Κανείς δεν θυμόταν πότε ήρθε στη δουλειά. Κανείς δεν την σκεφτόταν τ' απογεύματα στο σπίτι του. Τι έκανε, πώς ζούσε, η καρδιά της το 'ξερε. Πάντως στη δουλειά της τεχνολόγος χημικός σ' ένα εργοστάσιο βαφής υφασμάτων ήταν επιμελέστατη. Πρώτη έφθανε, τελευταία έφευγε. Πάντα φροντισμένη και τυπική. Κανονική μύτη, κανονικό στόμα, κανονικό μέτωπο, κανονικό πιγούνι, όλα εναρμονισμένα μεταξύ τους. Όμως οι στρογγυλούτσικες απολήξεις κι ένα μονίμως λιπαρό δέρμα, αφαιρούσαν τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της συμμετρίας. Στη δε κίνησή της υπήρχε κάποια νωχέλεια που μερικές φορές φάνταζε σαν ερωτικό λίκνισμα. Δεν ξέρουμε αυτό πώς έφθανε που μάλλον δεν έφθανε στους συναδέλφους της. Αυτήν την ενδιέφερε πάρα πολύ πώς την έβλεπε ο προϊστάμενός της· ο άνθρωπος που σχεδίαζε στα υφάσματα, που επέλεγε τους χρωματισμούς. Ήταν όμορφη και επιτήδεια η δουλειά του· «απ' το στόμα του φιδιού», είχε πει ένας παλιός εργάτης. Προικισμένος κιόλας με ευχάριστο πρόσωπο, ουσιαστικά ήταν πρώτος στην άτυπη ιεραρχία του εργοστασίου. Από τον ιδιοκτήτη μέχρι τις καθαρίστριες, όλοι ήθελαν να τον ακούν να μιλάει, να τους ακούει να μιλούν. Του άρεσε αυτό και σαν τη μέλισσα ζουζούνιζε από 'δώ κι από 'κεί. Δυστυχώς όμως η βοηθός του, αχνά και εξ ανάγκης υπήρχε στο πεδίο του. Ενιωσε πως δεν μπορούσε να περιμένει ούτε συμπάθεια ούτε φιλία, πόσο μάλλον ερωτικά συναισθήματα απ' αυτόν τον σκληρό, επιλεκτικό άνθρωπο. Κατρακύλησε στο τελευταίο σκαλί των επιδιώξεών της. Να την γαμήσει, μόνο να την γαμήσει έστω μία φορά, χωρίς καμία απολύτως δέσμευση. Καμιά φορά που τον ένιωθε σε κανέναν διάδρομο κινούσε με κόσμια χυδαιότητα τη μέση της, τους γοφούς της. Αυτός όμως την προσπερνούσε βιαστικά, με αφηρημένο λοξό κοίταγμα. Χτυπούσε γρήγορα η καρδιά της, μούδιαζε και τον έβριζε με λύσσα μέσα της μόλις που χτυπούσαν τα δόντια της τις λέξεις. «Γαμημένε πούστη, προσπέρασες τον κώλο μου. Θα τον νιώσεις τον καβαλάρη». Όταν μάλιστα άρχισαν, κατ' αυτόν, τα προβλήματα στις βαφές, τότε κάπου - κάπου την κοιτούσε βλοσυρός, αγριεμένος. Έλεγε ότι κάτι συμβαίνει με τον γενικό τόνο στα χρώματα. Κουρτίνες, παπλώματα, στρώματα, όπως, μα όπως να τα έβαφαν, μ' έναν μυστήριο τρόπο απέπνεαν χρώματα της γης. Καφέ, κίτρινο, μουντά κόκκινα, λερά πράσινα. Ακόμα και τα παιδικά σεντόνια που προσπαθούσαν να τα κάνουν ολόφωτα, φαίνονταν σαν ξεθωριασμένα. «Μα πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόταν. «Να το το μπλε, να το το πορτοκαλί, να το το άσπρο». Καθαρά διαγραμμένα, φωτεινά. Ολόκληρο όμως το κομμάτι ανέδυε αυτήν την ακαθόριστη χωματίλα. Οι άνθρωποι στο εργοστάσιο προσπάθησαν να τον πείσουν ότι τίποτα δεν συνέβαινε. Η δουλειά του ήταν εξαιρετική, οι πελάτες ευχαριστημένοι. Εις μάτην. Σχεδίαζε πια ελάχιστα και με δυσκολία, έψαχνε στο στοκ των υφασμάτων τεκμήρια για την αχρηστία του. Όταν έφθασε να βγαίνει έξω στους δρόμους και να φέρνει περαστικούς για να δουν τα χρώματα, άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, να τον κοιτάζουν κρυφά. Βάρυνε το περιβάλλον, τον απέφευγαν, γενικώς υπήρχε μια δυσάρεστη αναμονή. Τότε, σε μια ύστατη προσπάθεια απεγκλωβισμού, αποφάσισε να συνεργαστεί πιο στενά μαζί της. Έφθασε να την προσφωνεί με το μικρό της όνομα. Ήταν βέβαια ολοφάνερα άσχετο, δεν μπορεί να τον παρεξήγησε, αλλά αυτή η, έστω, επαγγελματική προσοχή, την έκανε χαρούμενη. Πάντως από τότε που ατόνησε το δημιουργικό του σφρίγος σαν να έλαμπε λίγο αυτή, σαν να τονώθηκε το σώμα της. Έκαναν με ευλάβεια και προσήλωση τις μίξεις των χρωμάτων. Διάβαζαν δυνατά από τους πίνακες αναλογιών, μέτραγαν με ακρίβεια χιλιοστού τις δοσολογίες. Με χτυποκάρδι άπλωσαν τις κουρτίνες. Του 'ρθε να βάλει τις φωνές. Ένα χρώμα εμετού διαπερνούσε όλο το ύφασμα. Όλος του ο θυμός στράφηκε σε κείνη. Την έκανε σκουπίδι. «Τι σκατά γίνεται εδώ. Δεν προσέχεις! Άλλα σου λέω, άλλα κάνεις. Άι στον διάολο πια». Έβαλε τα κλάματα. Έκλαιγε αναρροφητικά, συριχτά, λίγο σαν μικρό παιδί, αλλά με βαθιά πικρία και παράπονο. Πήγε κοντά της και έβαλε τις παλάμες του στους ώμους της. Αυτή η επαφή τον κατατρόμαξε. Απόλυτη απώθηση, μα και απόλυτη έλξη. Πιέστηκε να μη φωνάξει, αλλά συγχρόνως ένιωσε το όργανό του να θέλει με τρομερή ορμή που επέτεινε η παντελής έλλειψη αγάπης και κακότητα, να την τρυπήσει στα μπούτια της, στην κοιλιά της, να μπει στο αίμα της. Τις επόμενες ημέρες του κόλλησε στο μυαλό. Λησμόνησε τα χρώματα, τα λησμόνησε όλα. Ανακουφίστηκε λίγο, ανακουφίστηκαν και οι υπεύθυνοι. Έδειχνε να το ξεπέρασε. Ένα βράδυ τον πήγε στο σπίτι της. Ήταν δύσθυμος, ένα κουβάρι αντικρουόμενων συναισθημάτων. Το σπίτι της ήταν ήσυχο και τακτοποιημένο. Έβλεπες παντού τη φροντίδα για ερωτική σαγήνη. Στον καναπέ που του υπέδειξε δεν κάθισε, αλλά βυθίστηκε. Ένιωθε τα μέλη του βαριά, γλυκά, να θέλουν να καταπέσουν σε πλήρη απραξία. Αυτή ήταν χαρούμενη, είχε έξαψη. Μίλαγε, μίλαγε κι όλο και πήγαινε στην κουζίνα, στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως είχε καλύμματα στον καναπέ, στις πολυθρόνες. Απ' τα χρόνια του Γυμνασίου είχε να δει καλύμματα. Ξαφνικά ανακάθισε ανήσυχος. Τα καλύμματα είχαν όλα κίτρινες αποχρώσεις. Κοίταξε τριγύρω. Κουρτίνες, τραπεζομάντιλα το ίδιο. Κίτρινα, καφέ, καφεκίτρινα. Θυμήθηκε ότι αμέσως μόλις μπήκαν, καθυστέρησε λίγο πίσω του και άκουσε έναν ήχο, σαν να κλειδώνουν την πόρτα. Κράτησε την ανάσα του, το σώμα του έγινε μια παγωμένη, άκαμπτη κεραία. Άκουγε τώρα απ' την τουαλέτα, καθαρά, συριγμούς, πολλή ώρα. Έκανε να σηκωθεί, μολύβι το σώμα του, αλλά την είδε να 'ρχεται. Χαμογελαστή, ανέμελα σοβαρή. Κάθισε δίπλα του και ακούμπησε το χέρι της στον μηρό του. Ανατρίχιασε. «Τι έχεις;», του λέει. Την αντίκρυσε. Χαμογελούσε αινιγματικά, αόριστα. Μικρά, αδύναμα, ασπροκίτρινα δοντάκια. Τα μάτια της, που τον κοιτούσαν μ' ενδιαφέρον, είχαν στενέψει κι έγλειφε συνεχώς τα χείλη της. Είχε παχιά, μα πολύ γοργή γλώσσα. Ανασαίνοντας γρήγορα, έγειρε πάνω του. Πήρε το χέρι του και το πέρασε μέσα απ' το πουκάμισό της, στη σάρκα της. Φολιδωτή, παγωμένη. Του 'ρθε να ουρλιάξει, αλλά δεν βγήκε ήχος. Αυτή αναδεύθηκε ολόκορμα. «Τι έχεις;», του ξανάπε. «Ησύχασε». Και έσκυψε αργά, εξεταστικά, προς το πρόσωπό του. Το πιγούνι της έγινε υποτυπώδες, δυο μικρότατα ρουθουνάκια τρέμιζαν, καμπύλωσε το πρόσωπό της. Κατευθύνθηκε προς το στόμα του και τίναζε συνεχώς τη γλώσσα της. Οι φωνές της ξεσήκωσαν την πολυκατοικία. Ήρθαν γείτονες, τηλεφώνησαν στις πρώτες βοήθειες, στην Αστυνομία. Καρδιακή προσβολή. Οι άνθρωποι που τον πήραν, τσακίστηκαν να βγουν γρήγορα από εκείνο το διαμέρισμα. Ο γιατρός που του έκανε τη νεκροτομή έσκυψε μ' ενδιαφέρον. Πρώτη του φορά έβλεπε κακοποιημένη, σχεδόν σπασμένη καρδιά. |
.
Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011
Τα χρώματα της Γής - Σωτήρης Δημητρίου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου