.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Το χρωματιστό κορίτσι – ΦΑΙΔΩΝΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ


Εντεκα χρονών ήταν.
Και άντε μαμά ετοίμασέ με να πάω να παίξω λίγο.
Στο τέλος του δρόμου μας, στον κήπο του Διονυση, παίζουν η Μαρίνα, ο Αχιλλέας, η Νίκη κι η Αθηνά.
Είπε, και τινάζοντας το κεφάλι της, μετατοπίσθηκαν τα ξανθά της μαλλάκια απ' την δεξιά πλευρά.
Ο πατέρας της έπινε σιγά-σιγά το ουζάκι του και χαμογελούσε ικανοποιημένος. Η αλήθεια ήταν ότι τις τελευταίες μέρες είχε κουραστεί πολύ το παιδί με τις εξετάσεις του σχολείου. Διάβασε πολύ και φιλότιμα, και πήγε παραπάνω από καλά.
Καιρός ήταν να ξεδώσει λίγο.
Τώρα μπορούσε να παίξει όσο ήθελε.
Η μαμά της έβαζε τα τελευταία τσιμπιδάκια, να μη πέφτουν τα μαλλιά της στα μάτια. Εκείνη χαμογέλασε στη σκέψη του παιχνιδιού.
Τα γαλάζια μάτια της επηρεάζονταν λες απ' το χαμόγελό της και γέλαγαν κι αυτά.
Μπάμ! Έκλεισε η πόρτα πίσω της, ενώ ακούγονταν άρρυθμοι οι χτύποι της τρεχάλας της. Πέρασε κάτω απ' τις εληές που ανθοβολούσαν παρατεταγμένες στο πεζοδρόμιο.
Τα μαλλιά της και τα λαιμάκια της μοσχοβόλαγαν σαν πράσινα δημητριακά, που όταν τα ζουλάς βγαίνει ένα γαλακτερό υγρό.
Σα να λέμε χαρούμενα ανοιξιάτικα δάκρυα.
Έφτασε στη γωνία και κονταστάθηκε στα κάγκελα του κήπου.
Ο κήπος περικύκλωνε μια μεγάλη αυλή κι ήταν γεμάτος λουλούδια. Αραιά και που κανένα δεντράκι.
Στο μέσον η πλακοστρωμένη αυλή, μ' ένα μικρό συντριβάνι.
Τα παιδιά έπαιζαν σχοινάκι και μίλαγαν δυνατά.
-Διονύση! Μπορώ να παίξω και γω μαζί σας;Ρώτησε, έχοντας το κεφαλάκι της ανάμεσα στα κάγκελα.
-Δεν αφήνουμε άλλα παιδιά να μπουν εδώ μέσα, απάντησε ο Διονύσης και γύρισε αλλού. Εκείνη, κύτταξε λίγο ακόμα τα παιδιά, κι αργά-αργά άρχισε ν' απομακρύνεται.
Σε μια στιγμή σταμάτησε και κύτταξε πάλι τα παιδιά στον κήπο.
Τα κάρφωσε με την ματιά της ένα-ένα.
Το πρόσωπό της είχε σφιχτεί.
Απ' τα μάτια της ξεπήδησαν δυό ψιλές κυλινδρικές κολώνες από κίτρινο διάφανο φως, που έφταναν μέχρι τα παιδιά του κήπου.
Μόλις οι κολωνίτσες έφταναν στα παιδιά, κι ακούμπαγαν πάνω τους, ακούγονταν ένα τακ σαν το θόρυβο που κάνει μια πλακίτσα πέφτοντας στο δρόμο, χωρίς ν' αναπηδήσει.
Μόλις οι κιτρινοδιάφανες κολωνίτσες πέτυχαν όλα τα παιδιά, το προσωπάκι της χαλάρωσε.
Μπήκε τρέχοντας στον κήπο, και στάθηκε μπροστά σε πέντε αγάλματα. Το ένα, με το χέρι μετέωρο κρατώντας το πέτρινο σχοινάκι, που είχε ξεφύγει απ' το άλλο χέρι.
Δύο αγάλματα το ένα απέναντι στο άλλο κρατούσαν τα χέρια τους, κι άλλα δυό, καθισμένα στα γόνατα, τράβαγαν μια κούκλα το ένα απ' το άλλο.
Υστερα άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω στον κήπο.
Ο ήλιος συνέχιζε την πορεία του προς το πάτωμα της θάλασσας.
Εκείνη έκοβε λουλούδια κι έκανε δυό ματσάκια.
Ένα δροσερό αεράκι της ανέμιζε τα μαλλιά, που έφταναν μέχρι τη μέση της.
Κι ενώ χάιδευε τη γατούλα κοντά στο συντριβάνι, ο ήλιος της έκλεισε πριν να δύσει τα χείλη, μ' ένα κόκκινο ζεστό φιλί...

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: