Ο κόσμος όλος μπορεί να είναι ένα όνειρο, ναι, αλλά σ' ένα όνειρο υπάρχει τουλάχιστον, πάντοτε, κάποιος που ονειρεύεται. Αυτό ίσως είναι και το τελευταίο σταθερό πλαίσιο αναφοράς για ν' αρπαχτεί η λογική όταν βρεθεί αντιμέτωπη με το έσχατο χάος. Αυτός ο Κάποιος είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια εγγύηση της ύπαρξής μας. Έστω και στα όνειρο, υπάρχουμε.
Αλλά τι γίνεται αν τελικά είμαστε πλάσματα του δικού μας ονείρου, και υπάρχουμε απλά και μόνο γιατί ονειρευόμαστε ότι υπάρχουμε;
Μην προσπαθήσετε να δώσετε απάντηση. Οι απαντήσεις είναι για τ' απλοϊκά μυαλά. Μονάχα οι ερωτήσεις έχουν σημασία.
Τώρα... διαβάστε αυτό το απατηλά απλό αλλά και εξαιρετικά συμπυκνωμένο σύντομο διήγημα του Λάιμπερ. Και ξεχάστε το.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
Η Μαριάνα ζούσε στη μεγάλη έπαυλη. Εδώ και μια αιωνιότητα, όπως της φαινόταν, απεχθανόταν τα ψηλά πεύκα που υπήρχαν ολόγυρα. Μέχρι που κάποτε ανακάλυψε το μυστικό κάλυμμα στον κεντρικό πίνακα ελέγχου του σπιτιού.
Το μυστικό κάλυμμα ήταν απλώς μια στενή σκέτη πλακέτα από αλουμίνιο, ανάμεσα στους διακόπτες κλιματισμού και ελέγχου βαρύτητας. Έως τότε νόμιζε ότι απλά έκρυβε έναν κενό χώρο για τυχόν πρόσθετους διακόπτες – αν ήταν δυνατό! - που πιθανόν να χρειάζονταν. Βρισκόταν πάνω από τους διακόπτες της τρισδιάστατης τηλεόρασης αλλά κάτω από εκείνους του ρομποτικού υπηρετικού προσωπικού.
Ο Τζόναθαν της είχε πει να μην παίζει με τους διακόπτες του πίνακα κεντρικού ελέγχου όσο αυτός απουσίαζε στην πόλη, γιατί μπορεί να έκανε ζημιά σε όλα τα ηλεκτρικά συστήματα. Έτσι, όταν το μυστικό κάλυμμα ξεκόλλησε τυχαία από τα δάχτυλά της, καθώς το πασπάτευε, κι έπεσε στο πάτωμα του αίθριου μ' ένα ντινγκ η πρώτη της αντίδραση ήταν ο φόβος.
Ύστερα είδε ότι ήταν μονάχα ένα μικρό αλουμινένιο καπάκι αυτό που είχε πέσει, και ότι πίσω του έκρυβε έξι μικρούς διακόπτες. Μονάχα ο πάνω πάνω έφερε κάποια ένδειξη για το σκοπό που εξυπηρετούσε. Δίπλα του υπήρχαν μικροσκοπικά φωτεινά γράμματα που έφτιαχναν τη λέξη ΔΕΝΤΡΑ, και ήταν ανοιχτός.
Όταν ο Τζόναθαν γύρισε σπίτι από την πόλη εκείνο το βράδυ, η Μαριάνα συγκέντρωσε το κουράγιο της και του έκανε λόγο για το εύρημά της. Εκείνος ούτε φάνηκε να θυμώνει ιδιαίτερα ή να εντυπωσιάζεται.
“Ασφαλώς και υπάρχει διακόπτης για τα δέντρα”, την πληροφόρησε αδιάφορα, και έγνεψε στο ρομπότ υπηρέτη του να του κόψει την μπριζόλα. “Δεν το 'ξερες ότι ήταν ραδιο-δέντρα; Δεν ήθελα να περιμένω είκοσι πέντε χρόνια για να μεγαλώσουν τ' αληθινά, που έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να φυτρώσουν σε τούτο τον ξερό βράχο. Ένας σταθμός στην πόλη εκπέμπει ένα πρότυπο πεύκου, και οι δέκτες σαν το δικό μας συλλαμβάνουν το σήμα και το προβάλλουν γύρω από το σπίτι. Είναι λίγο κακόγουστο, αλλά πρακτικό”.
Ύστερα από μερικές στιγμές, τον ρώτησε δειλά, “Τζόναθαν, είναι άυλα αυτά τα ραδιο-δέντρα όταν τα διασχίζεις με το αμάξι σου;”
“Όχι βέβαια! Είναι απτά όσο και τούτο το σπίτι και ο βράχος όπου είναι χτισμένο. Όχι μόνο μπορείς να τα δεις, αλλά και να τ' αγγίξεις. Θα μπορούσε κανείς και να σκαρφαλώσει πάνω τους αν ήθελε. Αν έβγαινες ποτέ και λίγο παραέξω, θα τά 'ξερες αυτά τα πράγματα. Ο σταθμός της πόλης εκπέμπει κύματα εναλλασσόμενης ύλης στους εξήντα κύκλους το δευτερόλεπτο. Αλλά δεν είναι για το μυαλό σου η επιστήμη του πράγματος”.
Εκείνη αποτόλμησε άλλη μια ερώτηση: “Γιατί είχαν σκεπασμένο το διακόπτη των δέντρων;”
“Για να μην παίζεις μαζί του – το ίδιο που ισχύει και για τους διακόπτες μικρορύθμισης της τηλεόρασης. Έτσι ώστε να μην έχεις εμπνεύσεις κι αρχίσεις ν' αλλάζεις τα δέντρα. Κάτι τέτοιο θα με πείραζε πολύ, σ'το λέω. Δε θα 'θελα να έρχομαι σπίτι και να βρίσκω βελανιδιές τη μια μέρα και σημύδες την άλλη. Μου αρέσει η σταθερότητα και μου αρέσουν τα πεύκα”. Γύρισε και κοίταξε τα δέντρα από το παράθυρο, και άφησε ένα γρύλισμα ικανοποίησης.
Εκείνη ήθελε να του εξηγήσει ότι απεχθανόταν τα πεύκα, αλλά τα λόγια του την αποθάρρυναν και προτίμησε να μην κάνει κουβέντα.
Όμως, γύρω στο μεσημέρι της άλλης μέρας, πήγε στο μυστικό ταμπλό κι έκλεισε το διακόπτη των δέντρων. Ύστερα γύρισε γοργά το κεφάλι προς τα κει, για να δει το αποτέλεσμα.
Στην αρχή δεν έγινε τίποτα, και είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ο Τζόναθαν είχε κάνει λάθος, κάτι που συνεβαινε συχνά έστω και αν ο ίδιος δεν το παραδεχόταν. Αλλά την άλλη στιγμή τα δέντρα άρχισαν να τρεμουλιάζουν, και πράσινες φωτεινές κουκίδες άρχισαν να στροβιλίζονται πάνω τους. Ύστερα έσβησαν και χάθηκαν, αφοντας πίσω τους μονάχα μια εκτυφλωτικά φωτεινή κουκίδα – όπως ακριβώς και η τηλεόραση όταν την κλείνεις. Αυτό το αστράκι έμεινε ακίνητο για κάμποσες στιγμές, και μετά άρχισε ν' απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον ορίζοντα.
Τώρα που τα δέντρα είχαν πάψει να της κρύβουν τη θέα, η Μαριάνα μπορούσε να δει το αληθινό τοπίο πίσω τους. Ήταν επίπεδος γκρίζος βράχος, ατέλειωτα χιλιόμετρα από δαύτον, ακριβώς σαν αυτόν όπου πάνω του ήταν χτισμένο το σπίτι, και ο οποίος σχημάτιζε το δάπεδο του αίθριου. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κοίταζε, δεν άλλαζε τίποτα. Μονάχα ένας μαύρος ασφαλτόδρομος με δυο λουρίδες κυκλοφορίας διέσχιζε σ' ευθεία τη γυμνή πέτρα – τίποτα άλλο.
Αντιπάθησε τη θέα σχεδόν από την πρώτη ματιά – ήταν φοβερά ερημική και καταθλιπτική. Για να το ξεπεράσει, μείωσε τη βαρύτητα στο σεληνιακό επίπεδο και άρχισε να χορεύει ανάλαφρα σαν σε όνειρο, πετώντας πάνω από τη βιβλιοθήκη και το πιάνο, και βάζοντας ακόμη και τις υπηρέτριες ρομπότ να χορέψουν μαζί της. Αλλά ούτε κι αυτό της έφτιαξε τη διάθεση. Γύρω στις δύο πήγε ν' ανοίξει πάλι το διακόπτη των δέντρων, κάτι που έτσι κι αλλιώς σκόπευε να κάνει πριν επιστρέψει ο Τζόναθαν και θυμώσει μαζί της.
Όμως παρατήρησε ότι κάτι είχε αλλάξει στη στήλη με τους έξι μικρούς διακόπτες. Ο διακόπτης ΔΕΝΤΡΑ δεν είχε πια καμία φωτεινή ένδειξη. Θυμόταν ότι ήταν ο πάνω πάνω στη σειρά, αλλά τώρα ο διακόπτης αυτός αρνιόταν να δουλέψει. Προσπάθησε να τον μετακινήσει με το ζόρι στη θέση λειτουργίας, αλλά εκείνος έμεινε ακλόνητος εκεί που βρισκόταν.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα το έβγαλε καθισμένη στα σκαλοπάτια μπροστά στην πόρτα, παρακολουθώντας το μαύρο ασφαλτόδρομο με τις δύο λουρίδες κυκλοφορίας. Δεν είδε ούτε ένα αυτοκίνητο ούτε έναν άνθρωπο, έως τη στιγμή που εμφανίστηκε στο βάθος το μπεζ σπορ αμάξι του Τζόναθαν. Στην αρχή φαινόταν ακίνητο στον ορίζοντα. Ύστερα άρχισε να πλησιάζει αργά σαν μικροσκοπικό σαλιγκάρι, αν και η Μαριάνα ήξερε ότι ο Τζόναθαν έτρεχε πάντοτε με το γκάζι πατημένο τέρμα – αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που ποτέ δεν έμπαινε στο αυτοκίνητό του.
Ο Τζόναθαν δεν φρένιασε μαζί της, όπως το φοβόταν. “Εσύ φταις που πας και τα σκαλίζεις”, ήταν το μόνο που της είπε ξερά. “Τώρα πρέπει να ειδοποιήσουμε να μας έρθει τεχνίτης. Να πάρει η ευχή, δε μ' αρέσει να κάθομαι να τρώω και να βλέπω μονάχα εκείνα τα βράχια! Μου φτάνει που είμαι αναγκασμένος να τα διασχίζω δύο φορές κάθε μέρα”.
Τον ρώτησε δειλά γι' αυτή τη γύμνια του τοπίου και την απουσία κάθε γείτονα.
“Ε, εσύ ήθελες να μείνουμε κάπου απόμακρα”, της αποκρίθηκε. “Αλλά ούτε που θα το 'χες πάρει χαμπάρι αν δεν έσβηνες εκείνα τα δέντρα”.
“Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελα να σε ρωτήσω, Τζόναθαν”, του είπε. “Εκείνος ο δεύτερος διακόπτης – ο δεύτερος στη σειρά – έχει μια φωτεινή ένδειξη πλάι του. Λέει απλά ΣΠΙΤΙ. Είναι ανοιχτός – δεν τον άνοιξα εγώ. Λες να...”
“Θα 'θελα να το δω αυτό”, της φώναξε αμέσως, χτυπώντας το ποτήρι με το κοκτέιλ του τόσο δυνατά στο δίσκο, που η υπηρέτρια ρομπότ τραντάχτηκε ολόκληρη. “Αγόρασα αυτό το σπίτι με την εγγύση ότι είναι συμπαγές, αλλά γίνονται και απάτες. Φυσιολογικά θα διέκρινα στη στιγμή ένα εκπεμπόμενο ράδιο-σπίτι, αλλά μπορεί να μου πασάρισαν κανένα που εκπέμπεται από άλλο πλανήτη ή ηλιακό σύστημα. Θα γινόμαστε ρεζίλι, εγώ και πενήντα άλλοι πολυεκατομμυριούχοι, αν μας έβλεπαν με πανομοιότυπα σπίτια, ενώ ο καθένας πιστεύει ότι έχει κάτι μοναδικό”.
“Μα αν το σπίτι στηρίζεται σε συμπαγή βράχο όπως αυτό...”
“Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να μας εξαπατήσουν, ανόητη!”
Έφτασαν μπροστά στο κεντρικό ταμπλό ελέγχου. “Ορίστε”, του είπε. Στην βιάση της να βοηθήσει, τίναξε νευρικά το δάχτυλό της προς το διακόπτη που έγραφε ΣΠΙΤΙ... και τον έκλεισε κατά λάθος.
Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα. Μετά ένας λευκός αναβρασμός άρχισε ν' απλώνεται στο ταβάνι, τους τοίχους και τα έπιπλα, φουσκώνοντας και αφρίζοντας σαν κρύα λάβα. Μια στιγμή αργότερα βρέθηκαν μόνοι σ' ένα γυμνό επίπεδο βράχο, πλατύ όσο τρία γήπεδα του τένις. Ακόμη και ο κεντρικός πίνακας ελέγχου είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που απόμενε ήταν μια λεπτή βέργα που έβγαινε από τον γκρίζο βράχο στα πόδια τους και είχε στην κορφή της, σαν μηχανικό φρούτο, ένα μικρό πλαίσιο με τους έξι διακόπτες – αυτό, καθώς κι ένα αβάσταχτα λαμπερό αστράκι που στεκόταν μετέωρο εκεί που ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα.
Η Μαριάνα ξαναπάτησε με απόγνωση το διακόπτη ΣΠΙΤΙ, αλλά ήταν εντελώς κλειστός τώρα, κλειδωμένος στη θέση μη λειτουργίας, έστω κι αν προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον επαναφέρει στην αρχική θέση.
Το εκτυφλωτικό άστρο, που είχε απομείνει στη θέση του πάνω πατώματος, άρχισε τώρα ν' απομακρύνεται σαν τροχιοδεικτική σφαίρα. Στην τελευταία λάμψη του η Μαριάνα πρόλαβε να δει το μανιασμένο πρόσωπο του Τζόναθαν. Τα χέρια του σηκώνονταν απειλητικά με τα δάχτυλα γαμψα.
“Ηλίθια!” βρυχήθηκε, ορμώντας καταπάνω της.
“Όχι. Τζόναθαν, όχι!”, του φώναξε έντρομη, πισωπατώντας. Αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει.
Τότε συνειδητοποίησε ότι απ' το τράβηγμα, το πλαίσιο με τους διακόπτες είχε σπάσει στα χέρια της. Δίπλα στον τρίτο διακόπτη έλαμπε ένα άλλο όνομα τώρα: ΤΖΟΝΑΘΑΝ. Τον έκλεισε.
Καθώς τα δάχτυλα του άδραχναν το γυμνό ώμο της, τα ένιωσε να γίνονται πρώτα μαλακά σαν αφρός και μετά σαν αέρας. Το πρόσωπο και το γκρίζο κοστούμι του έγιναν ένα χάος ιριδισμών και, σαν ασπρουλιάρικο φάντασμα, έλιωσαν κι άρχισαν να ρέουν. Το δικό του άστρο, μικρότερο από εκείνο του σπιτιού, αλλά πολύ πιο κοντινό, σχεδόν της τύφλωσε τα μάτια. Όταν τ' άνοιξε πάλι, το μόνο που είχε απομείνει από το άστρο ή τον Τζόναθαν ήταν ένα σκοτεινό μετείκασμα στον αμφιβληστροειδή της, που χόρευε μπροστά της σαν μαύρο μπαλάκι του τένις.
Ήταν μόνη τώρα σε μια απέραντη πεδιάδα επίπεδου βράχου, κάτω από ένα δίχως σύννεφα, αστροφώτιστο ουρανό.
Ο τέταρτος διακόπτης είχε το δικό του φωτεινό όνομα τώρα: ΑΣΤΡΑ.
Ήταν σχεδόν αυγή, σύμφωνα με τους φωσφορικούς δείκτες του ρολογιού της, κι ένιωθε το κρύο να την περονιάζει έως το κόκαλο, όταν τελικά αποφάσισε να κλείσει και το διακόπτη των άστρων. Δεν ήθελε να το κάνει – η αργή περιστροφή τους στον ουράνιο θόλο ήταν το τελευταίο σημάδι κάποιας πειθαρχημένης πραγματικότητας – αλλά της φάνηκε σαν η μοναδική κίνηση που μπορούσε να κάνει.
Αναρωτήθηκε τι θα έγραφε ο πέμπτος διακόπτης. ΒΡΑΧΟΣ; ΑΕΡΑΣ; Ή μήπως και;...
Με μια κίνηση έκλεισε το διακόπτη των αστεριών.
Ο Γαλαξίας, σαν μεγαλόπρεπη αψίδα στον ουρανό, άρχισε ν' αναβράζει και τα άστρα του να τινάζονται πέρα δώθε σαν έντομα στο φως μιας λάμπας. Σύντομα μονάχα ένα είχε απομείνει, πολύ πιο λαμπερό από το Σείριο ή την Αφροδίτη – μέχρι ν' αρχίσει να ρουφιέται κι αυτό προς το χάος, σβήνοντας στο άπειρο.
Ο πέμπτος διακόπτης έγραφε ΓΙΑΤΡΟΣ, και δεν ήταν ανοιχτός αλλά κλειστός.
Ένας ανεξήγητος τρόμος άρχισε να θεριεύει στο στήθος της Μαριάνας. Δεν ήθελε ούτε ν' αγγίξει καν αυτό τον πέμπτο διακόπτη. Ακούμπησε το πλαίσιο με τους διακόπτες κάτω στο γυμνό βράχο και πισωπάτησε μακριά τους.
Αλλά δεν τολμούσε ν' απομακρυνθεί πολύ στην άναστρη νύχτα. Ζάρωσε κάτω και έμεινε έτσι περιμένοντας την αυγή. Από καιρού σε καιρό κοίταζε στο ρολόι της και στην απαλή λάμψη του διακόπτη καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα.
Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό.
Συμβουλεύτηκε πάλι το ρολόι της. Έπρεπε να 'χει χαράξει εδώ και δυο ώρες. Ύστερα θυμήθηκε ότι στο σχολείο της είχαν μάθει ότι ο ήλιος δεν ήταν παρά ένα ακόμη άστρο ανάμεσα στα τόσα.
Γύρισε πίσω και κάθισε δίπλα στο πλαίσιο με τους διακόπτες. Ύστερα το πήρε στα χέρια της και άνοιξε τον πέμπτο διακόπτη.
Ο βράχος έγινε μαλακός και δροσερά αρωματισμένος κάτω από κορμί και πάνω από τα πόδια της, πριν γίνει αργά αργά λευκός.
Ήταν ανακαθισμένη σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, σ' ένα μικρό γαλάζιο θάλαμο με λευκές ρίγες.
Μια μελωδική μηχανική φωνή ακούστηκε να βγαίνει από τον τοίχο λέγοντας,
“Διακόψατε με δική σας πρωτοβουλία, τη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών. Εάν συνειδητοποιήσατε τώρα τη νοσηρότητα της κατάθλιψής σας και επιθυμείτε ν' αποδεχτείτε βοήθεια, ο γιατρός θα έρθει να σας δει. Εάν όχι, είστε ελεύθερη να επιστρέψετε στη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών και να την ακολουθήσετε έως την έσχατη κατάληξή της”.
Η Μαριάνα κοίταξε στο χέρι της. Κρατούσε ακόμη το πλαίσιο με τους διακόπτες, και ο πέμπτος εξακολουθούσε να γράφει ΓΙΑΤΡΟΣ.
“Από τη σιωπή σας”, συνέχεισε ο τοίχος, “υποθέτω ότι αποδέχεστε την ιατρική θεραπεία. Ο γιατρός θα έρθει αμέσως κοντά σας”.
Ο ανεξήγητος τρόμος επέστρεψε πάλι στη Μαριάνα, με ψυχαναγκαστική ένταση τούτη τη φορά.
Έκλεισε το διακόπτη του γιατρού.
Βρισκόταν πάλι πίσω στο άναστρο σκοτάδι. Ο βράχος είχε γίνει τώρα πολύ πιο παγερός. Μπορούσε να νιώσει παγωμένες νιφάδες να πέφτουν στο πρόσωπό της – χιόνι.
Σήκωσε το πλαίσιο με τους διακόπτες και είδε, με ανείπωτη ανακούφιση, ότι ο έκτος και τελευταίος διακόπτης έγραφε τώρα, με μικροσκοπικά φωτεινά, γράμματα: ΜΑΡΙΑΝΑ.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΑΣΟΣ (1986)
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΟΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου