.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Ο ΙΓΚΙΤΟΥΡ ή Η ΤΡΕΛΑ ΤΟΥ ΕΛΒΕΝΟΝ (απόσπασμα) ΤΟ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙ – ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΜΑΛΛΑΡΜΕ


Βέβαια υφίσταμαι μια παρουσία του Μεσονυχτιού. Η ώρα δε χάθηκε σε καθρέφτη, δε χώθηκε σε παραπετάσματα, αναπλάθοντας με την αδειανή της ηχηρότητα κάποια επίπλωση. Θυμούμαι το χρυσάφι της που πήγαινε να μοιάξει κάοσμημα τίποτα ονείρου, πλούσια κι ανωφέλευτη επιβίωση, μόνο που στο θαλασσινό κι αστρικό σύμπλοκο κάποιας χρυσοχοϊκής διαβάζονταν το άπειρο τυχαίο των συζεύξεων.
Αποκαλύπτοντας τα μεσάνυχτα, ποτέ τότε παρόμοιο δε φανέρωσε συνταίριαγμα, γιατί να την η μοναδική που δημιούργησε ώρα. Όπου και θάλασσα και αστερισμοί ξεχωρίζουν απ' τ' Άπειρο, παραμένοντας, στην εξωτερικότητα, αμοιβαία μηδέν, για να εναποθεουν την ουσία, στην ώρα την ενιαία, να κάμει το απόλυτο παρόν των πραγμάτων.
Και η παρουσία του Μεσονυχτιού παραμένει στ' όραμα μιας κάμαρης του χρόνου όπου η μυστηριώδης επίπλωση καθηλώνει αόριστη μια δόνηση σκέψης, θραύσμα φωτεινό της επιστροφής και του αρχικού των κυμάτων της απλώματος, ενώ ακινητοποιείται (σε όριο κινητό) η προηγούμενη απ' την πτώση της ώρας θέση σε γαλήνη ναρκωτική του εγώ καθαρού μακρόχρονα ονειρεμένου. Που ο χρόνος του όμως αποσυνετέθηκε σε παραπετάσματα όπου απάνω στάθμευσε, συμπληρώνοντας τα με την αίγλη της, μποδισμένη η δόνηση, μέσα σε λήθη, σαν κόμη που λιποθυμεί, τριγύρω στο φωτισμένο πρόσωπο του μυστηρίου, με μάτια τίποτα όμοια ο καθρέφτης, του φιλοξενούμενου, του στερημένου κάθε σημασία όσο και παρουσία.
Είναι τ' όνειρο το καθαρό ενός Μεσονυχτιού, εξαφανισμένο στον εαυτό του, που τη Λάμψη του την αναγνώρισαν, μονάχο που στους κόλπους παραμένει της βυθισμένης συμπλήρωσης του στη σκιά, και τη στειρότητά του συνοψίζει στην ωχρότητα ενός βιβλίου ανοιχτού που επιδεικνύεται στο τραπέζι. Σελίς και διάκοσμος της Νύχτας συνηθισμένα, μόνο που ακόμα υφίσταται η σιωπή ενός λόγου που πρόφερε αρχαίου, όπου, επιστρέφοντας, τούτο το Μεσονύχτι αναπλάθει τη σκιά του τελειωμένη και εκμηδενισμένη με τα λόγια αυτά: Υπήρξα η ώρα που οφείλει να με κάμει καθαρό.
Νεικρή από καιρό, τέτοια καθρεφτίζεται μια αρχαία ιδέα στη λάμψη της χίμαιρας που μέσα της το όνειρό της εξέπνευσε, και αναγνωρίζει στην απρομνημόνευτη τον εαυτό της κενή χειρονομία που την ίδια προσκαλεί, για να περατώσει του πολικού ονείρου αυτού τον ανταγωνισμό, να πάει, και με τη λάμψη μαζί τη χιμαιρική και το κείμενο ξανά κλειστό, στο χάος της αμβλωμένης σκιάς και του λόγου που συγχωρεί τα Μεσάνυχτα.
Ανώφελο, της επίπλωσης που συμπληρωμένη θα σωριαστεί σ' ερέβη όπως τα παραπετάσματα, που βάρυναν κιόλας στο σταθερό όλων των ημερών σχήμα, ενώ, αυτενέργητη αναλαμπή, από την ίδια της γεννημένη την προβολή στης σκοτίδας το καθρέφτισμα, σπινθηρίζει η καθάρια του διαμαντιού φωτια στο ρολόγι, μοναδική επιβίωση και κόσμημα της αιώνιας Νύχτας, διατυπώνεται η ώρα σ' αυτήν την ηχώ, στο κατώφλι θυρόφυλλων που με την πράξη του της Νύχτας άνοιξαν: “Χαίρε, που υπήρξα, νύχτα, ο ίδιος σου τάφος, που, η επιζώσα όμως σκιά, θα μεταμορφωθεί σε αιωνιότητα”.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Όταν οι άγγελοι περπατούν
Ανθολογία πεζού ποιήματος
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια: