σηκώθηκε ταπεινά για να περάσω και μια κατάχλωμη κοκκινομάλα με μουσούδα νυφίτσας. Κοίταξα στα κλεφτά τη διπλανή μου και είδα ότι ήταν νέα και κακοντυμένη. Έμοιαζε με νοσοκόμα που είχε βγάλει την άσπρη μπλούζα για να φορέσει τα δικά της ρούχα. Επίσης, παρατήρησα τα πρόσωπα όλων των άλλων, ανδρών και γυναικών. Μπροστά μου καθόταν μια μαυροντυμένη κυρία, της οποίας οι πληθωρικές σάρκες ξεχείλιζαν κι από τις δύο πλευρές της καρέκλας.
Εμφανίσθηκε μια παρωδία ιερέα. Τον ακολουθούσαν οι βοηθοί του, μεταξύ των οποίων αναγνώρισα τον γνωστό μου φιλόφρονα πούστη. Αυτή η εμφάνιση προκάλεσε κρωξίματα ερεθιστικά, σαν κι εκείνα που ακούγονται στα ψυχιατρεία.
Η νεαρή γειτόνισσά μου είχε κιόλας ανασηκώσει τα φουστάνια της. Στο ημίφως, κοίταζα τη γυμνή φεγγαρόχρωμη κοιλιά της. Είχε βάλει το χέρι τηςστα σκέλια καιτο κάθισμά της ταρακουνιόταν, ενώ ο αγκώνας της, σπασμωδικά, χτυπούσε τον δικό μου.
Ο ιερέας, γυμνός κάτω από τα άμφιά του, στράφηκε προς τον διακωμωδούμενο σταυρό, κρεμασμένον επάνω από το θυσιαστήριο.
Ήταν ένας άντρας στα σαράντα, ροδαλός, σωματώδης, με φαλάκρα. Είχε φτιασιδωμένο το πρόσωπο και περπατούσε κουνώντας τα οπίσθια. Οσο για τον διάκοσμο, έμοιαζε με την περιγραφή του Huysmans. Δηλαδή επρόκειτο για μια βρωμερή διαστροφή, που την περιέβαλε η αυθεντικότερη αθλιότητα.
Το τυπικό εξελίχθηκε όπως το είχα φανταστεί καθώς έμπαινα. Οι πιο εξεζητημένοι όροι της γεωμαντείας εχρησίμευαν σαν πρόσχημα για σχόλια χωρίς καμιά πρωτοτυπία.
Από καιρό σε καιρό οι βοηθοί του ιερέα ανασήκωναν το κόκκινο ράσο για να δείξουν λιγάκι φιλόξενο κώλο.
Εμπρός μου, η χοντρή κυρία ταρακουνιόταν κι αυτή, ενώ από τη διπλανή μου, τώρα, ξέφευγαν αναστεναγμοί. Όσο για τον εξ αριστερών κύριο, είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του και πρόσφερε στα μάτια μου ένα θλιβερό θέαμα, το οποίο δεν επιμένω να περιγράψω. Ο λαϊκός ήχος ενός ακορντεόν, που άρχισε να παίζει ένα λειτουργικό ύμνο για να συνοδεύσει τα λατινικά λόγια, παρμένα από το Passifico Massimi ή από άλλα αισχρά ποιήματα, μ' έκανε να σηκώσω τα μάτια.
Ο ακορντεονίστας ήταν στη σκιά, δίπλα από την πόρτα του σκευοφυλάκιου. Μπόρεσα ν' αναγνωρίσω τον αμαξά που μας είχε φέρει εδώ.
Η μοναδική, κάπως προτώτυπη λεπτομέρεια αυτής της κακοστημένης παράστασης, ήταν το ημίφως που περιέβαλε το κοινό. Δύσκολα έβλεπες το πρόσωπο του διπλανού σου -και ήταν τόσο το καλλίτερο- δεν διέκρινες καλά εκείνο της διπλανής -και ήταν ακόμη καλλίτερα.
Ξαφνικά, ο ψευτο-παπάς έβγαλε μια κραυγή και σήκωσε τα χέρια προς τον ουρανό. Οι βοηθοί έτρεξαν, τον γύμνωσαν, τον περιτριγύρισαν και αφειδώς του πρόσφεραν εξεχόντως ειδικές περιποιήσεις. Το πέος του, που, οφείλουμε να το παραδεχτούμε, ήταν τεράστιο, σημάδευε τη σύναξη. Χέρια επιδέξια άρχισαν τις μαλάξεις, ώσπου άσπρος αφρός χύθηκε στη χούφτα της αδελφούλας που είχε το πρόσταγμα, ενώ ο τράγος πισωπλάτησε προς τη μεριά του βωμού.
Εμπρός στο θέαμα αυτό, η γειτόνισσά μου κουτρουβάλησε μαζί με την καρέκλα της. Κειτόταν στο δάπεδο και τσίτωνε την τρικυμισμένη κοιλιά της. Μούγκριζε σαν καυλωμένος πάνθηρας.
Οι βοηθοί είχαν ανακατευτεί με το πλήθος και μοίραζαν όστιες -διαπράττοντας την κατ' εξοχήν βεβήλωση. Ολες οι παραλλαγές της ακολασίας ήταν επιτρεπτές.
Μου φάνηκε, ότι όσοι είχαν μαζευτεί εδώ, καθένας υπακούοντας στον δικό του κρυφό νόμο, προσπαθούσαν να προσβάλλουν τη φύση. Ο γείτονάς μου, το χούφταλο, είχε καθήσει στα γόνατά του ένα νεαρό αγόρι με κόκκινο ράσο και προσπαθούσε να το μυήσει με θαυμαστή επιμονή αλλά όχι και επιτυχία.
Αλλοι άντρες έσπρωχναν από πίσω γυναίκες, των οποίων δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο. Μια χλωμή μελαχρινή, με μαλλιά κομμένα αντρικά, είχε πλησιάσει τον δαιμονισμένο ιερέα και τα βαμμένα με κοκκινάδι χείλη της έψαχναν επάνω στο χοντρό ιερόσυλο κορμί, κοντά στη ραχοκοκαλιά, το κλασικό σημάδι του Διαβόλου.
Είχα απομακρυνθεί λίγο απ' αυτό το ανακάτωμα, η θέα του οποίου με άφηνε ασυγκίνητο. Δεν αισθανόμουν έκπληκτος ούτε αηδιασμένος, αλλά μάλλον απογοητευμένος, επειδή διαπίστωνα ότι κανείς δεν μπόρεσε να επωφεληθεί με τρόπο που να δείχνει κάποια εξυπνάδα, ξεκινώντας από μιαν ιδέα αρκετά διακοσμητική. Αυτοί οι άνθρωποι δεν βεβήλωναν κανένα θεό. Απλώς εξευτέλιζαν ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη φύση.
Περίεργη λεπτομέρεια, όπως θα έλεγε ένας ρεπόρτερ, όλες αυτές οι ποικίλες διασκεδάσεις συγχρονίζονταν με τους ήχους του ακορντεόν, το οποίο ο γέρος Αυτομέδων (= ο ηνίοχος του άρματος του Αχιλλέα) έπαιζε αρκετά καλά. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως αυτή η βραδιά τελειώσει με μια μελωδία Shimmy (= αμερικάνικος χορός, που ήταν της μόδας στα χρόνια του 1920) ή Java (=χορός και μελωδία ου τον συνοδεύει) των οποίων κιόλας σιγοτραγουδούσα τα στιχάκια. Όλα όμως πήγαν κατ' ευχήν.
Σφορδρή επιθυμία ν' αναπνεύσω τον αέρα του κήπου και της βροχής με συνεπήρε ξαφνικά. Γλίστρησα απαλά στη μεγάλη δενδροστοιχία που οδηγούσε στην πόρτα. Την βρήκα κλειδωμένη. Εκείνη τη στιγμή εμφανίσθηκε ο οδηγός μου.
-Διασκεδάσατε ωραία; Δεν ήταν πολύ τρελό; Ξέρετε, το άμφιο του ιερέα κοστίζει περισσότερο από είκοσι χιλιάδες φράγκα. Έχει κεντηθεί από χέρια ευλαβικά...
Κάγχασε.
-Επιστρέφουμε, του απάντησα.
-Σύμφωνοι, ακολουθήστε με. Ξέρω ένα μικρό μπιστρό που πρέπει να είναι ανοιχτό τέτοια ώρα. Έχω μια πείνα φοβερή... Δίπλα απ' αυτό το καφενεδάκι υπάρχει και μια στάση αμαξών.
Καθήσαμε σ' έναν πάγκο που το ντύμα του είχε ξηλωθεί, πίσω από ένα ραγισμένο μαρμάρινο τραπέζι. Ήπιαμε άσπρο κρασί και φάγαμε αλλάντικά. Πείναγα, αλλά καθώς έτρωγα λαίμαργα, κοίταζα συγχρόνως λοξά το πρόσωπο αυτού του ξανθωπού νέου. Μου φάνημε όμορφο.
Μια μικρούλα, πρόστυχη ιδέα, όχι μεγαλύτερη από κεφάλι καρφίτσας, φάνηκε στο μακρινό ορίζοντα, ακραγγίζοντας τη φαντασία μου. Θέλησα να καλύψω αυτό το φωτεινό σημαδάκι, ετούτη την αηδιαστική ιδέα. Αλλ' αυτή μεγάλωνε συνέχεια μέσα στο σκοτάδι της φαντασίας, σαν τα φώτα ενός νυχτερινού τρένου που πλησιάζει.
Δεν ψεύδομαι. Εξάντλησα όλες τις δυνάμεις μου για ν' αποδιώξω τον κακό πόθο που ορμούσε κατά πάνω μου σαν εξπρές. Η αρχή του κακού είχε κατοικήσει την ψυχή μου -αρρώστια μεταδοτική. Δεν είχα ακούσει λοιπόν ατιμώρητα τη Λειτουργία του Διαβόλου.
Ο καφετζής, που είχε μια φάτσα απερίγραπτη, έρχεται και μας λέει: _Βρέχει ακόμη. Αποκλείεται να βρείτε άμαξα.
-Θα κοιμηθούμε εδώ, απαντά ο νεαρός μου σύντροφος.
Και ανάβει τσιγάρο.
Απάντησα και γω “ναι”, μ' ένα κούνημα του κεφαλιού.
Εκείνη τη στιγμή η ιδέα εισχωρούσε στο κρανίο μου βαριά, όπως μπαίνει το τρένο στο σταθμό. Και θρυμμάτισε ό,τι συνάντησε εμπρός της.
PIERRE MAC ORLAN
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΛΑΣΗΣ ΚΑΜΑΡΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου