Τα ζητιανάκια προτιμούσαν να στήνονται κοντά στο εστιατόριο “Κουτουμπίγια”. Εκεί τρώγαμε όλοι, τόσο το μεσημέρι όσο και το βράδυ, και ήξεραν πως έτσι δεν θα τους ξεφεύγαμε. Για το εστιατόριο, που ήθελε να κρατήσει το καλό του όνομα, τα παιδιά αυτά δεν ήταν επιθυμητό κόσμημα. Όταν έρχονταν πολύ κοντά στην πόρτα, ο ιδιοκτήτης τα κυνηγούσε. Ήταν πιο βολικό γι' αυτά να στέκονται στην απέναντι γωνία και, μόλις έβλεπαν εμάς, που ερχόμασταν για φαΐ, σε μικρές ομάδες των τριών ή τεσσάρων, να μας περικυκλώνουν βαιστικά.
Μερικοι, που ζούσαν ήδη μήνες στην πόλη, είχαν βαρεθεί να δίνουν και προσπαθούσαν να τα διώξουν. Άλλοι δίσταζαν, πριν να τους δώσουν κάτι, γιατί ντρέπονταν τους γνωστούς τους γι' αυτή την αδυναμία τους. Επιτέλους, έπρεπε κανείς κάποτε να μάθει να ζει εδωπέρα και οι μόνιμοι Γάλλοι κάτοικοι έδιναν το – καλό ή κακό, όπως το πάρεις – παράδειγμα: Είχαν σαν αρχή να μη βάζουν το χέρι στην τσέπη για ζητιάνο, και υπερφηφανεύονταν, κιόλας, για τη χοντροπετσιά τους. Ήμουν ακόμα φρέσκος και, σαν να λέμε, νέος στην πόλη. Μου ήταν αδιάφορο τι σκέπτονταν για μένα. Έστω κι αν με έπαιρναν για χαζό, αγαπούσα τα παιδιά.
Αν, καμιά φορά, με έχαναν, ήμουν δυστυχισμένος και τα αναζητούσα εγώ, χωρίς να το δείξω. Μου άρεσαν οι ζωηρές χειρονομίες, τα μικρά δάχτυλα με τα οποία έδειχναν το στόμα τους, όταν με παραπονεμένο ύφος κλαψούριζαν “manger! Manger!”, οι αφάνταστα θλιμμένες γκριμάτσες τους, σαν να κατέρρεαν από αδυναμία και πείνα. Μου άρεσε το παράφορο ξέσπασμά τους, μόλις έπαιρναν κάτι, ο γελαστός ζήλος με τον οποίο έτρεχαν μακριά, με τα φτωχικά τους λάφυρα στο χέρι, και η απίστευτη αλλαγή στα πρόσωπά τους – από ετοιμοθάνατα γίνονταν, ξαφνικά, πανευτυχή. Μου άρεσαν τα μικρά τους τεχνάσματα, όταν μου κουβαλούσαν βυζανιάρικα μωρά και τέντωναν τα μικροσκοπικά και σχεδόν αναίσθητα χεράκια τους, ζητιανεύοντας έτσι “και γι' αυτόν, manger! manger!”, για να διπλασιάσουν το δόσιμο. Δεν ήταν λίγα τα παιδιά, προσπαθούσα να είμαι δίκαιος, αλλά, φυσικά, είχα τα αγαπημένα μου ανάμεσά τους, αυτά που τα πρόσωπά τους είχαν τέτοια ομορφιά και ζωντάνια, που δεν χόρταινα να τα βλέπω. Με ακολουθούσαν ως την πόρτα του εστιατορίου, αισθάνονταν σιγουριά κάτω από την προστασία μου. Ήξεραν πως τα συμπαθούσα και τα τραβούσε να βρεθούν κοντά σ' αυτό τον παρμυθένιο τόπο, που τους ήταν απαγορευμένος κι όπου τρωγόταν τόσο φαγητό.
Ο ιδιοκτήτης, ένας Γάλλος με στρογγυλή φαλάκρα και μάτια σαν μυγόχαρτο, που είχε για τους τακτικούς πελάτες του θερμές καλές ματιές, δεν μπορούσε ν' ανεχθεί τα ζητιανάκια κοντά στο μαγαζί του. Τα κουρέλια τους δεν έμοιαζαν και πολύ κομψά. Οι καλοντυμένοι πελάτες θα έπρεπε να μπορούν να παραγγέλνουν άνετα το ακριβό τους φαγητό, χωρίς να τους υπενθυμίζονται εκείνη την ώρα η πείνα και οι ψείρες. Όταν, μπαίνοντας, άνοιγα την πόρτα, αν τύχαινε να είναι κοντά, έριχνε μια ματιά στον συρφετό των παιδιών απέξω και κουνούσε το κεφάλι κακόθυμα. Επειδή, όμως, ανήκα σε μια παρέα δεκαπέντε Άγγλων, που έτρωγαν κάθε μέρα δύο σίγουρα γεύματα στο μαγαζί του, δεν τολμούσε να μου πει τίποτα και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία, όταν θα μπορούσε να φέρει το θέμα με ειρωνεία και κέφι.
Ένα μεσημέρι, που ήταν πολύ πνιγηρό, έμεινε ανοιχτή η πόρτα του εστιατορίου, για να φέρνι λίγο φρέσκο αέρα. Μαζί με δύο φίλους μου είχαμε ξεμπερδέψει από την επιδρομή των παιδιών και καθήσαμε σε ένα ελεύθερο τραπέζι, κοντά στην ανοιχτή πόρτα. Τα παιδιά έμειναν αρκετά κοντά έξω από την πόρτα, μια και μπορούσαν να μας βλέπουν. Ήθελαν να συνεχίσουν τη φιλία τους μαζί μας και, ίσως, να παρακολουθήσουν τι καλά θα τρώγαμε. Μας έκαναν νοήματα και έβρισκαν ιδιαίτερα αστεία τα μουστάκια μας. Μια, περίπου δεκάχρονη, η πιο όμορφη απ' όλα, που είχε από καιρό προσέξει ότι μου άρεσε, έδειχνε, πάλι και πάλι, την ελάχιστη επιφάνεια ανάμεσα στη μύτη της και το άνω χείλος και έπιανε εκεί, με τα δύο δαχτυλα, ένα φανταστικό μουστάκι, που τό έστριβε και το τράβαγε. Μ' αυτό γελούσε από την καρδιά της – και τα άλλα παιδιά μαζί.
Ο εστιάτορας ήρθε στο τραπέζι μας, για να πάρει παραγγελία, και είδε τα παιδιά που γελούσαν. Με πρόσωπου που έλαμπε μου είπε: “Να παίζουν, κιόλας, τις μικρές κοκότες!”. Με πλήγωσε αυτός ο υπαινιγμός – ίσως δεν ήθελα να τον πιστέψω, γιατί αγαπούσα πραγματικά τα ζητιανάκια μου – και ρώτησα αθώα:
“Τι; Όχι δα, σ' αυτή την ηλικία!”
“Δεν έχετε ιδέα”, είπε. “Με πενήντα φράγκα μπορείτε να έχετε όποια θέλετε απ' αυτές. Η καθεμιά θα 'ρθει μαζί σας, πέρα στο δρόμο!”
Ήμουν πολύ αγανακτισμένος και του αντιμίλησα έντονα:
“Αυτό δεν γίνεται, δεν είναι δυνατόν!”
“Δεν ξέρετε τα πράγματα εδώ”, είπε. “Θα έπρεπε να ρίξετε μια ματιά στη νυχτερινή ζωή του Μαρρακές. Εγώ είμαι καιρό εδώ. Όταν πρωτοήρθα, ήταν η εποχή του πολέμου, ήμουν ακόμα εργένης” - έριξε ένα φευγαλέο, αλλά επίσημο, βλέμμα στη γερασμένη σύζυγό του, που καθόταν πάντα στο ταμείο - “'ημουν τότε με κάτι φίλους και τα είδαμε όλα. Μας πήγαν μια φορά σ' ένα σπίτι, όπου, εών ακόμα δεν είχαμε καθήσει, μας περικύκλωσε αμέσως ένα πλήθος γυμνά κοριτσάκια. Κούρνιαζαν στα πόδια μας, μας κολλούσαν απ' όλες τις μεριές. Δεν ήταν μεγαλύτερα απ' αυτά, απ' έξω, - μερικά μικρότερα”.
Κούνησα δύσπιστα το κεφάλι.
“Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να το αποκτήσεις. Περνούσαμε καλά και, συχνά, κάναμε και την πλάκα μας. Μια φορά σκαρώσαμε μια φάρσα – μεγαλείο! Αυτό πρέπει να σας το διηγηθώ. Είμαστε τρεις, τρεις φίλοι. Ένας από μας πήγε σε μια Φατμά, στο δωμάτιό της (έτσι ονόμαζαν περιφρονητικά οι Γάλλοι τις ιθαγενείς γυναίκες). Αυτή, όμως, δεν ήταν παιδί. Εμείς οι άλλοι κοιτάζαμε, από μια τρύπα μέσα στο δωμάτιο. Πρώτα παζάρεψε πολύ μαζί της, μετά συμφώνησαν στην τιμή και της έδωσε τα λεφτά. Εκείνη τα έβαλε σε ένα κομοδίνο κοντά στο κρεβάτι. Μετά έσβησε το φως και ξάπλωσαν και οι δύο. Εμείς, απέξω, τα είχαμε όλα δει. Μόλιε έγινε σκοτάδι, γλύστρισε ένας από μας στο δωμάτιο και σύρθηκε ως το μικρό κομοδίνο. Έβαλε το χέρι, με προσοχή, στο συρτάρι και, ενώ οι δύο έκαναν τη δουλειά τους, αυτός πήρε τα λεφτά. Μετά σύρθηκε γρήγορα ως έξω και το βάλαμε μαζί στα πόδια. Σύντομα, μας ακολούθησε κι ο φίλος. Έτσι, είχε πάει τσάμπα με τη Φατμά. Μπορείτε να φανταστείτε τι γέλιο κάναμε! Αυτό είναι μόνον ένα από τα αστεία μας”.
Μπορούσαμε να το φανταστούμε, γιατί γελούσε με όλη του τη δύναμη, χτυπιόταν από τα γέλια και είχε το στόμα του ορθάνοιχτο. Δεν ξέραμε ως τότε πως είχε ένα τόσο μεγάλο στόμα, ποτέ δεν τον είχαμε δει έτσι. Συνήθιζε να κυκλοφορεί με κάποια αξιοπρέπεια στο εστιατόριό του, έπαιρνε τις παραγγελίες των ευνοούμενων πελατών του με ευπρέπεια και απόλυτα συγκρατημένος, σαν να του ήταν εντελώς αδιάφορο τι παραγγέλνεις. Οι συμβουλές που έδινε δεν ήταν ποτέ πιεστικές και ηχούσαν σαν να δίνονταν μόνο για το όφελος του πελάτη. Σήμερα είχε χάσει κάθε επιφύλαξη και αγαλλόταν για την ιστορία του. Πρέπει να ήταν γι' αυτόν μια υπέροχη εποχή. Μόνον ένα πράγμα έκανε, που θύμιζε τη συνηθισμένη συμπεριφορά του: στα μισά της ιστορίας του, ένα μικρό γκαρσόνι πλησίασε το τραπέζι μας. Το έδιωξε απότομα, με κάποια εντολή, για να μην ακούσει τι μας έλεγε.
Εμείς, όμως, παγώσαμε αγγλοσαξωνικά. Οι δύο μου φίλοι – από τους οποίους ο ένας ήταν νεόκοπος Άγγλος, ο άλλος Άγγλος – και εγώ, που δεκαπέντε χρόνια ζούσα αναμεσά τους, είχαμε την ίδια αίσθηση περιφρονητικής αηδίας. Είμασταν κι εμείς ακριβώς τρεις, περνούσαμε πολύ καλά και, ίσως, νιώσαμε κάπως ένοχοι για τους άλλους τρεις, που με ενωμένες τις δυνάμεις τους εξαπάτησαν μια φτωχιά ιθαγενή, παίρνοντάς της την αμοιβή της. Αυτός τα διηγήθηκε ευτυχής και υπερήφανος. Έβλεπε μόνο το αστείο στην ιστορία και ο ενθουσιασμός του συνεχίστηκε ακόμα κι όταν εμείς χαμογελάσαμε με ξυνισμένα μούτρα και αμήχανα επιδοκιμάσαμε, κουνώντας το κεφάλι.
Η πόρτα ήταν πάντα ανοιχτή. Τα παιδιά στέκονταν απ' έξω, γεμάτα υπομονή κι αναμονή. Ένιωθαν ότι όσο διηγόταν αυτός, δεν θα τα έδιωχναν. Σκέφθηκα πως δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Αυτός, που άρχισε με τόση περιφρόνηση για κείνα, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, έγινε ο ίδιος αντικείμενο περιφρόνησης. Είτε τα συκοφαντούσε, είτε, πάλι, έλεγε την αλήθεια γι' αυτά – κι ό,τι κι αν έκαναν τα παιδιά – στεκόταν τώρα χαμηλότερά τους. Και ευχόμουν να υπήρχε κάποιο είδος τιμωρίας, όπου αυτός να εξαρτιόταν από τη δική τους συνηγορία.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ο Ελίας Κανέττι επισκέφθηκε το Μαρόκο το 1954. Οι “Σημειώσεις” του για το ταξίδι πρωτοεμφανίζονται το 1967 στο Λονδίνο και -οριστικά- το 1976 στη Γερμανία. Δεκατρία χρόνια ως την πρώτη μορφή, είκοσι δύο ως την οριστική – ίσως πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα τη λέξη “ύστερα”, στον υπότιτλο του βιβλίου: “Σημειώσεις ύστερα από ένα ταξίδι”. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει, ούτε μας δίνει “ταξιδιωτικές εντυπώσεις”. Το βιβλίο του είναι μια κάθοδος στον Άδη, ένα μεταφυσικό ημερολόγιο, που, όπως ήταν φυσικό, έκανε πολλά χρόνια να ωριμάσει μέσα του.
ELIAS CANETTI
ΟΙ ΦΩΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΡΑΚΕΣ
Σημειώσεις ύστερα από ένα ταξίδι
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LIBRO