.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΛΕΞΙΝ “ΑΛΗΘΕΙΑ” - ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ


Frei atmen macht das Leben micht allein
Welch Leben ist's, das an der hcil'gen Statte,
Gleich einem Schatten um sein eigen Grab,
Ich nur vertrauern muss, Und nenn ich das
Ein frohlich selbstbewasstes Leben, wenn
Unsjeder Tag, vergebens hingetraumt,
Zu jenen grauen Tagen vorbereitet,
Die an dam Ufer LETHES, selbstvergessend,
Die Trauerschar der Adgeschiednen feiert,
Ein unnutz Leben ist ein fruger Tod:
Dies Frauenschicksal ist vor allen meins”
(Goethe-Iphigenie auf Tauris)
Σπανίως διέρχεται ημέρα κατά την οποίαν ο Έλλην να μη μεταχειρισθή την σεμνήν, πλην τόσον δυσδιάκριτον αυτήν λέξιν εις την καθημερινήν του συνομιλίαν. Αμφιβάλλομεν όμως εάν επέστησεν επ' αυτής την προσοχήν, όπως αναζητήση την σημασίαν της. Διαλανθάνει, εν τούτοις εις το τόσον αφελώς προφερόμενον εκείνο όνομα “αλήθεια” τοιούτον μυστήριον, ώστε εάν κανείς δεν εννοήση την σημασίαν της να μη δύναται να προσατενίση το ΦΩΣ, να έχη δηλαδή ιδέαν του Αγαθού, της Επιστήμης!
Και η λέξις αύτη είναι από εκείνας, αίτινες εξηγούμεναι αποδεικνύουσιν ότι ο θέσας τοις πράγμασι τα Ελληνικά ονόματα ήτο Δύναμις ανωτέρα ή κατ' άνθρωπον, έχουσα τελείαν των Μυστηρίων της Φύσεως γνώσιν και ότι αυτή αύτη η Ελληνική Γλώσσα ως είπομεν, ασχέτως προς πάσαν άλλην διδασκαλίαν, είναι η αντανάκλασις της Υπάτης Σοφίας και δεν έχει τις ή εκεί να προστρέξη – ως εις τελειωτάτην πηγήν – όπως γευσθή αυτής. Θ' αποδειχθή δ' άπαξ έτι η μηδαμινότης των Νάνων εκείνων, οίτινες έδραν, ως είπομεν, έχοντες τους Παρισίους ή την Λίβερπουλ, πλέοντες δ' εις ωκεανόν σκότους, τολμώσι να εξισωθώσι προς το Θείον και να επιβληθώσιν επί του Ελληνισμού αυτόκλητοι ΝΟΜΟΘΕΤΑΙ, χωρίς ποτέ να έχωσι εξετάση το εις την λέξιν ΝΟΜΟΣ υπολανθάνον μυστήριον.
Δια την όσον το δυνατόν σαφεστέραν διατύπωσιν του υποκρυπτομένου Μυστηρίου, προστρέχομεν πρώτον εις όσα ο Πλάτων ενόμισεν, ότι διείδεν ή προσποιείται ότι διείδεν εις την λέξιν Αλήθεια, εν τη προσπαθεία του, όπως καταδείξη ότι τα πρώτα και σπουδαιότατα της Ελληνικής Γλώσσης ονόματα είναι άπαντα δηλωτικά ροής, φοράς, κινήσεως, συμφώνως προς όσα είδομεν αποκαλυπτόμενα εν τω Ελληνικώ Αλφαβήτω:
Φέρεται δ' εις το να παραδεχθή την τοιαύτην της λέξεως ετυμολογίαν, αφού – ως είδομεν – και αυτή η λέξις φρόνησις είναι η σύμπτυξις της φράσεως: φοράς νόησις, ως και η φρην, το φρόνημα κλπ. και διότι το παρά την φοράν συμβαίνον,χαρακτηρίζομεν ως αποτέλεσμα“παραφροσύνης”,ΠΑΡΑ-ΦΟΡΑΣ και το αποκαλούμεν ΒΛΑΒΕΡΟΝ (βλάπτον δηλαδή την ροήν, τον ρουν).

Θέλων ο Πλάτων ν' ακολουθήση την γενικήν αυτήν κατεύθυνσιν, έδωσεν – άνευ αμφιβολίας – την ανωτέρω δια την λέξιν “αλήθεια” ετυμολογίαν, ίσως σκοπίμως παραβλέψας την πλείστων όσων δηλωτικήν εκείνην ρίζαν ΛΗΘ επί της οποίας και στηριζόμενοι προβαίνομεν εις την αποκάλυψιν του περί την λέξιν “αλήθεια” Μυστηρίου, λαμβάνοντες ως συμμάχους τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Goethe, Wagner κλπ.
Μία από τας σπουδαιοτάτας του Ομήρου ραψωδίας είναι η Νέκυια, δηλαδή το λ της Οδύσσειας, όπου εκτίθεται η εις Άδην άφιξις, ως και αι συναντήσεις του πολυπαθούς Ήρωος με τα είδωλα γνωστών του ή πεφημισμένων προσώπων.
Μεμυημένος ο Όμηρος εις τα πέραν του τάφου Μυστήρια, αναφέρει εις την ραψωδίαν εκείνην πολλά τα σχέσιν έχοντα με το παρόν θέμα. Και πρώτον περιγράφει τα πέρατα του Ωκεανού και την χώραν των Κιμμερίων, την βεβυθισμένην εις κότος αδιείσδυτον και ομίχλην: ας προσέξη ο Αναγνώστης, διότι δίδεται εις την περιγραφήν εκείνην το Βασίλειον της Λήθης και της Αγνοίας, όπου δεν υπάρχει ΑΚΤΙΣ ΦΩΤΟΣ!
Η δε (δηλαδή η ναυς) ες πείραθ' ίκανε βαθυρρόου
Ωκεανοίο,
ένθα δε Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε,
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι. Ουδέ πότ' αυτούς
ΗΕΛΙΟΣ ΦΑΕΘΩΝ καταδέρκεται ακτίνεσιν,
ούθ' οπότ' αν στείχησι προς ουρανόν αστερόεντα,
ούθ' ότ' αν αψ επί γαίαν απ' ουρανόθεν προτράπηται,
αλλ' επί νυξ ολοή τέταται δειλοίσι βροτοίσιν”.
Όταν ο Οδυσσεύς εισήλθεν εις τον Άδην μετ' εκπλήξεώς του διεπίστωσεν, ότι αυτός μεν, ο υπό των Θεών οδηγούμενος, ανεγνώριζεν όλας τας προ αυτού σκιάς: εκείναι όμως μόνον αφού μετελάμβανον αίματος ήσαν εις θέσιν να τον αναγνωρίσουν! Επληροφορήθη δε τούτο παρά του προφήτου Τειρεσίου του Θηβαίου. Ιδού ο σχετικός των δύο διάλογος:
(Οδυσσεύς): “Αλλ' άγε μοι, τόδε ειπέ και ατρεκέως κατάλεξον
μητρός την δ' ορόω ψυχήν κατατεθνηκυίης
η δ' ακέουσ' ήσται σχεδόν αίματος, ουδ' εόν υιόν
έτλη εσάντα ιδείν ουδέ προτιμυθήσασθαι.
Ειπέ, άναξ, πως κεν με αναγνοίη τον εόντα;
Ως εφάμην, ο δεμ' αυτίκ' αμειβόμενος προσέειπεν”.

(Τειρεσίας): ρηίδιόν τοι έπος ερέω και επί φρεσί θήσω ον τινα μεν κεν εάς νεκύων κατατεθνηώτων
αίματος άσσον ίμεν, ο δε τοι νημερτές ενίψει.
Ω δε κ' επιφθονέης, ο δε τοι πάλιν εισίν οπίσσω”.

Αν τώρα θελήση τις να έχη την μυστικιστικήν των ανωτέρω σημασίαν, πρέπει να γνωρίζη, ότι οι εις αυτήν την κατάστασιν ευρισκόμενοι δεν είναι οι φωτισμένοι νεκροί, αλλ' οι επίγειοι, οι εφήμεροι θνητοί. Τα ως σκιαί και φαντάσματα περιφερόμενα όντα, είμεθα ημείς οι άνθρωποι, οι έχοντες λησμονήση το ΠΑΡΕΛΘΟΝ μας, - το μακρυνόν μας παρελθόν – την προτέραν μας υπόστασιν, τις οίδε δια ποίας μεγάλας αδικίας. Διότι έκαστος ημών επί της Γης αυτής πληρώνει τα αμαρτίας παρελθούσης του ζωής. Έκαστος ημών είναι κατάδικος, δεσμά του είναι το σώμα του φρουρός δ' απηνής και πανόπτης η Βαρύτης. Από το παρελθόν εκείνο, το προ της επί της Γης αφίξεώς μας, δεν ενθυμούμεθα τίποτε, επειδή μεταξύ αυτού και του όμματος της συνειδήσεώς μας παρεντίθεται το νέφος και η ομίχλη της ΛΗΘΗΣ, περί της οποίας ομιλεί ο Όμηρος ανωτέρω. Υπήρχε εποχή κατά το μακρυνόν εκείνο παρελθόν, κατά την οποίαν ευρισκόμεθα αντιμέτωποι με τον Κόσμον των Ιδεών, με το αειδές, το αόρατον, περί του οποίου εκάμομεν μακρόν εις προηγουμένας σελίδας λόγον. Αυτό υπαινισσόμεθα εν το προλόγω του παρόντος βιβλιαρίου. Η Ψυχή μας ΓΝΩΡΙΖΕΙ τα ΠΑΝΤΑ. Ανάγκη όμως όπως αποσπάση κανείς από την ΛΗΘΗΝ τας αποταμιευμένας ΑΠΕΙΡΟΥΣ εκεί γνώσεις. Είμεθα όντως ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ ΑΓΓΕΛΟΙ, εκτίοντες επί της Γης μεγίστας αδικίας; διότι κατά τον θεόπνευστον Γκαίτε, όστι και αυτός ήτο εις των μεγάλων γνωστών των Μυστηρίων: “κάθε αδίκημα εκτίεται επί της Γης” (Alle Schuld recht sich auf Erden). Και ερχόμεθα τοιουτοτρόπως εις την σημασίαν της λέξεως, την οποίαν εξετάζομεν: όταν το όμμα της ψυχής βλέπει ΧΩΡΙΣ να υπάρχη η ομίχλη και το νέφος, ΑΝΕΥ δηλαδή ΛΗΘΗΣ, τότε απέναντί της έχει το Φως. Η τοιαύτη της ψυχής κατάστασις ονομάζεται Α-λήθεια (άνευ ΛΗΘΗΣ).
Αυτή είναι η μυστικιστική σημασία της περισπουδάστου λέξεως.
Οι προτασσόμενοι του κεφαλαίου τούτου στίχοι της εν Ταύροις Ιφιγενείας του Γκαίτε, αν και φαινομενικώς εις την Ηρωίδα του δράματος αναφερόμενοι, κατ' ουσίαν ζωγραφίζουν την αθλίαν εκάστου εξ ημών τύχην, των όντων εμβεβυθισμένων εις το μυστηριώδες αυτό της Λήθης Βασίλειον, το οποίον κατ' ευφημισμόν ονομάζομεν “Ζωήν”! Ας μας επιτραπή να δώσωμεν την κατά λέξιν μετάφρασίν των:
Ελευθέρα αναπνοή δεν αποτελεί μόνη την ζωήν. Τι είδους λοιπόν ζωή είναι αυτή, ην εγώ οφείλω απλώς να πενθώ επί των ιερών αυτών Τόπων (σημ. ως θα ενθυμήται ο Αναγνώστης η υπό της Αρτέμιδος αρπασθείσα Ιφιγένεια εν Ταύροις ήτο ιέρεια της Θεάς), ομοία με σκιάν περιτριγυρίζουσαν τον τάφον της; Πως δύναται αύτη να ονομασθή εύχαρις, έχουσα συνείδησιν εαυτής ζωή, αφού εκάστη ημέρα – ματαίως ως όνειρον παρερχομένη – μας προετοιμάζει δι' εκείνας, τας φρικαλέας ημέρας, τας οποίας “πανηγυρίζει” αυτολησμονημένη η πένθιμος χορεία των Τεθνεώτων επί των οχθών της ΛΗΘΗΣ; Η ΑΝΩΦΕΛΗΣ ζωή είναι ισοδύναμος με πρόωρον θάνατον.”
Πλείστα ομοίως έργα του θείου Βάγνερ, του όχι αμυήτου εις το τελούμενον πέριξ ημών Μυστήριον, του οποίου την ποιητικήν και μουσικήν γραφίδα ωδήγουν μεγαλείτεραι ή κατ' άνθρωπον δυνάμεις, μας δίδουσιν εκ βάθρων συνταραζούσας την ψυχήν εικόνας, ώστε να μας φέρουν εις συνείδησιν του βάθους της ομίχλης και του σκότους εις τα οποία είμεθα εμβεβαπτισμένοι. Συνιστώμεν προ πάντων την ανάγνωσιν του Lohengrin και του Der flegende Hollander, επί των οποίων δυστυχώς δεν δυνάμεθα να δώσωμεν επιπρόσθετα σχόλια, ένεκα της συντομίας του εις την διάθεσίν μας χρόνου.
Γνωστόν εις τους αναγνώστας της Πολιτείας του Πλάτωνος, ότι εις το τέλος του Δεκάτου Βιβλίου δίδεται υπό την μορφήν μύθου η περί μετεμψυχώσεως θεωρία.
Και εκεί γίνεται εκ νέου λόγος περί του Ύδατος της Λήθης. Όταν δηλαδή αι ψυχαί εκλέξουσι τους νέους αυτών βίους, πορεύονται εις το πεδίον της Λήθης, όπου επικρατεί φοβερός και πνιγηρός καύσων. Κατά την εσπέραν κατασκηνούν παρά τας όχθας του Αμέλητος ποταμού, του οποίου το ύδωρ εις ουδέν δοχείον δύναται να περιληφθή. Εκάστη ψυχή είναι υποχρεωμένη να πίη ένα ωρισμένον μέτρον από το ύδωρ εκείνο, πλείσται δ' εξ αυτών δεν έχουν αρκετήν φρόνησιν, όπως κρατηθούν και πίνουσι τόσον, ώστε χάνουσιν εξ ολοκλήρου πάσαν των προηγουμένων ανάμνησιν. Κατόπιν παραδίδονται εις ύπνον και κατά το μεσονύκτιον ακούεται βρονή, συνοδευομένη υπό σεισμού και τότε αιφνιδίως εκσφενδονίζονται ως διάττοντες αστέρες άλλη εδώ, άλλη εκεί, εις τους διαφόρους τόπους, όπου μέλει ν' αρχίση η νέα ζωή.
Η τελευταία δε της Πολιτείας φράσις έχει ως ακολούθως:
Αυτός ο μύθος, αγαπητέ μοι Γλαύκων, (σημ. ο ομιλών είναι ο Σωκράτης) δύναται να σώση και ημάς, αν δώσωμεν πίστιν εις αυτόν και διέλθωμεν αισίως τον ποταμόν της ΛΗΘΗΣ, διαφυλάττοντες την ψυχήν μας καθαράν από παντός ρύπου. Εάν λοιπόν θέλης να με πιστεύσης, παραδεχόμενοι, ότι η ψυχή είναι αθάνατος και εκ φύσεως δεκτική όλων των κακών και όλων των αγαθών συγχρόνως, δεν θα παρεκκλίνωμεν ποτέ από την προς τα ΑΝΩ άγουσαν οδόν, και με όλας τας δυνάμεις μας θα εξασκώμεν την δικαιοσύνην μετά φρονήσεως. Τοιουτοτρόπως και με τον εαυτόν μας θα είμεθα πάντοτε φίλοι και με τους Θεούς και αφού αποκομίσωμεν επί της Γης τα άθλα της αρετής, όμοιοι με τους νικηφόρους αθλητάς, τους οποίους εν θριάμβω περιάγουν, θα είμεθα ευτυχείς και ενταύθα και κατά την διάρκειαν της χιλιετούς ΠΟΡΕΙΑΣ την οποίαν αναφέραμεν”. (Σημ. ως ενθυμείται ο Αναγνώστης η φράσις του Ελληνικού Αλφαβήτου: “Η Πωρία” μεταβαλλομένη εις αριθμόν, μας δίδει το 999, δηλαδή την Χιλιάδα, την οποίαν υπαινίσσεται ο Πλάτων).
Καλόν θα είναι κλείοντες το κεφάλαιον αυτό να προσθέσωμεν, ότι η αριθμητική αξία της λέξεως: Αλήθεια, είναι ίση με τον αριθμόν 64, όστις ως γνωστόν είναι το τετράγωνον της Ογδοάδος, περί της αποκρύφου σημασίας της οποίας εμνήσθημεν ανωτέρω.
Εάν δ' ήθελε να προστρέξη κανείς εις την ετυμολογίαν του ονόματος ακριβώς εκείνου, το οποίον θεωρείται αντίθετον της Αληθείας, θα διεπίστωνεν αμέσως, ότι τα περί της συνθέσεως της λέξεως αυτής λεχθέντα, συμφωνούσι κατ' αντίθετον λόγον προς την σημασίαν του ονόματος: Ψεύδος.
Ως ανωτέρω εμνήσθημεν, το Ψ δύναται να θεωρηθή ως αντιπροσωπεύον, ως συμβολίζον, την ψυχήν. Οπότε και έχομεν την ζητουμένην σημασίαν: ψεύδος είναι παν, ό,τι η ψυχή νομίζει καθ-ΕΥΔ-ουσα, διατελούσα δηλαδή εν ύπνω εν ΛΗΘ-άργω!
Μέχρι σήμερον δε διεσώθη η σημαντικωτάτη λέξις: έξυπνος.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ 
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε. ΠΡΕΑΡΗΣ
Β' ΕΚΔΟΣΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: