Θεωρήσαμε απαραίτητο να αφιερώσουμε μιαν ειδική μελέτη για ένα περίεργο κείμενο το οποίο από τη στιγμή που έκανε την εμφάνισή του μέχρι και σήμερα δεν έπαψε να προκαλεί φιλονικείες. Λέγεται «Αποκάλυψη» με την ελληνική κυριολεξία της λέξης.
Η Σύνοδος του Τριδέντου (1545) το τοποθέτησε οριστικα ανάμεσα στα κανονικά κείμενα και η απόφαση αυτή παραμένει βασικά αναντίρρητη για τον καθολικό κόσμο. Μόνο διάφορες αυτοκέφαλες ανατολικές Εκκλησίες, ανεξάρτητες από τη Ρώμη, εξακολουθούν να το αρνούνται. Βασίζονται σε αρχαιότερα λαμπρά παραδείγματα.
Ο Μέγας Ωριγένης το αγνοεί (254). Ο Ευσέβιος της Καισάρειας (340) δεν τολμάει να πάρει θέση ανοιχτά αλλά αναφέρει λεπτομερέστατα όλες τις παρατηρήσεις του Άγιου Διουνύσιου της Αλεξάνδρειας (261) και αποδίδει όλα του τα επιχειρήματα εναντίον του αποστολικού χαρακτήρα της «Αποκάλυψης». Διαβάζοντας τα κείμενά του, νιώθει κανείς ολοφάνερα, ότι ο Ευσέβιος παραδέχεται βουβά όλες τις κατηγορίες του Διονύσιου εναντίον του μυστηριώδους αυτού κειμένου.
Αργότερα, η Σύνοδος της Λαοδικείας, αρνείται να το συμπεριλάβει στον επίσημο κανόνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας το θεώρησαν παρείσακτο, άσχετο με το Ευαγγελικό Μήνυμα και το καταπολέμησαν ή το αγνόησαν. Αναφέρουμε: Άγιος Βασίλειος (379), Άγιος Κύριλλος της Ιερουσαλήμ (386), Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (390), Γρηγόριος ο Νύσσης (400), Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (407), Θεοδώρητος. Όλοι αυτοί το αγνοούν τελείως και δεν το υπολογίζουν ανάμεσα στα κείμενα που χρησιμοποιούν. Ο Άγιος Ιερώνυμος (420) τηρεί μιαν ανάλογη στάση με τον Ευσέβιο της Καισάρειας.
Η επίσημη παράδοση θέλει να παρουσιάζει την «Αποκάλυψη» ως τη διήγηση ενός οράματος που είδε «εν εκστάσει» ο Απόστολος Ιωάννης όταν βρισκόταν εξόριστος στην Πάτμο. Η μετάβαση του Ιωάννη στην Πάτμο έγινε το 94 μχ, τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του Νέρβα. Ας σημειώσουμε αυτή τη λέπτομέρεια γιατί έχει σημασία.
Θα μπορούσε κανείς να εκφράσει την απορία πως μπόρεσε το «Μέντιουμ» να συγκρατήσει στη μνήμη του και να καταγράψει όταν επέστρεψε στην φυσιολογική του κατάσταση, μιαν ενόραση τόσο μεγάλης διάρκειας.
Θα μπορούσε επίσης να ρωτήσει πως μπορεί ένα κείμενο να παρουσιάζεται, το 94 μχ, ως προφητικό ενώ περιγράφει, και με πολύ ακριβολογικό τρόπο α) την πυρπόληση της Ρώμης (κεφ. 18), που έγινε το 64 μχ, δηλαδή τριάντα χρόνια ενωρίτερα και β) την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (κεφ. 11), η οποία έγινε το 70 μχ, δηλαδή εικοσιτέσσερα χρόνια νωρίτερα!
Επίσης η επίσημη παράδοση μας λέει ότι ο Απόστολος Ιωάννης έγραψε τη «Αποκάλυψη» στα ελληνικά, πράγμα που επισημαίνει και ο Άγιος Διονύσιος της Αλεξάνδρειας, αλλά προσθέτει: «...βλέπω ότι ούτε η διάλεκτος του ούτε η γλώσσα του είναι τα ελληνικά. Χρησιμοποιεί βάρβαρους ιδιωματισμούς και πολλές φορές εκτρέπεται σε σολοικισμούς!...» (Ευσέβιος της Καισάρειας: Εκκλησιαστική Ιστορία VII, 25, 26).
Πράγματι πρόκειται αναμφίβολα για ένα αραμαϊκό πρωτότυπο μεταφρασμένο στα εβραϊκά και στη συνέχεια στα ελληνικά. Όταν εμφανίστηκε η ελληνική έκδοση στα τέλη του 1ου αιώνα οι άλλες δύο εξαφανίστηκαν.
Αυτό λοιπόν που συμφωνήσαμε να ονομάζουμε «Αποκάλυψη» είναι στην πραγματικότητα μια συρραφή διαφόρων κειμένων γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται ορισμένοι ερευνητές. Άλλοι από αυτούς λένε ότι πρόκειται για δυο και άλλοι για τρία διαφορετικά έργα, εβραϊκής μάλλον καταγωγής, τα οποία ένας χριστιανός συντάκτης μιας αρκετά προχωρημένης εποχής τα συναρμολόγησε με αδέξιο τρόπο.
Ο R.P. Boimard, OP., καθηγητής της Βιβλικής Σχολής της Ιερουσαλήμ, στο έργο του «Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ» αποδεικνύει ότι το καθαρά προφητικό μέρος της «Αποκάλυψης» (κεφ. 4ο έως κεφ. 22ο) είναι συρραφή από δυο διαφορετικές «Αποκαλύψεις» ανεξάρτητες αρχικά η μια από την άλλη.
Οι «Επιστολές προς τις Επτά Εκκλησίες» (2ο και 3ο κεφάλαιο) πρέπει και αυτές αρχικά να ήταν χωριστές. Κι αυτό επειδή δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι ο συντάκτης τους τις έγραψε όλες μαζί και τις έστειλε με ομαδικά αντίγραφα στους παραλήπτες τους, όσο και αν είναι κοινός ο γενικός χαρακτήρας του θέματος που αναπτύσσεται σ’ αυτές.
Επιπλέον η «Αποκάλυψη» βάζει σε σκέψεις έναν λιγάκι παρατηρητικό και καχύποπτο αναγνώστη. Και ιδού γιατί. Έχει εμπρός του ένα κείμενο που υποτίθεται ότι γράφτηκε στην Πάτμο το 94 μχ από τον Απόστολο Ιωάννη, και όμως το κείμενο αυτό αγνοεί ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του χριστιανικού κινήματος! Δηλαδή:
- Την ύπαρξη των δώδεκα αποστόλων που καθορίστηκαν και αγιοποιήθηκαν από τον Ιησού, ως καθοδηγητές της Εκκλησίας.
- Την ύπαρξη του Πέτρου ως κεφαλή της Εκκλησίας.
- Την ύπαρξη του Παύλου, την αποστολή του, τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε και τον θάνατο του στη Ρώμη το 67 μχ.
- Την ύπαρξη των τεσσάρων Ευαγγελίων, για να μην αναφέρουμε και τα πολυάριθμα Απόκρυφα που κυκλοφορούσαν ήδη από την εποχή αυτή.
- Την ύπαρξη των Επιστολών του Παύλου, που διαβάζονταν ωστόσο σε όλες τις Εκκλησίες στις οποίες απευθύνονταν.
- Την ύπαρξη των εβδομήκοντα δύο Αποστόλων που χειροτονήθηκαν από τους αρχικούς δώδεκα και την αποστολή που ανέλαβαν.
Εάν όλα αυτά τα γεγονότα αγνοούνται από την «Αποκάλυψη», αυτό σημαίνει απλούστατα ότι το κείμενο της συντάχθηκε παλαιότερα. Βέβαια γίνεται λόγος για την «πόλιν όπου εσταυρώθη ο Κύριος» (11.8) αλλά πολλοί μεσσιανικοί ηγέτες σταυρώθηκαν στην Ιερουσαλήμ, όπως για παράδειγμα ο Εζεκίας ο οποίος ήταν και αυτός «Υιός Δαυίδ» και κατά συνέπεια «Κύριος» του Ισραήλ. Ακόμη στο εδάφιο 14.6 γίνεται λόγος για κάποιο «αιώνιο Ευαγγέλιο». Αλλά ας δούμε τι λέει ακριβώς το κείμενο:
«Και είδον άλλον άγγελον πετώμενον εν μεσουρανήματι έχοντα ευαγγέλιον αιώνιον, ευαγγελίσαι επί τους καθημένους επί της γης...»
Ο όρος που χρησιμοποιεί η πρωτότυπη ελληνική έκδοση είναι κατά λέξη ευαγγέλιον αιώνιον, που στα ελληνικά της εποχής δεν σημαίνει «Ευαγγέλιο» με την σημερινή έννοια της λέξης, αλλά ευ – αγγελία, καλό μήνυμα, χαρμόσυνο νέο, επιστολή που το περιεχόμενό της προξενεί χαρά.
Υπάρχει επιπλέον μια απόδειξη που ενισχύει την άποψη ότι το πρωτότυπο κείμενο γράφτηκε στα αραμαϊκά και όχι στα ελληνικά. Η γλώσσα αυτή ήταν η λαϊκή διάλεκτος των Εβραίων ήδη από τον 4ο πχ αιώνα, ενώ τα κλασσικά εβραϊκά χρησιμοποιούνταν από τότε μόνο για τις προσευχές και τις λειτουργίες. Εάν λοιπόν η «Αποκάλυψη» (τουλάχιστον το πρωτότυπο κείμενο χωρίς τις μεταγενέστερες προσθήκες) απευθυνόταν – σαν ένα είδος «λαϊκής προκήρυξης» - προς το εβραϊκό έθνος που στέναζε κάτω από τον ρωμαϊκό ζυγό, είναι ευνόητο ότι γράφτηκε στη γλώσσα την οποία καταλάβαινε ο λαός.
Βέβαια, θα παρουσιάσουμε με αναλυτικότερο τρόπο αυτή την υπόθεση. Ας περάσουμε όμως πρώτα στην απόδειξη της ύπαρξης αραμαϊκού πρωτοτύπου.
Στο εδάφιο 9.11 γράφει τα εξής:
«Και έχουσιν εφ’ εαυτών βασιλέα τον άγγελον της αβύσσου, όνομα αυτώ εβραϊστί Αβαδδών και εν ελληνική όνομα έχει Απολλύων...»
Ο Άγιος Ιερώνυμος που μετέφρασε την Αγία γραφή στα λατινικά (Vulgata) πρόσθεσε χωρίς δισταγμό στο τέλος της παραπάνω φράσης: «...et latine habet nomen Exterminans». Δηλαδή: «...και στα λατινικά το όνομά του είναι Εξολοθρευτής».
Με την ίδια λογική ο Π. Π. Μπουαμάρ στη γαλλική παρουσίαση της Γραφής, προσθέτει σ’ αυτό το σημείο μια παραπομπή και μας λέει: «στα γαλλικά: Καταστροφή, Ερήμωση». Εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα. Διαδοχικά, ο κάθε μεταφραστής της «Αποκάλυψης» θεώρησε υποχρέωσή του να καθορίσει στην γλώσσα του τη σημασία του ονόματος του Άρχοντα της Αβύσσου και την πρόσθεσε στην προηγούμενη μετάφραση.
Ποιο ήταν το αραμαϊκό όνομα το οποίο ο πρώτος Εβραίος μεταφραστής την απέδωσε στην γλώσσα του: Μήπως Abaddon; Ίσως. Η ρίζα abdouth (Aleph, Beith, Dalet, Vav, Tav) (1) από την οποία προέρχεται και την συναντάμε στο Sepher Raziel (2) (Folio 5α) με την σημασία της «απώλειας» και είναι συνάμα και το όνομα του άγγελου του ανατολικού ανέμου στην τρίτη tequoufah.
Εάν λοιπόν αυτό το κείμενο ήταν απλώς μια προκήρυξη γραμμένη στη λαϊκή γλώσσα του καιρού της, με σκοπό να ενισχύσει την εβραϊκή αντίσταση εναντίον του Ρωμαίου κατακτητή, τότε ποιος ήταν ο συντάκτης της; Και σε ποιά εποχή γράφτηκε το πρωτότυπο μέρος της, εάν αφαιρέσουμε τις προσθήκες;
Για τη δεύτερη ερώτηση δίνουμε ήδη την απάντηση, ότι η «Αποκάλυψη» συντάχτηκε πριν από το 64μχ, εφόσον αυτή είναι η χρονιά της πυρπόλησης της Ρώμης και δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε την εκ των υστέρων περιγραφή της ως προφητεία. Και θα την τοποθετήσουμε ακόμη νωρίτερα, πριν από την εποχή όπου ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ξεκίνησε το κήρυγμα της άφιξης του Χριστού στο ποτάμιο πέρασμα της Βεηθαβάρα του Ιορδάνη, κατά τον 15ο χρόνο της βασιλείας του Τιβέριου, δηλαδή το 28 μχ. Και ιδού η απόδειξη του συλλογισμού μας, μαζί με την υπογραφή του συντάκτη της προκήρυξης:
«Αποκάλυψις Ιησού Χριστού(4), ην έδωκεν αυτώ ο Θεός(5), δείξαι τοις δούλοις αυτού α δει γενέσθαι εν τάχει, και εσήμανεν αποστείλας δια του αγγέλου αυτού τω δούλω αυτού Ιωάννη ος εμαρτύρησε τον λόγον του Θεού και την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού, όσα είδε. Μακάριος ο αναγιγνώσκων και οι ακούοντες τους λόγους της προφητείας και τηρούντες τα εν αυτή γεγραμμένα. Ο γαρ καιρός εγγύς». (Αποκάλυψη πρόλογος, 1.1 – 3)
«Εγώ Ιησούς έπεμψα τον άγγελον μου μαρτυρήσαι υμίν ταύτα επί ταις εκκλησίας. Εγώ ειμί η ρίζα και το γένος Δαυίδ, ο αστήρ ο λαμπρός ο πρωινός... και ο δίψων έρχέστω, και ο θέλων λαβέτω ύδωρ ζωής δωρεάν... Λέγει ο μαρτυρών ταύτα, ναι έρχομαι ταχύ...» (Αποκάλυψη, επίλογος 22.16 – 20).
Εάν δεχτούμε ότι η «Αποκάλυψη» γράφτηκε από τον Απόστολο Ιωάννη στην Πάτμο το 94 μχ, τότε δεχόμαστε ταυτόχρονα και την πλάνη του οράματος του, διότι ο Ιησούς δεν ήρθε «ταχύ», δεν ήρθε καθόλου!
Όσο για την αναγγελία της πυρπόλησης της Ρώμης (συμβολικά χαρακτηρισμένης με το όνομα της Βαβυλώνας) και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, και τα δύο, είναι γεγονότα που το 94 μχ έχουν ήδη συμβεί.
Τώρα λοιπόν μπορούμε να φτάσουμε στα συμπεράσματα.
Παραλήπτης της τρομερής αυτής «Αποκάλυψης», του μηνύματος δηλαδή του Ιησού ύστερα από μιαν ενόραση που είδε ο ίδιος, δεν είναι ο Απόστολος Ιωάννης αλλά ο Ιωάννης ο Βαπτιστής! Αυτό το μήνυμα έρχεται από την Αίγυπτο, όπου είχε καταφύγει ο Ιησούς, μετά την αποτυχία της επανάστασης η οποία έγινε κατά την εποχή της Απογραφής. Τα ρωμαϊκά αντίποινα ήσαν τρομερά, ο στρατός των Ζηλωτών σκορπισμένος, αλλά όλα αυτά δεν θα διαρκούσαν ακόμη για πολύ.
Πράγματι ο Ιησούς «έρχεται ταχύ» αλλά με την απόλυτα υλική έννοια της έκφρασης δηλαδή «επιστρέφει σύντομα». Δεν θα αργήσει να παρουσιαστεί το 28 μχ στο πέρασμα Βεηθαβάρα του Ιορδάνη για να αντικαταστήσει τον Βαπτιστή που ολοκληρώνει πλέον το έργο του.
Και ο «άγγελος» που έφερε το μήνυμα μόνον άγγελος δεν είναι. Διότι το ελληνικό κείμενο μας μιλάει για έναν άγγελο, ελληνική λέξη που σημαίνει: απεσταλμένος, αγγελιοφόρος, ταχυδρόμος, έξω από οποιονδήποτε υπερφυσικό χαρακτήρα στα ελληνικά της εποχής. Στην ίδια γλώσσα για να υποδείξουν πνευματικά όντα χρησιμοποιούσαν τις λέξεις: δαίμων, διάβολος, κακοδαίμων. Και ο λόγος είναι απλούστατος. Οι Αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν στη μυθολογία τους το είδος αυτών των πνευμάτων που δεχθήκαμε εκ των υστέρων να τα ονομάσουμε αγγέλους!...
Όσο για τον όρο «εκκλησία», αποδίδεται θαυμάσια με την εβραϊκή λέξη “kahal” η οποία έχει ακριβώς την ίδια έννοια. Και οι δυο αυτές λέξεις σημαίνουν: συγκέντρωση σ’ έναν ορισμένο χώρο των μελών μιας κίνησης, ενός δήμου, μιας οργάνωσης. Και θα δούμε παρακάτω ότι η συγκέντρωση αυτή δεν είναι αδικαιολόγητη.
Έτσι λοιπόν η πρώτη «Αποκάλυψη» (απαλλαγμένη απότις μεταγενέστερες προσθήκες) είναι γραμμένη από τον Ιησού, όπως το λέει άλλωστε και ο ίδιος στον πρόλογο και τον επίλογο.
Την έγραψε γύρω στα 26 με 27 μχ και παραλήπτης της είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Στόχος της είναι να διεγείρει για άλλη μια φορά, με απατηλές ελπίδες, τον νόμιμο πόθο του εβραϊκού λαού για εθνική ανεξαρτησία, που στέναζε κάτω από τον ρωμαϊκό ζυγό. Γι’ αυτό δεν λείπουν οι απειλές: «Ουαί, ουαί, ουαί [τρεις φορές] τους κατοικούντας επί της γης». (Αποκάλυψη 8.13)
«Ουαί τους κατοικούντας την γην και την θάλασσαν...» (Αποκάλυψη 12.12)
Η τύχη των άλλων λαών δεν θα είναι ζηλευτή, όταν θα θριαμβεύσει αυτός ο φανατικός εξτρεμιστής, που είχε απορριφθεί άλλωστε απ’ όλο σχεδόν το Ισραήλ. «Και ο νικών και ο τηρών άχρι τέλους τα έργα μου, δώσω αυτώ εξουσίαν επί των εθνών, και πομανεί αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως τα σκεύη τα κεραμικά συντρίβεται, ως καγώ είληφα παρά του Πατρός μου, και δώσω αυτώ τον αστέρα τον πρωινόν» (Αποκάλυψη 2.26 – 28).
Βάζοντας στην άκρη το περίεργο αυτό δώρο καταλαβαίνει κανείς ότι οι γειτονικοι λαοί δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Ζηλωτών για συμμαχία και κοινό αγώνα εναντίον της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και φθάνει στο συμπέρασμα ότι εάν αντίγραφα της ορμητικής αυτής πρόσκλησης για ιερό πόλεμο (διότι γι’ αυτό πρόκειται) καλομεταφρασμένα από τα αραμαϊκά στα ελληνικά (την τ΄ρεχουσα γλώσσα συναλλαγής ανάμεσα στον Ρωμαίο κατακτητή και τον μορφωμένο ιουδαϊσμο, που είχε εξελληνιστεί ήδη από τον 2ο πχ αιώνα) παραδόθηκαν από τους αντιπάλους του Ιησού στους διάφορους στρατιωτικούς διοικητές όπως ο Πιλάτος, ο Μάρκελος κ.τλ. τότε μόνο η ανάγνωση τους και η κοινοποίηση τους στη γραμματεία του Καίσαρα, αρκούσε για να δικαιολογήσει απόλυτα τα συστηματικά μέτρα καταδίωξης που στράφηκαν εναντίον του οποιουδήποτε οπαδού του αινιγματικου αυτού «Χριστού», όχι μόνο στην Παλαιστίνη αλλά σ’ όλες τις επαρχίες της Αυτοκρατορίας.
Τούτο μας διαβεβαιώνει και ο Σουητόνιος στη «Ζωή των Δώδεκα Καισάρων» με μια φράση του, την οποία πιθανότατα την περιέκοψαν κάπως οι μοναχοί αντιγραφείς: ¨Και επειδή οι Εβραίοι, με την υποκίνηση κάποιου Χριστού, επαναστατούσαν συνεχώς, ο Αυτοκράτωρ τους έδιωξε από την Ρώμη...» (Κλαύδιος, XXV)
Το κείμενο αναφέρεται στα γεγονότα της Ρώμης του 52 μχ. Ο Ιησούς έχει ήδη σταυρωθεί στην Ιερουσαλήμ πριν από δεκαεννέα χρόνια. Όμως οι οπαδοί του τον παραουσιάζουν ως αναστημένο και ο Σουητόνιος, που καταγράφει όσα λένε στις ανακρίσεις, νομίζει ότι ο Χριστός είναι ακόμα ζωντανός και συνεχίζει να συνομωτεί εναντίον της Pax Romana. Έτσι βλέπουμε πως το 52 μχ, η μεσσιανική οργάνωση γίνεται αιτία να πέσουν οι κεραυνοί της Αυτοκρατορίας επάνω στη φιλήσυχη κατά πλειονότητα εβραϊκή παροικία της Ρώμης η οποία ήδη από την εποχή του Τιβέριου μετρούσε επάνω από πενήντα χιλιάδες ψυχές.
Επίσης εξηγείται έτσι η σιωπή, οι επιφυλάξεις και οι αντιδράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας εναντίον του τόσο ενοχοποιητικού αυτού κειμένου. Διότι εάν η ρωμαϊκή αστυνομία και κατά συνέπεια ο αυτοκράτορας, γνώριζαν το περιεχόμενο της «Αποκάλυψης» πριν από την πυρπόληση της Ρώμης το 64 μχ (πράγμα που είναι σχεδόν σίγουρο), τότε είναι αυτονόητο ότι, μετά την πυρκαγιά, θεωρήθηκε έγκλημα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία το γεγονός να είναι κανείς χριστιανός. Και δεν αποκλείεται καθόλου η υπόθεση, ότι οι ρωμαϊκές διώξεις εναντίον του μεσσιανισμού του Ιησού, να ξεκίνησαν από τη στιγμή της δημιουργίας του, διότι ακριβώς οι πρακτικές εφαρμογές του υλοποιούσαν κατά γράμμα αυτή την αληθινή «έκκληση για ιερό πόλεμο» εναντίον των εθνών (τα έθνη: οι πολυθεϊστές) που αποτελούσε η «Αποκάλυψη».
Και ιδού κάτι άλλο ακόμα. Μέσα στην «Επιστολή προς την εκκλησία της Περγάμου» (Αποκάλυψη 2. 12 – 13) υπάρχει ένας αφανέρωτος μάρτυρας, του οποίου κανένας ερευνητής της Γραφής δεν τολμάει να επικαλεσθεί τη μνήμη. Διότι και η απλή του υπόμνηση αρκεί για να προκαλέσει την έκρηξη της Αλήθειας! Ιδού τι λέει το εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα:
«Και τω αγγέλω της εν Περγάμω εκκλησίας γράψον. Τάδε λέγει ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον, την οξείαν. Οίδα τα έργα σου και που κατοικείς. Όπου ο θρόνος του Σατανά. Και κρατείς το όνομά μου και ουκ ηρνήσω την πίστιν μου και εν ταις ημέρες εν αις Αντίπας ο μάρτυς μου ο πιστός, ος απεκτάνθη παρ’ υμίν όπου ο Σατανάς κατοικεί» (Αποκάλυψη 2,12 – 13).
Θα παρατηρήσουμε πρώτα απ’ όλα ότι οι «άγγελοι» που ο Ιωάννης παίρνει τη διαταγή να τους γράψει, δεν μπορεί να είναι άγγελοι με τη χριστιανική έννοια του όρου, αλλά «άγγελοι» με την αρχαία ελληνική σημασία της λέξης δηλαδή αγγελειοφόροι και κατά συγκυρία παραλήπτες των επιστολών απόλυτα ανθρώπινοι. Πρόκειται απλούστατα για τους γραφείς της κάθε εβραϊκής kahal που στην ελληνική μετάφραση του κειμένου έγιναν «εκκλησίες». Διαφορετικά δεν βλέπουμε πως θα τα κατάφερνε ο Ιωάννης να μεταβιβάσει το μήνυμα του Ιησού στον προστάτη άγγελο της κάθε Εκκλησίας, εάν αυτός ο «άγγελος» ήταν στην πραγματικότητα ένα γνήσιο πνεύμα!
Και τίθεται τώρα το ερώτημα: Ποιός είναι αυτός ο «μάρτυς» του Ιησού, που λέγεται Αντίπας και που θανατώθηκε στην Πέργαμο για την πίστη του Χριστού πριν ο τελευταίους γράψει την «Αποκάλυψη» και την στείλει στον Ιωάννη;
Ούτε οι «Πράξεις των Αποστόλων», ούτε οι «Πράξεις» του Κάρπου, ούτε η «Εκκλησιαστική Ιστορία» του Ευσέβιου της Καισάρειας, μας διαφωτίζουν επάνω στο θέμα. Ο Ευσέβιος μας λέει τα εξής στο τέταρτο βιβλίο του: «Εχουμε ακόμα τις Πράξεις και άλλων μαρτύρων που εμαρτύρησαν στην Πέργαμο, πόλη της Ασίας. Ο Κάρπος, ο Παπύλας, και μια γυναίκα, η Αγαθονίκη, που όλοι τους βρήκαν έναν ένδοξο θάνατο μετά από πολυάριθμα και αξιόλογα μαρτύρια» (Ευσέβιος της Καισάρειας: «εκκλησιαστική Ιστορία» IV, 25, 48).
Οι καθολικοί ερευνητές τοποθετούν αυτές τις εκτελέσεις είτε στον καιρό της βασιλείας του Δέκιου (240 – 251 μχ). Φεύγουμε λοιπόν μακριά από την εποχή της «Αποκάλυψης» ακόμα και από την επίσημη χρονολογική της τοποθέτηση (δηλαδή το 94 μχ). Άρα ο Αντίπας πέθανε πριν από το 94 μχ και κατά τη δική μας υπόδειξη πριν από το 28 μχ. Όμως ο οποιοσδήποτε καθολικός, διαμαρτυρόμενος ή ορθόδοξος ερευνητής παραδέχεται ότι ο πρώτος μάρτυρας είναι ο διάκονος Στέφανος που λιθοβολήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 36 μχ, τη χρονιά όπου ο Μάρκελλος διαδέχτηκε τον Πιλάτο στο αξίωμα του στρατιωτικού διοικητή.
Έτσι ο μάρτυρας Αντίπας ο οποίος θανατώθηκε στην Πέργαμο για την πίστη του στον Ιησού, και κανένας ερευνητής δεν μας μιλάει γι’ αυτόν (συνηθίζουν να προσπερνούν την παράγραφο αυτή χωρίς να αναφέρουν το παραμικρό, χωρίς να προσθέτουν μια επεξηγηματική υποσημείωση) είναι για την επίσημη ιστορία του χριστιανισμού το ίδιο αποστομωτικός και το ίδιο επικίνδυνος όσο και ο Ιούδας ο Γαλιλαίος και η πόλη Γάμαλα...
___________
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ίσως το περιεχόμενο αυτής της παρένθεσης να θεωρηθεί άχρηστο και ακατανόητο από τον μέσο αναγνώστη, όμως ο μεταφταστής από συνέπεια στην αρχή της απομυθοποίησης των εννοιών, τον πληροφορεί – πράγμα που είναι άλλωστε γνωστό στον οποιοδήποτε γνωρίζει εβραϊκά – ότι όταν σ’ αυτή τη γλώσσα αναφερόμαστε σε λέξεις – και κατά συνέπεια και στα αραμαϊκά αφού γράφονται με το ίδιο αλφάβητο – είμαστε υποχρεωμένοι να τις αναλύσουμε γράμμα προς γράμμα για να οδηγηθούμε στην ρίζα (shoresh) που θα μας υποδείξει τη σημασία τους.
Sepher Raziel: το βιβλίο (sepher) του Ραζιήλ (ο έμπειστος του Θεού).
Ο ανατολικός αυτός άνεμος είναι μια κλιματολογική πραγματικότητα της Παλαιστίνης. Φυσάει από τα ανατολικά της χώρας καυτός και αποπνικτικός και αν διαρκέσει αρκετό χρονικό διάστημα καταστρέφει τις φυτείες και τα ζωντανά. Εκδηλώνεται βασικά στην εποχή (tequoufah) του καλοκαιριού, που είναι και η Τρίτη του εβραϊκού ημερολογίου.
«Χριστός» στα ελληνικά της εποχής σημαίνει: «Αυτός που έχει λάβει το – βασιλικό ή προφητικό – χρίσμα. Στα εβραϊκά: Messiah.
Αυτές οι τέσσερις λέξεις αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς, αυτή την εποχή δεν θεωρούμε ακόμα τον εαυτό του Θεό.
ROBERT AMBELAIN
Το πραγματικό ιστορικό πρόσωπο
Ι Η Σ Ο Υ Σ ή ΤΟ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΩΝ ΝΑΪΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (αναθεωρημένη και συμπληρωμένη) ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΡΙΟΣ ΒΕΡΕΤΤΑΣ