.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Σκέψεις που διατυπώθηκαν όταν πέθανε ο κ.Οράζ – Γ. Ι. ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ


Μου φαίνεται ότι οι σκέψεις που διατύπωσα σε μια μικρή ομήγυρη, αναφορικά με το θάνατο του κ. Οράζ, θα μπορέσουν να συμβάλουν σε μια καλύτερη κατανόηση του ουσιαστικού περιεχομένου όλου αυτού του κεφαλαίου. Θα επιχειρήσω λοιπόν να τις θυμηθώ και να τις εκθέσω εδώ.
Πίνοντας τον καφέ μας, μιλούσαμε συνάμα για τις διάφορες συνήθεις που μας αφεντεύουν από παιδικής ηλικίας και στις οποίες παραμένουμε σκλάβοι, ακόμα κι αφού έχουμε φτάσει στην ωριμότητά μας.
Τη στιγμή εκείνη, κατέφθασε ένα από τα μέλη της ομάδας, με όψη χαρούμενη και πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο επειδή είχε αργήσει, ίσως να βάδιζε πιο γρήγορα απ' ό,τι συνήθως. Δεν περίμενε να με συναντήσει εκεί, αλλά μόλις με πήρε το μάτι του, άλλαξε έκφραση και, πλησιάζοντας προς το μέρος μου, αμόλησε ακαριαίως μια απ' αυτές τις στερεότυπες φράσεις, τις ταξινομημένες υπό το γενικό τίτλο “συλλυπητήρια”.
Τη φορά αυτή, δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, και, επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων, είπα;
“Ακούσατε με τι μοναδικό τόνο, που δεν είναι καθόλου στη φύση του, ο σύντροφός σας απήγγειλε το κατεβατό του;
“Ναι; Λοιπόν κάντε μου τη χάρη να του ζητήσετε τώρα, να κάνει μια εξαίρεση και να σας πει με κάθε ειλικρίνεια, για μια φορά στη ζωή του, αν, στο βάθος του εαυτού του, δηλαδή μέσα στο πραγματικό του είναι, είχε την παραμικρή σχέση με τις λέξεις που πρόφερε.
“Ασφαλώς όχι: πως θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς; Ο μακαρίτης δεν ήταν, όπως λένε, σταυραδέρφι του και, επιπλέον, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ξέρει ή να μαντέψει τη στάση, απέναντι στο γεγονός αυτό, του προσώπου προς το οποίο απηύθυνε τα πομφολυγώδη αυτά λόγια.
“Απήγγειλε τη φράση αυτή τελείως μηχανικά, χωρίς την ελάχιστη συμμετοχή του είναι του, και το έκανε για το μοναδικό αυτό λόγο ότι κατά την παιδική τους ηλικία, η γκουβερνάντα του τον είχε μάθει, σε παρόμοια περίπτωση, να προτιμά να σηκώνει το δεξί πόδι του αντί το αριστερό.
“Για ποιό λόγο πάντοτε να προσποιείστε, ακόμα και στις περιπτώσεις απ' όπου δεν θα αποκομίσετε τίποτα το καλό για το είναι σας, ούτε καν για την ικανοποίηση του εγωισμού σας;
“Δεν αρκεί η υποκρισία που κατακλύζει την καθημερινή μας ζωή, με όλες αυτές τις ανώμαλα καθιερωμένες συνήθειες στις αμοιβαίες μας σχέσεις;
“Το να εκφράζει κανείς ανυπερθέτως τα συλλυπητήριά του επ' ευκαιρία του θανάτου του οιουδηποτε, είναι ασφαλώς μια από τις ολέθριες αυτές συνήθειες, τις ενσταλαγμένες μέσα μας από παιδικής ηλικίας, των οποίων το σύνολο εξαναγκάζει τις μισο-αυτόματες πράξεις μας να περατώνονται πάντοτε αυτομάτως.
“Αλλοτε θεωρούσαν ανήθικο, ακόμα και εγκληματικό, το να συλλυπάται κανείς κάποιον για το θάνατο ενός οικείου του.
“Ίσως να ήταν έτσι, γιατί, στο είναι εκείνου προς τον οποίο κανείς απευθύνεται, η διαδικασία της προξενηθείσης εντυπώσεως από την απώλεια ενός οικείου μπορεί να μην είναι ακόμα κατευνασμένη, και τα τετριμμένα αυτά λόγια συμπάθειας, καθώς του την υπενθυμίζουν άλλη μια φορά, αναζωπυρώνουν τον πόνο του.
“Από το έθιμο αυτό, που ακολουθείται στις μέρες μας κατά το θάνατο κάποιου, κανείς δεν αποκομίζει οποιοδήποτε όφελος. Αντίθετα, μπορεί να κάνει πολύ κακό στον πενθούντα.
“Τέτοιες σημερινές συνήθειες μου προξενούν ιδιαίτερη αγανάκτηση, ίσως γιατί είχα την ευκαιρία να ακούσω για ένα έθιμο κηδείας που επικρατούσε πολλές χιλιάδες χρόνια πριν.
“Τον καιρό εκείνο, όταν κάποιος πέθαινε, κατά τις τρεις πρώτες μέρες κανείς, εκτός των ιερέων και των βοηθών τους, δεν πλησίαζε το σπίτι του εκλιπόντος.
“Την τέταρτη μέρα μόνο, όλοι οι συγγενείς του νεκρού, κοντινοί ή μακρινοί, συγκεντρώνονταν, καθώς και οι γείτονές τους, οι φίλοι τους, ακόμα και οι ξένοι που το επιθυμούσαν.
“Παρουσία όλων, στην είσοδο του σπιτιού, οι ιερείς τελούσαν στην αρχή μια θρησκευτική τελετή. Κι έπειτα σχηματιζόταν η πομπή, πίσω από το νεκρό, για να μεταβούν στο κοιμητήριο, όπου, μετά από μια ειδική τελετουργία, γινόταν ο ενταφιασμός.
“Μετά τον οποίο, αν επρόκειτο περί αποθανόντος, όλοι οι άντρες – και αν επρόκειτο περί αποθανούσης όλες οι γυναίκες – επέστρεφαν στην κατοικία του, ενώ οι άλλοι γύριζαν στα σπίτια τους.
“Εκείνοι που ξανάρχονταν στο σπίτι του νεκρού, έτρωγαν πρώτα κι έπιναν. Αλλά η τροφή που αποτελούσε το γεύμα τους ήταν αποκλειστικά από τα υλικά που είχαν ετοιμαστεί προς το σκοπό αυτό, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, από τον ίδιο τον εκλιπόντα.
“Μετά τη λήψη του γεύματος αυτού, μαζεύονταν στο πιο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, και εκεί, παίρνοντας μέρος σε μια “επιμνημόσυνη ακολουθία”, επιδίδονταν στο να θυμούνται και να εξιστορούν αποκλειστικά και μόνο τις κακές και ολέθριες πράξεις του εκλιπόντος καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.
“Αυτό διαρκούσε τρεις μέρες ολόκληρες.
“Έπειτα από την πρωτότυπη αυτή τριήμερη διαδικασία, η οποία συνίστατο στο να “μην του αφήσουν τρίχα για τρίχα στο κεφάλι”, ή, όπως το έλεγαν οι ίδιοι, να “αλισιβιάσουν τα κόκκαλα του νεκρού ως το λευκό του ιβουάρ”, όλοι οι συμμετέχοντες μαζεύονταν εκ νέου τις επόμενες επτά μέρες στο σπίτι του νεκρού, αλλά αυτή τη φορά το βράδυ μόνο, αφού εκπλήρωναν τις καθημερινές τους υποχρεώσεις.
“Κατά τις επτά αυτές βραδιές, δεν ήταν πλέον συνήθεια να προσφέρεται τροφή, αλλά, στο μεγάλο δωμάτιο όπου γινόταν η συγκέντρωση, έκαιγαν μονίμως θυμιάματα παντός είδους, δαπάναις του τεθνεότος ή των κληρονόμων του.
“Ήρεμα καθισμένοι, ή γονατισμένοι, μέσα στην ιδιάζουσα ατμόσφαιρα που τη δημιουργούσαν τα θυμιάματα, οι παριστάμενοι διάλεγαν πρώτα μεταξύ τους εκείνον που, με την ηλικία του και το καλό του όνομα,ήταν ο πιο άξιος να είναι ο κορυφαίος. Κι ύστερα αφοσιώνονταν στο να στοχάζονται το αναπόφευκτο του δικού τους θανάτου.
“Σε ορισμένες στιγμές, ο κορυφαίος πρόφερε μεγαλοφώνως τους λόγους αυτούς:
“Μην ξεχνάτε πως έζησε, αυτός που η αναπνοή του δεν έχει ακόμα εξαφανιστεί από το μέρος αυτό, πόσο ανάξια ανθρώπου συμπεριφέρθηκε και δεν αναγνώρισε το γεγονός ότι, όπως όλοι οι άλλοι, υπόκειται στο θάνατο κι αυτός.
“Ύστερα από την προτροπή αυτή του κορυφαίου, όλοι οι παριστάμενοι έπρεπε να ψάλουν το εξής:
“Ω δυνάμεις άγιες, δυνάμες υπέρτατες, ω των προγόνων μας αθάνατα πνεύματα, βοηθήστε μας να κρατούμε πάντοτε το θάνατο προ οφθαλμών και να μην υποκύπτουμε σε πειρασμό!
“Δε θα πω περισσότερα, αλλά θα αφήσω στον καθένα από σας τη φροντίδα να αποφασίσει μόνος του το πλεονέκτημα που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο “βάρβαρο” έθιμο αν επανακαθιερωνόταν σήμερα.
“Ελπίζω ότι τώρα καταλαβαίνετε λίγο-πολύ γιατί οι κούφιες σας εκφράσεις συμπάθειας έχουν σχεδόν την ίδια επίπτωση στον εσωτερικό μου κόσμο με την επίπτωση που έχουν τα αμερικάνικά σας προϊόντα διατροφής στο πεπτικό σύστημα των Άγγλων.
“Θα ήταν επιθυμητό για όλους, για το Θεό, για το μακαρίτη, για σας και για μένα, ακόμα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, αν, μπροστά στην κοινή των ανθρώπων μοίρα, αντί της διαδικασίας η οποία συνίσταται στο να προφέρετε λόγια κενά νοήματος, επραγματοποιείτο μέσα σας η διαδιακασία εκείνη που θα σας επέτρεπε να σταθείτε ενώπιον του επερχόμενου δικού σας θανάτου.
“Μόνο μια πλήρης συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου του δικού μας θανάτου μπορεί να καταστρέψει τους παράγοντες που έχουν εμφυτευθεί μέσα μας εξαιτίας της ανώμαλης ζωής μας, και οι οποίοι αποτελούν τις πηγές εκδήλωσης των διαφόρων όψεων του εγωισμού μας, ρίζα κάθε κακού στις αμοιβαίες μας σχέσεις.
“Και μόνο η συνειδητοποίηση αυτή μπορεί να αναστήσει στους ανθρώπους, τα το πάλαι ποτέ παρόντα μέσα τους θεία δεδομένα για τις αληθινές παρορμήσεις Πίστης, Αγάπης και Ελπίδας”.

Καθώς έλεγα τα λόγια αυτά, μου ήρθαν στη μνήμη, δεν ξέρω γιατί, οι στροφές ενός πανάρχαιου περσικού άσματος και, άθελά μου τελείως, άρχισα να τους απαγγέλλω.
Μου είχε ξεφύγει τόσο άθελα, ώστε για να κρύψω από τους παρισταμένους τη δύναμη της αυτόματης σκέψης μου της στιγμής εκείνης, αναγκάστηκα, θέλοντας και μη, να λάβω τον κόπο να εξηγήσω στα αγγλικά το νόημα του άσματος εκείνου.
Από τα λόγια του αρχαίου αυτού περσικού άσματος εκπηγάζει μια επιστημονική σοφία, η οποία, στη συνηθισμένη σας γλώσσα, θα μπορούσε να εκφρασθεί περίπου ως ακολούθως:

Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν ψυχή
Από καιρό δε θα υπήρχε πια χώρος πάνω στη γη
Ούτε για τα φαρμακερά φυτά, ούτε για τ' άγρια θηρία,
Κι ακόμα και το κακό θα 'παυε να υπάρχει.

Για τον οκνηρό η ψυχή είναι αυταπάτη,
Είναι πολυτέλεια γι' αυτόν που αρέσκεται να υποφέρει
Είναι η σφραγίδα της προσωπικότητας,
Είναι ο δρόμος, είναι ο κρίκος με τον Πλάστη και Δημιουργό.
Καταστάλαγμα της αγωγής,
Πρώτη πηγή υπομονής,
Αποτελεί και μαρτυρία της αξίας
Της ουσίας του αιώνιου Είναι.

Οδηγός της θέλησης,
Η παρουσία της είναι “Εγώ είμαι”,
Αποτελεί μέρος του Σύμπαντος-Είναι,
Έτσι ήταν, κι έτσι πάντα θα είναι.


Γ. Ι. ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ
ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ – ΤΡΙΤΗ ΣΕΙΡΑ
Η ζωή είναι πραγματική μόνον όταν “Είμαι”
Μετάφραση – επιμέλεια: Ίδρυμα Γκουρτζίεφ (Τ.Θ. 26057, 10022 Αθήνα)
Εκδόσεις ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: