Ο Γιόχανσεν με τους συντρόφους του αποβιβάστηκαν σε μια λασπερή παραλία στην άκρη της νεκρόπολης κι αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν τους τεράστιους και γλιστερούς ογκόλιθους που σχημάτιζαν ένα είδος σκάλας, υπερβολικά τεράστιας για να έχει φτιαχτεί από θνητούς, ή για χρήση από θνητούς. Ακόμα κι ο ήλιος έβγαζε μια λάμψη διεστραμμένη, καθώς το φως του αντανα-κλούνταν και φιλτραριζόταν μέσα στους μολυσμένους όγκους που αναδύονταν από τον ωκεανό. Απειλή και τρόμος πλανιόνταν στον αέρα, γύρω από τα λίθινα κατασκευάσματα με τις τρελές γωνίες και καμπύλες, επιφάνειες που η ανθρώπινη ματιά τις έβλεπε σαν κυρτές και μια στιγμή αργότερα τις αντιλαμβανόταν σαν κοίλες.
Είχαν αντικρίσει μέχρι τώρα μονάχα βράχια, γλοιώδη λάσπη και φύκια κι όμως αυτά και μόνο ήταν αρκετά για να τους τρομάξουν. Ο καθένας τους συνέχιζε την εξερεύνηση παρακινούμενος από το φόβο της κοροϊδίας των άλλων και με μισή καρδιά συμφώνησαν όλοι να προχωρήσουν, ψάχνοντας — μάταια, όπως αποδείχτηκε — για κάποιο αναμνηστικό αντικείμενο που να μπορούν να πάρουν μαζί τους. Ο Ροντρίγκεζ, ο Πορτογάλος, σκαρφάλωσε στους πρόποδες του ογκόλιθου και φώναξε στους από κάτω τι ανακάλυψε. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι, αντικρίζοντας με περιέργεια την τιτάνια σκαλιστή πόρτα, με το γνωστό πια γι αυτούς κεφαλόποδο είδωλο στο κέντρο της. Κατάλαβαν πως επρόκειτο περί πύλης από τα ιερογλυφικά στην κορυφή της, το κατώφλι και τις λαβές της, αλλά τους ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν αν ήταν κανονική πόρτα, που άνοιγε προς τα έξω, ή συρόμενη, παράλληλη προς τον πύργο. Όπως θα 'λεγε κι ο Γουίλκοξ, ήταν γεωμετρικά λάθος. Δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος αν το έδαφος και η θάλασσα ήταν πράγματι οριζόντια σε σχέση με τη θεόρατη στήλη, κι έτσι η κάθε θέση φαινόταν ν' αλλάζει κάθε δευτερόλεπτο.
Ο Μπράιντεν άρχισε να σπρώχνει τους ογκόλιθους που σχημάτιζαν την πύλη, χωρίς αποτέλεσμα. Έπειτα ο Ντόνοβαν άπλωσε τα χέρια του κι άρχισε σιγά σιγά να νιώθει τις άκρες, αγγίζοντας ξεχωριστά κάθε σημείο. Σκαρφάλωσε πάρα πολύ ψηλά, καλύπτοντας όσο μπορούσε τη λίθινη επιφάνεια — αν βέβαια στ' αλήθεια σκαρφάλωνε και δε σερνόταν με την κοιλιά, αφήνοντας τους υπόλοιπους ν' αναρωτιούνται πώς γίνεται να υπάρχει στον κόσμο τόσο μεγάλη πύλη. Κι έπειτα, αργά και απαλά, η πόρτα άρχισε να οπισθοχωρεί ψηλά στην κορυφή και αντιλήφθηκαν πως στην πραγματικότητα ήταν κρεμαστή, αλλά προς τα μέσα.
Ο Ντόνοβαν γλίστρησε — ή ανέβηκε; — στις τεράστιες λαβές και ξαναβρήκε τους συντρόφους του. Οι άντρες του Έμα απέμειναν να παρακολουθούν έντρομοι την πύλη, καθώς υποχωρούσε. Μέσα σ' αυτή την πρισματική παραμόρφωση, τους φάνηκε πως κινιόταν απότομα κι ανώμαλα, κάπως διαγώνια, διαστρέφοντας όλους τους γνωστούς κανόνες της ύλης και της προοπτικής.
Πίσω από το άνοιγμα φαινόταν μαύρο σκοτάδι, τόσο μαύρο που ήταν σαν συμπαγές. Πράγματι, το σκοτεινό κενό ανέδιδε μια αίσθηση παρουσίας, γιατί τμήματα των εσωτερικών τοιχωμάτων που θα 'πρεπε λογικά να έχουν φανεί έμεναν ακόμα κρυμμένα. Και στ' αλήθεια υπήρχε μια παρουσία, κάτι σαν μαύρος καπνός· το Ον προχωρούσε μπροστά, λεύτερο τώρα από μια φυλακή που το κρατούσε έγκλειστο αμέτρητους αιώνες, σκοτεινιάζοντας τον ίδιο τον ήλιο καθώς έβγαινε ορμητικά, τεντώνοντας προς το μαύρο ουρανό τις μεμβράνες από τις φτερούγες του.
Η δυσωδία που ερχόταν από το άνοιγμα ήταν ανυπόφορη κι έπειτα από λίγο ο Χόκινς άκουσε έναν απαίσιο γλιτσερό ήχο να φτάνει μέσα από το χάσμα. Όλοι σταμάτησαν ν' αφουγκραστούν κι ήταν ακόμα στην ίδια θέση όταν το Ον εμφανίστηκε μπροστά τους, σπρώχνοντας το ζελατινώδη όγκο του μέσα από το μαύρο άνοιγμα της πύλης και βγαίνοντας ολόκληρο στο βαρύ αέρα της δηλητηριασμένης τρελής πόλης του.
Ο κακομοίρης ο Γιόχανσεν σχεδόν ούτε την πένα δεν μπορεί να σύρει στο χαρτί καθώς συνεχίζει την περιγραφή του. Από τους έξι άντρες που πέθαναν πάνω στο νησί, οι δυο, όπως πιστεύει, έμειναν στον τόπο από καθαρό τρόμο μπροστά στο καταραμένο θέαμα. Το Ον ήταν έξω από κάθε περιγραφή, γιατί πώς να περιγράψει κανείς στη φτωχή ανθρώπινη γλώσσα μια τέτοια μνημειώδη μάζα αβυσσαλέας παράνοιας, μια τέτοια διαστροφή κάθε νόμου της ύλης, των δυνάμεων, ακόμα και της κοσμικής τάξης. Ένα βουνό που προχωρούσε παραπατώντας. Θεέ μου, ήταν τώρα απο-λύτως φυσικό να τρελάθηκε την ίδια στιγμή ένας απολύτως υγιής και προσγειωμένος αρχιτέκτονας και να γλίστρησε στα βάραθρα του ντελίριου ο φτωχός Γουίλκοξ τη στιγμή που η τηλεπάθειά τους τους μετέδιδε μια τέτοια εικόνα. Το Ον των Ειδώλων, το πρασινόμαυρο, κολλώδες σπέρμα των πλανητών, είχε εγερθεί και διεκδικούσε όσα του ανήκαν. Τ' αστέρια είχαν γυρίσει στη σωστή τους θέση κι αυτό που με τις τελετουργίες της δεν είχε καταφέρει μια ολόκληρη κρυφή λατρεία, το κατάφερε κατά λάθος μια ομάδα από αθώους ναυτικούς. Μετά από δέσμες εκατομμυρίων ετών, ο μεγάλος Κθούλχου ήταν ελεύθερος ξανά, αχόρταγα πεινασμένος για απολαύσεις.
Τρεις άντρες αρπάχτηκαν από τα τεράστια, πλαδαρά νύχια πριν οποιοσδήποτε τολμήσει να κάνει βήμα. Ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή τους, αν υπάρχει ανάπαυση στο σύμπαν. Ο Ντόνοβαν, ο Γκερέρα και ο Άνγκστρομ. Καθώς οι υπόλοιποι, διασχίζοντας ατέλειωτους γλιστερούς δρόμους, προσπαθούσαν να φτάσουν στο πλοίο, ο Πάρκερ γλίστρησε κι εξαφανίστηκε κι ο Γιόχανσεν θα μπορούσε να ορκιστεί πως, κυριολεκτικά, τον κατάπιε ένα κτίριο που ένα δευτερόλεπτο πριν δε βρισκόταν σ' αυτή τη θέση. Ο άτυχος ναυτικός χάθηκε μέσα σε μια γωνία που τη μια στιγμή ήταν αμβλεία και την επόμενη οξεία. Τελικά, μονάχα ο Μπράιντεν κι ο Γιόχανσεν έφτασαν μέχρι τη βάρκα τους, κωπηλατώντας απελπισμένα μέχρι το πλοίο, τη στιγμή που το γιγάντιο τέρας κατηφόριζε τη λίθινη σκάλα και στεκόταν, σαν διστακτικό, στην άκρη της θάλασσας.
Ευτυχώς ο ατμός δεν είχε χάσει την πίεσή του, παρά το γεγονός ότι δεν είχε μείνει κανείς στο σκάφος, και ύστερα από λίγες στιγμές αγωνιώδους προσπάθειας τροχών και μηχανών, το Αλέρτ ξεκινούσε. Πολύ αργά, μέσα στη φρίκη της απερίγραπτης σκηνής, άρχισε ν' απομακρύνεται, παφλάζοντας στα μαύρα νερά, ενώ στην ξηρά, στην έρημη αυτή ακτή που δεν αποτελούσε τμήμα της γης, το Ον των μακρινών άστρων βρυχιόταν και ούρλιαζε όπως κάποτε ο Πολύφημος καταριόταν το φευγάτο πλοίο του Οδυσσέα. Κι έπειτα, αγριεμένος περισσότερο κι από το μυθολογικό Κύκλωπα, ο Μεγάλος Κθούλχου γλίστρησε το λιπαρό του όγκο μέσα στο νερό και ρίχτηκε στο κυνήγι με φοβερές κινήσεις των μελών του, που ξεσήκωναν τα κύματα της θάλασσας. Ο Μπράιντεν γύρισε να κοιτάξει προς τα πίσω κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχασε τα λογικά του, ξεσπώντας σε παρανοϊκά γέλια, μέχρι που μια νύχτα, ενώ ο Γιόχανσεν παραληρούσε μόνος, τον βρήκε ο θάνατος στην καμπίνα του.
Ο Γιόχανσεν όμως δεν είχε ακόμα παραιτηθεί. Ήξερε πως ο ατμός δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο υψηλής πίεσης και πως το Ον δε θ' αργούσε να τους φτάσει, κι έτσι πήρε την απόφασή του, απόφαση απόγνωσης. Ανέβασε τις μηχανές στο τέρμα, έτρεξε σαν αστραπή στο κατάστρωμα και γύρισε το πλοίο στην όπισθεν. Ένας φοβερός θόρυβος αφρών και μηχανής ακολούθησε, ο ατμός ανέβαινε όλο και περισσότερο, κι ο γενναίος Νορβηγός οδήγησε το πλοίο ίσια επάνω στο ζελατινώδες τέρας, που έβγαινε πάνω από τα νερά, πάνω από τα βρόμικα κύματα, σαν κατάρτι μιας δαιμονικής γαλέρας. Το απαίσιο χταποδίσιο κεφάλι με τα ζαρωμένα πλοκάμια ακούμπησε σχεδόν το πρωραίο άκρο του γεροφτιαγμένου σκάφους, αλλά ο Γιόχανσεν,σταθερός, συνέχισε την επίθεση.
Ακούστηκε ένα φριχτό σκάσιμο, σαν να είχε τιναχτεί κάποια πυώδης κύστη, μια γλιστερή αηδία σαν σαπισμένου ψαριού, μια βρόμα από χίλιους ανοιγμένους τάφους κι ένας ήχος που ο Γιόχανσεν δεν μπορούσε να τον περιγράψει στο χαρτί. Για μια στιγμή το πλοίο πνίγηκε μέσα σ' ένα εκτυφλωτικό πράσινο νέφος από αναβράζοντα οξέα κι έπειτα το μόνο που απέμεινε ήταν ένας δηλητηριώδης αφρός που έβγαζε ατμούς, όταν — Θεέ μεγαλοδύναμε — ο Γιόχανσεν είδε, μέσα απ' αυτή τη σκόρπια, ζελατινώδη ουσία, το Ον να ανασυντίθεται στην απαίσια, προηγούμενη μορφή του, ενώ η απόσταση που το χώριζε από το ατμόπλοιο, που είχε πια αναπτύξει το μέγιστο των μηχανών του, μεγάλωνε κάθε δευτερόλεπτο.
Αυτό ήταν όλο. Ύστερα, ο Γιόχανσεν το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κοιτάζει σαν χαμένος το είδωλο μέσα στις καμπίνες και να φροντίζει για την τροφή τη δική του και του παρανοϊκού που ξεσπούσε σε γέλια δίπλα του. Δεν προσπάθησε να βάλει το σκάφος σε κάποια συγκεκριμένη πορεία μετά την απελπισμένη φυγή του, γιατί όλη αυτή η περιπέτεια είχε πάρει κάτι από τη γενναία του ψυχή. Στις 2 Απριλίου ήρθε η καταιγίδα και μαζί της τα σύννεφα που σκοτείνιασαν το μυαλό του. Στο χειρόγραφο του υπάρχει μια αίσθηση, σαν υπερφυσικός θρήνος πάνω από τα χάσματα της αιωνιότητας, μια ζάλη, σαν τρελό ταξίδι στην ουρά ενός κομήτη που διασχίζει τα σύμπαντα, σαν αβυσσαλέα τινάγματα από τις αβύσσους στο φεγγάρι κι από το φεγγάρι βαθιά στις αβύσσους, κι όλα του τα οράματα διατρέχονταν από την εκμηδενιστική παρουσία των τερατόμορφων Μεγάλων Αρχαίων και των νυχτεριδό-φτερων πράσινων στοιχειών της κόλασης.
Μέσα στη μέση του ονείρου τον βρήκε η σωτηρία, το Βίτζιλαντ, το ναυαρχείο, οι δρόμοι του Ντιούντεν και το μακρύ ταξίδι πίσω στο παλιό του σπίτι στη Νορβηγία. Σε κανέναν δεν μπορούσε να μιλήσει, θα τον έπαιρναν σίγουρα για τρελό. Θα προσπαθούσε να μεταφέρει την εμπειρία του στο χαρτί, πριν τον βρει ο θάνατος, αλλά ακόμα κι η γυναίκα του δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα. Θα καλωσόριζε το θάνατο σαν δώρο, φτάνει να μπορούσε να του σβήσει για πάντα τις μνήμες.
H. P. Lovecraft
The Call of Cthulhu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου