Σαν έφτασε στα τριάντα του χρόνια, ο δημοφών, ο ενάρετος αν και νεαρός φιλόσοφος, με την ωραία κορμοστασιά και τα γαλάζια τα ονειρώδη μάτια, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, αποφάσισε να κλείση ξάφνου δια μιας τη νεότητά του, και ν’ αποτραβηχθή σαν ασκητής. Πολύ πριν να φανούν οι Χριστιανοί ασκητές κ’ οι διάφοροι στηλίτες, ο Δημοφών το είχε κάνει πρώτος αυθόρμητα κ’ εν πλήρει συνειδήσει, με τη διαφορά πως δεν τον έσπρωχνε, καθώς αυτούς αργότερα, η πίστη κ’ ο φανατισμός, αλλά – κι αυτό είναι το σπουδαίο – εξ εναντίας η πλήρης κ’ η απόλυτη απιστία...
Αποτραβήχτηκε λοιπόν σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ’ τον Ορχομενό, κ’ έζησε εκεί για κάμποσο διάστημα, μόνος εντελώς, με μια προμήθεια μοναχά τροφής, μια χωματένια υδρία, κ’ ένα σκληρό στρώμα, για ν’ αναπαύεται τη νύχτα. Ο λόγος που τον έφερε ως εκεί, δεν ήταν η συνηθισμένη απογοήτευση της καθεμερινής χυδαίας ζωής μήτε καμμιάν αγάπη θλιβερή (δεν είχε ίσως ποτέ αγαπήσει, αυτό που λέμε αγάπη) αλλά το ίδιο πρόβλημα της ζωής, το κεντρικό, το μέγα κι ακαθόριστο, που είναι γραφτό αιωνίως, να διαφεύγη, και που καμμιά προσφερομένη του ερμηνεία, δεν ικανοποιεί! Είχε προ πολλού εμβαθύνει, και συστηματικά, μεσ’ στο πολύπλοκο κι ασύλληπτο αυτό ζήτημα, και του είχε δόσει λύσεις διάφορες, εδώ κ’ εκεί, κατά καιρούς, ως που απότομα, αφού είχε, με χίλιους κόπους κι αγωνίες, θεμελιώσει κάποιο σύστημα, βάσιμο κάπως και τελειωτικό, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες αντιλήψεις, έχανε ξαφνικά το στήριγμά του, ένα καλό πρωί, και ξαναβρισκόταν, μόνος και αμαθής, απέναντι του αγνώστου...
Ήταν στιγμές που το πολιορκούσε η σκέψη του, απ’ όλες τις μεριές, τόσο στενά, πούλεγε λίγο ακόμα ίσως, και θάφθανε στον ίδιο τον πυρήνα του προβλήματος κ’ ίσως αυτές οι λιγοστές στιγμές, να ήταν το πλέον απώτατο σημείον, που φθάνει η ανθρώπινη διανόηση ιδίως όμως ήταν πεισμένος, πως δε μπορεί παρά να ρθή μια μέρα που η ανθρωπότης θα το λύσει οριστικά (που νάξερε πως, ύστερα από δυο χιλιάδες χρόνια, θάμαστε πάντοτε κ’ εμείς στην ίδιαν απορία!)... Είχε τόσο πολύ απορροφηθεί από την έμμονην αυτήν ιδέα, και είχε καταναλώσει όλα τα πνευματικά του εφόδια σε τέτοιο απεριόριστο σημείο, ώστε δύο αυλάκια πρώιμα είχαν χαραχθεί στο μέτωπό του, το θαυμαστό του εφηβικό εκείνο μέτωπο, το στεφανωμένο με σγουρά μαλλιά, που ο Κέβης, ο επιγραμματοποιός, το είχε υμνήσει κάποτε, σ’ εν απ’ τα ξακουστά επιγράμματά του!
Μια νύχτα πήρε τη μεγάλη απόφαση, να προσφύγει σε μιαν υπεκφυγήν και να περιμείνη έτσι το τέλος της ζωής του, μπορούσε ακόμα, κ’ η ζωή η πρωτογενής, η κατά φύση, η κα νονική, να του αποκαθιστούσε τη σαλευθείσα τη γαλήνη της ψυχής του, και να τον επανέφερε, ασυναίσθητα, στον αρχικό μοιραίον προορισμό του, που είχεν ίσως αποπλανηθεί – ποιος ξέρει...
Ένα βράδι, καθώς ήταν μόνο και κοιτούσε τάστρα – θα ήταν κατά τα μέσα του Μεταγειτνιώνος – του εφάνη, μες στη συλλογή του, σαν κάποιος να ήρθε και να εστάθη δίπλα του. Γύρισε το κεφάλι, απορημένος, και είδε μια σκιά, κάτι σαν τυλιγμένο σ’ ένα πέπλο, και που δεν είχεν ακριβώς το σχήμα ανθρώπου. Στεκόταν εκεί δίπλα του, και δεν μιλούσε διόλου, μήτε φαινόταν να έχη ζωή πραγματική. Τούκανε μοναχά ένα νεύμα, να πλησιάση. Ο Δημοφών έσφιξε τη χλαμύδα γύρω στο κορμί του, και πλησίασε. Ήταν ορθή στην άκρη ενός βράχου, κ’ έμοιαζε σαν κομμένη μεσ’ στο βράχο.
Του είπε τότε με μυστηριώδη φωνή:
-Ξέρω ποιος είσαι, και τι θέλεις. Έλα μαζί μου να τα μάθεις όλα...
Κ’ ο Δημοφών την πήρε το κατόπι, δίχως να διστάση, τόσο ήταν αποτραβηγμένος απ’ τα εγκόσμια κ’ η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού. Αφού περπάτησαν πολλή ώρα μεσ’ στα σκοτεινά, έφθασαν εμπρός σε μια σπηλιά. Εκεί στο βράχο ήταν μια θύρα, ερμητικά κλεισμένη. Η θύρα αμέσως άνοιξε μονάχη, και τότε εκείνοι μπήκαν σε μια σήραγγα που ωδηγούσε σε μια υπόγεια κρύπτη αχανή, με στοές και με διαδρόμους. Στην αρχή ο Δημοφών δε μπόρεσε να διακρίνη τίποτε σιγά-σιγά όμως ένα φως, άγνωστο πως ερχόμενο, απροσδιόριστο καθώς το φως της πρώτης χαραυγής, φώτισε αμυδρά όλα τα πράγματα, σα νάβγαινε ακριβώς μεσ’ απ’ τα πράγματα, και να είχε μια πηγή υπερφυσική. Κι όταν πάλι γύρισε τα μάτια του στη σκιά, που τώρα ήταν σταματισμένη μεσ’ στη μέση, είδε μια εξαίσιαν ομορφιά στο πρόσωπό της, κάτι υπερκόσμιο χυμένο στη μορφή της, σα να ήταν κάποια εμφάνιση ενός λαμπρού υπερπέραν... Και τότε ο Δημοφών αισθάνθηκε μεσ’ στην ψυχή του, κάτι επίσημο και κατανυκτικό, που δεν ήταν ο τρόμος του αγνώστου, αλλά το δέος του υπερφυσικού!
Κ’ η προσοχή του πάλι σταμάτησε στη σκιά, και πρόσμενε να δη τι θα του πη.
Κ’ η σκιά τον κοίταζε καλά-καλά στα μάτια, και του είπε:
-Έχεις στο νου σου πάντα την ίδιαν απορία;
Ναι, πάντα...
Και τότε διημείφθη αναμεταξύ των, ο επόμενος διάλογος. Για μια στιγμή, ο Δημοφών μπορρούσε να πιστέψη πως ήταν μια απ’ τις καθημερινές συνομιλίες, που ήταν συνηθισμένες τότε στα γυμνάσια, και στα σπουδαστήρια που φοιτούσε:
-Ελπίζεις η απορία σου αυτή να ικανοποιηθή κάπως μια μέρα;
-Δεν ξέρω, έχω καθήκον να το ελπίζω...
Που βασίζεσαι τάχα, ως προς αυτό;
-Στο Άγνωστο: εφόσον είναι το άγνωστο, κανένας δε μπορεί να προδικάση, κείνο που μπορεί να κάμη αύριο...
-Έχεις κανένα δεδομένον, πως η απορία σου αυτή έχει λυθεί ποτέ, και από κανένα; ή πως το άγνωστο έχει δείξει, ίσαμε τώρα, την εύνοιά του, σε άνθρωπο θνητόν;...
-Και πως μπορώ να ξέρω, αν αύριο δεν το κάμη στην παντοδυναμία του; Πως μπορώ να ξέρω καν αυτό, εφόσον τίποτε ακριβώς δεν ξέρω;!...
-Ώστε βαδίζεις έτσι, χωρίς καμμιά πεποίθηση ωρισμένη;
-Πολλές φορές σχεδόν θαρρώ πως φθάνω, πολύ κοντά στην τελικήν αλήθεια.
-Δε σου ήρθε κάποτε ίσως η υποψία, πως οσοδήποτε κοντά κι αν είσαι στην αλήθεια, πάντα είσαι το ίδιο μακριά απ’ αυτήν, όσο δεν την κατέχεις ακριβώς;...
-Σχεδόν νομίζω πως κι αυτό το ξέρω...
-Και τότε;...
-Δεν ξέρω: περιμένω...
-Τι λοιπόν μπορείς να περιμένης, αφού διαθέτεις πάντα τα ίδια μέσα;
-Δεν μου μένουν άλλα να διαθέσω...
-Συμπέρασμα;
-Κανένα! Δεν έχω άλλη διέξοδο να εκλέξω...
-Αν είχες, θα την ακολουθούσες;
-Μόνο γι’ αυτό κινούμαι και αναπνέω! Αυτό είναι ακριβώς που πάντα ελπίζω...
Τότε η σκιά τούκανε νεύμα να πλησιάση ακόμα πιο κοντά, και τούδειξε δύο θύρες, σκαμμένες μεσ’ στο βράχο, που είχαν τώρα λες φανερωθεί, στις δυο αντίθετες μεριές του μαγικού σπηλαίου.
-Να, κοίταξε καλά τις δυό αυτές θύρες: η μια οδηγεί προς την κανονική ζωή. Όποιος περάση από τη θύρα αυτή θα λυτρωθή απ’ το βάρος της σκέψης του, και θα επιστρέψη πάλι μεσ’ στον κόσμο, να ζήση καθώς ζουν μυριάδες όντα χωρίς καμμιάν ερώτηση στα χείλη, ακολουθώντας τη μοιραία γραμμή τους, να υπάρχουν μόνο και να συντηρούνται μην ψάχνοντας για το γιατί ποτέ!
Η άλλη οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιωρισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρχικό τον προορισμό τους. Διάλεξε ποια θες ν’ ακολουθήσης.
Η σκιά είχε γύρει τώρα ολόκληρη σχεδόν στο πρόσωπό του, και τότε είδε διαμιάς, σε μιαν αιφνίδιαν έκλαμψη του νου, πως τόσην ώρα ήταν μόνος εντελώς, και μιλούσε με τον ίδιο τον εαυτόν του!
Τότε ο Δημοφών σηκώθηκε έξαλος, και κραύγασε με διάτορη φωνή:
-Τη θύρα που οδηγεί στην πλήρη γνώση – ή μάλλον θέτει τέρμα στην περιωρισμένη αυτή ζωή, για όσους εξέκλιναν από τον αρικό τον προρισμό τους!...
Κι ο Δημοφών προχώρησε στη θύρα, με το κεφάλι αγέρωχα υψωμένο, μ’ ένα βαθύ χαμόγελο θριάμβου, σαν ημίθεος!
Ένας κρότος ξερός μονάχα ακούστηκε, και κάτι κύλησε βαριά στα σκοτεινά...
Έτσι ανηρπάγη ένα βράδυ ο Δημοφών, ο ενάρετος φιλόσοφος, ο μαθητής του Πρωταγόρα και του Πλάτωνα, την εποχή που ασκήτευε σε μια σπηλιά, σε μια έρημη κοιλάδα της Βοιωτίας, όχι μακριά απ’ τον Ορχομενό, ένα βράδι, περί μέσα του Μεταγειτνιώνος, ενώ έψαχνε να βρη λίγο νερό, για να γιομίση την υδρία του, μη βλέποντας καλά στα σκοτεινά, έπεσε σ’ ένα βάραθρο, κ’ εχάθη...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου