.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Ἡ ἀπόφαση - ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ



Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.

Ο "αγρός του Κεραμέως" - ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ

Κύριε
πλήθυναν τώρα τελευταία
οι προσευχές μας,
αλλά δεν ανεβαίνουν ως το θρόνο Σου,
παρά πισωλυγάνε,
σαν τον καπνό άπ' το βωμό του Κάϊν,
γιατί ζητάμε, Κύριε, εμάς,
κι όχι Εσένα.
Κι είμαστε Κάιν, Κύριε,
γιατί κι εμείς σκοτώσαμε τον αδερφό μας
τον Άνθρωπο,
και κάθε μέρα τον σκοτώνουμε,
την εντολή Σου καταργώντας την καινή.
Κύριε,
πληθαίνουνε οί προσφορές μας,
άλλα αφτιά γι' αυτές κουφά συναπαντούν
κι αόματες ματιές ανέκφραστα τις βλέπουν.
Γιατί οί προσφορές μας, Κύριε,
φτιάχτηκαν απ' των αδερφιών τις σάρκες
κι από τα κόκκαλα της μάννας μας
κι από το αίμα των παιδιών μας,
πού ολ' αυτά τ' αρπάξαμε
και τα απομυζήσαμε
και πα στις διαμαρτυρίες τους καθίσαμε,
φιμώνοντας τες με την ιδιότητα μας
του να ' μαστέ φορείς τ' ονόματος Σου.
Κι αφού χαρήκαμε το αίμα των παιδιών μας
και των μαννάδων μας τα κόκκαλα
και τις αδερφικές τις σάρκες,
ό,τι περίσσεψε,
Σου το αφιερώνουμε.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Η απλή τέχνη του φόνου - Raymond Chandler


Η μυθοπλασία, σ' όλες τις μορφές της, είχε πάντοτε την πρόθεση να είναι ρεαλιστική. Τα μυθιστορήματα παλαιού τύπου, που τώρα μοιάζουν επιτηδευμένα και τεχνητά σε σημείο αυτοδιακωμώδησης, δεν έδιναν αυτή την εντύπωση στους ανθρώπους που τα πρωτοδιάβαζαν. Περιπτώσεις όπως ο Fielding και ο Smollett θα μπορούσαν να παρουσιάζονται ως ρεαλιστικοί συγγραφείς με τη σύγχρονη έννοια, γιατί ασχολήθηκαν με ασυμβίβαστους χαρακτήρες, που είχαν πάρε-δώσε με την αστυνομία, όμως και τα χρονικά της Jane Austen για παθολογικά ντροπαλούς ανθρώπους με φόντο την επαρχιακή αριστοκρατικότητα, μοιάζουν αρκετά με αληθοφανή από ψυχολογική σκοπιά. Υπάρχει σήμερα αρκετή δόση από αυτού του είδους την κοινωνική και συναισθηματική υποκρισία. Προσθέστε τώρα και μια γενναία δόση πνευματικής εκζήτησης και θα έχετε το ύφος της στήλης με τη λογοτεχνική κριτική στην καθημερινή σας εφημερίδα και την ατμόσφαιρα, σοβαροφανή και βλακώδη, που επικρατεί στους κύκλους συζητήσεων στις μικρές λέσχες. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα μπεστ σέλερς· αποτέλεσμα μιας διαφημιστικής δουλειάς και ενός είδους έμμεσης επίκλησης στο σνομπισμό του καταναλωτή, που συνοδεύεται προσεκτικά από τις σφραγίδες για επικύρωση της αδελφότητας των κριτικών και την τρυφερή επιμέλεια, τη στοργική φροντίδα ορισμένων εξαιρετικά ισχυρών ομάδων πίεσης, των οποίων η δουλειά είναι να πουλάνε βιβλία, παρ' όλο που θα ήθελαν να πιστεύουμε ότι καλλιεργούν την κουλτούρα. Δεν έχετε παρά να καθυστερήσετε λίγο της πληρωμές σας, για να ανακαλύψετε πόσο ιδεαλιστές είναι.
Η αστυνομική ιστορία, για διάφορους λόγους, σπάνια μπορεί να υποβοηθηθεί. Συνήθως έχει σχέση με κάποιο φόνο και γι' αυτό της λείπει το στοιχείο της ηθικής ανάτασης. Ο φόνος, μια έκφραση αποτυχίας του ατόμου και πιο γενικά του ανθρώπινου είδους, ίσως να έχει -και στην πραγματικότητα έχει- κοινωνικές προεκτάσεις. Αυτά όμως αποτελούν πράγματα πασίγνωστα και εξάλλου συμβαίνουν από τόσο παλιά. Αν η αστυνομική ιστορία είναι έστω και λίγο ρεαλιστική (γεγονός που σπάνια συμβαίνει), τότε είναι γραμμένη μ' ένα ορισμένο πνεύμα αδιαφορίας, αλλιώτικα μόνο κάποιος ψυχοπαθής θα μπορούσε να τη γράψει ή να τη διαβάσει. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, επίσης, έχει έναν καταθλιπτικό τρόπο να στρέφεται στο εσωτερικό του, να κοιτάζει τα δικά του προβλήματα και ν' απαντάει στα δικά του ερωτήματα. Δεν μένει τίποτα να συζητηθεί, παρά μόνο αν ήταν αρκετά καλογραμμένο και οι άνθρωποι που κάνουν μισό εκατομμύριο πωλήσεις έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να το κρίνουν. Η προσπάθεια για ποιότητα είναι δύσκολο να αποσυνδεθεί -ακόμα κι από αυτούς που έχουν κάνει καριέρα στη δουλειά- από την υπέρμετρη ενασχόληση με το θέμα των προκαταβολικών πωλήσεων.
Η αστυνομική ιστορία (είναι ίσως προτιμότερο να την ονομάσω έτσι, μια που η αγγλική φόρμουλα κυριαρχεί στο επάγγελμα) πρέπει να βρει το κοινό της μέσα από μια αργή διαδικασία απόσταξης. Ότι μάλιστα στη συνέχεια δείχνει τέτοια ανθεκτικότητα είναι γεγονός αναμφισβήτητο· οι αιτίες του φαινομένου όμως είναι αντικείμενο μελέτης για πιο υπομονετικά μυαλά από το δικό μου. Δεν είναι μέρος των θέσεών μου η άποψη ότι αποτελεί μια σημαντική και ζωτικής σημασίας μορφή τέχνης. Δεν υπάρχουν ζωτικές και σημαντικές μορφές τέχνης· υπάρχει μόνο η τέχνη και μάλιστα ένα μικρό πολύτιμο κομμάτι της. Η αύξηση του πληθυσμού κατά κανέναν τρόπο δεν αύξησε και την ποσότητα, μεγάλωσε απλώς την επιτηδειότητα με την οποία τα υποκατάστατά της μπορούν να παραχθούν.
Κι όμως, η αστυνομική ιστορία, ακόμα και στην πιο συμβατική της μορφή, είναι δύσκολο να γραφεί καλά. Τα καλά δείγματα της τέχνης αυτής είναι πολύ πιο σπάνια από τα καλά σοβαρά μυθιστορήματα. Και φαίνεται πως τα μυθιστορήματα δεύτερης ποιότητας επιζούν περισσότερο από τα έργα μεγάλης εμβέλειας, μάλιστα ένας τεράστιος αριθμός από ιστορίες που δεν θα έπρεπε να γραφούν ποτέ, αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν. Είναι ανθεκτικά όσο τ' αγάλματα στα δημόσια πάρκα και το ίδιο ανιαρά.
Είναι μια πραγματικότητα πολύ ενοχλητική γι' αυτό που ονομάζεται κριτική ικανότητα. Πειράζει τους ανθρώπους που τη διαθέτουν το γεγονός ότι διεισδυτικά και αξιόλογα έργα μυθιστοριογραφίας, γραμμένα πριν μερικά χρόνια, είναι τοποθετημένα στο ειδικό ράφι της βιβλιοθήκης με την ένδειξη "Παλιά μπεστ σέλερς" και κανείς δεν τα πλησιάζει εκτός από κάποιον μυωπικό πελάτη που σκύβει, τα περιεργάζεται σύντομα και φεύγει βιαστικός, την ίδια στιγμή που ηλικιωμένες κυρίες συνωστίζονται γύρω από το ράφι με τα βιβλία μυστηρίου για ν' αρπάξουν κάποιο κατασκεύασμα του τύπου Υπόθεση τριπλού φόνου, ή Ο επιθεωρητής Μπουκαλοτσιμπίδας στην επιχείρηση διάσωσης. Δεν τους αρέσει που τα "πραγματικά σημαντικά βιβλία" έχουν πιάσει σκόνη στον πάγκο των επανεκδόσεων, ενώ Ο θάνατος φοράει κίτρινες καλτσοδέτες έχει κυκλοφορήσει σε πενήντα ή σε εκατό χιλιάδες αντίτυπα σ' όλα τα περίπτερα της χώρας και προφανών δεν βρίσκεται εκεί για διακοσμητικούς μόνο λόγους.
Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εμένα μου αρέσει. Στις λιγότερο πομπώδεις στιγμές μου γράφω κι εγώ αστυνομικές ιστορίες και όλη αυτή η αντοχή στη θνησιμότητα προκαλεί έναν μάλλον υπερβολικό ανταγωνισμό. Ακόμα και ο Einstein θ' αντιμετώπιζε δυσκολίες αν κάθε χρόνο εκδίδονταν τριακόσιες διατριβές στην ανώτερη φυσική και άλλες μερικές χιλιάδες κυκλοφορούσαν ήδη σε καλή κατάσταση και μάλιστα διαβάζονταν.
Ο Hemingway λέει κάπου ότι ο καλός συγγραφέας ανταγωνίζεται μόνο τους πεθαμένους. Ο καλός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων (και, τέλος πάντων, θα πρέπει να υπάρχουν μερικοί) ανταγωνίζεται όχι μόνο τα άταφα πτώματα, αλλά και τα φαντάσματα όλων όσων ζουν ακόμα. Και σχεδόν με ίδιους όρους, γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους μυθιστορημάτων είναι ότι το στοιχείο που ωθεί τον κόσμο να τα διαβάζει δεν παύει να είναι της μόδας. Η γραβάτα του ήρωα μπορεί να είναι λιγάκι ξεπερασμένη και ο καλός γκρίζος επιθεωρητής μπορεί να καταφθάσει με μια δίτροχη άμαξα αντί με μια αεροδυναμική κούρσα με τη σειρήνα της να ουρλιάζει, όταν θα κατέβει όμως θα μπλεχτεί στην ίδια κοινότοπη ιστορία με τα χρονοδιαγράμματα, τα απομεινάρια του καμένου χαρτιού και το ποιος πάτησε τη χαριτωμένη και γέρικη ανθισμένη κουμαριά κάτω από το παράθυρο της βιβλιοθήκης.
Παρ' όλ' αυτά, η προσέγγισή μου στο θέμα είναι λιγότερο ιδιοτελής. Μου φαίνεται ότι η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών σε τόσο μεγάλη κλίμακα και από συγγραφείς που η άμεση ανταμοιβή τους είναι πενιχρή και των οποίων η ανάγκη για κριτικό έπαινο είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δεν θα ήταν δυνατή, αν η δουλειά απαιτούσε να διαθέτεις κάποιο ταλέντο. Με αυτήν την έννοια, το ανασήκωμα του φρυδιού από τον κριτικό και οι ατημέλητες εκδόσεις των επιχειρηματιών είναι λογικές συνέπειες. Η συνηθισμένη αστυνομική ιστορία δεν είναι χειρότερη από το συνηθισμένο μυθιστόρημα, μόνο που το τελευταίο δεν το συναντάς πουθενά. Δεν εκδίδεται ποτέ. Η μέση -ή λίγο πάνω από τη μέση- αστυνομική ιστορία αντίθετα εκδίδεται. Όχι μόνο εκδίδεται, αλλά και πουλιέται σε μικρές ποσότητες στις δανειστικές βιβλιοθήκες και φυσικά διαβάζεται. Υπάρχουν ακόμα και μερικοί αισιόδοξοι που την αγοράζουν χωρίς έκπτωση, στη λιανική τιμή των δύο δολαρίων, γιατί μοιάζει φρεσκοτυπωμένη, έχει κι εκείνη τη φωτογραφία με το πτώμα στο εξώφυλλο.
Και το παράξενο της ιστορίας είναι ότι αυτό το συνηθισμένο, μέτριο, ανιαρό και ανόητο δείγμα ολοκληρωτικά εξωπραγματικής και μηχανιστικής μυθιστοριογραφίας, δεν διαφέρει τρομερά από αυτά που ονομάζουμε αριστουργήματα του είδους. Η υπόθεσή του εξελίσσεται λίγο πιο αργά, ο διάλογος είναι κάπως πιο σκοτεινός, η σκιαγράφησή των χαρακτήρων με λιγότερο βάθος και η κοροϊδία πιο φανερή, πρόκειται όμως για το ίδιο είδος βιβλίου. Αντίθετα, το καλό μυθιστόρημα δεν έχει καμιά συγγένεια με το κακό. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Η καλή από την κακή αστυνομική ιστορία διαφέρουν ελάχιστα και τα κοινά τους σημεία είναι πάρα πολλά. Το γεγονός έχει κι αυτό την εξήγησή του και η εξήγηση τη δική της· έτσι είναι αυτά τα θέματα.
Υποθέτω ότι το πρωταρχικό δίλημμα του παραδοσιακού ή κλασικού ή άμεσα συμπερασματικού ή λογικού-συμπερασματικού μυθιστορήματος διαλεύκανσης ενός φόνου, είναι ότι για κάθε απόπειρα τελειοποίησής του απαιτείται ένας συνδυασμός ποιοτικών στοιχείων που δεν μπορεί να βρεθούν στο ίδιο μυαλό. Αυτός που σχεδιάζει ψυχρά την υπόθεση δεν τα καταφέρνει να ζωντανέψει τους χαρακτήρες, να γράψει ένα αιχμηρό διάλογο, να έχει αίσθηση του ρυθμού και να χρησιμοποιεί με ακρίβεια τη λεπτομέρεια της παρατήρησης. Ο βλοσυρός ορθολογιστής θα μεταφέρει την ψυχρή ατμόσφαιρα του σχεδιαστηρίου. Ο επιστήμονας ντεντέκτιβ διαθέτει ένα όμορφο, καινούριο και αστραφτερό εργαστήριο, λυπάμαι όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό του. Ο τύπος που θα γράψει ζωντανά και παραστατικά, απλώς δεν θα καταπιαστεί με τη χαμάλικη εργασία της κατάρριψης του ακλόνητου άλλοθι.
Ο κάτοχος της σπάνιας γνώσης έχει μείνει, από ψυχολογική άποψη, στην εποχή του κρινολίνου. Αν τα ξέρετε όλα, τότε πρέπει να ξέρετε και για τα κεραμικά και για τα αιγυπτιακά εργόχειρα, αλλά δεν θα ξέρετε τίποτα για την αστυνομία. Αν γνωρίζετε ότι η πλατίνα δεν λιώνει μόνη της κάτω απ' τους 2800 βαθμούς Φαρενάιτ, αλλά μπορεί αν λιώσει στη ματιά δυο βαθυγάλανων ματιών, τότε δεν ξέρετε πώς κάνουν έρωτα οι άντρες του εικοστού αιώνα. Και αν γνωρίζετε αρκετά για τους κομψούς περιπάτους στην προπολεμική γαλλική Ριβιέρα για να τοποθετήσετε την ιστορία σας εκεί, τότε δεν θα ξέρετε φυσικά ότι δυο κάψουλες βαρβιτουρικών, αρκετά μικρές ώστε να τις καταπιεί κανείς, όχι μόνο δεν σκοτώνουν, αλλά ούτε καν κοιμίζουν, αν υπάρχει αντίσταση.
Κάθε αστυνομικός συγγραφέας κάνει λάθη και κανείς δεν υπάρχει που να τα γνωρίζει όλα. Ο Conan Doyle έκανε λάθη που αχρήστευαν εντελώς ορισμένες από τις ιστορίες του, ήταν όμως πρωτοπόρος και ο Σέρλοκ Χολμς τελικά αντιπροσωπεύει μια στάση και μερικές δεκάδες γραμμές αλησμόνητου διαλόγου. Είναι οι κυρίες και οι κύριοι αυτού που ο Κος Howard Haycraft (στο βιβλίο του Φόνος για διασκέδαση [Murder for Pleasure]) ονομάζει Χρυσή Εποχή της αστυνομικής φιλολογίας που με καταβάλλουν. Η εποχή αυτή δεν είναι μακρινή. Ο Κος Haycraft, για δικούς του λόγους, τοποθετεί αυτή την περίοδο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι περίπου το 1930. Και εξακολουθεί για διαφόρους πρακτικούς λόγους να είναι παρούσα. Τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα όλων των αστυνομικών ιστοριών που έχουν δημοσιευτεί ακολουθούν τη φόρμουλα που οι γίγαντες της περιόδου δημιούργησαν, τελειοποίησαν, λουστράρισαν και πούλησαν στον κόσμο με τη μορφή λογικών προβλημάτων που κλείνουν με την έκδοση ενός πορίσματος.
Αυτά τα λόγια είναι σκληρά, αλλά μην πανικοβάλλεστε. Είναι μόνο λόγια. Ας ρίξουμε μια ματιά σε μια από τις δόξες της λογοτεχνίας, σ' ένα αναγνωρισμένο αριστούργημα της τέχνης εκείνης που εξαπατά τον αναγνώστη χωρίς να τον κοροϊδεύει. Ονομάζεται Το μυστήριο του κόκκινου σπιτιού [The Red House Mystery], γράφτηκε από τον A.A. Milne και χαρακτηρίστηκε από τον Alexander Woollcott (έναν άνθρωπο μάλλον υπερβολικό και βιαστικό στις κρίσεις του) ως "μια από τις τρεις καλύτερες ιστορίες μυστηρίου όλων των εποχών". Τέτοιες κουβέντες δεν τις πετάς απερίσκεπτα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1922, αλλά είναι διαχρονικό και θα μπορούσε ωραιότατα να είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 1939, ή, με ελάχιστες αλλαγές, την περασμένη εβδομάδα. Έχει κάνει δεκατρείς εκδόσεις στο αρχικό του σχήμα σε δεκαέξι περίπου χρόνια. Κάτι που συμβαίνει με λίγα βιβλία, οποιουδήποτε είδους. Είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, ανάλαφρο, διασκεδαστικό στο στυλ του Punch, γραμμένο με ένα παραπλανητικό στρωτό ύφος που δεν είναι τόσο εύκολο, όσο μοιάζει.
Αφορά την πλαστοπροσωπία του Ρόμπερτ Άμπλετ από τον αδελφό του Μαρκ, για να εξαπατήσει τους φίλους του. Ο Μαρκ είναι ο ιδιοκτήτης του Κόκκινου Σπιτιού, ενός τυπικού εγγλέζικου εξοχικού και έχει μια γραμματέα που τον σπρώχνει στην πλαστοπροσωπία και τον απειλεί ότι θα τον δολοφονήσει αν αυτός τα παρατήσει. Κανείς στο Κόκκινο Σπίτι δεν έχει δει ποτέ τον Ρόμπερτ, που λείπει δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία, έχουν όμως ακούσει γι' αυτόν ότι δεν πρόκειται για ευυπόληπτο άτομο. Γίνονται συζητήσεις για κάποιο γράμμα του Ρόμπερτ, το οποίο ποτέ δεν φανερώνεται και που αναγγέλλει την άφιξή του, ενώ ο Μαρκ αφήνει να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι ευχάριστο. Ένα απόγευμα, λοιπόν, ο υποτιθέμενος Ρόμπερτ καταφθάνει, παρουσιάζεται σε δύο υπηρέτες, τον οδηγούν στο γραφείο και ο Μαρκ (σύμφωνα με τις καταθέσεις στην ανάκριση) μπαίνει κι αυτός σε λίγο στο γραφείο. Ο Ρόμπερτ στη συνέχεια βρίσκεται νεκρός στο πάτωμα με μια σφαίρα στο πρόσωπό του και βεβαίως ο Μαρκ έχει εξαφανιστεί. Φτάνει η αστυνομία, υποψιάζεται ότι ο Μαρκ πρέπει να είναι ο δολοφόνος, παίρνουν το πτώμα κι αρχίζουν την έρευνα κι αργότερα την ανάκριση.
Ο Milne έχει τη συναίσθηση του πολύ δύσκολου εμποδίου και προσπαθεί όσο μπορεί να το ξεπεράσει. Από τη στιγμή που η γραμματέας θέλει να δολοφονήσει τον Μαρκ, που έχει παρουσιαστεί ως Ρόμπερτ, η πλαστοπροσωπία πρέπει να συνεχιστεί και μετά το φόνο για να παραπλανηθεί η αστυνομία. Από τη στιγμή επίσης που όλοι στο Κόκκινο Σπίτι γνωρίζουν καλά τον Μαρκ, η μεταμφίεσή του είναι απαραίτητη. Ο Μαρκ λοιπόν έχει ξυρίσει τα γένια του, έχει κάνει τα χέρια του τραχιά ("όχι τα περιποιημένα χέρια ενός τζέντλεμαν") κι έχει αλλάξει τη φωνή και τους τρόπους του.
Αυτά όμως δεν είναι αρκετά. Οι μπάτσοι θα εξετάσουν το πτώμα, τα ρούχα του και ό,τι έχει μέσα στις τσέπες του. Άρα, τίποτα δεν πρέπει να μαρτυρεί την ταυτότητα του Μαρκ. Έτσι ο Milne υποβάλλει την ιδέα ότι ο Μαρκ είναι ένας τόσο ματαιόδοξος ηθοποιός, που υποδύεται το ρόλο του σε σημείο ν' αλλάξει ακόμα και τις κάλτσες και τα εσώρουχά του (από τα οποία μάλιστα η γραμματέας του έχει φροντίσει να βγάλει τις ετικέτες της φίρμας), όπως ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που βάφεται μαύρος για να παίξει τον Οθέλο. Αν ο αναγνώστης τα χάψει όλα αυτά (και οι πωλήσεις του βιβλίου αυτό δείχνουν), ο Milne ξέρει ότι έχει κερδίσει το παιχνίδι. Κι όμως, όσο ελαφριά κι αν είναι η δομή της ιστορίας, προσφέρεται ως πρόβλημα λογικής και ανάλυσης.
Αν δεν είναι αυτό, τότε δεν είναι απολύτως τίποτα. Είναι αδύνατον να είναι οτιδήποτε άλλο. Αν η κατάσταση φαίνεται ψεύτικη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το βιβλίο ούτε ως ελαφρό μυθιστόρημα, γιατί τέτοιες ιστορίες δεν προσφέρονται για ένα ελαφρό μυθιστόρημα. Αν το πρόβλημα δεν περιέχει στοιχεία αλήθειας και αληθοφάνειας, τότε δεν είναι πρόβλημα· αν η λογική μετατραπεί σε ψευδαίσθηση, τότε δεν υπάρχουν τα περιθώρια για εξαγωγή συμπερασμάτων. Αν η πλαστοπροσωπία είναι αδύνατη, ύστερα από την περιγραφή στον αναγνώστη των όρων που την προϋποθέτουν, τότε η όλη υπόθεση είναι απάτη. Όχι βέβαια ηθελημένη απάτη, γιατί στην περίπτωση αυτή ο Milne δεν θα έγραφε το βιβλίο, έτσι και ήξερε τι έχει να αντιμετωπίσει. Κι έχει ν' αντιμετωπίσει ορισμένες θανατηφόρες παγίδες που δεν τις έχει καν σκεφτεί. Ούτε προφανώς και ο τυχαίος αναγνώστης, που είναι ευνοϊκά προδιατεθειμένος μιας κι έχει αγοράσει το βιβλίο. Αλλά κανείς δεν απαιτεί από τον αναγνώστη να γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα του θέματος· ο ειδικός στην υπόθεση πρέπει να είναι ο συγγραφέας. Να τι αγνοεί:
  1. Ο ανακριτής προχωρεί σε επίσημη δικαστική έρευνα για τα πτώματα για τα οποία δεν υπάρχουν, από νομική άποψη, ικανοποιητικά στοιχεία ταυτότητας. Ένας ανακριτής συνήθως σε μια μεγαλούπολη ενδέχεται να ξεκινήσει την έρευνα για ένα πτώμα που δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, αν το αποτέλεσμα της έρευνας έχει κάποια αξία (περίπτωση φωτιάς, καταστροφής, υποψίας, φόνου κ.λ.π.). Εδώ δεν υπάρχει κανένας τέτοιος λόγος. Δύο μάρτυρες είπαν ότι ο άνθρωπος δήλωσε πως ήταν ο Ρόμπερτ Άμπλετ. Αυτό αποτελεί μια απλή υπόθεση, η οποία μπορεί να έχει βαρύτητα μόνο αν δεν υπάρξει κάτι που να την αντικρούει. Η αναγνώριση της ταυτότητας είναι ένας όρος που προηγείται της έρευνας. Ακόμα και πεθαμένος, ένας άνθρωπος διατηρεί την ταυτότητά του. Ο ανακριτής, μέσα στα πλαίσια του ανθρωπίνως δυνατού, θα προφυλάξει αυτό το δικαίωμα. Η παραμέλησή του αποτελεί υπηρεσιακό παράπτωμα.
  2. Από τη στιγμή που ο Μαρκ Άμπλετ, που είναι απών και ύποπτος για φόνο, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όλα τα στοιχεία των κινήσεών του πριν και μετά το φόνο είναι καθοριστικά, όπως επίσης το κατά πόσον έχει λεφτά για να διαφύγει· όμως, όλα τα στοιχεία δίνονται από τον άνθρωπο που είναι ο πλησιέστερος στο φόνο και μάλιστα χωρίς καμιά επιβεβαίωση. Θεωρείται λοιπόν αυτομάτως ύποπτος, μέχρι ν' αποδειχτεί η αλήθεια.
  3. Η αστυνομία μαθαίνει από την ανάκριση ότι ο Ρόμπερτ Άμπλετ δεν είχε καλή φήμη στη γενέτειρά του. Κάποιος πρέπει να τον ήξερε. Κανείς δεν εκλήθη να τον αναγνωρίσει. (Η ιστορία δεν αντέχει σε μια τέτοια εκδοχή).
  4. Η αστυνομία γνωρίζει ότι η υποτιθέμενη επίσκεψη του Ρόμπερτ συνοδεύτηκε από κάποιο στοιχείο απειλής, το οποίο πρέπει να της είναι φανερό ότι σχετίζεται με τη δολοφονία. Κι όμως, δεν κάνουν τίποτα για να ελέγξουν το παρελθόν του Ρόμπερτ στην Αυστραλία, τι είδους άνθρωπος ήταν, τι σχέσεις είχε, ή ακόμα κι να είχε έρθει πραγματικά στην Αγγλία και μαζί με ποιους άλλους. Αν το είχαν κάνει, θα ανακάλυπταν ότι είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια.
  5. Ο αξιωματικός της αστυνομίας που εξέτασε το πτώμα διαπίστωσε από το χλωμό δέρμα του προσώπου ότι πρόκειται για άνθρωπο που ξύρισε πρόσφατα τα γένια του, με επίτηδες τραχιά χέρια και ταυτόχρονα για έναν άνθρωπο καλοζωισμένο, που έζησε μεγάλο διάστημα σε υγρά κλίματα. Ο Ρόμπερτ ήταν ένας σκληρός τύπος και έζησε δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία. Είναι αδύνατο να μην πρόσεξε κάτι που να αντιφάσκει.
  6. Τα ρούχα είναι ανώνυμα, οι τσέπες άδειες, οι φίρμες έχουν βγει. Ο άντρας που τα φορούσε όμως είχε δηλώσει την ταυτότητά του. Η υπόνοια ότι δεν είναι αυτός είναι αυτονόητη. Απολύτως τίποτα δεν συνέβη με αφορμή αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση. Ούτε καν αναφέρεται πουθενά σαν τέτοια.
  7. Κάποιος άνθρωπος, πασίγνωστος στην περιοχή, εξαφανίζεται κι ένα πτώμα στο νεκροτομείο του μοιάζει. Είναι αδύνατο η αστυνομία να διαγράψει μια κι έξω την πιθανότητα ότι ο νεκρός και ο άνθρωπος που εξαφανίστηκε είναι το ίδιο πρόσωπο. Τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο ν' αποδειχτεί. Ακόμα, είναι αδιανόητο το να μην το σκεφτεί κανείς. Μετατρέπει τους αστυνομικούς σε ηλίθιους, ώστε να λάμψει το αστέρι ενός ερασιτέχνη που θα προτείνει οποιαδήποτε ψεύτικη λύση.
Ο ντεντέκτιβ της υπόθεσης είναι ένας αμέριμνος ερασιτέχνης ονόματι Άντονυ Γκίλλινχαμ· ένα καλό παλικάρι, με χαρούμενα μάτια, μ' ένα μικρό αναπαυτικό διαμέρισμα στο Λονδίνο και με τη γνωστή εκείνη άνεση στους τρόπους του. Δεν βγάζει λεφτά από την υπόθεση, αλλά είναι πάντα διαθέσιμος όταν οι τοπικές αρχές τα κάνουν θάλασσα. Η αγγλική αστυνομία δείχνει να τον ανέχεται με την παραδοσιακή της στωικότητα, τρέμω όμως στην σκέψη για την υποδοχή που θα είχε από τους λεβέντες της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας στην πόλη μου.
Υπάρχουν και λιγότερο αληθοφανή παραδείγματα αυτής της τέχνης. Στο Trent's Last Case (που συχνά χαρακτηρίζεται ως "η τέλεια αστυνομική ιστορία"), πρέπει να δεχτείς την άποψη ότι ένας από τους μεγάλους της διεθνούς οικονομίας, που το παραμικρό του συνοφρύωμα κάνει τη Wall Street να τρέμει σαν τσιουάουα, σκάβει μόνος το λάκκο του απαγχονίζοντας τη γραμματέα του, η οποία ακόμα και όταν την τρυπάνε με βελόνα προσποιείται αριστοκρατικότατα ότι δεν τρέχει τίποτα· ίσως να ξύπνησε μέσα του το πνεύμα του αποφοίτου του κολεγίου του Ήτον.
Έχω γνωρίσει σχετικά λίγους διεθνείς κεφαλαιοκράτες, αλλά ο συγγραφέας του μυθιστορήματος έχει γνωρίσει ακόμα πιο λίγους, αν τελικά έχει γνωρίσει κανέναν. Υπάρχει ένα μυθιστόρημα του Freeman Wills Crofts (ο πιο ικανός στην κατασκευή ανάλογων υποθέσεων, όταν δεν το παρακάνει), όπου ο δολοφόνος με τη βοήθεια του μακιγιάζ, υπολογίζοντας τα δευτερόλεπτα που είχε στη διάθεσή του και μερικές άλλες συμπαθητικές αμφιλεγόμενες ενέργειες, παριστάνει τον άνθρωπο που μόλις σκότωσε, τον ζωντανεύει και τον απομακρύνει έτσι από τον τόπο του εγκλήματος. Υπάρχει επίσης μια ιστορία της Dorothy Sayers στην οποία ένας άντρας δολοφονείται μόνος του, βράδυ στο σπίτι, από ένα βαρίδι που ελευθερώνεται μηχανικά· το σύστημα λειτουργεί, γιατί το θύμα ανοίγει το ραδιόφωνο την ίδια ακριβώς ώρα, στέκεται ακριβώς στην ίδια θέση και σκύβει λίγο, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Δυο εκατοστά πιο εκεί και η δουλειά θα είχε χαλάσει. Είναι αυτό που λέμε να έχεις το Θεό μπάρμπα· ένας εγκληματίας που χρειάζεται σε τέτοιο βαθμό τη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας πρέπει ν' αλλάξει επάγγελμα.
Υπάρχει και το κόλπο της Agatha Christie που καθιέρωσε τον Κο Ηρακλή Πουαρό, τον δαιμόνιο Βέλγο που μιλάει σε φιλολογική μετάφραση γαλλικών του δημοτικού και περιφέρεται βαριεστημένα με τα "μικρά φαιά του κύτταρα", τον Κο Πουαρό λοιπόν, που αποφασίζει ότι κανείς μέσα στις κουκέτες δεν θα μπορούσε να είχε κάνει μόνος του το φόνο, άρα όλοι το έκαναν μαζί με κάποιον άλλο και τεμαχίζει τη διαδικασία του φόνου σε μια σειρά απλών ενεργειών, λες και ξεβιδώνει το μηχάνημα που χτυπάς τ' αυγά. Είναι η περίπτωση που εγγυάται μια λύση, την οποία μόνο ένας χαζός θα μπορούσε να μαντέψει.
Οι ίδιοι συγγραφείς έχουν να παρουσιάσουν μυθιστορήματα με καλύτερη πλοκή, όπως και άλλοι που ανήκουν στη σχολή τους. Ίσως να υπάρχει και κάποιο που να μπορεί με αυστηρά κριτήρια να ξεχωρίσει ύστερα από μια εξονυχιστική έρευνα. Θα μου άρεσε να το διαβάσω, ακόμα κι αν έπρεπε να γυρίσω πίσω στη σελίδα 47 για να θυμηθώ τι ώρα ακριβώς είχε ποτίσει ο δεύτερος κηπουρός τη βραβευμένη απίθανη διασταύρωση μπιγκόνιας. Δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο ούτε το παλιό σ' αυτά τα μυθιστορήματα. Όλα όσα ανέφερα έχουν γραφεί από Άγγλους και ο λόγος γίνεται μονάχα επειδή οι όποιες αυθεντίες φαίνεται να έχουν την άποψη ότι μόνο οι Άγγλοι συγγραφείς δημιούργησαν αυτή την εφιαλτική κοινοτοπία, ενώ οι Αμερικανοί (ακόμα και ο δημιουργός του Φίλωνα Βανς, του πιο ηλίθιου χαρακτήρα στην αστυνομική φιλολογία) ωχριούν μπροστά τους.
Γι' αυτό το κλασικό αστυνομικό διήγημα δεν έμαθε τίποτα και δεν ξέχασε τίποτα. Θα το βρείτε σχεδόν κάθε εβδομάδα σε όλα τα φανταχτερά περιοδικά, με γοητευτική εικονογράφηση και τη δέουσα εξύμνηση του παρθενικού έρωτα και του σωστού είδους αγαθών πολυτελείας. Ίσως, ο ρυθμός τους να έχει γίνει λίγο πιο γρήγορος και ο διάλογος πιο αληθοφανής. Τώρα σερβίρονται περισσότερα παγωμένα κοκτέιλς και λιγότερα ποτήρια από το καλό παλιό γλυκό κρασί· φοριούνται περισσότερο ρούχα της Vogue και βλέπουμε πιο συχνά τα ντεκόρ του House Beautiful που όλα είναι πιο καθώς πρέπει αλλά όχι και πιο αληθινά. Οι ήρωες περνάνε τον καιρό τους περισσότερο στα ξενοδοχεία του Μαϊάμι και στο ακρωτήριο Κοντ και λιγότερο κάτω από το παλιό γκρίζο ηλιακό ρολόι του ελισαβετιανού κήπου.
Αλλά στην ουσία έχουμε πάλι να κάνουμε με την ίδια προσεκτική διαλογή των υπόπτων, το ίδιο εντελώς ακατανόητο κόλπο κάποιου που καρφώνει το αιχμηρό πλατινένιο στιλέτο στην Κα Πόττινγκτον Πόστλθγουεητ ΙΙΙ, τη στιγμή που πιάνει την ψηλότερη νότα της άριας "Bellsong" από την όπερα Λακμέ, παρουσία των δεκαπέντε ετερόκλητων επισκεπτών της· έχουμε να κάνουμε με την ίδια αφελή νέα που ουρλιάζει, με τις πιτζάμες με το γούνινο γιακά, μέσα στη νύχτα και κάνει τον κόσμο να πεταχτεί από τις πόρτες του, χαλώντας έτσι όλο το σχέδιο· η ίδια κακόκεφη σιωπή την άλλη μέρα το πρωί, όσων κάθονται πίνοντας κοκτέιλ Singapore Sling και ειρωνεύονται ο ένας τον άλλον, ενώ σέρνουν τα πόδια τους μπρος-πίσω στα περσικά χαλιά, φορώντας στα κεφάλια τους αθλητικά καπέλα.
Προσωπικά, προτιμώ ο εγγλέζικο στυλ. Δεν είναι τόσο εύθραυστο και τα πρόσωπα που εμφανίζονται, συνήθως, φοράνε απλώς κάποια ρούχα και πίνουν κάποια ποτά. Υπάρχει περισσότερο η αίσθηση ενός υπαρκτού σκηνικού, λες και η έπαυλη Τυρόπιτα υπήρχε πραγματικά και όχι μόνο το κομμάτι που συλλαμβάνει ο φακός· βλέπεις περισσότερες μακρινές βόλτες στην εξοχή και οι χαρακτήρες δεν προσπαθούν να συμπεριφερθούν σαν να έχουν μόλις δοκιμαστεί από τη Metro Goldwin Mayer. Οι Άγγλοι μπορεί να μην είναι οι καλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, σίγουρα όμως είναι οι πιο καλοί από τους βαρετούς.
Για όλες αυτές τις ιστορίες μπορεί να κάνει κανείς την ακόλουθη δήλωση: ουσιαστικά, δεν καταφέρνουν από διανοητική άποψη να διαμορφώσουν ένα πρόβλημα και από καλλιτεχνική άποψη να σταθούν στο έδαφος της λογοτεχνίας. Είναι υπερβολικά φτιαχτές κι έχουν ελάχιστη συναίσθηση του τι συμβαίνει στον κόσμο. Προσπαθούν να είναι ειλικρινείς, αλλά η ειλικρίνεια είναι μια τέχνη. Ο κακός συγγραφέας είναι ανειλικρινής δίχως να το γνωρίζει και ο μέτριος μπορεί να γίνει γιατί δεν ξέρει τι πρέπει να αφορά τη ειλικρίνειά του. Φαντάζεται μια περίπλοκη υπόθεση φόνου και ζαλίζει το νωχελικό αναγνώστη που δεν θα μπει στον κόπο να εξετάσει τις λεπτομέρειες, ζαλίζει ακόμα και την αστυνομία που η δουλειά της είναι να καταπιαστεί με τις λεπτομέρειες.
Τα παιδιά, με τα πόδια πάνω στο γραφείο τους, ξέρουν ότι η πιο εύκολη υπόθεση φόνου στον κόσμο είναι αυτή στην οποία κάποιος θέλησε να κάνει τον έξυπνο· η μοναδική υπόθεση που τους απασχολεί είναι το έγκλημα που σχεδιάστηκε από το δράστη δυο μόλις λεπτά πριν την πραγματοποίησή του. Αν όμως έγραφαν οι ίδιοι για τους φόνους που γίνονται στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να γράψουν με το αυθεντικό αίσθημα της σύγχρονης ζωής. Και από τη στιγμή που δεν μπορούν, προσποιούνται ότι αυτό που κάνουν είναι και αυτό που πρέπει να κάνουν.

***
Ο ρεαλιστικός συγγραφέας που γράφει για το φόνο, γράφει για έναν κόσμο όπου οι γκάνγκστερς μπορούν να εξουσιάζουν κράτη και σχεδόν εξουσιάζουν τις πόλεις, όπου τα ξενοδοχεία, οι πολυκατοικίες και τα καλά εστιατόρια ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν τα λεφτά τους από τα πορνεία, όπου μια σταρ του κινηματογράφου μπορεί να είναι ο πληροφοριοδότης μιας συμμορίας και ο συμπαθητικός κύριος που στέκεται στο διάδρομο να είναι αρχηγός κακοποιών· για έναν κόσμο όπου ο δικαστής, με την αποθήκη του γεμάτη λαθραία ποτά, μπορεί να στείλει στη φυλακή κάποιον που πάνω του βρέθηκε ένα μικρό μπουκαλάκι με αλκοόλ, όπου ο δήμαρχος της πόλης σας μπορεί να παραβλέψει μια δολοφονία για να βγάλει λεφτά, όπου κανένας άνθρωπος δεν είναι ασφαλής, όταν περπατάει σ' ένα σκοτεινό δρόμο, επειδή ο νόμος και η τάξη υπάρχουν μόνο στα λόγια· για έναν κόσμο όπου μπορεί να βρεθείτε μάρτυρας ληστείας μέρα μεσημέρι, αλλά να προτιμήσετε να χαθείτε μέσα στο πλήθος, παρά να μιλήσετε, γιατί οι ληστές έχουν φίλους που οπλοφορούν ή γιατί στην αστυνομία μπορεί να μην αρέσει η κατάθεσή σας και γιατί είναι βέβαιο ότι ο συνήγορος υπεράσπισής σας θα έχει όλη την άνεση να σας ταπεινώσει και να σας εξευτελίσει ανοιχτά στο δικαστήριο, μπροστά σε διανοητικά καθυστερημένους ενόρκους, με μια το πολύ ανούσια παρέμβαση του πολιτικού κατηγόρου.
Δεν είναι ένας κόσμος αγγελικός, σ' αυτόν όμως ζούμε και ορισμένοι συγγραφείς με δυνατό μυαλό και ψυχρό αμερόληπτο πνεύμα μπορούν να δημιουργήσουν αναπαραστατικές εικόνες του πολύ ενδιαφέρουσες, ακόμα και διασκεδαστικές. Δεν είναι αστείο το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να δολοφονηθεί για ασήμαντη αφορμή και ότι ο θάνατός του είναι το αντίτιμο αυτού που ονομάζουμε πολιτισμό. Όλ' αυτά δεν είναι αρκετά.
Σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέχνη υπάρχει το στοιχείο της λύτρωσης. Μπορεί να είναι μια γνήσια τραγωδία, αν είναι ορισμένου ύψους, μπορεί να είναι οίκτος και ειρωνεία και μπορεί να είναι το βραχνό γέλιο του ισχυρού άντρα. Αλλά, σ' αυτούς τους κακόφημους δρόμους κάποιος πρέπει να προχωρήσει, κάποιος που δεν είναι ο ίδιος επικίνδυνος, δεν είναι σεσημασμένος, δεν φοβάται. Ο ντεντέκτιβ αυτού του είδους των ιστοριών πρέπει να είναι τέτοιος άνθρωπος. Ο ήρωας, τα πάντα. Πρέπει να είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος και ταυτόχρονα ένας ασυνήθιστος άνθρωπος. Πρέπει να είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον ξεπερασμένη πλέον έκφραση, ένας άνθρωπος έντιμος, από ένστικτο, από τη μοίρα του, χωρίς να το σκέφτεται και σίγουρα χωρίς να το διατυμπανίζει. Πρέπει στον κόσμο του να είναι ο καλύτερος άνθρωπος και αρκετά καλός για οποιονδήποτε κόσμο. Η ιδιωτική του ζωή δεν μ' ενδιαφέρει πολύ· δεν είναι ούτε ευνούχος ούτε σάτυρος· νομίζω ότι θα μπορούσε να αποπλανήσει μια δούκισσα, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν θα πείραζε μια παρθένα· αν είναι ένας έντιμος άνθρωπος, είναι έντιμος σε όλα.
Είναι σχετικά φτωχός, διαφορετικά δεν θα γινόταν ντεντέκτιβ. Είναι ένας κοινός άνθρωπος, αλλιώς δεν θα συσχετιζόταν με κοινούς ανθρώπους· σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα ήξερε τη δουλειά του. Δεν θα πάρει λεφτά με ατιμία και δεν θα δεχτεί καμιά προσβολή χωρίς την πρέπουσα ανταπόδοση, δίχως εμπάθεια. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος και υπερήφανος· περιμένει να τον αντιμετωπίσετε ανάλογα, διαφορετικά θα το μετανιώσετε που τον γνωρίσατε. Μιλάει όπως οι άνθρωποι της ηλικίας του, δηλαδή με καυστικό πνεύμα, με εύθυμη αίσθηση του παραλόγου, με απέχθεια για το ψέμα και περιφρόνηση στις μικροπρέπειες.
Η αστυνομική ιστορία διηγείται τις περιπέτειές του καθώς ερευνά κάποια κρυμμένη αλήθεια και δεν θα ήταν για περιπέτεια. Η συναίσθηση των καταστάσεων που δείχνει ξαφνιάζει, όμως είναι κάτι που του ανήκει, γιατί ανήκει στον κόσμο στον οποίο ζει. Αν υπήρχαν αρκετοί σαν αυτόν, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν ένας χώρος ασφαλής και ταυτόχρονα όχι και τόσο πληκτικός για ν' αξίζει κανείς να ζει.


Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος
Δοκίμια
 Εκδόσεις Άγρα
Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης


Υπάρχει και στις εκδόσεις Λυχνάρι με τίτλο "Η απλή τέχνη του φόνου"


Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΜΑΡΙΑΝΑ – ΦΡΙΤΣ ΛΑΪΜΠΕΡ


Ο κόσμος όλος μπορεί να είναι ένα όνειρο, ναι, αλλά σ' ένα όνειρο υπάρχει τουλάχιστον, πάντοτε, κάποιος που ονειρεύεται. Αυτό ίσως είναι και το τελευταίο σταθερό πλαίσιο αναφοράς για ν' αρπαχτεί η λογική όταν βρεθεί αντιμέτωπη με το έσχατο χάος. Αυτός ο Κάποιος είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια εγγύηση της ύπαρξής μας. Έστω και στα όνειρο, υπάρχουμε.
Αλλά τι γίνεται αν τελικά είμαστε πλάσματα του δικού μας ονείρου, και υπάρχουμε απλά και μόνο γιατί ονειρευόμαστε ότι υπάρχουμε;
Μην προσπαθήσετε να δώσετε απάντηση. Οι απαντήσεις είναι για τ' απλοϊκά μυαλά. Μονάχα οι ερωτήσεις έχουν σημασία.
Τώρα... διαβάστε αυτό το απατηλά απλό αλλά και εξαιρετικά συμπυκνωμένο σύντομο διήγημα του Λάιμπερ. Και ξεχάστε το.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ

Η Μαριάνα ζούσε στη μεγάλη έπαυλη. Εδώ και μια αιωνιότητα, όπως της φαινόταν, απεχθανόταν τα ψηλά πεύκα που υπήρχαν ολόγυρα. Μέχρι που κάποτε ανακάλυψε το μυστικό κάλυμμα στον κεντρικό πίνακα ελέγχου του σπιτιού.
Το μυστικό κάλυμμα ήταν απλώς μια στενή σκέτη πλακέτα από αλουμίνιο, ανάμεσα στους διακόπτες κλιματισμού και ελέγχου βαρύτητας. Έως τότε νόμιζε ότι απλά έκρυβε έναν κενό χώρο για τυχόν πρόσθετους διακόπτες – αν ήταν δυνατό! - που πιθανόν να χρειάζονταν. Βρισκόταν πάνω από τους διακόπτες της τρισδιάστατης τηλεόρασης αλλά κάτω από εκείνους του ρομποτικού υπηρετικού προσωπικού.
Ο Τζόναθαν της είχε πει να μην παίζει με τους διακόπτες του πίνακα κεντρικού ελέγχου όσο αυτός απουσίαζε στην πόλη, γιατί μπορεί να έκανε ζημιά σε όλα τα ηλεκτρικά συστήματα. Έτσι, όταν το μυστικό κάλυμμα ξεκόλλησε τυχαία από τα δάχτυλά της, καθώς το πασπάτευε, κι έπεσε στο πάτωμα του αίθριου μ' ένα ντινγκ η πρώτη της αντίδραση ήταν ο φόβος.
Ύστερα είδε ότι ήταν μονάχα ένα μικρό αλουμινένιο καπάκι αυτό που είχε πέσει, και ότι πίσω του έκρυβε έξι μικρούς διακόπτες. Μονάχα ο πάνω πάνω έφερε κάποια ένδειξη για το σκοπό που εξυπηρετούσε. Δίπλα του υπήρχαν μικροσκοπικά φωτεινά γράμματα που έφτιαχναν τη λέξη ΔΕΝΤΡΑ, και ήταν ανοιχτός.
Όταν ο Τζόναθαν γύρισε σπίτι από την πόλη εκείνο το βράδυ, η Μαριάνα συγκέντρωσε το κουράγιο της και του έκανε λόγο για το εύρημά της. Εκείνος ούτε φάνηκε να θυμώνει ιδιαίτερα ή να εντυπωσιάζεται.
“Ασφαλώς και υπάρχει διακόπτης για τα δέντρα”, την πληροφόρησε αδιάφορα, και έγνεψε στο ρομπότ υπηρέτη του να του κόψει την μπριζόλα. “Δεν το 'ξερες ότι ήταν ραδιο-δέντρα; Δεν ήθελα να περιμένω είκοσι πέντε χρόνια για να μεγαλώσουν τ' αληθινά, που έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να φυτρώσουν σε τούτο τον ξερό βράχο. Ένας σταθμός στην πόλη εκπέμπει ένα πρότυπο πεύκου, και οι δέκτες σαν το δικό μας συλλαμβάνουν το σήμα και το προβάλλουν γύρω από το σπίτι. Είναι λίγο κακόγουστο, αλλά πρακτικό”.
Ύστερα από μερικές στιγμές, τον ρώτησε δειλά, “Τζόναθαν, είναι άυλα αυτά τα ραδιο-δέντρα όταν τα διασχίζεις με το αμάξι σου;”
“Όχι βέβαια! Είναι απτά όσο και τούτο το σπίτι και ο βράχος όπου είναι χτισμένο. Όχι μόνο μπορείς να τα δεις, αλλά και να τ' αγγίξεις. Θα μπορούσε κανείς και να σκαρφαλώσει πάνω τους αν ήθελε. Αν έβγαινες ποτέ και λίγο παραέξω, θα τά 'ξερες αυτά τα πράγματα. Ο σταθμός της πόλης εκπέμπει κύματα εναλλασσόμενης ύλης στους εξήντα κύκλους το δευτερόλεπτο. Αλλά δεν είναι για το μυαλό σου η επιστήμη του πράγματος”.
Εκείνη αποτόλμησε άλλη μια ερώτηση: “Γιατί είχαν σκεπασμένο το διακόπτη των δέντρων;”
“Για να μην παίζεις μαζί του – το ίδιο που ισχύει και για τους διακόπτες μικρορύθμισης της τηλεόρασης. Έτσι ώστε να μην έχεις εμπνεύσεις κι αρχίσεις ν' αλλάζεις τα δέντρα. Κάτι τέτοιο θα με πείραζε πολύ, σ'το λέω. Δε θα 'θελα να έρχομαι σπίτι και να βρίσκω βελανιδιές τη μια μέρα και σημύδες την άλλη. Μου αρέσει η σταθερότητα και μου αρέσουν τα πεύκα”. Γύρισε και κοίταξε τα δέντρα από το παράθυρο, και άφησε ένα γρύλισμα ικανοποίησης.
Εκείνη ήθελε να του εξηγήσει ότι απεχθανόταν τα πεύκα, αλλά τα λόγια του την αποθάρρυναν και προτίμησε να μην κάνει κουβέντα.
Όμως, γύρω στο μεσημέρι της άλλης μέρας, πήγε στο μυστικό ταμπλό κι έκλεισε το διακόπτη των δέντρων. Ύστερα γύρισε γοργά το κεφάλι προς τα κει, για να δει το αποτέλεσμα.
Στην αρχή δεν έγινε τίποτα, και είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ο Τζόναθαν είχε κάνει λάθος, κάτι που συνεβαινε συχνά έστω και αν ο ίδιος δεν το παραδεχόταν. Αλλά την άλλη στιγμή τα δέντρα άρχισαν να τρεμουλιάζουν, και πράσινες φωτεινές κουκίδες άρχισαν να στροβιλίζονται πάνω τους. Ύστερα έσβησαν και χάθηκαν, αφοντας πίσω τους μονάχα μια εκτυφλωτικά φωτεινή κουκίδα – όπως ακριβώς και η τηλεόραση όταν την κλείνεις. Αυτό το αστράκι έμεινε ακίνητο για κάμποσες στιγμές, και μετά άρχισε ν' απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τον ορίζοντα.
Τώρα που τα δέντρα είχαν πάψει να της κρύβουν τη θέα, η Μαριάνα μπορούσε να δει το αληθινό τοπίο πίσω τους. Ήταν επίπεδος γκρίζος βράχος, ατέλειωτα χιλιόμετρα από δαύτον, ακριβώς σαν αυτόν όπου πάνω του ήταν χτισμένο το σπίτι, και ο οποίος σχημάτιζε το δάπεδο του αίθριου. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κοίταζε, δεν άλλαζε τίποτα. Μονάχα ένας μαύρος ασφαλτόδρομος με δυο λουρίδες κυκλοφορίας διέσχιζε σ' ευθεία τη γυμνή πέτρα – τίποτα άλλο.
Αντιπάθησε τη θέα σχεδόν από την πρώτη ματιά – ήταν φοβερά ερημική και καταθλιπτική. Για να το ξεπεράσει, μείωσε τη βαρύτητα στο σεληνιακό επίπεδο και άρχισε να χορεύει ανάλαφρα σαν σε όνειρο, πετώντας πάνω από τη βιβλιοθήκη και το πιάνο, και βάζοντας ακόμη και τις υπηρέτριες ρομπότ να χορέψουν μαζί της. Αλλά ούτε κι αυτό της έφτιαξε τη διάθεση. Γύρω στις δύο πήγε ν' ανοίξει πάλι το διακόπτη των δέντρων, κάτι που έτσι κι αλλιώς σκόπευε να κάνει πριν επιστρέψει ο Τζόναθαν και θυμώσει μαζί της.
Όμως παρατήρησε ότι κάτι είχε αλλάξει στη στήλη με τους έξι μικρούς διακόπτες. Ο διακόπτης ΔΕΝΤΡΑ δεν είχε πια καμία φωτεινή ένδειξη. Θυμόταν ότι ήταν ο πάνω πάνω στη σειρά, αλλά τώρα ο διακόπτης αυτός αρνιόταν να δουλέψει. Προσπάθησε να τον μετακινήσει με το ζόρι στη θέση λειτουργίας, αλλά εκείνος έμεινε ακλόνητος εκεί που βρισκόταν.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα το έβγαλε καθισμένη στα σκαλοπάτια μπροστά στην πόρτα, παρακολουθώντας το μαύρο ασφαλτόδρομο με τις δύο λουρίδες κυκλοφορίας. Δεν είδε ούτε ένα αυτοκίνητο ούτε έναν άνθρωπο, έως τη στιγμή που εμφανίστηκε στο βάθος το μπεζ σπορ αμάξι του Τζόναθαν. Στην αρχή φαινόταν ακίνητο στον ορίζοντα. Ύστερα άρχισε να πλησιάζει αργά σαν μικροσκοπικό σαλιγκάρι, αν και η Μαριάνα ήξερε ότι ο Τζόναθαν έτρεχε πάντοτε με το γκάζι πατημένο τέρμα – αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που ποτέ δεν έμπαινε στο αυτοκίνητό του.
Ο Τζόναθαν δεν φρένιασε μαζί της, όπως το φοβόταν. “Εσύ φταις που πας και τα σκαλίζεις”, ήταν το μόνο που της είπε ξερά. “Τώρα πρέπει να ειδοποιήσουμε να μας έρθει τεχνίτης. Να πάρει η ευχή, δε μ' αρέσει να κάθομαι να τρώω και να βλέπω μονάχα εκείνα τα βράχια! Μου φτάνει που είμαι αναγκασμένος να τα διασχίζω δύο φορές κάθε μέρα”.
Τον ρώτησε δειλά γι' αυτή τη γύμνια του τοπίου και την απουσία κάθε γείτονα.
“Ε, εσύ ήθελες να μείνουμε κάπου απόμακρα”, της αποκρίθηκε. “Αλλά ούτε που θα το 'χες πάρει χαμπάρι αν δεν έσβηνες εκείνα τα δέντρα”.
“Υπάρχει και κάτι άλλο που θα ήθελα να σε ρωτήσω, Τζόναθαν”, του είπε. “Εκείνος ο δεύτερος διακόπτης – ο δεύτερος στη σειρά – έχει μια φωτεινή ένδειξη πλάι του. Λέει απλά ΣΠΙΤΙ. Είναι ανοιχτός – δεν τον άνοιξα εγώ. Λες να...”
“Θα 'θελα να το δω αυτό”, της φώναξε αμέσως, χτυπώντας το ποτήρι με το κοκτέιλ του τόσο δυνατά στο δίσκο, που η υπηρέτρια ρομπότ τραντάχτηκε ολόκληρη. “Αγόρασα αυτό το σπίτι με την εγγύση ότι είναι συμπαγές, αλλά γίνονται και απάτες. Φυσιολογικά θα διέκρινα στη στιγμή ένα εκπεμπόμενο ράδιο-σπίτι, αλλά μπορεί να μου πασάρισαν κανένα που εκπέμπεται από άλλο πλανήτη ή ηλιακό σύστημα. Θα γινόμαστε ρεζίλι, εγώ και πενήντα άλλοι πολυεκατομμυριούχοι, αν μας έβλεπαν με πανομοιότυπα σπίτια, ενώ ο καθένας πιστεύει ότι έχει κάτι μοναδικό”.
“Μα αν το σπίτι στηρίζεται σε συμπαγή βράχο όπως αυτό...”
“Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να μας εξαπατήσουν, ανόητη!”
Έφτασαν μπροστά στο κεντρικό ταμπλό ελέγχου. “Ορίστε”, του είπε. Στην βιάση της να βοηθήσει, τίναξε νευρικά το δάχτυλό της προς το διακόπτη που έγραφε ΣΠΙΤΙ... και τον έκλεισε κατά λάθος.
Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτα. Μετά ένας λευκός αναβρασμός άρχισε ν' απλώνεται στο ταβάνι, τους τοίχους και τα έπιπλα, φουσκώνοντας και αφρίζοντας σαν κρύα λάβα. Μια στιγμή αργότερα βρέθηκαν μόνοι σ' ένα γυμνό επίπεδο βράχο, πλατύ όσο τρία γήπεδα του τένις. Ακόμη και ο κεντρικός πίνακας ελέγχου είχε εξαφανιστεί. Το μόνο που απόμενε ήταν μια λεπτή βέργα που έβγαινε από τον γκρίζο βράχο στα πόδια τους και είχε στην κορφή της, σαν μηχανικό φρούτο, ένα μικρό πλαίσιο με τους έξι διακόπτες – αυτό, καθώς κι ένα αβάσταχτα λαμπερό αστράκι που στεκόταν μετέωρο εκεί που ήταν η μεγάλη κρεβατοκάμαρα.
Η Μαριάνα ξαναπάτησε με απόγνωση το διακόπτη ΣΠΙΤΙ, αλλά ήταν εντελώς κλειστός τώρα, κλειδωμένος στη θέση μη λειτουργίας, έστω κι αν προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον επαναφέρει στην αρχική θέση.
Το εκτυφλωτικό άστρο, που είχε απομείνει στη θέση του πάνω πατώματος, άρχισε τώρα ν' απομακρύνεται σαν τροχιοδεικτική σφαίρα. Στην τελευταία λάμψη του η Μαριάνα πρόλαβε να δει το μανιασμένο πρόσωπο του Τζόναθαν. Τα χέρια του σηκώνονταν απειλητικά με τα δάχτυλα γαμψα.
“Ηλίθια!” βρυχήθηκε, ορμώντας καταπάνω της.
“Όχι. Τζόναθαν, όχι!”, του φώναξε έντρομη, πισωπατώντας. Αλλά εκείνος συνέχισε να πλησιάζει.
Τότε συνειδητοποίησε ότι απ' το τράβηγμα, το πλαίσιο με τους διακόπτες είχε σπάσει στα χέρια της. Δίπλα στον τρίτο διακόπτη έλαμπε ένα άλλο όνομα τώρα: ΤΖΟΝΑΘΑΝ. Τον έκλεισε.
Καθώς τα δάχτυλα του άδραχναν το γυμνό ώμο της, τα ένιωσε να γίνονται πρώτα μαλακά σαν αφρός και μετά σαν αέρας. Το πρόσωπο και το γκρίζο κοστούμι του έγιναν ένα χάος ιριδισμών και, σαν ασπρουλιάρικο φάντασμα, έλιωσαν κι άρχισαν να ρέουν. Το δικό του άστρο, μικρότερο από εκείνο του σπιτιού, αλλά πολύ πιο κοντινό, σχεδόν της τύφλωσε τα μάτια. Όταν τ' άνοιξε πάλι, το μόνο που είχε απομείνει από το άστρο ή τον Τζόναθαν ήταν ένα σκοτεινό μετείκασμα στον αμφιβληστροειδή της, που χόρευε μπροστά της σαν μαύρο μπαλάκι του τένις.
Ήταν μόνη τώρα σε μια απέραντη πεδιάδα επίπεδου βράχου, κάτω από ένα δίχως σύννεφα, αστροφώτιστο ουρανό.
Ο τέταρτος διακόπτης είχε το δικό του φωτεινό όνομα τώρα: ΑΣΤΡΑ.
Ήταν σχεδόν αυγή, σύμφωνα με τους φωσφορικούς δείκτες του ρολογιού της, κι ένιωθε το κρύο να την περονιάζει έως το κόκαλο, όταν τελικά αποφάσισε να κλείσει και το διακόπτη των άστρων. Δεν ήθελε να το κάνει – η αργή περιστροφή τους στον ουράνιο θόλο ήταν το τελευταίο σημάδι κάποιας πειθαρχημένης πραγματικότητας – αλλά της φάνηκε σαν η μοναδική κίνηση που μπορούσε να κάνει.
Αναρωτήθηκε τι θα έγραφε ο πέμπτος διακόπτης. ΒΡΑΧΟΣ; ΑΕΡΑΣ; Ή μήπως και;...
Με μια κίνηση έκλεισε το διακόπτη των αστεριών.
Ο Γαλαξίας, σαν μεγαλόπρεπη αψίδα στον ουρανό, άρχισε ν' αναβράζει και τα άστρα του να τινάζονται πέρα δώθε σαν έντομα στο φως μιας λάμπας. Σύντομα μονάχα ένα είχε απομείνει, πολύ πιο λαμπερό από το Σείριο ή την Αφροδίτη – μέχρι ν' αρχίσει να ρουφιέται κι αυτό προς το χάος, σβήνοντας στο άπειρο.
Ο πέμπτος διακόπτης έγραφε ΓΙΑΤΡΟΣ, και δεν ήταν ανοιχτός αλλά κλειστός.
Ένας ανεξήγητος τρόμος άρχισε να θεριεύει στο στήθος της Μαριάνας. Δεν ήθελε ούτε ν' αγγίξει καν αυτό τον πέμπτο διακόπτη. Ακούμπησε το πλαίσιο με τους διακόπτες κάτω στο γυμνό βράχο και πισωπάτησε μακριά τους.
Αλλά δεν τολμούσε ν' απομακρυνθεί πολύ στην άναστρη νύχτα. Ζάρωσε κάτω και έμεινε έτσι περιμένοντας την αυγή. Από καιρού σε καιρό κοίταζε στο ρολόι της και στην απαλή λάμψη του διακόπτη καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα.
Το κρύο γινόταν ολοένα και πιο τσουχτερό.
Συμβουλεύτηκε πάλι το ρολόι της. Έπρεπε να 'χει χαράξει εδώ και δυο ώρες. Ύστερα θυμήθηκε ότι στο σχολείο της είχαν μάθει ότι ο ήλιος δεν ήταν παρά ένα ακόμη άστρο ανάμεσα στα τόσα.
Γύρισε πίσω και κάθισε δίπλα στο πλαίσιο με τους διακόπτες. Ύστερα το πήρε στα χέρια της και άνοιξε τον πέμπτο διακόπτη.
Ο βράχος έγινε μαλακός και δροσερά αρωματισμένος κάτω από κορμί και πάνω από τα πόδια της, πριν γίνει αργά αργά λευκός.
Ήταν ανακαθισμένη σ' ένα κρεβάτι νοσοκομείου, σ' ένα μικρό γαλάζιο θάλαμο με λευκές ρίγες.
Μια μελωδική μηχανική φωνή ακούστηκε να βγαίνει από τον τοίχο λέγοντας,
“Διακόψατε με δική σας πρωτοβουλία, τη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών. Εάν συνειδητοποιήσατε τώρα τη νοσηρότητα της κατάθλιψής σας και επιθυμείτε ν' αποδεχτείτε βοήθεια, ο γιατρός θα έρθει να σας δει. Εάν όχι, είστε ελεύθερη να επιστρέψετε στη θεραπεία πραγματοποίησης επιθυμιών και να την ακολουθήσετε έως την έσχατη κατάληξή της”.
Η Μαριάνα κοίταξε στο χέρι της. Κρατούσε ακόμη το πλαίσιο με τους διακόπτες, και ο πέμπτος εξακολουθούσε να γράφει ΓΙΑΤΡΟΣ.
“Από τη σιωπή σας”, συνέχεισε ο τοίχος, “υποθέτω ότι αποδέχεστε την ιατρική θεραπεία. Ο γιατρός θα έρθει αμέσως κοντά σας”.
Ο ανεξήγητος τρόμος επέστρεψε πάλι στη Μαριάνα, με ψυχαναγκαστική ένταση τούτη τη φορά.
Έκλεισε το διακόπτη του γιατρού.
Βρισκόταν πάλι πίσω στο άναστρο σκοτάδι. Ο βράχος είχε γίνει τώρα πολύ πιο παγερός. Μπορούσε να νιώσει παγωμένες νιφάδες να πέφτουν στο πρόσωπό της – χιόνι.
Σήκωσε το πλαίσιο με τους διακόπτες και είδε, με ανείπωτη ανακούφιση, ότι ο έκτος και τελευταίος διακόπτης έγραφε τώρα, με μικροσκοπικά φωτεινά, γράμματα: ΜΑΡΙΑΝΑ.


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΟΝΕΙΡΙΚΟΥΣ ΚΟΣΜΟΥΣ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΗΓΑΣΟΣ (1986)
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΡΟΡΑ

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΛΕΞΙΝ “ΑΛΗΘΕΙΑ” - ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ


Frei atmen macht das Leben micht allein
Welch Leben ist's, das an der hcil'gen Statte,
Gleich einem Schatten um sein eigen Grab,
Ich nur vertrauern muss, Und nenn ich das
Ein frohlich selbstbewasstes Leben, wenn
Unsjeder Tag, vergebens hingetraumt,
Zu jenen grauen Tagen vorbereitet,
Die an dam Ufer LETHES, selbstvergessend,
Die Trauerschar der Adgeschiednen feiert,
Ein unnutz Leben ist ein fruger Tod:
Dies Frauenschicksal ist vor allen meins”
(Goethe-Iphigenie auf Tauris)
Σπανίως διέρχεται ημέρα κατά την οποίαν ο Έλλην να μη μεταχειρισθή την σεμνήν, πλην τόσον δυσδιάκριτον αυτήν λέξιν εις την καθημερινήν του συνομιλίαν. Αμφιβάλλομεν όμως εάν επέστησεν επ' αυτής την προσοχήν, όπως αναζητήση την σημασίαν της. Διαλανθάνει, εν τούτοις εις το τόσον αφελώς προφερόμενον εκείνο όνομα “αλήθεια” τοιούτον μυστήριον, ώστε εάν κανείς δεν εννοήση την σημασίαν της να μη δύναται να προσατενίση το ΦΩΣ, να έχη δηλαδή ιδέαν του Αγαθού, της Επιστήμης!
Και η λέξις αύτη είναι από εκείνας, αίτινες εξηγούμεναι αποδεικνύουσιν ότι ο θέσας τοις πράγμασι τα Ελληνικά ονόματα ήτο Δύναμις ανωτέρα ή κατ' άνθρωπον, έχουσα τελείαν των Μυστηρίων της Φύσεως γνώσιν και ότι αυτή αύτη η Ελληνική Γλώσσα ως είπομεν, ασχέτως προς πάσαν άλλην διδασκαλίαν, είναι η αντανάκλασις της Υπάτης Σοφίας και δεν έχει τις ή εκεί να προστρέξη – ως εις τελειωτάτην πηγήν – όπως γευσθή αυτής. Θ' αποδειχθή δ' άπαξ έτι η μηδαμινότης των Νάνων εκείνων, οίτινες έδραν, ως είπομεν, έχοντες τους Παρισίους ή την Λίβερπουλ, πλέοντες δ' εις ωκεανόν σκότους, τολμώσι να εξισωθώσι προς το Θείον και να επιβληθώσιν επί του Ελληνισμού αυτόκλητοι ΝΟΜΟΘΕΤΑΙ, χωρίς ποτέ να έχωσι εξετάση το εις την λέξιν ΝΟΜΟΣ υπολανθάνον μυστήριον.
Δια την όσον το δυνατόν σαφεστέραν διατύπωσιν του υποκρυπτομένου Μυστηρίου, προστρέχομεν πρώτον εις όσα ο Πλάτων ενόμισεν, ότι διείδεν ή προσποιείται ότι διείδεν εις την λέξιν Αλήθεια, εν τη προσπαθεία του, όπως καταδείξη ότι τα πρώτα και σπουδαιότατα της Ελληνικής Γλώσσης ονόματα είναι άπαντα δηλωτικά ροής, φοράς, κινήσεως, συμφώνως προς όσα είδομεν αποκαλυπτόμενα εν τω Ελληνικώ Αλφαβήτω:
Φέρεται δ' εις το να παραδεχθή την τοιαύτην της λέξεως ετυμολογίαν, αφού – ως είδομεν – και αυτή η λέξις φρόνησις είναι η σύμπτυξις της φράσεως: φοράς νόησις, ως και η φρην, το φρόνημα κλπ. και διότι το παρά την φοράν συμβαίνον,χαρακτηρίζομεν ως αποτέλεσμα“παραφροσύνης”,ΠΑΡΑ-ΦΟΡΑΣ και το αποκαλούμεν ΒΛΑΒΕΡΟΝ (βλάπτον δηλαδή την ροήν, τον ρουν).

Θέλων ο Πλάτων ν' ακολουθήση την γενικήν αυτήν κατεύθυνσιν, έδωσεν – άνευ αμφιβολίας – την ανωτέρω δια την λέξιν “αλήθεια” ετυμολογίαν, ίσως σκοπίμως παραβλέψας την πλείστων όσων δηλωτικήν εκείνην ρίζαν ΛΗΘ επί της οποίας και στηριζόμενοι προβαίνομεν εις την αποκάλυψιν του περί την λέξιν “αλήθεια” Μυστηρίου, λαμβάνοντες ως συμμάχους τον Όμηρον, τον Πλάτωνα, τον Goethe, Wagner κλπ.
Μία από τας σπουδαιοτάτας του Ομήρου ραψωδίας είναι η Νέκυια, δηλαδή το λ της Οδύσσειας, όπου εκτίθεται η εις Άδην άφιξις, ως και αι συναντήσεις του πολυπαθούς Ήρωος με τα είδωλα γνωστών του ή πεφημισμένων προσώπων.
Μεμυημένος ο Όμηρος εις τα πέραν του τάφου Μυστήρια, αναφέρει εις την ραψωδίαν εκείνην πολλά τα σχέσιν έχοντα με το παρόν θέμα. Και πρώτον περιγράφει τα πέρατα του Ωκεανού και την χώραν των Κιμμερίων, την βεβυθισμένην εις κότος αδιείσδυτον και ομίχλην: ας προσέξη ο Αναγνώστης, διότι δίδεται εις την περιγραφήν εκείνην το Βασίλειον της Λήθης και της Αγνοίας, όπου δεν υπάρχει ΑΚΤΙΣ ΦΩΤΟΣ!
Η δε (δηλαδή η ναυς) ες πείραθ' ίκανε βαθυρρόου
Ωκεανοίο,
ένθα δε Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε,
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι. Ουδέ πότ' αυτούς
ΗΕΛΙΟΣ ΦΑΕΘΩΝ καταδέρκεται ακτίνεσιν,
ούθ' οπότ' αν στείχησι προς ουρανόν αστερόεντα,
ούθ' ότ' αν αψ επί γαίαν απ' ουρανόθεν προτράπηται,
αλλ' επί νυξ ολοή τέταται δειλοίσι βροτοίσιν”.
Όταν ο Οδυσσεύς εισήλθεν εις τον Άδην μετ' εκπλήξεώς του διεπίστωσεν, ότι αυτός μεν, ο υπό των Θεών οδηγούμενος, ανεγνώριζεν όλας τας προ αυτού σκιάς: εκείναι όμως μόνον αφού μετελάμβανον αίματος ήσαν εις θέσιν να τον αναγνωρίσουν! Επληροφορήθη δε τούτο παρά του προφήτου Τειρεσίου του Θηβαίου. Ιδού ο σχετικός των δύο διάλογος:
(Οδυσσεύς): “Αλλ' άγε μοι, τόδε ειπέ και ατρεκέως κατάλεξον
μητρός την δ' ορόω ψυχήν κατατεθνηκυίης
η δ' ακέουσ' ήσται σχεδόν αίματος, ουδ' εόν υιόν
έτλη εσάντα ιδείν ουδέ προτιμυθήσασθαι.
Ειπέ, άναξ, πως κεν με αναγνοίη τον εόντα;
Ως εφάμην, ο δεμ' αυτίκ' αμειβόμενος προσέειπεν”.

(Τειρεσίας): ρηίδιόν τοι έπος ερέω και επί φρεσί θήσω ον τινα μεν κεν εάς νεκύων κατατεθνηώτων
αίματος άσσον ίμεν, ο δε τοι νημερτές ενίψει.
Ω δε κ' επιφθονέης, ο δε τοι πάλιν εισίν οπίσσω”.

Αν τώρα θελήση τις να έχη την μυστικιστικήν των ανωτέρω σημασίαν, πρέπει να γνωρίζη, ότι οι εις αυτήν την κατάστασιν ευρισκόμενοι δεν είναι οι φωτισμένοι νεκροί, αλλ' οι επίγειοι, οι εφήμεροι θνητοί. Τα ως σκιαί και φαντάσματα περιφερόμενα όντα, είμεθα ημείς οι άνθρωποι, οι έχοντες λησμονήση το ΠΑΡΕΛΘΟΝ μας, - το μακρυνόν μας παρελθόν – την προτέραν μας υπόστασιν, τις οίδε δια ποίας μεγάλας αδικίας. Διότι έκαστος ημών επί της Γης αυτής πληρώνει τα αμαρτίας παρελθούσης του ζωής. Έκαστος ημών είναι κατάδικος, δεσμά του είναι το σώμα του φρουρός δ' απηνής και πανόπτης η Βαρύτης. Από το παρελθόν εκείνο, το προ της επί της Γης αφίξεώς μας, δεν ενθυμούμεθα τίποτε, επειδή μεταξύ αυτού και του όμματος της συνειδήσεώς μας παρεντίθεται το νέφος και η ομίχλη της ΛΗΘΗΣ, περί της οποίας ομιλεί ο Όμηρος ανωτέρω. Υπήρχε εποχή κατά το μακρυνόν εκείνο παρελθόν, κατά την οποίαν ευρισκόμεθα αντιμέτωποι με τον Κόσμον των Ιδεών, με το αειδές, το αόρατον, περί του οποίου εκάμομεν μακρόν εις προηγουμένας σελίδας λόγον. Αυτό υπαινισσόμεθα εν το προλόγω του παρόντος βιβλιαρίου. Η Ψυχή μας ΓΝΩΡΙΖΕΙ τα ΠΑΝΤΑ. Ανάγκη όμως όπως αποσπάση κανείς από την ΛΗΘΗΝ τας αποταμιευμένας ΑΠΕΙΡΟΥΣ εκεί γνώσεις. Είμεθα όντως ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ ΑΓΓΕΛΟΙ, εκτίοντες επί της Γης μεγίστας αδικίας; διότι κατά τον θεόπνευστον Γκαίτε, όστι και αυτός ήτο εις των μεγάλων γνωστών των Μυστηρίων: “κάθε αδίκημα εκτίεται επί της Γης” (Alle Schuld recht sich auf Erden). Και ερχόμεθα τοιουτοτρόπως εις την σημασίαν της λέξεως, την οποίαν εξετάζομεν: όταν το όμμα της ψυχής βλέπει ΧΩΡΙΣ να υπάρχη η ομίχλη και το νέφος, ΑΝΕΥ δηλαδή ΛΗΘΗΣ, τότε απέναντί της έχει το Φως. Η τοιαύτη της ψυχής κατάστασις ονομάζεται Α-λήθεια (άνευ ΛΗΘΗΣ).
Αυτή είναι η μυστικιστική σημασία της περισπουδάστου λέξεως.
Οι προτασσόμενοι του κεφαλαίου τούτου στίχοι της εν Ταύροις Ιφιγενείας του Γκαίτε, αν και φαινομενικώς εις την Ηρωίδα του δράματος αναφερόμενοι, κατ' ουσίαν ζωγραφίζουν την αθλίαν εκάστου εξ ημών τύχην, των όντων εμβεβυθισμένων εις το μυστηριώδες αυτό της Λήθης Βασίλειον, το οποίον κατ' ευφημισμόν ονομάζομεν “Ζωήν”! Ας μας επιτραπή να δώσωμεν την κατά λέξιν μετάφρασίν των:
Ελευθέρα αναπνοή δεν αποτελεί μόνη την ζωήν. Τι είδους λοιπόν ζωή είναι αυτή, ην εγώ οφείλω απλώς να πενθώ επί των ιερών αυτών Τόπων (σημ. ως θα ενθυμήται ο Αναγνώστης η υπό της Αρτέμιδος αρπασθείσα Ιφιγένεια εν Ταύροις ήτο ιέρεια της Θεάς), ομοία με σκιάν περιτριγυρίζουσαν τον τάφον της; Πως δύναται αύτη να ονομασθή εύχαρις, έχουσα συνείδησιν εαυτής ζωή, αφού εκάστη ημέρα – ματαίως ως όνειρον παρερχομένη – μας προετοιμάζει δι' εκείνας, τας φρικαλέας ημέρας, τας οποίας “πανηγυρίζει” αυτολησμονημένη η πένθιμος χορεία των Τεθνεώτων επί των οχθών της ΛΗΘΗΣ; Η ΑΝΩΦΕΛΗΣ ζωή είναι ισοδύναμος με πρόωρον θάνατον.”
Πλείστα ομοίως έργα του θείου Βάγνερ, του όχι αμυήτου εις το τελούμενον πέριξ ημών Μυστήριον, του οποίου την ποιητικήν και μουσικήν γραφίδα ωδήγουν μεγαλείτεραι ή κατ' άνθρωπον δυνάμεις, μας δίδουσιν εκ βάθρων συνταραζούσας την ψυχήν εικόνας, ώστε να μας φέρουν εις συνείδησιν του βάθους της ομίχλης και του σκότους εις τα οποία είμεθα εμβεβαπτισμένοι. Συνιστώμεν προ πάντων την ανάγνωσιν του Lohengrin και του Der flegende Hollander, επί των οποίων δυστυχώς δεν δυνάμεθα να δώσωμεν επιπρόσθετα σχόλια, ένεκα της συντομίας του εις την διάθεσίν μας χρόνου.
Γνωστόν εις τους αναγνώστας της Πολιτείας του Πλάτωνος, ότι εις το τέλος του Δεκάτου Βιβλίου δίδεται υπό την μορφήν μύθου η περί μετεμψυχώσεως θεωρία.
Και εκεί γίνεται εκ νέου λόγος περί του Ύδατος της Λήθης. Όταν δηλαδή αι ψυχαί εκλέξουσι τους νέους αυτών βίους, πορεύονται εις το πεδίον της Λήθης, όπου επικρατεί φοβερός και πνιγηρός καύσων. Κατά την εσπέραν κατασκηνούν παρά τας όχθας του Αμέλητος ποταμού, του οποίου το ύδωρ εις ουδέν δοχείον δύναται να περιληφθή. Εκάστη ψυχή είναι υποχρεωμένη να πίη ένα ωρισμένον μέτρον από το ύδωρ εκείνο, πλείσται δ' εξ αυτών δεν έχουν αρκετήν φρόνησιν, όπως κρατηθούν και πίνουσι τόσον, ώστε χάνουσιν εξ ολοκλήρου πάσαν των προηγουμένων ανάμνησιν. Κατόπιν παραδίδονται εις ύπνον και κατά το μεσονύκτιον ακούεται βρονή, συνοδευομένη υπό σεισμού και τότε αιφνιδίως εκσφενδονίζονται ως διάττοντες αστέρες άλλη εδώ, άλλη εκεί, εις τους διαφόρους τόπους, όπου μέλει ν' αρχίση η νέα ζωή.
Η τελευταία δε της Πολιτείας φράσις έχει ως ακολούθως:
Αυτός ο μύθος, αγαπητέ μοι Γλαύκων, (σημ. ο ομιλών είναι ο Σωκράτης) δύναται να σώση και ημάς, αν δώσωμεν πίστιν εις αυτόν και διέλθωμεν αισίως τον ποταμόν της ΛΗΘΗΣ, διαφυλάττοντες την ψυχήν μας καθαράν από παντός ρύπου. Εάν λοιπόν θέλης να με πιστεύσης, παραδεχόμενοι, ότι η ψυχή είναι αθάνατος και εκ φύσεως δεκτική όλων των κακών και όλων των αγαθών συγχρόνως, δεν θα παρεκκλίνωμεν ποτέ από την προς τα ΑΝΩ άγουσαν οδόν, και με όλας τας δυνάμεις μας θα εξασκώμεν την δικαιοσύνην μετά φρονήσεως. Τοιουτοτρόπως και με τον εαυτόν μας θα είμεθα πάντοτε φίλοι και με τους Θεούς και αφού αποκομίσωμεν επί της Γης τα άθλα της αρετής, όμοιοι με τους νικηφόρους αθλητάς, τους οποίους εν θριάμβω περιάγουν, θα είμεθα ευτυχείς και ενταύθα και κατά την διάρκειαν της χιλιετούς ΠΟΡΕΙΑΣ την οποίαν αναφέραμεν”. (Σημ. ως ενθυμείται ο Αναγνώστης η φράσις του Ελληνικού Αλφαβήτου: “Η Πωρία” μεταβαλλομένη εις αριθμόν, μας δίδει το 999, δηλαδή την Χιλιάδα, την οποίαν υπαινίσσεται ο Πλάτων).
Καλόν θα είναι κλείοντες το κεφάλαιον αυτό να προσθέσωμεν, ότι η αριθμητική αξία της λέξεως: Αλήθεια, είναι ίση με τον αριθμόν 64, όστις ως γνωστόν είναι το τετράγωνον της Ογδοάδος, περί της αποκρύφου σημασίας της οποίας εμνήσθημεν ανωτέρω.
Εάν δ' ήθελε να προστρέξη κανείς εις την ετυμολογίαν του ονόματος ακριβώς εκείνου, το οποίον θεωρείται αντίθετον της Αληθείας, θα διεπίστωνεν αμέσως, ότι τα περί της συνθέσεως της λέξεως αυτής λεχθέντα, συμφωνούσι κατ' αντίθετον λόγον προς την σημασίαν του ονόματος: Ψεύδος.
Ως ανωτέρω εμνήσθημεν, το Ψ δύναται να θεωρηθή ως αντιπροσωπεύον, ως συμβολίζον, την ψυχήν. Οπότε και έχομεν την ζητουμένην σημασίαν: ψεύδος είναι παν, ό,τι η ψυχή νομίζει καθ-ΕΥΔ-ουσα, διατελούσα δηλαδή εν ύπνω εν ΛΗΘ-άργω!
Μέχρι σήμερον δε διεσώθη η σημαντικωτάτη λέξις: έξυπνος.


ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ
ΤΟ ΕΙΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΚΑΙ 
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΥΠΟΛΑΝΘΑΝΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ
Ή ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ Ν. Ε. ΠΡΕΑΡΗΣ
Β' ΕΚΔΟΣΗ

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΤΕΚΑ – ELIPHAS LEVI


Το Έντεκα είναι ο αριθμός της δύναμης, του αγώνα και του μαρτυρίου.
Κάθε άνθρωπος που πεθαίνει για μια ιδέα είναι μάρτυρας, επειδή μέσα του θριάμβευσαν οι φιλοδοξίες του πνεύματος ενάντια στους ζωώδεις φόβους του.
Κάθε άνθρωπος που σκοτώνεται στον πόλεμο είναι μάρτυρας, επειδή πεθαίνει για τους άλλους.
Κάθε άνθρωπος που πεθαίνει από πείνα είναι μάρτυρας, επειδή είναι σαν στρατιώτης που χτυπήθηκε στη μάχη της ζωής.
Εκείνοι που θυσιάζονται υπερασπιζόμενοι το δικαίωμα είναι εξίσου άγιοι με τα θύματα του καθήκοντος και στους μεγάλους αγώνες και τις επαναστάσεις ενάντια στη δύναμη, μάρτυρες υπήρξαν και από τις δύο πλευρές.
Μια και θεωρείται πως το δικαίωμα είναι η ρίζα του καθήκοντος, έχουμε καθήκον να προστατεύουμε τα δικαιώματά μας.
Τι είναι ένα έγκλημα; Η υπέρβαση κάποιου δικαιώματος. Ο φόνος και η κλοπή αποτελούν τις αρνήσεις της κοινωνίας. Είναι ο απομονωμένος δεσποτισμός κάποιου ατόμου, το οποίο σφετερίζεται εξουσίες και κάνει πόλεμο με προσωπικό του κίνδυνο και απειλή.
Αναμφίβολα, το έγκλημα θα πρέπει να περιοριστεί και η κοινωνία θα πρέπει να προστατέψει τον εαυτό της. Ποιός όμως είναι τόσο δίκαιος, τόσο αγνός, τόσο μεγάλος, ώστε να υποκριθεί ότι έχει το δικαίωμα να τιμωρεί;
Ειρήνη σε όσους έπεσαν στον πόλεμο, έστω και αν ο πόλεμος δεν ήταν δίκαιος! Στοιχημάτισαν τα κεφάλια τους και τα έχασαν. Πλήρωσαν και τι άλλο μπορούμε να ζητήσουμε πια από αυτούς;
Τιμή σε όσους μάχονται γενναία και τίμια! Αλίμονο, όμως, στους προδότες και τους δειλούς!
Ο Χριστός πέθανε ανάμεσα σε δύο ληστές και πήρε τον ένα από αυτούς μαζί Του στα Ουράνια.
Το Βασίλειο των Ουρανών ανέχεται τη βία και ο βίαιος το προσεγγίζει με τη δύναμή του.
Ο Θεός εκφράζει την παντοδυναμία του στην αγάπη. Αγαπάει να θριαμβεύει πάνω στο μίσος, τους χλιαρούς ανθρώπους, όμως, τους ξερνάει μέσα από το στόμα του.
Έχουμε καθήκον να ζήσουμε, έστω και για μια μόνο στιγμή!
Είναι ωραίο να έχει βασιλέψει κανείς για μια μέρα, έστω και για μία ώρα! Ακόμη και αν βρεθεί κάτω από τη Δαμόκλεια σπάθη ή επάνω στη νεκρική πυρά του Σαρδανάπαλου!
Είναι πολύ καλύτερο, όμως, να έχει στα πόδια του όλα τα βασίλεια του κόσμου και να πει: “Θα γίνω ο βασιλιάς των φτωχών και ο θρόνος μου θα στηθεί στο Γολγοθά”.
Υπάρχει κάποιος ισχυρότερος από εκείνον που σκοτώνει. Είναι εκείνος που πεθαίνει για να σώσει τους άλλους.
Δεν υπάρχουν ξεχωριστά εγκλήματα και προσωπικές εξιλεώσεις. Δεν υπάρχουν προσωπικές αρετές, ούτε μάταιη αφοσίωση.
Όποιος δεν είναι άμεμπτος, είναι συνένοχος του κακού. Και όποιος δεν είναι τελείως διεστραμμένος, μπορεί να συμμετάσχει στο καλό.
Για αυτό το λόγο, μια αγωνία θεωρείται πάντοτε σαν ανθρωπιστική εξιλέωση και κάθε κεφάλι που κυλάει από τα χέρια του δήμιου, μπορεί να τιμηθεί και να δοξαστεί σαν το κεφάλι κάποιου μάρτυρα.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι πλέον ευγενείς και άγιοι από τους μάρτυρες, εξετάζοντας τον εαυτό τους εύρισκαν ότι τους άξιζε η επικείμενη τιμωρία και χαιρέτιζαν το ξίφος που ήταν έτοιμο να τους χτυπήσει, λέγοντας: “Ας αποδοθεί δικαιοσύνη!”
Φτωχά θύματα των Ρωμαϊκών Κατακομβών, Εβραίοι και Προτεστάντες που σας έσφαξαν ανάξιοι Χριστιανοί!
Μοναχοί του Abbaye και του Carmes (Μοναστήρια που χρησιμοποιήθηκαν σαν φυλακές κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας μετά την Γαλλική Επανάσταση), θύματατης Περιόδου της Τρομοκρατίας, σφαγμένοι ευγενείς, επαναστάτες που με τη σειρά σας θυσιαστήκατε και εσείς στρατιώτες των μεγάλων μας στρατών, που τα κόκκαλά σας είναι σήμερα σπαρμένα σε όλο τον κόσμο, όλοι εσείς που υποφέρατε την ποινή του θανάτου, εργάτες, αγωνιστές, κάθε είδους παράτολμοι άνθρωποι, γενναία παιδιά του Προμηθέα, που δε φοβηθήκατε τον κεραυνό ούτε το όρνεο, τιμημένες ας είναι οι σκορπισμένες στάχτες σας! Ειρήνη και σεβασμός στη μνήμη σας! Είστε οι ήρωες της προόδου, οι μάρτυρες της ανθρωπότητας.

ELIPHAS LEVI
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΝΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Η ΕΠΙΘΕΣΗ – Ουίλλιαμ Χόουπ Χάτζσον



Έφαγα κάμποση ώρα προσπαθώντας να βρω τρόπο να ενισχύσω την πόρτα του γραφείου μου. Τελικά κατέβηκα στην κουζίνα και, με κάποια δυσκολία, κουβάλησα πάνω μερικές χοντρές σανίδες. Αυτές τις σφήνωσα γυρτά πάνω της – πόρτα και πάτωμα – και κάρφωσα τις άκρες τους. Δούλεψα σκληρά για κάπου μισή ώρα και τελικά έκανα τη δουλειά όπως την ήθελα.
Ύστερα, νιώθοντας πιο ασφαλής, φόρεσα το σακάκι που είχα βγάλει για να δουλέψω και βάλθηκα να τελειώσω κάνα δύο βιαστικές εργασίες πριν γυρίσω ψηλά στον πυργίσκο. Ενώ ήμουν απασχολημένος με αυτές, άκουσα κάτι να πασπατεύει την πόρτα και να δοκιμάζει το πόμολο. Περίμενα δίχως να κάνω καθόλου θόρυβο. Σε λίγο άκουσα απέξω μερικά από τα Πλάσματα. Γρύλιζαν σιγανά μεταξύ τους. Για κάνα λεπτό οι κουβέντες τους σταμάτησαν και μετά, ύστερα από ένα σιγανό γρύλισμα, η πόρτα τραντάχτηκε από ένα τρομερό χτύπημα. Σίγουρα θα είχε σπάσει προς τα μέσα αν δεν είχα προλάβει να την ενισχύσω με τις σανίδες. Η επίθεση σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει, και ακολούθησαν νέες ψιθυριστές κουβέντες.
Τελικά ένα από τα πλάσματα έβγαλε ένα σιγανό τσίριγμα, και άκουσα κι άλλα να καταφθάνουν. Αντάλλαξαν πάλι σύντομες κουβέντες και σώπασαν. Κατάλαβα ότι είχαν καλέσει ενισχύσεις για την πόρτα. Κρίνοντας ότι τώρα ήταν η κρίσημη στιγμή, περίμενα με το ντουφέκι έτοιμο στο χέρι. Αν η πόρτα υποχωρούσε, τουλάχιστοθα ξεπάστρευα όσο πιο πολλά τέρατα κατάφερνα.
Ακούστηκε πάλι εκείνο το σιγανό σινιάλο τους, και για μια ακόμη φορά η πόρτα έτριξε κάτω από το βάρος της επίθεσης. Συνέχισαν τις προσπάθειες για ένα λεπτό περίπου, ενώ εγώ στεκόμουν ασάλευτος και πεθαμένος από την αγωνία. Περίμενα να δω από στιγμή σε στιγμή την πόρτα να γκρεμίζεται με πάταγο, πράγμα που ευτυχώς δεν έγινε. Τα στηρίγματα κράτησαν, και η επίθεση ήταν αποτυχημένη. Ακούστηκαν πάλι εκείνες οι φριχτές, γουρουνίσιες κουβέντες τους, και μου φάνηκε ότι κατέφθασαν και πρόσθετες ενισχύσεις.
Άρχισε πάλι μια νέα και μεγάλη συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας η πόρτα τραντάχτηκε δοκιμαστικά κάμποσες φορές. Όταν οι κουβέντες σταμάτησαν κατάλαβα ότι ετοιμάζονταν για την τρίτη επίθεση με σκοπό να παραβιάσουν την πόρτα. Σχεδόν μ' έπιασε απόγνωση. Τα πρόσθετα στηρίγματα είχαν ζοριστεί πολύ από τις δύο προηγούμενες απόπειρες και φοβόμουν ότι δε θα άντεχαν σε μια τρίτη επίθεση.
Τη στιγμή εκείνη μια ξαφνική έμπνευση φώτισε το ανάστατο μυαλό μου. Δίχως κανένα δισταγμό, γιατί δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο, όρμησα έξω από το δωμάτιο κι άρχισα ν' ανεβαίνω τρεις-τρεις τις σκάλες. Αυτή τη φορά δεν πήγαινα σε κανέναν από τους πυργίσκους, αλλά θα έβγαινα στην επίπεδη, μολυβοντυμένη στέγη. Μόλις βρέθηκα εκεί, έτρεξα αμέσως στο παραπέτο της και κοίταξα κάτω. Σχεδόν την ίδια στιγμή άκουσα ένα γρύλισμα-σινιάλο και, ακόμη και στο ύψος που βρισκόμουν, έφτασε το τρίξιμο της πόρτας που δεχόταν επίθεση.
Δεν υπήρχε στιγμή για χάσιμο. Έσκυψα, σημάδεψα γοργά και πυροβόλησα. Η εκπυρσοκρότηση αντήχησε βροντερή, σχεδόν ταυτόχρονα με το πνιχτό “σπλατ” της σφαίρας που έβρισκε το στόχο της. Ένα διαπεραστικό σκούξιμο ακούστηκε από κάτω, και η πόρτα σταμάτησε αμέσως να διαμαρτύρεται. Τότε όπως σήκωνα το βάρος μου από το παραπέτο, ένα πελώριο κομμάτι της μαρκίζας ξεκόλλησε κι έπεσε με πάταγο στο αποδιοργανωμένο τσούρμο χαμηλά. Φρικιαστικά ξεφωνητά έσκισαν το νυχτερινό αέρα, και μετά άκουσα πλήθος από ποδοβολητά. Κοίταξα επιφυλακτικά κάτω. Στο φως του φεγγαρόφωτου διέκρινα τη μεγάλη πλάκα από το διάζωμα πεσμένη μπροστά στο κατώφλι της πόρτας. Μου φάνηκε ότι κάτι ξεχώριζε από κάτω... κάτι ασπριδερά κορμιά, αλλά δε θα έπαιρνα όρκο γι' αυτό.
Πέρασαν έτσι μερικά λεπτά αγωνίας.
Εκεί που κοιτούσα, διέκρινα μια σιλουέτα να ξεπροβάλλει από τη σκιά του τοίχου. Ήταν ένα από τ' αναθεματισμένα Πλάσματα. Το είδα ν' ανεβαίνει αθόρυβα στην γκρεμισμένη πλάκα και να σκύβει κάτω. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι έκανε. Λίγες στιγμές αργότερα όρθωσε πάλι το κορμί του. Κάτι κρατούσε στα γαμψά του δάχτυλα, που το έβαλε στο στόμα του και το δάγκωσε...
Στην αρχή δεν κατάλαβα. Το Πλάσμα έσκυψε πάλι – και τότε κατάλαβα τι έκανε! Ήταν φρικιαστικό! Άρχισα πάλι να γεμίζω το ντουφέκι μου και, όταν κοίταξα πάλι, το τέρας προσπαθούσε να σπρώξει την πλάκα στο πλάι. Στήριξα το όπλο στο παραπέτο και τράβηξα τη σκανδάλη. Το τέρας σωριάστηκε σφαδάζοντας στο χώμα.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τον πυροβολισμό άκουσα έναν άλλον ήχο, τον κρότο από τζάμια που έσπαζαν. Καθυστερώντας μονάχα όσο χρειαζόταν για να ξαναγεμίσω το όπλο μου, έφυγα τροχάδην από τη στέγη και κατέβηκα τα δύο πρώτα κλιμακοστάσια.
Εκεί κοντοστάθηκα ν' αφουγκραστώ. Όπως τέντωνα τ' αυτιά μου, ακούστηκε νέος πάταγος από σπάσιμο τζαμιών. Φαινόταν να έρχεται από το πιο κάτω πάτωμα. Πνιγμένος από αγωνία, κατέβηκα με σάλτους τα σκαλοπάτια. Με οδηγό τα τραντάγματα της κάσας του παραθύρου, έφτασα στην πόρτα μια από τις άδειες κρεβατοκάμαρες στο πίσω μέρος του σπιτιού. Την άνοιξα μ' ένα βίαιο σπρώξιμο και μπήκα. Το δωμάτιο φωτιζόταν πολύ αμυδρά από το φεγγαρόφωτο, γιατί το περισσότερο φως το έκοβαν οι μορφές που συνωστίζονταν στο παράθυρο. Όπως στεκόμουν, μια απ' αυτές στριμωχνόταν κιόλας εκεί για να μπει στο δωμάτιο. Αμέσως γύρισα το όπλο μου και πυροβόλησα σχεδόν εξ επαφής.
Ο κρότος αντήχησε εκκωφαντικός στον κλειστό χώρο. Όταν διαλύθηκε ο καπνός είδα ότι το δωμάτιο ήταν άδειο και το παράθυρο ελεύθερο. Ο χώρος ήταν πολύ πιο φωτεινός τώρα. Το νυχτερινό αγιάζι περόνιαζε ως το κόκαλο, όπως περνούσε ανεμπόδιστο από τα σπασμένα τζάμια. Έξω στη νύχτα, κάτω χαμηλά, άκούσα ένα σιγανό βογγητό και ασυνάρτητα γουρουνίσια μουρμουρητά.
Δίχως να χάσω καιρό, πλησίασα στο πλάι του παραθύρου. Εκεί ξαναγέμισα τ' όπλο και στάθηκα, καιροφυλακτώντας. Τελικά άκουσα θορύβους από κάποιο τσακωμό. Από εκεί όπου στεκόμουν στη σκιά είχα τη δυνατότητα να βλέπω δίχως να με βλέπουν.
Οι θόρυβοι ακούγονταν να πλησιάζουν και μετά είδα κάτι να ξεπροβάλλει από το περβάζι και ν' αρπάζεται από τη σπασμένη κάσα του παραθύρου. Μπόρεσα να ξεχωρίσω ότι ήταν ένα χέρι. Την άλλη στιγμή πίσω του εμφανίστηκε και το γουρουνόμορφο μουσούδι. Τότε, πριν καν προλάβω να χρησιμοποιήσω το ντουφέκι μου, ακούστηκε ένα δυνατό κρρρακ... και η κάσα του παραθύρου, ξεκόλλησε κάτω από το βάρος του τέρατος. Σχεδόν αμέσως ένας πλαδαρός γδούπος χαμηλά μου έδωσε να καταλάβω ότι το Πλάσμα είχε σκάσει σαν καρπούζι στο έδαφος. Με τη χαιρέκακη ελπίδα ότι είχε τσακιστεί, έσκυψα από το παράθυρο. Το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από ένα σύννεφο και δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Από κάτω ακουγόταν μια συνεχής οχλαγωγία, πράγμα που σήμαινε ότι κι άλλα τέρατα είχαν μαζευτεί εκεί.
Όπως κοίταζα κάτω, αναρωτήθηκα πως είχαν καταφέρει να σκαρφαλώσουν τόσο ψηλά. Ο τοίχος ήταν σχεδόν λείος, και το παράθυρο αυτό ήταν τουλάχιστον είκοσι πέντε μέτρα πάνω από το έδαφος.
Τότε παρατήρησα κάτι σαν μαύρη κάθετη προεξοχή στην γκρίζα σκιά του εξωτερικού τοίχου. Περνούσε κάπου μισό μέτρο στ' αριστερά του παραθύρου – και τότε θυμήθηκα το λούκι που είχα τοποθετήσει πριν κάμποσα χρόνια για να διώχνει τα νερά της βροχής. Το είχα ολότελα ξεχάσει! Τώρα καταλάβαινα πως είχαν καταφέρει να φτάσουν στο ψηλό παράθυρο τα Πλάσματα.
Μόλις είχα λύσει το μυστήριο, όταν άκουσα ένα σιγανό σούρσιμο απέξω και κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει άλλο ένα από τα τέρατα. Περίμενα λίγες στιγμές και μετά έσκυψα έξω και δοκίμασα με το χέρι μου το λούκι. Με χαρά διαπίστωσα ότι τα στηρίγματα του ήταν ξεχαρβαλωμένα. Δίχως να χάσω καιρό, χρησιμοποιώντας το ντουφέκι σαν μοχλό, κατάφερα να το χαλαρώσω από τον τοίχο. Στη συνέχεια το άρπαξα και με τα δύο χέρια και το τράβηξα με όλη μου τη δύναμη. Ξεκόλλησε και, με μια γερή σπρωξιά, γκρεμίστηκε ολόκληρο στον κήπο. Μαζί με τα δυο Πλάσματα που ήταν γαντζωμένα πάνω του.
Περίμενα μερικές στιγμές ακόμη, με στημένο αυτί, αλλά μετά τις πρώτες κραυγές πόνου έπεσε πάλι σιωπή. Ήμουν σίγουρος πια ότι δεν είχα λόγους να φοβάμαι άλλη επίθεση από εκείνο το σημείο. Είχα αφαιρέσει το μοναδικό μέσο πρόσβασης στο παράθυρο. Ευτυχώς κανένα από τα άλλα παράθυρα δεν είχε κοντά λούκι για να βάλει τα τέρατα σε πειρασμό. Έτσι άρχισα να νιώθω πιο σίγουρος ότι τελικά θα γλίτωνα από τα νύχια τους.
Άφησα το παράθυρο και κατέβηκα πάλι στο γραφείο. Αγωνιούσα να δω πόση ζημιά είχε πάθει η πόρτα από την τελευταία επίθεση. Μόλις μπήκα άναψα δύο από τα κεριά και πλησίασα την πόρτα. Ένα από τα χοντρά υποστηρίγματα είχε μετατοπιστεί, και στην πλευρά εκείνη το φύλλο είχε βουλιάξει καμιά δεκαπενταριά πόντους.
Η Θεία Πρόνοια με είχε βοηθήσει ν' αποκρούσω τα τέρατα στην πιο κρίσιμη στιγμή. Κι εκείνη η πλάκα της μαρκίζας! Αναρωτήθηκα αφηρημένα πως είχε καταφέρει να ξεκολλήσει από τη θέση της. Δεν είχα προσέξει ότι ήταν χαλαρή όταν πυροβολούσα στηριγμένος πάνω της, και μονάχα όταν σήκωσα από αυτή το βάρος μου είχε ξεκολλήσει και είχε πέσει... Κάτι μου έλεγε ότι χρωστούσα την απόκρουση της επίθεσης περισσότερο στην πτώση της πλάκας την κατάλληλη στιγμή, παρά στο ντουφέκι μου.
Τότε μου πέρασε από το μυαλό ότι καλά θα έκανα να εκμεταλλευτώ τούτη την ανάπαυλα για να ενισχύσω ξανά την πόρτα. Ήταν φανερό ότι τα Πλάσματα δεν είχαν επιχειρήσει πάλι να την παραβιάσουν μετά την πτώση της πλάκας, αλλά ποιος ξέρει πότε θα ξαναγύριζαν;
Δίχως καθυστέρηση, ρίχτηκα αμέσως στην προσπάθεια να επισκευάσω την πόρτα. Δούλεψα σκληρά, ενώ μ' έπνιγε η αγωνία. Πρώτα κατέβηκα στο ισόγειο και, ψάχνοντας, βρήκα μερικές ακόμη χοντρές δρύινες σανίδες. Γύρισα στο γραφείο φορτωμένος με δαύτες και, αφού έβγαλα τα υποστηρίγματα, τις τοποθέτησα κόντρα στην πόρτα. Στη συνέχεια κάρφωσα πάνω τους τα λοξά υποστηρίγματα, και επανέλαβα το ίδιο με τις άκρες τους στο πάτωμα.
Έτσι ενίσχυσα την πόρτα όσο ήταν δυνατό. Με τις πρόσθετες σανίδες φαινόταν τώρα ακλόνητη, και ήμουν σιγουρος ότι θα σήκωνε πολύ μεγαλύτερες επιθέσεις δίχως να υποχωρήσει.
Όταν τελείωσα την δουλειά άναψα τη λάμπα που είχα φέρει από την κουζίνα και κατέβηκα να ρίξω μια ματιά στα χαμηλότερα παράθυρα.
Τώρα που ήξερα τη δύναμη των τεράτων, με ανησυχούσαν ιδιαίτερα τα παράθυρα του ισογείου, παρά το γεγονός ότι διέθεταν χοντρά κάγκελα.
Πρώτα πέρασα από το κελάρι με τα κρασιά, γιατί θυμόμουν την περιπέτεια που είχα εκεί. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο και ο άνεμος ούρλιαζε θρηνητικά όπως περνούσε από το σπασμένο τζάμι. Εκτός από τη γενικά καταθλιπτική ατμόσφαιρα, ο χώρος ήταν όπως τον είχα αφήσει την προηγούμενη νύχτα. Πλησίασα στο παράθυρο και άρχισα να επιθεωρώ προσεκτικά τα κάγκελα. Το πάχος τους μου έδωσε κουράγιο. Όμως, εκεί που τα εξέταζα, μου φάνηκε ότι το μεσαίο κάγκελο ξέφευγε κάπως από το ίσιο. Ήταν μια ελάχιστη απόκλιση, και ίσως να ήταν έτσι από χρόνια. Ποτέ άλλοτε δεν είχα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στα κάγκελα.
Πέρασα το χέρι μου μέσα από το σπασμένο τζάμι και δοκίμασα να κουνήσω το κάγκελο. Ήταν σταθερό σαν βράχος. Ίσως τα Πλάσματα είχαν προσπαθήσει να το λασκάρουν από τη θέση του, αλλά εγκατέλειψαν την προσπάθεια όταν είδαν ότι ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους. Συνέχισα μ' ένα γύρο και μια προσεκτική επιθεώρηση όλων των παραθύρων, αλλά πουθενά δε βρήκα ίχνη παραβίασης. Μόλις τέλειωσα την επιθεώρηση γύρισα στο γραφείο μου να πιω λίγο μπράντυ. Κάπως στυλωμένος από το ποτό, ανέβηκα πάλι στον πυργίσκο για σκοπιά.


Ουίλλιαμ Χόουπ Χάτζσον
Το Σπίτι της Αβύσσου
Προλογίζει και Μεταφράζει ο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS - 7

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2010

ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ ΠΡΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΝ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ



∆ίκαια ζητάς ν’ αποτινάξω κάθε σκέψη αναβολής,
καθετί το βολικό και να παλέψω.

«...στον κόσµο αυτό ριχτήκαµε σαν ξένοι!
Κι αν όχι ήδη ανεπαρκείς
απ’ τη δριµύτητα της πτώσης επαρκώς σηµαδεµένοι...»

Όµως τα λόγια σου µε ξάφνιασαν σχεδόν.
Γυµνός ακόµα απέναντι στη µοχθηρία του λόγου δεν έχω ν’ αντιτάξω
παρά την άκαρπη προφάνεια µιας σάρκας επιβλητικής.
Πάντα µε κείνα τα υστερόβουλα:
«Τις αναποδιές που συνάντησα τις αποσιωπώ!»
και «Μονάχα τη φιλοσοφία αγαπώ!»
ύστερα «Ας κάνει ο καθένας τη δουλειά που ξέρει!»
                                                                           Ασφαλώς
θα συµφωνήσεις πως δεν γίνεται να πάρεις πίσω
το δρόµο που σε οδήγησε στην επικράτεια της φωνής σου,
ούτε να εγείρεις αξιώσεις
σε κάθε επιτυχή χρησικτησία της σιωπής σου.

[Η Σκέψη παραείναι ασθενική για να τολµήσει το αληθές
του λόγου της και η Πράξη:
επίδειξη µιας άγνοιας παρηγορητικής.]

Λοιπόν, µε ποιας ακύρωσης την ένταση
να διασύρεις την πληγή σου;

Βλέπεις πως µου αποµένει η σιωπή.
Όσο κι αν είναι δύσκολο εντέλει να σωπάσω,
σ’ αυτήν την απροκάλυπτη ολιγαρχία των πραγµάτων:
εξαγριώνονται συχνά, µε την αδέκαστη ευκρίνεια τους
κάτι περισσότερο από ενοχή
για τη σαφήνεια όσων δεν θέλησα ποτέ να πω:
χνάρια µιας απουσίας µάχιµης εντούτοις.
Πιάσε εσύ το νήµα απ’ την αρχή.
Βγάλε συµπέρασµα απ’ αυτόν
τον κουρνιαχτό των φαντασµάτων.
Εγώ τουλάχιστον δεν είµαι από πέτρα κι η ζωή µου
δεν ήταν πάντα από χρυσό:
ν’ αφήσει πάνω µου το αγκάλιασµα της
εκείνη τη λάµψη που κάνει τη νύχτα γλυκιά,
µες στην απίστευτη καταδροµή της.

Νιώθω πως αυτός ο κόσµος δεν µπορεί να ’ναι το σπίτι µας.
Η εξορία µας ίσως; Πάει καλά!
Θα µας χωρέσει ή θα τον χωρέσουµε.
Θα µας αφανίσει ή θα τον αφανίσουµε.

Καυγάς να σου πετύχει!

Κατάλαβε µε. Νυχτώνει.

«...µια ακόµα ανήλικη βροχή σκύβει µε πάθος
πάνω απ’ τους αρχαίους πευκώνες...»

Θα σωπάσω. Κι ας µείνω ανεύθυνος µες στους αιώνες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΑΡΑΦΟΡΟ (1996)