Στην αρχή του περασμένου αιώνα συνέβηκε στη Ρωσσία μια από τις φοβερότερες περιπτώσεις βρυκολακισμού, από κείνες που κάνουν να σηκώνωνται οι τρίχες στο κεφάλι!
Ο Διοικητής της επαρχίας Τσαχ... άνθρωπος εξήντα οκτώ χρονών, ήταν γνωστός για τον τυραννικό, σκληρό, ζηλότυπο και διεστραμμένο χαρακτήρα του. Καθώς ήτανε περιβεβλημένος με δεσποτική εξουσία από τον Τσάρο, την εξασκούσε χωρίς συστολή και όπως τον ωδηγούσαν τα κτηνώδη ένστικτα και πάθη και η φαντασία του. Στα γεράματά του έπεσε τυφλά ερωτευμένος με το έμοργο κορίτσι ενός κατωτέρου υπαλλήλου του. Η θελκτική και νέα αυτή κοπέλλα ήτανε αρραβωνιασμένη με κάποιο έμορφο παλληκάρι, που την αγαπούσε ειλικρινά, όπως άλλωστε και αυτή τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά. Ο τυραννικός όμως Διοικητής ανάγκασε τον πατέρα της, με τις υποσχέσεις και με τις φοβέρες, να του δώση την συγκατάθεσί του για τον γάμο της κόρης του με τον γέρο παραφέντη του. Και το πεντάμορφο εκείνο πλασματάκι, και παρά την αγάπη του για τον αρραβωνιαστικό της, μια και το ήθελε ο πατέρας της, σαν καλή Χριστιανή που ήτανε, αναγκάσθηκε να δώση κι αυτή την σύγκατάθεσί της, να χαλάση τον αρραβώνα και να νυμφευθή και γίνη γυναίκα του εβδομηκοντάρη εκείνου διοικητή.
Η ζήλεια όμως του γέρου ανδρός της δεν άργησε άγρια να εκδηλωθή! Δεν πέρασε πολύς καιρός και τόση ήταν η ζήλεια του, που με την παραμικρότερη υπόνοια και φαντασία του, άρχιζε να τις κάνη ιστορίες, που κατέληγαν τις περισσότερες φορές και σε ξύλο. Την έκλεινε μάλιστα βδομάδες ολόκληρες μέσα στο δωμάτιό της και δεν ανεχόντανε να την βλέπη κανείς, παρά μόνο όταν και αυτός ήταν παρών.
Αλλα τα γεράματα έχουν και τις αρρώστιες τους. Ύστερα από δύο χρόνια έπεσε άγρια άρρωστος. Η γυναίκα του σαν άγγελος, όπως πάντοτε παραστεκόντανε νύχτα και μέρα κοντά στο προσκεφάλι του, πιστή ίσα με τον τάφο. Βλέποντας ο γέρο – διοικητής πως κάθε μέρα, που περνούσε, τον ζύγωνε προς το μνήμα, ζήτησε από την γυναίκα του να του ορκισθή, πως δεν θα ξαναπαντρευόταν. Η αγνή εκείνη κοπέλλα πρόθυμα και χωρίς καμμιάν εναντίωσι του έδωκε την υπόσχεσι αυτή, και τόσο μάλιστα περισσότερο, γιατί έβλεπε πως αυτή της η υπόσχεσι θα συντελούσε ώστε με ήσυχη την ψυχή του θα έφευγεν ο άντρας της από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Ο διοικητής τότε, βλέποντας την προθυμία της γυναίκας του, της είπε:
-Αγαπητή μου Λώλια, έχω και μιαν ακόμα παράκλησι να σου κάνω: θα μπορούσες να μου το ορκισθής μπροστά στον παπά μας και μπροστά στον πατέρα σου;
-Και γιατί όχι, αντρούλη μου;
Έτσι λοιπόν τήν άλλη την ημέρα, μπροστά στον παπά και στον πατέρα της, η Λώλια έβαζε το χέρι της απάνω στο ιερό Ευαγγέλιο και ωρκιζόντανε επίσημα πλέον πως δεν θα ξαναπαντρευόντανε, αν, ο μη γένοιτο, πέθαινε ο άντρας της.
Έχοντας τώρα αυτή την υπόσχεσι, ο γέρο – διοικητής δεν ανησυχούσε αν θα πέθαινε. Αλλά μια βραδιά πριν ν’ αποθάνη, είπε στη γυναίκα του την Λώλια:
-Λώλια μου! Αύριο θα πεθάνω. Πρόσεξε καλά σ’ αυτά που θα σου πω: μου ωρκίστηκες μπροστά στον ιερέα, μπροστά στον πατέρα σου και μπροστά στον Χριστό, πως δεν θα ξαναπαντρευτής. Κοίταξε να κρατήσης τον όρκο σου. Γιατί αν τον παραβής, θα βγω από τον τάφο μου και θα ‘ρθώ να σε τιμωρήσω. Πρόσεξε! Έχω την δύναμι να το κάνω!
*
* *
Πράγματι την άλλη την ημέρα πέθανε. Με δάκρυα η Λώλια παραστάθηκε στο σαβάνωμα, αφού με τα ίδια της τα χέρια του ‘κλεισε τα μάτια και τον έπλυνε. Συντριμμένη παρακολούθησε την κηδεία. Και ίσα με την τελευταία στιγμή παρακολούθησε την ταφή του. Και απαρηγόρητη γύρισε στο μέγαρο του διοικητή, που περιερχόντανε τώρα στην απόλυτή της κυριαρχία, γιατί ο άντρας της όλα τα ειχε γράψει απάνω της. Κάθε εβδομάδα, μετά τον θάνατο του διοικητή, το Σάββατο, η Λώλια, με το αμάξι της, διέσχιζε την πόλι, περνούσε τον ποταμό, και πήγαινε στο νεκροταφείο, που βρισκόντανε προς την άλλην όχθη του ποταμού, και κατέθετε απάνω στον τάφο του άντρα της ένα μπουκέτο, που με τα χέρια της το έφτιαγνε από τα διαλεκτά άνθη που έκοβε από τον απέραντό της κήπο.
Αλλά η λύπη έχει γιατρικό τον χρόνο. Και, με τον καιρό, τόσο τα νιάτα της, όσο και τα λόγια, οι θερμές παρακλήσεις και τα δίκαια παράπονα του πρώην αρραβωνιαστικού της, που δεν εδίστασε να τον παραμερίση, παρά την ένθερμη αγάπη, που έτρεφε για κείνην – δεν άργησαν να την κάνουν να ξεχάση τους όρκους της. Ύστερα από έναν χρόνο από τον θάνατο του διοικητή, ετελούντο οι γάμοι της χήρας με τον πρώην αρραβωνιαστικό της. Και από την ίδια νύχτα του γάμου της, άρχισαν τα παράδοξα και συγκλονιστικά γεγονότα:
Μετά το πλούσιο τραπέζι, που είχε δοθεί για να εορτασθούν οι γάμοι, οι νεόνυμφοι αποσύρθηκαν για να κοιμηθούν στο πολυτελέστατο νυμφικό και συζυγικό τους δωμάτιο, στο αρχαίο μέγαρο του διοικητή. Ύστερα από μια ώρα, ακριβώς όταν εσήμαινε μεσάνυκτα, διαπεραστικές και σπαραξικάρδιες φωνές αναστάτωσαν όλους, όσοι ζούσαν μέσα στο μέγαρο της χήρας. Και οι φωνές ερχόνταν από το νυμφικό δωμάτιο των νεονύμφων. Όταν τέλος ο πατέρας της με τους υπηρέτες μπήκαν μέσα στην κρεββτοκάμαρα, βρήκαν την δυστυχισμένη χήρα λιγοθυμισμένη απάνω στο κρεββάτι της. Ο άντρας της, κατάπληκτος, δεν ήταν σε θέσι να δώση καμμιάν εξήγησι. Την ίδια την στιγμή ακούστηκε μια άμαξα να κατρακυλά στην αυλή και τα βήματα των αλόγων, που την έσερναν, σιγά – σιγά να γίνωνται και σιγώτερα καθώς το αμάξι απομακρυνότανε κατά την οδό. Το σώμα της χήρας του διοικητή σε πολλά μέρη ήταν κατάμαυρο από τσιμπιματιές και κτυπήματα. Στο λαιμό της έτρεχε αίμα από κάποιο δάγκωμα.
Όταν η νιόπαντρη γυναίκα συνήλθε, διηγήθηκε την απίστευτη ιστορία:
-Μόλις μας είχε πάρει ο ύπνος. Και κει, στο βύθος μου, ακούω κάποιον ν’ ανεβαίνη βιαστικός και θυμωμένος τις σκάλες. Και, ενώ η πόρτα ήταν κλειδωμένη, αυτός, ανάμεσα από το θυρόφυλλο μπήκε μέσα. Μεγάλη ήταν η φρίκη μου αναγνωρίζοντας, πως ο άνθρωπος αυτός ήταν ο άντρας μου. Ίδιος και απαράλλακτος. Όμοιος πέρα για πέρα! Μόνο φρικτά κάτωχρος και λες και ένα σκοτεινό φως τον περιτρυγύριζε. Με ζύγωσε. Άρχισε να με μαλώνη για την παράβασι του όρκου μου. Και αμέσως άγριος, αμείλικτος μου επετέθη. Με έδειρε τόσον άγρια και απάνθρωπα, που λιγοθύμησα τόσο από τον τρόμο μου, όσο και από την φοβερή εξάντλησι που αισθάνθηκα, γιατί άρχισε να ρουφά το αίμα μου, δαγκάνωντάς με.
Τόσον ο πατέρας της, όσο και οι υπηρέτες δεν την πίστεψαν. Μάλλον νόμιζαν πως προσπαθούσε να συγκαλύψη καμμιάν επίθεσι του νεονύμφου συζύγου της.
Την άλλη όμως ημέρα, το πρωί, ο φρουρός, που φύλαγε στην άλλη όχθη του ποταμού, ανάφερε στον αξιωματικό της υπηρεσίας του φρουραρχείου της πόλεως, πως, ακριβώς τα μεσάνυκτα, μια παράδοξη άμαξα, που την έσερναν έξι κατάμαυρα άλογα, πέρασε καλπάζοντας και σαν δαιμονισμένη από μπροστά του και από την γέφυρα, χωρίς κανείς να μπορή να την συγκρατήση. Μάταιες εστάθηκαν οι προσπάθειές του και οι απειλές.
Ο νέος διοικητής της ρωσσικής εκείνης επαρχίας, όταν άκουσε από τον φρούραρχο και αστυνόμο τα παράδοξα, που είχαν συμβεί στην πρώην χήρα του γέρο – διοικητή και όσα ανέφερε ο φρουρός, απάνω στο γεφύρι του ποταμού, δεν τα πολυπίστεψε. Δεν παράλειψε όμως να διατάξη να μεταβή φρουρά από δέκα πρόσωπα την νύχτα απάνω στο γεφύρι, που χώριζε την πόλι από το νεκροταφείο.
*
* *
Ποιά όμως υπήρξε όχι πια η κατάπληξι αλλά η απόγνωσι όλων, όταν διεπίστωσαν πως η ίδια ιστορία ξανάγινε την άλλη την νύχτα, καθώς και τις ακόλουθες: Ο αξιωματικός της φρουράς ανάφερε πως κάθε νύχτα, ακριβώς όταν το ρολόγι της πλατείας σήμαινε μεσάνυχτα, από μέσα από το νεκροταφείο άρχιζε να ακούεται ο καλπασμός αλόγων και ύστερα από λίγο επλησίαζε, με ατραπιαία ταχύτητα, η βρυκολακιασμένη άμαξα του πεθαμένου γεροδιοικητή, με τα έξι άλογά της. Σε λίγο σηκώνοντανε μόνος του ο μοχλός, που έφραζε την νύχτα, την δίοδο της γέφυρας. Όσο ζύγωνε η άμαξα την γέφυρα, μια ακατάσχετη νάρκη και ύπνος καταλάμβανε τους φρουρούς, και παράλυνε κάθε τους ενέργεια και αντίστασι. Έτσι το αμάξι, σαν απαίσιο, μαύρο σύννεφο, περνούσε από μπροστά τους και ανάμεσά τους χωρίς καμμιά ανθρώπινη δύναμι να μπορούσε να το συγκρατήση! Και η άμαξα εκείνη τραβούσε γραμμή για την αυλή του πρώην γέρο – διοικητή, στο μέγαρό του. Και τότε και εκεί συνέβαιναν τα ίδια. Όλοι οι επιστάτες, οι υπηρέτες και οι συγγενείς, καθώς και ό άντρας της πρώην χήρας, καταλαμβανόντανε από βαθειά νάρκη, από έναν μυστηριώδη ακατάσχετον ύπνο. Και κάθε πρωί βρίσκανε την νεαρή νεόνυμφη κατασκωτωμένη από το ξύλο, λιγοθυμισμένη και περισσότερο εξαντλημένη από την προηγούμενη μέρα.
*
* *
Σαν αστραπή σ’ όλη την πόλι είχε διαδοθεί η απαίσια αυτή είδησι. Οι καλείτεροι γιατροί είχαν προσκληθεί για να εξετάσουν την πρώην χήρα του γέρο – διοικητή. Δεν μπορούσαν, και παρ’ όλη τους την επιστήμη, να βρουν καμμιά εξήγησι. Όλοι οι ιερείς της πόλεως είχαν επιστρατευθεί. Περνούσαν την νύχτα απάνω στο γεφύρι προσευχόμενοι και διαβάζοντας τους εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου. Παρ’ όλα όμως, όταν έφτανε η ώρα και κτυπούσε το ρολόγι μεσάνυκτα, η φοβερή νάρκη, ο ακατάσχετος λήθαργος καταλάμβανε και φρουρά και παπάδες και το προσωπικό του μεγάρου. Η άμαξα ανενόχλητη περνούσε καλπάζοντας από μέσα από τους φρουρούς, τους ιερωμένους, τους τοίχους της αυλής του μεγάρου.
Τέλος ειδοποιήθηκε ο επίσκοπος της περιφέρειας. Και την νύχτα ο ίδιος άρχισε τους εξορκισμούς και τις προσευχές. Και αυτός όμως δεν κατώρθωσε να φέρη κανένα αποτέλεσμα. Και πάλιν ο απαίσιος αυτός λήθαργος κατέλαβε όλους, χωρίς ν’ αφήση άγρυπνο ούτε αυτόν τον Επίσκοπο.
Την ακόλουθη μέρα η κατάστασι της νεόνυμφης χήρας του γέρο – διοικητή, είχε πια φθάσει στο απροχώρητο. Αν εξακολουθούσε το πράγμα μερικές ακόμα μέρες, ο θάνατος εξάπαντος θα επακολουθούσε.
Ο νέος διοικητής αναγκάσθηκε να πάρη τα αυστηρότατα μέτρα για να σταματήση τον πανικό, που με κάθε παρερχόμενη μέρα, ξαπλωνόντανε και περισσότερο στην πόλι. Πρόσταξε να παραταχθούν στην γέφυρα πενήντα Κοζάκοι με τα άλογά τους, και με τα σπαθιά τους έτοιμα, βγαλμένα από την θήκη τους, για να σταματήσουν και καταδιώξουν το βρυκολακιασμένο αμάξι. Μόλις κτύπησε δώδεκα, μεσάνυκτα, δεν άργησε να ξεπροβάλη πίσω κει από τα κυπαρίσσια του νεκροταφείου η μυστηριώδης αυτή άμαξα και να προχωρή ακατάσχετη κατά την γέφυρα. Ο αξιωματικός της φρουράς και ο επίσκοπος, κρατώντας σταυρό, στάθηκαν στην μέση της γέφυρας και άρχισαν και οι δυό τους δυνατά να φωνάζουν: «Εν ονόματι του Θεού και του Τσάρου, τις εί;» Και τότε άνοιξε το παραθυράκι της άμαξας, βγήκε από αυτό έξω το κεφάλι μιας γνωστότατης φυσιογνωμίας, που είπε με την όχι λιγώτερο γνωστή φωνή:
-«Εχει την τιμή να σας μιλά ο μυστικοσύμβουλος του Τσάρου και ο διοικητής της επαρχίας Τσαχ...!»
Την ίδια στιγμή και ο επίσκοπος και ο αξιωματικός των Κοζάκων και οι πενήντα Κοζάκοι παραμερίσθηκαν βίαια στην μπαντα, σαν να είχαν δεχθεεί ηλεκτρικήν εκκένωσι υψηλής εντάσεως. Η βρυκολακιασμένη άμαξα ακατάσχετη εξακολούθησε την πορεία της κατά το μέγαρον του πρώην διοικητή.
Την ίδια εκείνη την νυχτιά ο επίσκοπος πήγε στο σπίτι του διοικητή για να του αναφέρη τα διατρέξαντα και να συσκεφθή μαζύ του. Και κατάληξαν πρώτα – πρώτα να επισκεφθούν το μέγαρο και την βιβλιοθήκη του πρώην διοικητή. Και με κατάπληξί τους τότε ανακάλυψαν μέσα στο γραφείο του πρώην διοικητή, ανάμεσα στα παράδοξά του χαρτιά, πεντάλφες, τη σφραγίδα του Σολομώντος, την Σολωμονική, μαγικά σχήματα, σατανικά θυμιάματα και όλα τα σύνεργα της Μαύρης μαγείας, των σατανικών επικλήσεων και της κυριαρχίας απάνω στα πνεύματα.
Με άλλους λόγους: Ο γέρο – διοικητής, όπως ο Φάουστ της Γερμανικής παραδόσεως και του Γκαίτε, είχε παραδώσει την ψυχή του στον Σατανά, και ήταν πέρα για πέρα μπασμένος μέσα σ’ όλα τα απαίσια και θλιβερά μυστικά των μαύρων μάγων. Ήταν ένας και αυτός από τους «Αδελφούς της Σκιάς», που εξακολουθούν και μετά τον θάνατό τους να ζουν στην λεγόμενη Αστρική σφαίρα, αρκετούς αιώνες, μαζύ με τους λοιπούς στοιχειωμένους ανθρώπους, μέχρι της τελικής αποσυνθέσεώς τους και τελείας εξαφανίσεως και εκμηδενήσεως, από το Σύμπαν. Εξακολουθούν αυτοί οι απαίσιοι ανθρωποδαίμονες να παραμένουν προσηλωμένοι, πρόσγειοι, δεμένοι ακόμα απάνω στις γήινες απολαύσεις και ταπεινά πάθη. Και, βρυκολακιασμένοι, ενοχλούν τους ζωντανούς. Και παρατείνουν την καταραμένη τους ύπαρξι, πίνοντας το αίμα και ρουφώντας την ζωτικότητα των νεαρών πλασμάτων!
Ο επίσκοπος, μια και πέρα για πέρα πείσθηκε πως είχε να κάμη με μαύρο μάγο και «Αδελφό της Σκιάς» του εσχάτου είδους και κακουργίας (όπως άλλωστε όλοι τους τέτοιοι είναι), παίρνοντας και την συγκατάθεσι του διοικητή, προσέφυγε στα τελευταία μέτρα και στην σχετική τελετή, που εφαρμοζεται με απόλυτη επιτυχία, στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις.
*
* *
Ο Επίσκοπος, επί κεφαλής των ιερέων της πόλεως, επόρευθηκε κατά το κοιμητήριο. Ο διοικητής ακολουθούσε με τους επισήμους και κατόπιν η χήρα, ο άντρας της και ο λαός της πόλεως. Επακολούθησε λειτουργία στην εκκλησία του νεκροταφείου. Ο Επίσκοπος ύστερα από την λειτουργία πρόσταξε στους νεκροθάφτες ν’ ανοίξουν το μνήμα του πρώην διοικητή. Και τότε παρουσιάσθηκε ένα παράδοξο θέαμα. Λες και ο διοικητής είχε ταφεί εκείνη τη μέρα. Ροδοκόκκινος έμενε μέσα σαν κοιμισμένος. Το στόμα του ήταν κατακόκκινο από το αίμα που είχε ρουφήξει από την δυστυχισμένη πρώην γυναίκα του.
Ο Επίσκοπος, αφού επεκαλέσθηκε τις ουράνιες δυνάμεις έβγαλε από τον κόλπο του ένα δρύινο μαχαίρι. Και αφού επανέλαβε με όλη του την ψυχή έναν από τους σχετικούς εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου, έμπηξε μέσα στην καρδιά του σώματος του πρώην διοικητή το πουντερό εκείνο ξύλινο μαχαίρι. Και τότε τα κατακόκκινα από ζωή και σφρίγος μάγουλα του γέρο – διοικητή έκαναν τον σπασμό του πόνου. Ακούστηκε κατόπιν ένας απαίσιος άγριος αναστεναγμός. Το αίμα από την πληγή άρχισε να τρέχη άγριο και κατακόκκινο. Κατά διαταγή του Επισκόπου ο νεκροθάφτης με την αξίνη κατάφερε τρία γερά ακόμα κτυπήματα στην καρδιά, ώστε τελείως αυτή να παραλύση και εκμηδενισθή. Και κατόπι διάταξε να τον ξαναθάψουν.
Από κεινη την στιγμή, έπαψε ο βρυκολακιασμένος εκείνος καταραμένος γέρος να εξακολουθή το μακάβριό του έργο και την περιήγησί του απάνω στην Γη μας. Μετά μερικούς μήνες η φτωχή πρώην σύζυγός του κατώρθωσε να επανακτήση τις δυνάμεις της. Και η επαρχία Τσαχ... καθώς και ολόκληρη η Τσαρική Ρωσσία βρήκαν την ησυχία τους και έπαψε ο τύπος να απασχολήται και να κρατά σε απόγνωσι ολόκληρο το Ρωσσικό λαό.
Ε. Π. ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΥ
ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ (1963)