...Και όσο για τη χαρά που δίνει σε ένα απόλυτα ακριβοδίκαιο πνεύμα, σε μια αληθινά ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μαιτρ του λόγου, είναι χωρίς αμφιβολία απόλυτα υγιής, αλλά, όσο σπουδαίοι και να είναι οι άνδρες που μπορούν πραγματικά να απολαύσουν αυτή τη χαρά (πόσοι άραγε να υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;), εκείνη τους υποβιβάζει στο να είναι εντελώς η συνείδηση κάποιου άλλου. Αν ένας τέτοιος άνδρας έχει κάνει τ' αδύνατα δυνατά για την αγάπη μιας γυναίκας που μόνο δυστυχία μπορεί να του φέρει, και δεν κατάφερε ούτε καν, παρά τις προσπάθειες που πολλαπλασιάζονται με τα χρόνια, να την πείσει για ένα ραντεβού, αντί να κοιτάξει να εκφράσει τα πάθη του και τον κίνδυνο που διέφυγε, ξαναδιαβάζει χωρίς ανάπαυλα, προσαρτώντας πάνω του «ένα εκατομμύριο λέξεις» και τις πιο συγκλονιστικές αναμνήσεις της ζωής του, τούτη τη σκέψη του Λα Mπυργιέρ: «Οι άνδρες συχνά θέλουν να αγαπήσουν χωρίς να έχουν ελπίδα να επιτύχουν. Αναζητούν τη λύτρωσή τους και δεν μπορούν να τη βρουν, και, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι αναγκασμένοι θέλουν δε θέλουν να παραμένουν ελεύθεροι». ΄Όποια και να ήταν η σημασία του αφορισμού για τον άνθρωπο που τον έγραψε, (για να του προσδώσει τη σημασία, που θα τον έκανε καλύτερο, θα έπρεπε να είχε πει «να αγαπηθούν» αντί «να αγαπήσουν»), είναι βέβαιο πως, με την έννοια αυτή, ο ευαίσθητος εραστής των γραμμάτων τη ζωογονεί τη γεμίζει νόημα ώσπου να εκραγεί, δεν μπορεί να την επαναλάβει στον εαυτό του χωρίς να πλημμυρίσει από χαρά, τόσο αληθινή και όμορφη του φαίνεται - αλλά παρόλ' αυτά δεν έχει προσθέσει τίποτε σ' αυτήν, παραμένει απλώς μια σκέψη του Λα Μπρυγιέρ.
Πώς ήταν δυνατόν μια λογοτεχνία των περιγραφών να έχει οιαδήποτε αξία, όταν τέτοιου είδους λογοτεχνία μας περιγράφει πως μόνο κάτω από την επιφάνεια των μικρών πραγμάτων βρίσκεται η πραγματικότητα (το μεγαλείο, για παράδειγμα, στο μακρινό ήχο ενός αεροπλάνου, ή το περίγραμμα του καμπαναριού του Σαίντ Ιλέρ, το παρελθόν στη γεύση μιας μαντλέν, και ούτω καθεξής), και όταν τα πράγματα αυτά καθεαυτά είναι ασήμαντα ώσπου να αντληθεί από μέσα του η πραγματικότητα; Σταδιακά, χάρη στη συντήρησή της από τη μνήμη, η αλυσίδα όλων εκείνων των ανακριβών εκφράσεων στις οποίες δεν επιβιώνει τίποτε απ' όσα έχουμε πράγματι δοκιμάσει καταλήγει να συνιστά για μας τη σκέψη μας, τη ζωή μας, τη δική μας «πραγματικότητα» και τούτο το ψέμα είναι όλο κι όλο που μπορεί να αναπαραχθεί από την τέχνη που αυτοαποκαλείται «βιωμένη», μια τέχνη απλή όσο η ζωή, χωρίς ομορφιά, απλά ένα μάταιο και βαρετό αντίγραφο εκείνου που βλέπουν τα μάτια μας και καταγράφει το μυαλό μας, τόσο μάταιο και βαρετό ώστε απορεί κανείς πού μπορεί να έχει βρει ο συγγραφέας, που αφιερώνεται σ' αυτό, τη σπίθα εκείνη χαράς και παρόρμησης, η οποία στάθηκε ικανή να τον παρακινήσει να προχωρήσει στο έργο του. Το μεγαλείο, από την άλλη μεριά, της αληθινής τέχνης, της τέχνης που ο κύριος ντε Νορπουά θα αποκαλούσε το πάρεργο ενός ντιλετάντη, έγκειται, όπως κατέληξα να πιστεύω, αλλού: είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε από την αρχή, να συλλάβουμε από την αρχή, να κάνουμε κτήμα μας την πραγματικότητα τούτη, που βρίσκεται μακριά από εκείνη την άλλη πραγματικότητα που ζούμε καθημερινά, από την οποία κρατάμε όλο και πιο μεγάλη απόσταση καθώς η συμβατική γνώση με την οποία την αντικαθιστούμε γίνεται πιο πυκνή και στεγανή, εκείνη την πραγματικότητα πού είναι πολύ εύκολο να πεθάνουμε χωρίς ποτέ να την έχουμε γνωρίσει και που, πολύ απλά, είναι η ζωή μας. Η πραγματική ζωή, η ζωή επί τέλους ολόγυμνη και ολόφωτη, η μοναδική συνεπώς ζωή που μπορεί να πει κανείς πως βίωσε πραγματικά, είναι η λογοτεχνία. Είναι η ζωή η, κατά μία έννοια, πάντοτε παρούσα τόσο στους κοινούς ανθρώπους όσο και στον καλλιτέχνη,. Εκείνοι όμως δεν την βλέπουν, και πώς να την δουν αφού δεν επιδιώκουν να τη φωτίσουν. Να επομένως, γιατί το παρελθόν τους, σαν φωτογραφικός θάλαμος, είναι φραγμένο από αναρίθμητα αρνητικά, που μένουν άχρηστα αφού η διάνοια δεν τα έχει «εμφανίσει». Πρόκειται λοιπόν για τη δική μας ζωή, αλλά και των άλλων τη ζωή, γιατί το ύφος για τον συγγραφέα, όπως το χρώμα για το ζωγράφο, είναι θέμα όχι τεχνικής αλλά οράματος: είναι η αποκάλυψη, η οποία θα ήταν κάτι το αδιανόητο με άμεσες και συνειδητές μεθόδους, της ποιοτικής διαφοράς του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος εμφανίζεται στον καθένα μας, μια διαφορά που, αν δεν υπήρχε τέχνη, θα έμενε το αιώνιο μυστικό του καθενός μας. Μέσω την τέχνης και μόνο μπορούμε να βγούμε απ' το καβούκι μας, να μάθουμε αυτό πού κάποιο άλλο πρόσωπο βλέπει από ένα σύμπαν το οποίο δεν είναι το ίδιο με το δικό μας, και του οποίου τα τοπία, χωρίς την τέχνη, θα παρέμεναν άγνωστα για μας όπως τα πιθανά σεληνιακά τοπία. Χάρη στην τέχνη, αντί να βλέπουμε ένα και μοναδικό κόσμο, το δικό μας, τον βλέπουμε να πολλαπλασιάζεται, και όσο αυθεντικοί καλλιτέχνες υπάρχουν, τόσοι κόσμοι είναι στη διάθεσή μας, πιο διαφορετικοί μεταξύ τους από 'κείνους που περιστρέφονται στο άπειρο, κόσμοι οι οποίοι, αιώνες αφότου έσβησε η εστία φωτός απ' την οποία προήλθαν, είτε λέγονται Ρέμπραντ ή Βερμέερ, εκπέμπουν ακόμη πάνω στον καθένα μας την ιδιαίτερη ακτινοβολία τους.
Τούτη η δουλειά του καλλιτέχνη, η προσπάθεια να διακρίνει κάτω από την ύλη, κάτω από την εμπειρία, κάτω από τις λέξεις κάτι το διαφορετικό, είναι μια διαδικασία αντίστροφη ακριβώς εκείνης, η οποία, κάθε λεπτό που ζούμε αποστρέφοντας το βλέμμα από τον εαυτό μας, ολοκληρώνεται μέσα μας με την ματαιοδοξία, το πάθος, το μυαλό και τη συνήθεια επίσης, όταν τούτα συσσωρεύονται κάτω από τις αληθινές εντυπώσεις, για να μας τις κρύψουν εντελώς, κάτω από ένα σωρό ονοματολογίες, πρακτικούς σκοπούς που τους δίνουμε λανθασμένα το όνομα ζωή. Με λίγα λόγια, τούτη η τόσο περίπλοκη τέχνη είναι ακριβώς η μοναδική ζώσα τέχνη. Μόνη αυτή εκφράζει για τους άλλους και κάνει ορατή σε μας την ίδια μας τη ζωή, τη ζωή που δεν μπορεί να «παρατηρήσει» τον εαυτό της, της οποίας κάποιες όψεις που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ανάγκη να μεταφραστούν και, συχνά, να διαβαστούν απ' την αρχή και να αποκρυπτογραφηθούν με πολύ κόπο. Τούτη τη δουλειά που έκαναν η ματαιοδοξία μας, το πάθος μας, το πνεύμα την μίμησης, η αφηρημένη μας λογική, οι συνήθειές μας, είναι έργο την τέχνης να ανατρέψει υποχρεώνοντάς μας σε μια αντίστροφη πορεία επιστροφής προς τα βάθη εκείνα όπου ό,τι έχει πράγματι υπάρξει κείται μέσα μας άγνωστο. Και ασφαλώς ήταν μεγάλος ο πειρασμός να αναδημιουργήσει κανείς τη ζωή του, να κάνει να ξανανιώσουν οι εντυπώσεις του. Απαιτούσε όμως κάθε είδους θάρρος, ακόμη και συναισθηματικό. Γιατί σήμαινε πάνω απ' όλα την κατάργηση των πλέον αγαπητών του ψευδαισθήσεων, σήμαινε να εγκαταλείψει κανείς την πίστη του στην αντικειμενικότητα εκείνου που είχε ο ίδιος επεξεργαστεί με κάθε λεπτομέρεια, και αντί να βαυκαλίζεται για εκατοστή φορά με τις λέξεις: «Ήταν πολύ ευγενική», να τις ξαναδιαβάσει ως εξής: «Ένοιωσα μεγάλη ευχαρίστηση φιλώντας την». Βέβαια, ό,τι είχα νιώσει τις ώρες των ερώτων μου είναι αυτό που νοιώθουν όλοι οι άντρες. Αισθάνεται κανείς, ναι, αλλά αυτό που αισθάνεται είναι σαν το αρνητικό που δείχνει μόνο μαυρίλα ώσπου να το βάλει κανείς δίπλα σε μια ειδική λάμπα και να το δει μάλιστα από την ανάποδη. Έτσι και με τα αισθήματα μέχρις ότου τα φέρει κανείς στην ακτίνα της λογικής δεν ξέρει κανείς για τι πρόκειται. Τότε μόνο, όταν τα φωτίσει η λογική, όταν τα έχει εκλογικεύσει, μπορεί κανείς να διακρίνει, και με πόσο κόπο αλήθεια, τη μορφή εκείνου που έχει νιώσει.
Αλλά αντιλήφθηκα επίσης πως ο πόνος που προκαλεί η σκέψη πως ο έρωτάς μας δεν ανήκει στο πρόσωπο που τον εμπνέει, ένας πόνος που ένιωσα αρχικά σε σχέση με τη Ζιλμπέρτ, για δύο λόγους είναι ευεργετικός. Ο πρώτος και λιγότερο σημαντικός είναι ότι, αν και η ζωή είναι μικρή, μόνο όταν υποφέρουμε βλέπουμε μερικά πράγματα που άλλες φορές είναι κρυμμένα - καθόμαστε μπροστά σ' ένα παράθυρο σε άσχημη θέση που βλέπει όμως σε μιαν απέραντη θάλασσα, και μόνο στη διάρκεια μιας θύελλας, όταν οι σκέψεις μας ερεθίζονται από κινήσεις που αλλάζουν συνεχώς, ανυψώνονται σε τέτοιο επίπεδο που μπορούμε να δούμε όλη τη νομοτελειακή απεραντοσύνη που κάτω από κανονικές συνθήκες, όταν ο ήρεμος καιρός της ευτυχίας της δίνει μιαν απαλότητα, βρίσκεται κάτω απ' το οπτικό μας πεδίο. Ίσως μόνο για λιγοστές μεγάλες ιδιοφυίες να υπάρχει πάντοτε αυτή η κίνηση της σκέψης, ανεπηρέαστη από τις εξάρσεις της προσωπικής λύπης. Μπορούμε όμως άραγε να είμαστε βέβαιοι, όταν σκεπτόμαστε την πλατειά και κανονική ανάπτυξη των χαρωπών δημιουργημάτων τους, πως δε γίνεται να συνάγουμε εύκολα από τη χαρά που αποπνέει το έργο τους ότι υπήρχε χαρά και στη ζωή τους, που ίσως αντίθετα να ήταν σχεδόν πάντοτε δυστυχισμένη; Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι ότι, αν ο έρωτάς μας είναι όχι μόνο ο έρωτας για την οποιανδήποτε Ζιλμπέρτ (και αυτό το γεγονός είναι που μας φαίνεται τόσο οδυνηρό), η αιτία δεν είναι πως είναι επίσης ο έρωτας κάποιας Αλμπερτίν αλλά ότι είναι ένα κομμάτι του νου μας πιο ανθεκτικό από τα διάφορα εγώ που σταδιακά πεθαίνουν μέσα μας και τα οποία θα ήθελαν, μέσα στην εγωπάθειά τους, να κρατήσουν για τον εαυτό τους, ένα κομμάτι του νου μας που πρέπει, όσο κι αν μας πονά ( και ο πόνος μπορεί τελικά να μας κάνει καλό), να αποσπαστεί από τα άτομα έτσι ώστε να αποκαταστήσει το όλο και να προσφέρει τούτο τον έρωτα, την κατανόηση του έρωτα αυτού, σε όλους, στο πνεύμα το συμπαντικό και όχι τούτο ή τ' άλλο, με τα οποία τούτο ή τ' άλλο από τα εγώ που υπήρξαμε στο παρελθόν διαδοχικά θα ήθελε να συγχωνευθεί.
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
Αναζητώντας Το Χαμένο Χρόνο
Ο Ξανακερδισμένος Χρόνος
Μετάφραση Παντελής Ανδρικόπουλος & Δημήτρης Δημουλάς
Εκδόσεις Διώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου