...το πνεύμα του Ροδρίγκεθ βγήκε από το κορμί του., απομακρύνθηκε από το πρασινωπό φως του παράξενου δωμάτιου. Ανεμπόδιστο από βάρος ή κούραση ή πόνο ή ύπνο. Και υψώθηκε πάνω από τα βράχια και πάνω από το βουνό, πνεύμα ελεύθερο. Και το πνεύμα του Μοράνο ακολουθούσε.
Το βουνό χάθηκε αμέσως. Η γη απλώθηκε κάτω τους και μεγάλωσε, μεγάλωσε, έπειτα άρχισε να μικραίνει. Είδαν τότε, ότι είχαν εκσφνδονιστεί σ' ένα εκπληκτικό ταξίδι. Μήπως απορεί ο αναγνώστης, πως μπορούσαν να βλέπουν αφού δεν είχαν μάτια; Κι όμως έβλεπαν όπως δεν είχαν δει ποτέ ως τώρα, με μιαν απίστευτα ισχυρή όραση. Τα μάτια μας συγκεντρώνουν το φως και με τα λιγοστά όσα μας φέρνουν οι φωτεινές ακτίνες σχηματίζουμε κάποιες εικόνες των πραγμάτων όπως υποθέτουμε ότι είναι. Αν θέλετε, δεν πειράζει, αποκαλέστε τα πράγματα που βλέπουμε Πράγματα Όπως Είναι Στην Πραγματικότητα. Αυτές, λοιπόν, οι εικόνες, τα ελάχιστα εκείνα που συλλέγει ο εγκέφαλος μας από την απεραντοσύνη, αναποδογυρίζονται από την όρασή μας και ο εγκέφαλος τα ανορθώνει ξανά. Κι έτσι κάτι κατορθώνουμε να μάθουμε. Ο οφθαλμίατρος μπορεί εύκολα να σας εξηγήσει πως λειτουργεί το σύστημα. Ίσως ομολογήσει ότι το θεωρεί κάπως αδέξιο αλλά μπορεί, πάλι, να νικήσει η επαγγελματική του αξιοπρέπεια να μην το παραδεχτεί καθόλου. Πάντως τα μάτια μας δεν είναι παρά ένα φράγμα ανάμεσα σ' εμάς και την απεραντοσύνη των πραγμάτων. Και οι πέντε αισθήσεις μας, που ψαχουλεύουν εδώ και ψαύουν λίγο εκεί και αρπάζουν και γραπώνουν και συγκρίνουν σημειώσεις και καμιά φορά μαθαίνουν και κάτι, δεν είναι παρά φραγμοί ανάμεσα σ' εμάς και σε ό,τι υπάρχει. Ο Ροδρίγκεθ και ο Μοράνο βρίσκονταν πέρα από τα φράγματα εκείνα. Έβλεπαν απαλλαγμένοι από τις ατέλειες της όρασης. Άκουγαν σ' αυτό το ταξίδι πράγματα που κανονικά θα κούφαιναν τα αυτιά τους. Διέσχιζαν την ατμόσφαιρά μας χωρίς να τους καίει η ταχύτητα σ' ένα τρομερό ταξίδι, την κατεύθυνση του οποίου ο ροδρίγκεθ καλά καλά ακόμα δεν είχε αρχίσει να φοβάται.
Είχαν δει τ' αστέρια να χλωμιάζουν γοργά κι έπειτα το φως της αυγής. Ο Ήλιος όρμησε πανω από τον ορίζοντα κι αμως άρχισε να μεγαλώνει. Η Γη, που οι καμπύλες της εξακολουθούσαν να μικραίνουν ταχύτατα, ήταν σύντομα ένας μικρός στοργγυλός κήπος στο κυανό διάστημα, ένας κήπος γεμάτος βουνά. Και ο Ήλιος πάντα μεγάλωνε. Τώρα ο Ροδρίγκεθ, παρ' όλο που δεν ήξερε τίποτα για τον Ήλιο ή τους πλανήτες, συνειδητοποίησε την προφανή αλήθεια του τρομερού ταξιδιού τους: κατευθύνονταν ίσια καταπάνω στον Ήλιο. Αλλά το πνεύμα του Μοράνο απλώς τα είχε χάσει. Ωστόσο, όντας απελευθερωμένος από το κορμί του, δεν αισθανόταν τις ενοχλήσεις που συνήθως προκαλούν σ' εμάς η σύγχυση και ο τρόμος: τα πνεύματα δε λαχανιάζουν, ο σφυγμός τους δεν επιταχύνεται, δεν τους κόβονται τα γόνατα κι ούτε παθαίνουν ναυτία.
Η σμικρυνόμενη Γη φαινόταν τώρα σαν νησάκι από εκείνα που δεν αναφέρονται στους χάρτες, ιδωμένο από την κορυφή βουνού, νησάκι με διάμετρο μόλις εκατό μέτρων που από ψηλά φαντάζει σαν μεγάλο τραπέζι.
Η ταχύτητα είναι πράγμα σχετικό: σε σύγκριση με τον ήχο η πρόοδός τους δε συγκρινόταν. Ούτε θα μπορούσε οποιοδήποτε σύγχρονο βλήμα να επιτύχει παρόμοια ταχύτητα. Ακόμα και η ταχύτητα της έκρηξης θα ήταν αργή μπροστά της. Ωστόσο κινούνταν αργά για πνεύματα, που όντας ανεξάρτητα από καθετί το υλικό ταξιδεύουν με ταχύτητες όμοιες, λόγου χάρη, με την ταχύτητα της σκέψης. Αλλά οι δύο ταξιδιώτες ελέγχονταν από κάποιον που κατοικούσε ακόμα στη Γη, που χρησιμοποιούσε υλικά μέσα, και το υλικό το οποίο χρησιμοποιούσε ο Καθηγητής για να τους εκσφενδονίσει στο ταξίδι τους ήταν ελαφρύ. Είχε διδαχτεί την προσαρμογή του σ' αυτήν την χρήση στη Σαραγόσα. Με την ταχύτητα του φωτός ταξίδευαν προς τον Ήλιο.
Προσπέρασαν την τροχιά της Αφροδίτης μακριά από το σημείο όπου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ο πλανήτης, τόσο που δεν τους φάνηκε μεγαλύτερη απ ό,τι τη βλέπουμε συνήθως. Η Γη ήταν τώρα ελάχιστα μεγαλύτερη από τον Αποσπερίτη και φάνταζε εντελώς θαμπή μέσα στο τερατώδες φως.
Όταν πέρασαν από την τροχιά του Ερμή, ο πλανήτης εμφανίστηκε πολύ μεγαλύτερος από το φεγγάρι μας, πραγματικά αλλόκοτος. Και μπροστά τους είδαν την τρομακτική αντηλιά στην οποία λούζεται, τη λάμψη ενός ήλιου που η διάμετρος της σφαίρας του είχε διπλασιαστεί στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την αρχή του ταξιδιού τους. Και μετά τον Ερμή ο Ήλιος άρχισε να μεγαλώνει φοβερά, γεμίζοντας το κέντρο του ουρανού, διαστελλόμενος ασταμάτητα. Και τώρα αντίκριζαν αυτό που θα τύφλωνε τα μάτια, που θα τσουρούφλιζε τη σάρκα και θα είχε κατανικήσει οποιαδήποτε προστασία θα μπορούσαν να μηχανευτούν οι επιστήμονες, ακόμα και στη σύγχρονη εποχή μας. Τώρα η έννοια του χρόνου είχε χάσει το νόημα της. Στο κενό διάστημα ανάμεσα στον Ερμή και στον Ήλιο δεν υπάρχει τίποτα με το οποίο να σχετιστεί ο χρόνος. Κι ούτε έχει νόημα η έννοια του χρόνου, όταν το ανθρώπινο πνεύμα γνωρίζει μιαν άκρα ένταση. Ένας ολιγόλεπτος βομβαρδισμός, μια μάχη μερικών ωρών, ταξίδι μερικών εβδομάδων σε αχαρτογράφητη χώρα. Αυτά τα λεπτά, αυτές οι ώρες, αυτές οι βδομάδες δεν μπορεί ποτέ να είναι λιγοστές.
Ο Ροδρίγκεθ και ο Μοράνο ταξίδευαν εδώ και έξι ή επτά λεπτά, αλλά δεν έχει νόημα να το αναφέρουμε.
Κι έπειτα ο Ήλιος άρχισε να γεμίζει μπροστά τους ολόκληρο τον ουρανό. Κια σ' άλλο ένα λεπτό , αν έχουν νόημα τα λεπτά, οι δύο ταξιδιώτες κατευθύνονταν προς μια δίχως όρια θάλασσα φλόγας που βρισκόταν παντού, αριστερά και δεξιά, και τώρα πύργωνε μπροστά τους και πάνω τους, και κάτω τους βυθιζόταν σε μια φλογισμένη άβυσσο.
.................................
Και καθώς η τερατώδης εκείνη θάλασσα της φλόγας μεγάλωνε ανελέητα, ο Ροδρίγκεθ δεν αισθανόταν κανένα φόβο, γιατί τα πνεύματα δε φοβούνται την ύλη. Μονάχα ο Μοράνο φοβόταν. Φοβόταν όπως τα πνεύματα φοβούνται πράγματα πνευματικά. Πίστευε ότι πλησίαζε την κατοικία τεράστιων πνευμάτων του κακού, ότι αρένα της σύγκρουσης ήταν η αιωνιότητα ολάκαιρη. Φοβόταν μ' ένα φόβο τόσο μεγάλο που δεν μπορούσε να χωρέσει σε υλικό κορμί. Ίσως το χοντρό σώμα που κοιμόταν σε μια καρέκλα στη Γη να βασανιζόταν στα όνειρά του από κάποιαν ηχώ εκείνου του φόβου που έσφιγγε τόσο βασανιστικά στις αρπάγες του το πνεύμα. Ίσως από τέτοιους φόβους να προέρχονται όλοι οι εφιάλτες μας.
Όταν είχαν ταξιδέψει περίπου δέκα ολόκληρα λεπτά και ετοιμάζονταν να χωθούν στη φλόγα, ξαφνικά ο μάγος που έλεγχε το ταξίδι τους τους ακινητοποίησε απότομα στο διάστημα, ανάμεσα στις εξώτερες πύρινες κορφές του Ήλιου. Μετεωρίζονταν εκεί όπως μετεωρίζονται τα σύννεφα που εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους και πλανιούνται ανάμεσα στις ρωγμές των Άλπεων. Κάτω τους τα φριχτά βουνά αναδεύονταν και βροντούσαν. Ο Άτλας ολόκληρος και η Τενερίφη και το μοναχικό όρος της Κένυας θα μπορούσαν να χωρέσουν στις χαράδρες τους απαρατήρητα. Όταν οι σεισμοί τράνταζαν τη βάση τους, από τις κορυφές εκτινάσσονταν άγριες χιονοστιβάδες χρυσού που κατρακυλούσαν στις φλογισμένες πλαγιές προκαλώντας ένα ανείπωτο χάος. Καθώς κοιτούσαν οι δύο ταξιδιώτες, νέα βουνά σχηματίζονταν κάτω τους, στεφανωμένα από τις φοβερές φλόγες. Γιατί, είτε το ήξεραν οι άνθρωποι είτε όχι, ο Ήλιος περιστρεφόταν, αλλά η δύναμη της βαρύτητας του που δέσμευε τους πλανήτες αδυνατούσε να ασκήσει τη δύναμή της πάνω στα πνεύματα που έστεκαν εκεί ακίνητα χάρη στο τρομερό ξόρκι που είχε μάθει ο Καθηγητής κάποια νύχτα στη Σαραγόσα από ένα μάγο της φριχτής εκείνης σειράς μάγων που αντλούν τα μυστικά τους από μια άγνωστη πηγή χαμένη στο παρελθόν.
Πάντα υπάρχει κάτι φοβερό στη μορφή των μεγάλων βουνών. Αλλά αυτά που διαδέχονταν εδώ το ένα το άλλο ήταν όχι μόνο μεγαλύτερα από οτιδήποτε γνώρισε η Γη αλλά και ταράζονταν από φιρχτές αναστατώσεις, σαν να τα προλάβαινε στη φυγή της μια αδιάλειπτη συμφορά.
Καθώς τα κοιτούσαν ο Ροδρίγκεθ και ο Μοράνο, ξεχνώντας τους κήπους της Γης, ξεχνώντας την άνοιξη και το καλοκαίρι και τη γλυκιά, ευεργετική λιακάδα, αισθάνθηκαν ότι ο σκοπός της Δημιουργίας ήταν κακόβουλος! Μια τόσο φοβερή σκέψη μπορεί να μας αφήνει άναυδους εδώ κάτω, όπου οι καταπράσινοι λόφοι κατηφορίζουν στα λιβάδια ή ατενίζουν από ψηλά μια γαλήνια θάλασσα. Αλλά εκεί ψηλά, ανάμεσα στις φλόγες των φριχτών κορυφών, ο ήλιος δεν φάνταζε σαν δωρητής χαράς και χρώματος και ζωής αλλά σαν καταστροφέας, πιο τερατώδης και από τον αιώνιο πόλεμο, κέντρο φρικαλέας βίας και ερείπωσης και οργής και τρόμου. Περνούσαν κάτω τους βουνά χαλκού που φλέγονταν ακατάπαυστα, τινάζοντας σε ανείπωτα ύψη τη μάζα των σμαραγδένιων φλογών τους. Μαινόμενα βουνά σιδήρου και αλατιού, που σειούνταν και βροντούσαν ντυμένα με τα χαρακτηριστικά τους χρώματα, ο σίδηρος πάντα άλικος και το αλάτι γαλάζιο. Και μερικές φορές περνούσαν από κάτω τους κορυφές ύψους ενός εκατομμυρίου χιλιομέτρων, φλογισμένα από τους πρόποδες ως την κορυφή βουνά καθαρής φλόγας, χωρίς άλλη ύλη. Και τα εκρηγνυόμενα εκείνα βουνά, γεννημένα από τον κεραυνό και το σεισμό, αυτά τα όρη από τα οποία εκτινάζονταν χιονοστιβάδες στις διαστάσεις των ηπείρων μας, που αντλούσαν από τα σωθικά του Ήλιου συνεχώς καινούριο υλικό λαμπρότητας και φρίκης, η μαινόμενη εκείνη ερημιά, η απίστευτη καταστροφή, ήταν κάτι το απαραίτητο και για την πιο ελάχιστη απόχρωση των φτερών μιας πεταλούδας μας. Χωρίς τις φλεγόμενες εκείνες σιδηρές οροσειρές οι πεταλούδες μας δε θα είχαν να επιδείξουν τα κόκκινα στίγματά τους. Ακόμα και η παπαρούνα δε θα διέθετε κόκκινο υλικό για τα πέταλά της. Χωρίς τις φλόγες που ανατίναζαν τα βουνά του αλατιού δε θα υπήρχε αντίστοιχο γαλάζιο σε κανένα φτερό, δε θα υπήρχε ούτ' ένας κυανός ανθός να καλέσει τις μέλισσες, χωρίς το εφιαλτικό φως των τρομακτικών χάλκινων χαραδρών που γέμιζαν δέος τα δυο πνεύματα, οι τόσο αγαπημένες μας φυλλωσιές του δάσους δε θα πρασίνιζαν για να καλωσορίσουν την άνοιξη. Γιατί από τις φλόγες των διαφόρων μετάλλων και των πυρακτωμένων θαυμάτων του Ήλιου παίρνει το δικό μας φως όλα εκείνα τα χρώματα που μας χαρίζει σχεδόν χωρίς να τα βλέπουμε, από κει αντλούν τα σοφά έντομα και τα υπομονετικά λουλούδια τις εύθυμες αποχρώσεις τους. Δεν μπορούν να τις πάρουν από πουθενά αλλού.
Ωστόσο για τον Ροδρίγκεθ και για τον Μοράνο όλα όσα έβλεπαν φάνταζαν ολοκληρωτικά και φρικαλέα κακόβουλα.
Αργότερα προσπάθησαν να μαντέψουν πόσην ώρα κοιτούσαν εκεί, αλλά οι φρικιαστικές σκηνές δεν τους έδιναν τον τρόπο να χωρίσουν τις μέρες από τα λεπτά. Τίποτα γύρω τους δε φαινόταν να γλιτώνει από την καταστροφή, ο χρόνος ο ίδιος δε φαινόταν πιο ήρεμος από τα χαοτικά βουνά.
Έπειτα οι βροντερές οροσειρές πέρασαν. Και μετά ήρθε ένα αστραφτερό βουνό, μια τεράστια και μοναχική κορυφή, που φάνταζε φτιαγμένη ολάκαιρη από χρυσάφι. Αν είχε τοποθετηθεί πλάι της ολόκληρος ο κόσμος μας πλασμένος στο σχήμα της, και πάλι θα πύργωνε πάνωθέ του. Θα χρειαζόταν και το φεγγάρι μας για να έρθει ίσα ίσα με την αστραφτερή εκείνη κορφή. Τους πλησίασε μ' όλη τη χρυσαφένια της μεγαλοπρέπεια, υψηλότερη απ όλες τις φλόγες εκτός από τις στιγμές που κάποιο αέριο φαινόταν να εκσφενδονίζεται από τη συνεχώς ταρασσόμενη επιφάνεια του Ήλιου και φλεγόταν ως ένα ύψος που ξεπερνούσε ακόμα και το ύψος του χρυσού βουνού.
Καθώς η χρυσή εκείνη μάζα, η υψηλότερη από ολόκληρο τον κόσμο, πλησίαζε τον Ροδρίγκεθ και τον Μοράνο, οι δύο ταξιδιώτες αισθάνθηκαν βαθιά την αλλόκοσμη απειλή της. Και παρ' όλο που δεν μπορούσε να καταβάλει τα πνεύματά τους, ήσαν βέβαιοι ότι είχε κάτι το φριχτά τρομακτικό. Ο τρόμος εκείνος, που θα τον αισθανόταν οποιοδήποτε πλάσμα του πλανήτη μας, οφειλόταν στη φοβερή κλίμακά της. Αν και δεν είχαν ύλη που να μπορεί να τρέμει, αισθάνθηκαν τον τρόμο κυριολεκτικά. Γιατί μπροστά στο χρυσό βουνό η Γη μας φάνταζε σαν νάνος.
Ο Άνθρωπος γνωρίζει τη σμικρότητά του, του τη θυμίζουν τα ίδια του τα βουνά. Πολλές χώρες είναι μικρές, καθώς και μερικά έθνη. Ωστόσο τα ανθρώπινα όνειρα αναπληρώνουν τα σφάλματα και τις ελλειψεις, τη συντομία της ζωής μας, τη στενότητα της προοπτικής μας. Εκτινάσσονται πάνω από καθε είδους σύνορο και όριο. Αλλά μπροστά στο τεράστιο εκείνο βουνό γίνονταν μικροσκοπικά τα πάντα. Μπροστά του ο Άνθρωπος γινόταν ένα τίποτα, το ίδιο και η γη, και όλα τα όνειρά του.
Η χρυσή μάζα έφτασε ακριβώς απέναντι στους δύο παρατηρητές προκαλώντας τη σμικρότητα του μικροσκοπικού κόσμου που γνώριζαν. Έπειτα ολάκαιρο το αστραφτερό βουνό λες και ρίγησε σύγκορμο και σωριάστηκε στις φοβερές πεδιάδες του Ήλιου. Καταβυθίστηκε ακριβώς μπροστά τους με μια φοβερή βροντή ώσπου χάθηκε και η λιωμένη πεδιάδα ξανάκλεισε πάνω του. Και μονάχα ένας κυματισμός απέμεινε στο μέγεθος της Ευρώπης, όπως όταν ποτάμι ρυτιδώνει εκεί που το νερό χτυπά στα βράχια του πυθμένα του. Κι έπειτα, λες κι αυτή η φρίκη δεν άφησε πίσω της τίποτ' άλλο αξιόλογο να δουν, ο Καθηγητής τους έγνεψε από τη Γη.
Πάνω από τα ηλιακά πεδία μια καταιγίδα μαινόταν ουρλίαζοντας με φλογισμένα ριπίσματα καθώς ένιωσαν το ξόρκι του Καθηγητή να τους τραβά πίσω στον πλανήτη μας. Το μέγεθος της καταιγίδας εκείνης δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουμε. Η ταχύτητά της, αν μπορούσε να εκφραστεί με αριθμούς, δε θα είχε νόημα. Η θερμότητά της ήταν αδύνατο να μετρηθεί. Ας μας αρκέσει να πούμε ότι αν μια τέτοια θύελλα σάρωνε τη Γη έστω και για ένα δευτερόλεπτο, θα έβραζε το νερό και των δύο Πόλων. Οι ταξιδιώτες την άφησαν να καλπάζει στην ηλιακή επιφάνεια, που αναδευόταν ασταμάτητα από τη δύναμη των σεισμών και αναλυόταν σ' ένα φλογισμένο αφρό από τη δύναμη των ηλιακών ανέμων. Ο Ήλιος απομακρυνόταν κιόλας πίσω τους, γινόταν μικρότερος. Σύντομα η καταιγίδα φάνταζε σαν ένα απλό σύννεφο φωτός που σάρωνε την άδεια πεδιάδα, σαν δολοφόνος που απομακρυνόταν βιαστικά από τον τάφο του τεράστιου χρυσού βουνού. Και τώρα η μαγγανεία του Καθηγητή τους άδραξε για καλά: ο Ήλιος μίκραινε ολοένα. Όσο γοργά τους είχε στείλει στο ταξίδι εκείνο, τώρα τους τραβούσε πίσω ο μάγος της Σαραγόσα. Προλάβαιναν κεραυνούς που είχαν ήδη ακούσει και τους προσπερνούσαν, και έφτασαν ξανά στο σιωπηλό εκείνο διάστημα που οι κεραυνοί του Ήλιου είναι ανίκανοι να διασχίσουν, έτσι που ακόμα και ο Ερμής μένει ανενόχλητος απ' αυτούς.
Είπα ότι τα πνεύματα ούτε εξασθενούν ούτε κουράζονται. Αλλά μια μεγάλη θλίψη κατέλαβε τους ταξιδιώτες. Αισθάνονταν όπως αισθάνονται άνθρωποι που γλιτώνουν ανέπαφοι από μεγάλους κινδύνους. Είχαν δει κατακλυσμιαίες καταστροφές τόσο απέραντες που δεν μπορεί να συλλάβει η φαντασία μας και τώρα αισθάνονταν κορεσμένοι. Θα μπορούσαν να ατενίζουν μέρες ολόκληρες ένα απλό λουλούδι και να μη χρειάζονται άλλη εμπειρία, όπως ένας πληγωμένος χαίρεται κοιτώντας την απλή φλογίτσα ενός κεριού.
Καθώς περνούσαν τις τροχιές του Ερμή και της Αφροδίτης διαπίστωσαν ότι οι δύο πλανήτες είχαν μετακινηθεί ελάχιστα και ο Ροδρίγκεθ, που γνώριζε ότι οι πλανήτες ταξιδεύουν τη νύχτα, μάντεψε από το γεγονός ότι δεν είχαν απουσιάσει πολλές ώρες από τη Γη.
Χαίρονταν που έβλεπαν τον Ήλιο να μικραίνει σταθερά. Μονάχα για μια στιγμή, καθώς άρχιζαν το ταξίδι της επιστροφής, είχαν δει την ηλιακή καταιγίδα να σαρώνει τις πεδιάδες του Ήλιου. Τώρα φαινόταν να μετεωρίζεται ακινητοποιημένη στο μέσο της εξέλιξης της φλογισμένης οργής της, σαν να μαστίγωνε αιώνια μια και μόνο περιοχή.
Κινούμενοι με την ταχύτητα του φωτός είδαν λίγο αφού προσπέρασαν την τροχιά της Αφροδίτης τη Γη ν' αρχίζει να γίνεται μεγαλύτερη από απλό αστέρι. Ποτέ δεν είχε φανεί η θέα του σπιτιού τους πιο καλόδεχτη σε ταξιδιώτες που το αντικρύζουν από μακριά καθώς ολοκληρώνεται ο νόστος τους.
Και καθώς ο πλανήτης μας μεγάλωνε κι άρχιζαν να διακρίνουν σχήματα που φάνταζαν σαν θάλασσες και βουνά, αναζήτησαν τη δική τους χώρα, αλλά δεν κατόρθωσαν να τη βρουν: γιατί ταξιδεύοντας σε ευθεία γραμμή από τον Ήλιο, πλησίαζαν το τμήμα εκείνο της Γης που ήταν στραμμένο προς το μέρος του και κατευθύνονταν ίσια καταπάνω στην Κίνα, ενώ η Ισπανία βρισκόταν ακόμη βυθισμένη στο σκοτάδι.
Αλλά όταν έφτασαν κοντά στη Γη και τα βουνά της διαγράφονταν καθαρά, τότε ο Καθηγητής τους τράβηξε στην άλλη μεριά, στο σκοτάδι πάνω από την πατρίδα τους. Κι έτσι τα δύο πνεύματα τελείωσαν το θαυμαστό ταξίδι τους όπως το μπεκατσίνι, που πέφτει απότομα από τον ουρανό και σαρώνει χαμηλά τους βάλτους. Έτσι επέστρεψαν στη Γη που λες και τους καλούσε με τις φωνές της. Με τις μνήμες και τις θεές και τα αρώματα και τους μικρούς ήχους της. Που λες και τους καλούσε ανήσυχη, σαν να είχαν λείψει πολύν καιρό και έπρεπε πια να γυρίσουν. Τους καλούσε η Γη. Γιατί, όσο κι αν μιλούμε για τα όνειρά μας που ξεπερνούν τα όρια της σφαίρας μας ή για τις ελπίδες μας, η Μάνα Γη εξακολουθεί να μας κρατά γερά. Και οι μυριάδες ήχοι της ενώνονταν τώρα σε μια κραυγή, γιατί ήξερε ότι αυτά τα δυο της παιδιά είχαν σχεδόν χαθεί. Έτσι τα πνεύματά μας, που συναντούν καμιά φορά την τροχιά των αγγέλων και σε κάποια σπάνια βραδινά ακούν κάποια λέξη της ομιλίας τους και αισθάνονται μια παροδική ισότητα με τις δυνάμεις του φωτός, έχουν και καθήκον να κινούν τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, που θα παγώσουν αν εκείνα λησμονήσουν την εκπλήρωσή του.
Και καθώς απελπιζόταν η Γη, έφτασαν στο βουνό του Καθηγητή και μπήκαν στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν τα κορμιά τους.
ΛΟΡΔΟΣ ΝΤΑΝΣΑΝΙ
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΔΟΝ ΡΟΔΡΙΓΚΕΘ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΣΚΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΙΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου