.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Το ξεκίνημα του υπαρκτικού ερωτήματος: ποιός είναι το εδωνά-Είναι – MARTIN HEIDEGGER


Η απάντηση στο ερώτημα, ποιός είναι το εδωνά-Είναι, δόθηκε ήδη επιφανειακά στην παραγ. 9, όπου γνωστοποιήσαμε μορφικά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του εδωνά-Είναι. Το εδωνά-Είναι είναι το ον που είμαι εγώ ο ίδιος, το Είναι του είναι εκάστοτε δικό μου. Αυτός ο ορισμός δηλώνει μια οντολογική σύσταση, αλλά τίποτε περισσότερο. Περιέχει συνάμα την οντική – αν και ανεπεξέργαστη - γνωστοποιήση ότι αυτό το ον είναι ένα εγώ, κι όχι άλλοι. Στο ερώτημα “ποιός;” απαντά αυτό τούτο το εγώ, το “υποκείμενο”, ο “εαυτός”. Το ποιός είναι αυτό που διατηρείται ως κάτι ταυτόσημο μες από όλες τις μεταβολές των σχετισμών και των βιωμάτων – κι είναι αύτό που σχετίζεται με αυτή την πολλαπλότητα. Οντολογικά το νοούμε ως κάτι εκάστοτε ήδη αδιάκοπα παρευρισκόμενο μέσα σε μια και για μια κλειστή περιφέρεια, ως ένα υπόβαθρο με προνομιούχο νόημα, ως subjectum [υποκείμενο]. Μια και παραμένει αυτό-τούτο [Selbiges] δια μέσου της πολλαπλής ετερότητας, έχει το χαρακτήρα του εαυτού. Ακόμα κι αν απορρίπτουν την υπόσταση της ψυχής και το εμπράγματο της συνείδησης, ή αρνούνται ότι το πρόσωπο είναι αντικείμενο, οντολογικά εξακολουθούν να ξεκινούν με κάτι, του οποίου το Είναι ρητά ή όχι διατηρεί το νόημα της παρεύρεσης. Η υποστασιακότητα παραμένει ο οντολογικός οδηγός στο να καθοριστή το ον, βάσει του οποίου απαντιέται το ερώτημα “ποιός;” Το εδωνά-Είναι σιωπηλά έχει εκ των προτέρων νοηθή ως κάτι παρευρισκόμενο. Οπωσδήποτε η έλλειψη καθορισμού του Είναι του εμπεριέχει πάντα αυτό το νόημα του Είναι. Κι όμως η παρεύρεση είναι ο τρόπος του Είναι όντων που δεν είναι εδωνά-Είναι.
Η απόφανση ότι το εδωνά-Είναι είμαι εγώ, είναι οντικά αυτονόητη, αλλ' αυτό δεν πρέπει να μας παραπλανήση στο να πιστέψουμε πως έτσι σκιαγραφείται χωρίς κίνδυνο παρερμήνευσης η πορεία μιας οντολογικής ερμηνείας του έτσι “δεδομένου” όντος. Κι αλήθεια παραμένει αμφισβητήσιμο, κατά πόσον ακόμα και το οντικό περιεχόμενο της παραπάνω απόφανσης αποδίδει ταιριαχτά τη φαινομενική υφή του καθημερινού εδωνά-Είναι. Θα μπορούσε ίσα – ίσα να μην είμαι εγώ ο ίδιος, ο ποιός του καθημερινού εδωνά-Είναι.
Αν εκθέτοντας τα φαινόμενα τα θεμελιώσουμε στο είδος του Είναι των ίδιων των όντων με θέσεις οντικές και οντολογικές, και θελήσουμε να υπερισχύσουμε ακόμα και των πιο αυτονόητων και ανέκαθεν καθιερωμένων απαντήσεων και των βάσει τούτων αντλημένων Προβληματικών – τότε η φαινομενολογική ερμηνεία του εδωνά-Είναι σε σχέση προς το ερώτημα που πρόκειται να θέσουμε τώρα, πρέπει να παραμείνη προφυλαγμένη από κάθε διαστροφή της Προβληματικής της.
Αλλά δεν αντιτίθεται στους κανόνες κάθε υγιεινής μεθοδολογίας, το να μη διατηρήται μια Προβληματική στα προφανή δεδομένα της περιχής που παίρνεται ως θέμα; Και τι πιο αναμφισβήτο υπάρχει απο το δεδομένο του εγώ; Και δεν υπάρχει μέσα σ' αυτό το δεδομένο η υπόδειξη ότι αν σκοπεύουμε να το επεξεργαστούμε αρχέγονα θα πρέπη να αφήσουμε κατά μέρος κάθε άλλο “δεδομένο” - είτε πρόκειται για έναν όντα “κόσμο”, είτε για το Είναι άλλων εγώ; Ίσως πράγματι το έτσι δεδομένο, η καθαρή, μορφική, ανασκοπική [reflektive] αντίληψη του εγώ, είναι κάτι προφανές. Αυτή η προφάνεια μπορεί κιόλα να παράσχη την πρόσβαση προς μια αυθύπαρκτη φαινομενολογική Προβληματική, που ως “μορφική Φαινομενολογία της συνείδησης” έχει μια θεμελιώδη, πλαισιοδοτική σημασία.
Μες στο πλαίσιο μιας υπαρκτικής Αναλυτικής του γεγονικού εδωνά-Είναι τίθεται εντούτοις το ερώτημα, κατά πόσο ο παραπάνω τρόπος δοσίματος του εγώ διανοίγει το εδωνά-Είναι μες στην καθημερινότητά του, αν διόλου το διανοίγη. Είναι άραγε πράγματι a priori αυτονόητο ότι η πρόσβαση στο εδωνά-Είναι πρέπει να συνίσταται σε καθαρά θεωρητική ανασκόπηση [Reflexion] του εγώ ως πόλου πράξεων; Κι αν αυτό το είδος “αυδοσίματος” του εδωνά-Είναι δεν είναι παρά μια παραπλάνηση της υπαρκτικής Αναλυτικής, και μάλιστα παραπλάνηση που έχει τα θεμέλια της στο Είναι του ίδιου του εδωνά-Είναι; Είναι ίσως αλήθεια ότι το εδωνά-Είναι συνηθίζει να λέη πάντα αναφερόμενο στον εαυτό του: είμαι αυτό το ον, και τελικά το κραυγάζει μεγαλόφωνα, όταν ίσα-ίσα “δεν” είναι τούτο. Μήπως η σύσταση του εδωνά-Είναι, ότι είναι εκάστοτε δικό μου, είναι η αιτία να μην είναι το εδωνά-Είναι αρχικά και ως επί το πλείστο αυτό τούτο; Μήπως παίρνοντας ως αφετηρία της υπαρκτικής Αναλυτικής το εγώ ως δεδομένο στο εδωνά-Είναι και μια συνηθισμένη αυτοερμήνευσή του, πέφτουμε τρόπον τινά σε παγίδα; Μήπως θα προέκυπτε ότι παραμένει ριζικά ακαθόριστος ο οντολογικός ορίζοντας για τον καθορισμό όσων γίνονται προσιτά με απλό δόσιμο; Σίγουρα μπορείς πάντα με το δίκιο σου να πης οντικά, ότι “εγώ” είμαι αυτό το ον. Αλλά η οντολογική Αναλυτική πρέπει να είναι ριζικά επιφυλακτική ως προς τη χρήση τέτοιων αποφάνσεων. Το “εγώ” δε μπορεί να νοηθή πρά ως προαιρετική και καθαρά μορφική δήλωση ενός φαινομένου, του οποίου όταν μελετηθή το Είναι, θα αποκαλυφθή ίσως ως το αντίθετο από αυτό που φαινόταν πως είναι. Τότε όμως το “μη-εγώ” δεν θα σημαίνη διόλου κάποιο ον που στερείται απόλυτα “εγώτητας” [“Ichheit”], παρά θα είναι ένα ορισμένο είδος του Είναι αυτού τούτου του “εγώ”, π.χ. η αυτοαπώλεια.
Μα και η θετική ερμηνεία του εδωνά-Είναι, την οποία παρουσιάσαμε ως τώρα, αρκεί ήδη για να απαγορεύση να ξεκινήσουμε από το μορφικό δεδομένο του εγώ, αν αποβλέπουμε σε φαινομενικά επαρκή απάντηση του ερωτήματος “ποιός;”. Η διαλεύκανση του μες-στον-κόσμον-Είναι φανέρωσε ότι αρχικά δεν “είναι”, κι ούτε ποτέ υπήρξε ένα σκέτο υποκείμενο χωρίς κόσμο. Κι ασφαλώς είναι εξίσου ανύπαρκτο αρχικά το δεδομένο ενός απομονωμένου εγώ χωρίς τους Άλλους. Αλλ' αν εκάστοτε ήδη στο μες-στον-κόσμον-Είναι “οι Άλλοι” συνείναι εδωνά [mit da sind], ακόμα και αυτή η φαινομενική διαπίστωση δεν θα πρέπη να μας παραπλανήση, ώστε να θεωρήσουμε αυτονόητη κι ανάξια έρευνας την οντολογική δομή αυτού του “δεδομένου”. Θα χριεαστή να κάνουμε φαινομενικά ορατό και να ερμηνεύσουμε ταιριαχτά οντολογικά το άμεσο και καθημερινό είδος αυτού του εδωνά-Συνείναι.
Όπως ο οντικά αυτονόητος χαρακτήρας του καθ' εαυτό Είναι των ενδόκοσμων όντων παραπλανά και πείθει πως είναι και οντολογικά αυτονόητο το νόημα αυτού του Είναι, κάνοντας να παραβλέπεται το φαινόμενο του κόσμου, έτσι και το οντικά αυτονόητο γεγονός ότι το εδωνά-Είναι είναι εκάστοτε δικό μου μπορεί να οδηγήση σε παραπλάνηση της αντίστοιχης οντολογικής Προβληματικής. Αρχικά το ποιός του εδωνά-Είναι δε θέτει μόνο ένα οντολογικό πρόβλημα, μα παραμένει και οντικά επικαλυμμένο.
Ώστε δεν υπάρχουν καθόλου νήματα, που θα μας οδηγήσουν στο να απαντήσουμε υπαρκτικό-αναλυτικά στο ερώτημα “ποιός”; Δε θέλαμε να πούμε κάτι τέτοιο. Κι αν δεν λειτουργή ως οδηγητικό νήμα από τις δύο παραπάνω (παραγ. 9 και 12) μορφικές υποδείξεις της σύστασης του Είναι του εδωνά-Είναι αυτή, η οποία αναφέρθηκε εδώ, λειτουργεί όμως σίγουρα το ότι η ουσία [“Essenz”] του εδωνά-Είναι θεμελιώνεται στην ύπαρξή του. Αν το “εγώ” είναι ουσιαστικό χαρακτηριστικό του εδωνά-Είναι, τότε πρέπει να ερμηνευτή υπαρκτικά. Άρα τότε μόνο θα απαντηθή το “ποιός;”, αν παρουσιάσουμε φαινομενικά ένα ορισμένο είδος του Είναι του εδωνά-είναι. Αν το εδωνά-Είναι είναι μόνον υπάρχοντας ο εαυτός του, τότε η μονιμότητα του εαυτού δεν απαιτεί λιγώτερο απ' όσο η πιθανή μονιμότητα χωρίς εαυτό μια υπαρκτικό-οντολογική ερωτηματοθεσία, ως μοναδική σωστή πρόσβαση στην Προβληματική του εδωνά-Είναι.
Αλλ' αν ο εαυτός νοηθή “μόνο” σαν τρόπος του Είναι αυτού του όντος, τούτο μοιάζει να ισοδυναμή με εξάτμιση του βαθύτερου “πυρήνα” του εδωνά-Είναι. Τέτοιοι φόβοι όμως τρέφονται από τη λαθεμένη προκατάληψη πως το υπό ερώτηση ον έχει κατά βάθος το είδος του Είναι ενός όντος παρευρισκόμενου, έστω κι αν υπάρχει ομοφωνία στο ότι δεν του ταιριάζει η χοντροκοπιά της μάζας που ιδιάζει στα σωματικά πράγματα. Αλλά η “υπόσταση” [=ουσία] του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα ως σύνθεση ψυχής και σώματος, παρά η ύπαρξη.



MARTIN HEIDEGGER
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ (ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: