.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

Οι Αρουραίοι του Νεκροταφείου – Χένρυ Κάττνερ


...Από το λόφο πάνω στον οποίο απλωνόταν το νεκροταφείο, ο Μάσσον ο τυμβωρύχος μπορούσε να διακρίνει τα φώτα του Σέηλεμ που τρεμόφεγγαν αμυδρά μέσα από τη νεροποντή. Από την τσέπη του έβγαλε ένα ηλεκτρικό φανάρι. Θα χρειαζόταν φως τώρα. Σηκώνοντας την αξίνα, έσκυψε κι εξέτασε τους αρμούς του φερέτρου.
Απότομα κοκάλωσε. Κάτω από τα πόδια του ένιωσε ένα ανήσυχο ανασάλεμα και ξύσιμο, σαν κάτι να κουνιόταν μέσα στο φέρετρο. Για μια στιγμή, ένα κύμα από δεισιδαίμονα τρόμο πλημμύρισε τον Μάσσον, αλλά μετά τη θέση του πήρε ο θυμός, καθώς συνιδητοποιούσε την αιτία του θορύβου. Οι αρουραίοι τον είχαν προλάβει και πάλι!
Σ' έναν παροξυσμό οργής ο Μάσσον τράβηξε βίαια τους συνδέσμους του φερέτρου. Έχωσε κάτω από το καπάκι την άκρη του φτυαριού και το ανασήκωσε, ώσπου μπόρεσε να αποτελειώσει τη δουλειά με τα χέρια του. Μετά, έστειλε την ψυχρή ακτίνα του φακού κάτω και μέσα στο φέρετρο.
Η βροχή έπεσ πάνω στο άσπρο σατέν της επένδυσης. Το φέρετρο ήταν άδειο. Ο Μάσσον διέκρινε μια φευγαλαία κίνηση προς το κεφάλι του φερέτρου κι αμέσως έριξε το φως προς τα εκεί.
Η άκρη της σαρκοφάγου είχε ροκανιστεί εντελώς, και μια τρύπα που έχασκε εκεί οδηγούσε πέρα στα σκοτάδια. Ο Μάσσον πρόλαβε να δει ένα μαύρο παπούτσι, που σερνόταν χαλαρά, και εξαφανιζόταν στο λαγούμι ενώ κοιτούσε, κι αμέσως κατάλαβε ότι οι αρουραίοι τον είχαν προλάβει με διαφορά μόλις λίγων λεπτών. Έπεσε στα χέρια και στα γόνατα κι έκανε μια βιαστική κίνηση ν' αρπάξει το παπούτσι. Χάνοντας το κράτημά του, ο φακός έπεσε μέσα στο φέρετρο κι έσβησε. Το παπούτσι τραβήχτηκε ξεφεύγοντας από τα χέρια του, και άκουσε ένα διαπεραστικό, ερεθισμένο τσίριγμα. Την άλλη στιγμή άρπαζε και πάλι το φακό του κι έριχνε το φως του μέσα στο λαγούμι.
Ήταν ένα μεγάλο λαγούμι. Έπρεπε να είναι, διαφορετικά δε θα χωρούσε να σύρουν το πτώμα μέσα σ' αυτό. Ο Μάσσον απόρησε με το μέγεθος των αρουραίων, που μπορούσαν να σύρουν έτσι ένα ανθρώπινο σώμα, αλλά η σκέψη του γεμάτου περιστρόφου στην τσέπη του, του έδωσε κουράγιο. Ίσως, αν το κουφάρι ήταν από τα συνηθισμένα, ο Μάσσον θ' άφηνε τους αρουραίους με τη λεία τους μάλλον και δε θα αποτολμούσε να μπει στο στενό λαγούμι. Θυμόταν όμως ένα ιδιαίτερα θαυμάσιο ζευγάρι από μανικετόκουμπα που είχε παρατηρήσει, καθώς και μια καρφίτσα γραβάτας που ήταν αναμφίβολα ένα γνήσιο μαργαριτάρι. Σχεδόν χωρίς να διστάσει, κρέμασε το φακό στη ζώνη του και σύρθηκε μέσα στο λαγούμι.
Ήταν πολύ στενάχωρα εκεί, αλλά κατάφερε να στριμωχτεί μέσα. Μπροστά του, στη λάμψη του φακού, μπορούσε να διακρίνει τα παπούτσια που σέρνονταν πάνω στο υγρό χώμα στο βάθος του τούνελ. Άρχισε να έρπει στο λαγούμι όσο πιο γοργά μπορούσε,μόλις και καταφέρνοντας μερικές φορές να περάση το αδύνατο κορμί του μέσα από τα στενά τοιχώματα.
Ο αέρας ήταν αποπνιχτικός με τη μουχλιασμένη μπόχα από ψοφίμια. Αν δεν κατάφερνε να φτάσει το πτώμα σ' ένα λεπτό, αποφάσισε ο Μάσσον, θα επέστρεφε πίσω. Καθυστερημένοι φόβοι είχαν αρχίσει να έρπουν σαν σκουλήκια στο μυαλό του, αλλά η πλεονεξία του τον έσπρωχνε να συνεχίσει. Συνέχισε να έρπει μπροστά, περνώντας μερικές φορές από τα στόμια παράπλευρων τούνελ. Τα τοιχώματα του λαγουμιού ήταν ύγρά και γλοιώδη και δύο φορές έπεσαν πίσω του όγκοι χώματος. Τη δεύτερη φορά κοντοστάθηκε κι έστριψε το κεφάλι του να κοιτάξει πίσω. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε, βέβαια, μέχρι που ξεκρέμασε το φανάρι από τη ζώνη του και το έστρεψε προς τα εκεί.
Μερικοί σβόλοι χώματος είχαν καταρρεύσει στο έδαφος πίσω του, και ο κίνδυνος της θέσης του έγινε ξαφνικά πραγματικός και τρομακτικός. Με τις σκέψεις μιας καθίζησης να κάνουν το σφυγμό του να τρέχει, αποφάσισε να παρατήσει την καταδίωξη, έστω κι αν τώρα είχε σχεδόν προλάβει το κουφάρι και τα αθέατα πλάσματα που το τραβούσαν. Αλλά, είχε παραβλέψει ένα πράγμα: το λαγούμι ήταν πάρα πολύ στενό για να του επιτρέψει να πάρει τη στροφή.
Ο πανικός τον άγγιξε για μια στιγμή, αλλά μετά θυμήθηκε ένα πλευρικό τούνελ, που μόλις είχε προσπεράσει, και συρθηκε αδέξια ανάποδα στο τούνελ μέχρι που έφτασε εκεί. Πέρασε τα πόδια του μέσα και σύρθηκε με την όπισθεν μέχρι που μπόρεσε να πάρει στροφή. Μετά, άρχισε βιαστικά να ακολουθεί αντίστροφα την ίδια διαδρομή, αν και τα γόνατά του ήταν μωλωπισμένα και πονούσαν.
Ένας τρομερός πόνος διαπέρασε ξαφνικά τη γάμπα του. Ένιωσε κοφτερά δόντια να βυθίζονται στη σάρκα του και κλότσησε πίσω σαν τρελός. Ακούστηκε ένα διαπεραστικό τσίριγμα και το τρεχαλητό από πολλά πόδια. Ρίχνοντας το φως πίσω του, ο Μάσσον έχασε την ανάσα του μ' ένα λυγμό φόβου, καθώς είδε καμιά δεκαριά μεγάλους αρουραίους να τον παρατηρούν έντονα, με τα στενεμένα μάτια τους να λάμπουν στο φως. Ήταν πελώρια, κακοφτιαγμένα πλάσματα, μεγάλα σαν γάτες, και πίσω τους πρόλαβε μια φευγαλαία ματιά από κάποια κινούμενη σκοτεινή μορφή που χανόταν γοργά στις σκιές στο πλάι. Ανατρίχιασε από το απίστευτο μέγεθος αυτού του πλάσματος.
Το φως είχε συγκρατήσει τους αρουραίους για μια στιγμή, αλλά ζύγωναν αργά, με τα δόντια τους να γυαλίζουν μουντά πορτοκαλιά στο κιτρινωπό φως. Ο Μάσσον έψαξε για το πιστόλι του, κατάφρε να το βγάλει από την τσέπη του, και σημάδεψε με προσοχή. Ήταν σε μια άβολη θέση, και προσπάθησε να στηρίξει τα πόδια του στα μουλιασμένα τοιχώματα του λαγουμιού έτσι ώστε να μη στείλει από απροσεξία καμιά σφαίρα σ' ένα από αυτά.
Η ρολαριστή βροντή του πυροβολισμού τον ξεκούφανε και τα σύννεφα του καπνού τον έκαναν να πνιγεί στο βήχα. Όταν ήταν σε θέση ν' ακούσει και πάλι και ο καπνός είχε καθαρίσει, είδε ότι οι αρουραίοι είχαν εξαφανιστεί. Φύλαξε το πιστόλι του και άρχισε να σέρνεται γοργά μέσα στο τούνελ – και τότε, μ' ένα γοργό θρόισμα ποδιών, χίμηξαν και πάλι εναντίον του.
Μαζεύτηκαν σμάρι πάνω στα πόδια του, δαγκώνοντας και τσιρίζοντας τρελά, κι ο Μάσσον ούρλιαζε φρικτά καθώς άπλωνε το χέρι για το όπλο του. Πυροβόλησε χωρίς να σημαδεύει, και μόνον η τύχη τον γλίτωσε από το να κομματιάσει κάνα πόδι του. Αυτή τη φορά οι αρουραίοι δεν υποχώρησαν τόσο μακριά, αλλά ο Μάσσον σερνόταν στο λαγούμι όσο πιο γοργά μπορούσε, έτοιμος να πυροβολήσει και πάλι στον πρώτο ήχο μιας νέας επίθεσης.
Ακούστηκε ένα γοργό αλαφροπάτημα από μικρά πόδια, και έστειλε το φως να φωτίσει πίσω του. Ένας μεγάλος γκρίζος αρουραίος φρενάρισε και στάθηκε εκεί παρατηρώντας τον. Τα μακριά, ατημέλητα μουστάκια του έκαναν σπασμωδικές κινήσεις και η τραχιά, γυμνή ουρά του κουνιόταν αργά, δεξιά και αριστερά. Ο Μάσσον του έβγαλε μια άγρια κραυγή κι ο αρουραίος έκανε πίσω.
Συνέχισε να έρπει κοντοστέκοντας για λίγο, με το μαύρο άνοιγμα ενός πλευρικού τούνελ να χάσκει δίπλα στον αγκώνα του, καθώς διέκρινε έναν άμορφο σωρό στο νοτερό χώμα λίγα μέτρα πιο μπροστά του. Για μια στιγμή νόμισε ότι επρόκειτο για κάποια μάζα από χώμα που είχε ξεκολλήσει από την οροφή και μετά αναγνώρισε ότι ήταν ένα ανθρώπινο κουφάρι.
Ήταν μια καφετιά και ζαρωμένη μούμια, και μ' ένα τρομερό σοκ, μην πιστεύοντας στα μάτια του, ο Μάσσον κατάλαβε ότι κουνιόταν.
Σερνόταν προς το μέρος του, και στην ωχρή λάμψη του φακού ο άνθρωπος διέκρινε ένα τρομακτικό τερατώδες πρόσωπο να στρέφεται προς το δικό του. Ήταν το απαθές, σαν νεκροκεφαλή κρανίο ενός προ πολλού νεκρού πλάσματος, ωθούμενο από κάποια δαιμονική ζωή, και τα γυαλένια μάτια του, πρησμένα και γουρλωτά, πρόδιδαν ότι το πλάσμα ήταν τυφλό. Άφηνε έναν αχνό ήχο σαν βογκητό καθώς σερνόταν προς τον Μάσσον, ανοίγοντας τα τραχιά και ξεραμένα χείλη του σ' ένα μορφασμό τρομερής πείνας. Κι ο Μάσσον πάγωσε από αβυσσαλέο φόβο και απέχθεια.
Λίγο πριν αυτή η Φρικαλεότητα τον αγγίξει, ο Μάσσον βούτηξε ξέφρενα μέσα στο λαγούμι στο πλάι του. Άκουσε κάτι σαν σούρσιμο στις φτέρνες του, και το πλάσμα βόγκηξε υπόκωφα καθώς ριχνόταν στο κατόπι του. Ο Μάσσον, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του, στρίγκλισε και κινήθηκε απελπισμένα μπροστά μέσα στο στενό λαγούμι. Σερνόταν αδέξια, με τις μυτερές πέτρες να του κόβουν τα χέρια και τα γόνατα. Χώματα έπεφταν στα μάτια του, αλλά δεν τολμούσε να σταματήσει ούτε για μια στιγμή. Σερνόταν προς τα μπρος, αγκομαχώντας, βρίζοντας και προσευχόμενος υστερικά.
Τσιρίζοντας θριαμβευτικά, οι αρουραίοι χίμηξαν πάνω του, με μια φριχτή πείνα να λάμπει στα μάτια τους. Ο Μάσσον σχεδόν υπέκυψε στα άγρια δόντια τους πριν καταφέρει να τους απωθήσει πέρα. Το πέρασμα στένευε, και μέσα σ' ένα παραλήρημα τρόμου κλοτσούσε κι ούρλιαζε και πυροβολούσε μέχρι που ο επικρουστήρας χτύπησε πάνω σ' έναν άδειο κάλυκα. Αλλά τους είχε απωθήσει.
Βρήκε τον εαυτό του να σέρνεται κάτω από μια μεγάλη πετρα, σφηνωμένη στην οροφή, που τον πίεζε οδυνηρά στην πλάτη. Η πέτρα κουνήθηκε λίγο καθώς την πίεσε με το βάρος του, και μια ιδέα πέρασε από το τρελαμένο από τον τρόμο μυαλό του. Αν κατάφερνε να γκρεμίσει την πέτρα έτσι ώστε να φράξει το τούνελ!
Το χώμα ήταν υγρό και μουλιασμένο από τις βροχές, και μισοσηκωμένος καμπουριαστά άρχισε να σκάβει το χώμα γύρω από την πέτρα. Οι αρουραίοι ζύγωναν. Έβλεπε τα μάτια τους να γυαλίζουν στις αντανακλάσεις της φωτεινής δέσμης του φακού. Συνέχισε να σκάβει μανιασμένα το χώμα. Η πέτρα υποχωρούσε. Την τράβηξε, και αυτή κουνήθηκε στη βάση της.
Ένας αρουραίος πλησίαζε – το τέρας που είχε δει και πριν. Γκρίζος, λεπρουλιάρικος και φρικιαστικός, γλιστρούσε μπροστά με τα πορτοκαλιά δόντια του γυμνωμένα, και πιο πίσω του ερχόταν εκείνο το τυφλό νεκρό πράγμα, βογκώντας καθώς σερνόταν. Ο Μάσσον επιχείρησε ένα τελευταίο ξέφρενο τράβηγμα στην πέτρα. Την ένιωσε να γλιστρά προς τα κάτω, και μετά σύρθηκε όσο πιο γοργά μπορούσε μπροστά στο τούνελ.
Πίσω του η πέτρα γκρεμίστηκε βαριά, και άκουσε μια ξαφνική φοβερή στριγκλιά πόνου. Χώματα χύθηκαν πάνω στις γάμπες του. Ένα μεγάλο βάρος έπεσε πάνω στο πόδι του και απελευθερώθηκε με δυσκολία. Ολόκληρο το τούνελ κατέρρεε!
Με κομμένη την ανάσα από το φόβο, ο Μάσσον όρμησε μπροστά καθώς το μουλιασμένο χώμα γκρεμιζόταν πίσω του. Το τούνελ στένευε μέχρι που μόλις και μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα χέρια και τα πόδια του και να προωθήσει το σώμα του. Στριφογύρισε μπροστά σαν χέλι και ξαφνικά ένιωσε κάτι σατινένιο να σχίζεται κάτω από τα γαμψά του δάχτυλα, και τότε το κεφάλι του χτύπησε πάνω σε κάτι που του έκλεινε το δρόμο. Κούνησε τα πόδια του, ανακαλύπτοντας ότι δεν ήταν παγιδευμένα κάτω από το γκρεμισμένο χώμα. Ήταν ξαπλωμένος πάνω στο στομάχι του κι όταν προσπάθησε ν' ανασηκωθεί ανακάλυψε ότι η οροφή απείχε λίγα μόνον εκατοστά από το κεφάλι του. Τον κυρίεψε πανικός.
Όταν εκείνη η τυφλή φρικαλεότητα του είχε κλείσει το δρόμο, είχε ορμήσει σ' ένα πλευρικό τούνελ, ένα τούνελ που δεν είχε διέξοδο. Βρισκόταν μέσα σ' ένα φέρετρο, σ' ένα άδειο φέρετρο στο οποίο είχε συρθεί περνώντας από την τρύπα που είχαν ροκανίσει οι αρουραίοι στην άκρη του!
Προσπάθησε να γυρίσει ανάσκελα κι ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε. Το καπάκι του φερέτρου τον πίεζε αδυσώπητα. Μετά, μάζεψε όση δύναμη διέθετε κι έσπρωξε το καπάκι του φερέτρου. Παρέμεινε ακλόνητο, και ακόμη κι αν μπορούσε να ξεφύγει από αυτή τη σαρκοφάγο, πως θα κατάφερνε να σκάψει μια διέξοδο προς τα πάνω μέσα από ενάμιση μέτρο καλοπατημένου χώματος;
ένιωσε τον εαυτό του να αγκομαχάει. Επικρατούσε τρομερή δυσοσμία και ανυπόφορη ζέστη. Σ' έναν παροξυσμό τρόμου, άρχισε να παλεύει και να τραβά το σατέν μέχρι που έγινε κομμάτια. Έκανε μια μάταιη προσπάθεια να σκάψει με τα πόδια του το χώμα από το γκρεμισμένο λαγούμι που του έκοβε την υποχώρηση. Αν μπορούσε και μόνο να γυρίσει ανάσκελα μπορεί και να κατάφερνε να σκάψει μια δίοδο σωτηρίας ως τον αέρα... τον αέρα...
Ένας διάπυρος πόνος διαπέρασε το στήθος του, πάλλοντας στους βολβούς των ματιών του. Το κεφάλι του φαινόταν να πρήζεται και να γίνεται όλο και πιο πελώριο. Και ξαφνικά άκουσε τα θριαμβευτικά τσιρίγματα των αρουραίων. Άρχισε να ουρλιάζει ξέφρενα αλλά δεν μπορούσε να τα σκεπάσει από τ' αυτιά του. Για μια στιγμή σφάδασε υστερικά μέσα στη στενή φυλακή του και μετά έμεινε ασάλευτος, αγκομαχώντας στην προσπάθεια ν' ανασάνει. Τα βλέφαρά του έκλεισαν, η μαυρισμένη του γλώσσα πετάχτηκε έξω, και βούλιαξε στη μαυρίλα του θανάτου με τα τρελά τσιρίγματα των αρουραίων να ηχούν στ' αυτιά του.


ΧΕΝΡΥ ΚΑΤΤΝΕΡ
ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ
& ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7

Δεν υπάρχουν σχόλια: