Ο Μπάνι γυρίζει το κλειδί στη μίζα και το κίτρινο Φίατ Πούντο ζωντανεύει βγάζοντας μια σειρά αρρωστημένους ήχους. Μια ανεπαίσθητη ενοχή, αν μπορούσες να την πεις έτσι, ένα βασανιστικό σάστμα επειδή είναι ήδη 12:15 κι ακόμα δεν είχε πάει στο σπίτι, έρπει στις παρυφές του μυαλού του. Έχει μια αμυδρή, ανησυχητική ανάμνηση ότι η Λίμπι ήτνα ιδιαίτερα αναστατωμένη το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί για ποιο λόγο, κι άλλωστε η μέρα είναι όμορφη και ο Μπάνι αγαπάει τη γυναίκα του.
Ως επιβεβαίωση της ακατάσχετης αισιοδοξίας του Μπάνι, οι ένδοξες πρώτες μέρες της σχέσης τους εξακολουθούν να επηρεάζουν το παρόν, με αποτέλεσμα να μην έχει σημασία πόσα σκατά συνοδεύουν τον έγγαμο βίο, καθώς όποτε ο Μπάνι σκέφτεται τη γυναίκα του ο κώλος της είναι πάντα πιο σφιχτός, τα βυζιά της θυμίζουν τορπίλες, ενώ διαθέτει ακόμα αυτό το κοριτσίστικο γελάκι κι εκείνα τα χαρούμενα μάτια στο χρώμα της λεβάντας. Μια φούσκα χαράς σκάει στο στομάχι του, καθώς φεύγει από το πάρκιν και βγαίνει στη μεγαλειώδη λιακάδα δίπλα στη θάλασσα. Η μέρα είναι όμορφη και, ναι, αγαπάει τη γυναίκα του.
Ο Μπάνι ελίσσεται με το Πούντο στην κίνηση του Σαββατοκύριακου και καταλήγει στην παραλιακή και, λιποθυμώντας σχεδόν από χαρά, τη βλέπει – την παραληρηματική παρωδία του καλοκαιριού που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του.
Παρέες σχολιαρόπαιδων με τα πόδια-ψαλίδια και τρυπημένους αφαλούς, κορίτσια τίγκα στη φίρμα που κάνουν τζόγκιν, ευτυχισμένους κωλαράδες φιλόζωους με τα σκυλιά τους, ζευγάρια που συνουσιάζονται στ' αλήθεια στο καλοκαιρινό γρασίδι, μουνιά που λιάζονται στην παραλία κάτω από σωρείτες με ερωτικά σχήματα, ένα σωρό γαμάτες κοπέλες έτοιμες για όλα – μικρές, μεγάλες, μαύρες, λευκές, νεαρές, γριές, του τύπου “δώσε μου ένα λεπτό και θα βρω που έχεις την ελίτσα σου”, λαχταριστές ανύπαντρες μητέρες, στητά χαρωπά βυζιά από γκομενίτσες με αποτριχωμένους μηρούς, γυναίκες που μόλις επέστρεψαν απ' την παραλία με την πλάτη σημαδεμένη από τα βότσαλα -και γαμώ τις καταστάσεις, ρε φίλε, σκέφτεται ο Μπάνι-, ξανθιές, μελαχρινές και πρασινομάτες κοκκινομάλλες που δεν μπορείς παρά να τις ερωτευτείς, και ο Μπάνι κόβει ταχύτητα, ενώ το Πούντο σέρνεται, και κατεβάζει το τζάμι.
Ο Μπάνι χαιρετά μαι τύπισσα νερωτική με τη γυμναστική που έχει iPod και ειδική φόρμα απορρόφησης κραδασμών, και μάλλον τον χαιρετά κι εκείνη. Ένα μαύρο γκομενάκι που αναπηδά στο γρασίδι πάνω σε μια κίτρινη φουσκωτή μπάλα (ρισπέκτ). Μια ημίγυμνη μαθήτρια με γαμησιάτικη μελανιά σε μέγεθος μπισκότου στη βάση της πλάτης, που, ως εκ θαύματος, αποδεικνύεται ότι πρόκειται για τατουάζ σε σχήμα κορδέλας ή φιόγκου - “σε συσκευασία δώρου”, φωνάζει ο Μπάνι. “Απίστευτο!” - κι έπειτα αλυχτά σαν λύκος βλέποντας μια ολόγυμνη τύπισσα που το έχει εντελώς ξυρισμένο, αλλά κατόπιν προσεχτικότερης παρατήρησης συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα φορά στρινγκ στο χρώμα του δέρματος που εφαρμόζει ανατομικά όσο ένα περίβλημα λουκάνικου. Χαιρετά ένα τρίο Αμαζόνων θεών με βαρβάτα μπούτια και μποτάκια που παίζουν βόλεϊ χρησιμοποιώντας μια παραφουσκωμένη μπάλα (τον χαιρετάνε κι εκείνες, σαν σε αργή κίνηση). Ο Μπάνι κορνάρει όταν βλέπει ένα ζευγάρι αναπάντεχα καυτές πιτσιρίκες λεσβίες, που του απαντάνε με κωλοδάχτυλα και εκείνος γελά και τις φαντάζεται να το κάνουν ζωσμένες με ψεύτικους πούτσους. Κι έπειτα βλέπει ένα στραβοκάννικο κορίτσι με κοτσίδες να γλείφει ένα κοκκινομπλέ ριγέ γλυφιτζούρι. Μια κοπέλα ντυμένη με κάτι απροσδιόριστο που την κάνει να μοιάζει λες κι έχει χωθεί στο δέρμα μιας ιριδίζουσας πέστροφας. Έπειτα μια νταντά ή κάτι τέτοιο που σκύβει πάνω από ένα καρότσι και φαίνεται το έντονα λευκό σημάδι απ' το βρακάκι της, κι ο Μπάνι ξεφυσά μέσα απ' τα δόντια του και βαράει την κόρνα. Έπειτα προσέχει μια θλιμμένη, βαρυκόκαλη υπάλληλο γραφείου που έχει απομακρυνθεί απ' την παρέα των κοριτσιών και περπατά κάνοντας οχτάρια στο γρασίδι, μεθυσμένη, μόνη και χαμένη, μ' ένα μπλουζάκι που γράφει “ΤΣΙΡΙΖΩ ΣΑΝ ΓΟΥΡΟΥΝΙ”, κουβαλώντας ένα μεγάλο, φουσκωτό πέος. Ο Μπάνι τσεκάρει το ρολόι του, το σκέφτεται, αλλά συνεχίζει τον δρόμο του. Βλέπει μια περίεργη γκόμενα με βέλο και μπικίνι που κάθεται σε μαξιλαράκι βικτοριανού τύπου κι έπειτα χαιρετά ένα νόστιμο πρεζόνι που μοιάζει πολύ με την Αβρίλ Λαβίν (ίδιο μαύρο αϊλάινερ), καθισμένο σε μια στοίβα τεύχη του Μπιγκ Ίσιου* στην είσοδο του ετοιμόρροπου κτιρίου Έμπασι. Σηκώνεται κι αρχίζει να τον πλησιάζει σέρνοντας τα πόδια της, σκελετωμένη, με τεράστια δόντια και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια που θυμίζουν πάντα, κι έπειτα ο Μπάνι συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πρεζόνι αλλά διάσημο μοντέλο στο απόγειο της δόξας του που του διαφεύγει τ' όνομά του, κι αυτό κάνει τον πούτσο του ν' αναπηδήσει στο εσώρουχό του, αλλά έπειτα, κοιτώντας προσεχτικότερα, συνειδητοποιεί ότι τελικά είναι πρεζόνι και έτσι συνεχίζει τον δρόμο του, αν και όλοι όσοι ασχολούνται με αυτά τα πράγματα γνωρίζουν, καλύτερα απ' οτιδήποτε άλλο, ότι τα πρεζόνια κάνουν τις καλύτερες πίπες (οι πουτάνες που παίρνουν κρακ, τις χειρότερες). Ο Μπάνι ανοίγει το ραδιόφωνο, ακούγεται η επιτυχία της Κάιλι Μινόγκ “Spinning Around” και δεν πιστεύει στην τύχη του και νιώθει ένα σχεδόν απεριόριστο κύμα ηδονής όταν ξεκινά ο πνιχτός, περιπαικτικός ήχος των πλήκτρων και η Κάιλι ξεφωνίζει την οργιαστική ωδή της στον σοδομισμό, κι εκείνος σκέφτεται το χρυσό, καυτό σορτσάκι της Κάιλι, εκείνες τις υπέροχες επιχρυσωμένες σφαίρες, που του θυμίζουν πως καβαλούσε τα μεγάλα, ασπρισμένα κωλομέρια της Ρίβερ της σερβιτόρας, με το στομάχι του γεμάτο λουκάνικα και αβγά, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, κι αρχίζει να τραγουδά τους στίχους, “Στριφογυρίζω, φύγε απ' τη μέση, ξέρω ότι με νιώθεις αφού έτσι σ' αρέσει”, και το τραγούδι μοιάζει ν' ακούγεται από τα παράθυρα όλων των αυτοκινήτων σ' όλο τον κόσμο και το μπιτάκι βαράει με γαμώ τις εντάσεις. Κατόπιν βλέπει μια παρέα κοντόχοντρων γυναικών, απ' αυτές που χασομεράνε στα εμπορικά κέντρα, με τα αυτάρεσκα παχάκια και το ξεραμένο κραγιόν τους, μια πιθανότατα καυτή μουσουλμάνα καλυμμένη τελείως με μπούργκα (ω ρε φίλε, σκέτη αμαρτία από την Αραβία) κι έπειτα μια αφίσα που διαφημίζει τα γαμημένα τα Ουόντερμπρα ή κάτι τέτοιο κι εκείνος λέει “γες!” και στρίβει απότομα κορνάροντας, αλλάζοντας κατεύθυνση, κατεβαίνοντας την Τέταρτη Λεωφόρο, ενώ έχει ήδη αρχίσει να ξεβιδώνει το καπάκι ενός δείγματος κρέμας χεριών. Παρκάρει και τον παίζει, μ' ένα μεγάλο, ευτυχισμένο χαμόγελο στα χείλη, και ξεφορτώνεται μια δόση σπέρμα σε μια κάλτσα γεμάτη ξεραμένα χύσια που φυλάει κάτω από το κάθισμα.
“Ουάου!” λέει ο Μπάνι και ο ντιτζέι στο ράδιο λέει “Η Κάιλι Μινόγκ -μην μου πείτε ότι δεν λατρεύετε το σορτσάκι της!” και ο Μπάνι λέει “Ω, ναι!” και στρίβει ξανά το Πούντο προς την κίνηση και διανύει τα δέκα λεπτά δρόμο ως το διαμέρισμά του στο Γκρέισον Κορτ του Πόρτσντεϊλ, συνεχίζοντας να χαμογελά και να γελά και ν' αναρωτιέται αν η γυναίκα του η Λίμπι θα γούσταρε να το κάνουν όταν θα έφτανε στο σπίτι.
________
*Big Issue: Εβδομαδιαίο περιοδικό που γράφεται και πωλείται από άστεγους. Ξεκίνησε από τη Βρετανία (όπου αρκετές πόλεις διαθέτουν τοπική έκδοση), αλλά πλέον υπάρχει και σε άλλες χώρες. Μέρος των χρημάτων κρατούν οι πωλητές και το υπόλοιπο πηγαίνει στο ίδρυμα "The Big Issue", που προσφέρει υπηρεσίες στους άστεγους.
NICK CAVE
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΑΝΙ ΜΟΝΡΌ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΠΟΣ
3 σχόλια:
γνωρίζεις μήπως, αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο και στηνΕλλάδα;
καλή χρονιά, έτσι για να έχουμε να λέμε...
Αν εννοείς το Big Issue, απ' ότι ξέρω όχι.
Καλή Χρονιά και από μένα!
Tρομερός ο Nick Cave,το διάβασα και μου άρεσε αρκετά.
Μόνο διόρθωσε το κείμενο,γιατί έχει αρκετά λάθη ;)
Δημήτρης Ψυχογιός
Δημοσίευση σχολίου