Η μυθοπλασία, σ' όλες τις μορφές της, είχε πάντοτε την πρόθεση να είναι ρεαλιστική. Τα μυθιστορήματα παλαιού τύπου, που τώρα μοιάζουν επιτηδευμένα και τεχνητά σε σημείο αυτοδιακωμώδησης, δεν έδιναν αυτή την εντύπωση στους ανθρώπους που τα πρωτοδιάβαζαν. Περιπτώσεις όπως ο Fielding και ο Smollett θα μπορούσαν να παρουσιάζονται ως ρεαλιστικοί συγγραφείς με τη σύγχρονη έννοια, γιατί ασχολήθηκαν με ασυμβίβαστους χαρακτήρες, που είχαν πάρε-δώσε με την αστυνομία, όμως και τα χρονικά της Jane Austen για παθολογικά ντροπαλούς ανθρώπους με φόντο την επαρχιακή αριστοκρατικότητα, μοιάζουν αρκετά με αληθοφανή από ψυχολογική σκοπιά. Υπάρχει σήμερα αρκετή δόση από αυτού του είδους την κοινωνική και συναισθηματική υποκρισία. Προσθέστε τώρα και μια γενναία δόση πνευματικής εκζήτησης και θα έχετε το ύφος της στήλης με τη λογοτεχνική κριτική στην καθημερινή σας εφημερίδα και την ατμόσφαιρα, σοβαροφανή και βλακώδη, που επικρατεί στους κύκλους συζητήσεων στις μικρές λέσχες. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που κάνουν τα μπεστ σέλερς· αποτέλεσμα μιας διαφημιστικής δουλειάς και ενός είδους έμμεσης επίκλησης στο σνομπισμό του καταναλωτή, που συνοδεύεται προσεκτικά από τις σφραγίδες για επικύρωση της αδελφότητας των κριτικών και την τρυφερή επιμέλεια, τη στοργική φροντίδα ορισμένων εξαιρετικά ισχυρών ομάδων πίεσης, των οποίων η δουλειά είναι να πουλάνε βιβλία, παρ' όλο που θα ήθελαν να πιστεύουμε ότι καλλιεργούν την κουλτούρα. Δεν έχετε παρά να καθυστερήσετε λίγο της πληρωμές σας, για να ανακαλύψετε πόσο ιδεαλιστές είναι.
Η αστυνομική ιστορία, για διάφορους λόγους, σπάνια μπορεί να υποβοηθηθεί. Συνήθως έχει σχέση με κάποιο φόνο και γι' αυτό της λείπει το στοιχείο της ηθικής ανάτασης. Ο φόνος, μια έκφραση αποτυχίας του ατόμου και πιο γενικά του ανθρώπινου είδους, ίσως να έχει -και στην πραγματικότητα έχει- κοινωνικές προεκτάσεις. Αυτά όμως αποτελούν πράγματα πασίγνωστα και εξάλλου συμβαίνουν από τόσο παλιά. Αν η αστυνομική ιστορία είναι έστω και λίγο ρεαλιστική (γεγονός που σπάνια συμβαίνει), τότε είναι γραμμένη μ' ένα ορισμένο πνεύμα αδιαφορίας, αλλιώτικα μόνο κάποιος ψυχοπαθής θα μπορούσε να τη γράψει ή να τη διαβάσει. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, επίσης, έχει έναν καταθλιπτικό τρόπο να στρέφεται στο εσωτερικό του, να κοιτάζει τα δικά του προβλήματα και ν' απαντάει στα δικά του ερωτήματα. Δεν μένει τίποτα να συζητηθεί, παρά μόνο αν ήταν αρκετά καλογραμμένο και οι άνθρωποι που κάνουν μισό εκατομμύριο πωλήσεις έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να το κρίνουν. Η προσπάθεια για ποιότητα είναι δύσκολο να αποσυνδεθεί -ακόμα κι από αυτούς που έχουν κάνει καριέρα στη δουλειά- από την υπέρμετρη ενασχόληση με το θέμα των προκαταβολικών πωλήσεων.
Η αστυνομική ιστορία (είναι ίσως προτιμότερο να την ονομάσω έτσι, μια που η αγγλική φόρμουλα κυριαρχεί στο επάγγελμα) πρέπει να βρει το κοινό της μέσα από μια αργή διαδικασία απόσταξης. Ότι μάλιστα στη συνέχεια δείχνει τέτοια ανθεκτικότητα είναι γεγονός αναμφισβήτητο· οι αιτίες του φαινομένου όμως είναι αντικείμενο μελέτης για πιο υπομονετικά μυαλά από το δικό μου. Δεν είναι μέρος των θέσεών μου η άποψη ότι αποτελεί μια σημαντική και ζωτικής σημασίας μορφή τέχνης. Δεν υπάρχουν ζωτικές και σημαντικές μορφές τέχνης· υπάρχει μόνο η τέχνη και μάλιστα ένα μικρό πολύτιμο κομμάτι της. Η αύξηση του πληθυσμού κατά κανέναν τρόπο δεν αύξησε και την ποσότητα, μεγάλωσε απλώς την επιτηδειότητα με την οποία τα υποκατάστατά της μπορούν να παραχθούν.
Κι όμως, η αστυνομική ιστορία, ακόμα και στην πιο συμβατική της μορφή, είναι δύσκολο να γραφεί καλά. Τα καλά δείγματα της τέχνης αυτής είναι πολύ πιο σπάνια από τα καλά σοβαρά μυθιστορήματα. Και φαίνεται πως τα μυθιστορήματα δεύτερης ποιότητας επιζούν περισσότερο από τα έργα μεγάλης εμβέλειας, μάλιστα ένας τεράστιος αριθμός από ιστορίες που δεν θα έπρεπε να γραφούν ποτέ, αρνούνται πεισματικά να πεθάνουν. Είναι ανθεκτικά όσο τ' αγάλματα στα δημόσια πάρκα και το ίδιο ανιαρά.
Είναι μια πραγματικότητα πολύ ενοχλητική γι' αυτό που ονομάζεται κριτική ικανότητα. Πειράζει τους ανθρώπους που τη διαθέτουν το γεγονός ότι διεισδυτικά και αξιόλογα έργα μυθιστοριογραφίας, γραμμένα πριν μερικά χρόνια, είναι τοποθετημένα στο ειδικό ράφι της βιβλιοθήκης με την ένδειξη "Παλιά μπεστ σέλερς" και κανείς δεν τα πλησιάζει εκτός από κάποιον μυωπικό πελάτη που σκύβει, τα περιεργάζεται σύντομα και φεύγει βιαστικός, την ίδια στιγμή που ηλικιωμένες κυρίες συνωστίζονται γύρω από το ράφι με τα βιβλία μυστηρίου για ν' αρπάξουν κάποιο κατασκεύασμα του τύπου Υπόθεση τριπλού φόνου, ή Ο επιθεωρητής Μπουκαλοτσιμπίδας στην επιχείρηση διάσωσης. Δεν τους αρέσει που τα "πραγματικά σημαντικά βιβλία" έχουν πιάσει σκόνη στον πάγκο των επανεκδόσεων, ενώ Ο θάνατος φοράει κίτρινες καλτσοδέτες έχει κυκλοφορήσει σε πενήντα ή σε εκατό χιλιάδες αντίτυπα σ' όλα τα περίπτερα της χώρας και προφανών δεν βρίσκεται εκεί για διακοσμητικούς μόνο λόγους.
Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εμένα μου αρέσει. Στις λιγότερο πομπώδεις στιγμές μου γράφω κι εγώ αστυνομικές ιστορίες και όλη αυτή η αντοχή στη θνησιμότητα προκαλεί έναν μάλλον υπερβολικό ανταγωνισμό. Ακόμα και ο Einstein θ' αντιμετώπιζε δυσκολίες αν κάθε χρόνο εκδίδονταν τριακόσιες διατριβές στην ανώτερη φυσική και άλλες μερικές χιλιάδες κυκλοφορούσαν ήδη σε καλή κατάσταση και μάλιστα διαβάζονταν.
Ο Hemingway λέει κάπου ότι ο καλός συγγραφέας ανταγωνίζεται μόνο τους πεθαμένους. Ο καλός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων (και, τέλος πάντων, θα πρέπει να υπάρχουν μερικοί) ανταγωνίζεται όχι μόνο τα άταφα πτώματα, αλλά και τα φαντάσματα όλων όσων ζουν ακόμα. Και σχεδόν με ίδιους όρους, γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους μυθιστορημάτων είναι ότι το στοιχείο που ωθεί τον κόσμο να τα διαβάζει δεν παύει να είναι της μόδας. Η γραβάτα του ήρωα μπορεί να είναι λιγάκι ξεπερασμένη και ο καλός γκρίζος επιθεωρητής μπορεί να καταφθάσει με μια δίτροχη άμαξα αντί με μια αεροδυναμική κούρσα με τη σειρήνα της να ουρλιάζει, όταν θα κατέβει όμως θα μπλεχτεί στην ίδια κοινότοπη ιστορία με τα χρονοδιαγράμματα, τα απομεινάρια του καμένου χαρτιού και το ποιος πάτησε τη χαριτωμένη και γέρικη ανθισμένη κουμαριά κάτω από το παράθυρο της βιβλιοθήκης.
Παρ' όλ' αυτά, η προσέγγισή μου στο θέμα είναι λιγότερο ιδιοτελής. Μου φαίνεται ότι η παραγωγή αστυνομικών ιστοριών σε τόσο μεγάλη κλίμακα και από συγγραφείς που η άμεση ανταμοιβή τους είναι πενιχρή και των οποίων η ανάγκη για κριτικό έπαινο είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δεν θα ήταν δυνατή, αν η δουλειά απαιτούσε να διαθέτεις κάποιο ταλέντο. Με αυτήν την έννοια, το ανασήκωμα του φρυδιού από τον κριτικό και οι ατημέλητες εκδόσεις των επιχειρηματιών είναι λογικές συνέπειες. Η συνηθισμένη αστυνομική ιστορία δεν είναι χειρότερη από το συνηθισμένο μυθιστόρημα, μόνο που το τελευταίο δεν το συναντάς πουθενά. Δεν εκδίδεται ποτέ. Η μέση -ή λίγο πάνω από τη μέση- αστυνομική ιστορία αντίθετα εκδίδεται. Όχι μόνο εκδίδεται, αλλά και πουλιέται σε μικρές ποσότητες στις δανειστικές βιβλιοθήκες και φυσικά διαβάζεται. Υπάρχουν ακόμα και μερικοί αισιόδοξοι που την αγοράζουν χωρίς έκπτωση, στη λιανική τιμή των δύο δολαρίων, γιατί μοιάζει φρεσκοτυπωμένη, έχει κι εκείνη τη φωτογραφία με το πτώμα στο εξώφυλλο.
Και το παράξενο της ιστορίας είναι ότι αυτό το συνηθισμένο, μέτριο, ανιαρό και ανόητο δείγμα ολοκληρωτικά εξωπραγματικής και μηχανιστικής μυθιστοριογραφίας, δεν διαφέρει τρομερά από αυτά που ονομάζουμε αριστουργήματα του είδους. Η υπόθεσή του εξελίσσεται λίγο πιο αργά, ο διάλογος είναι κάπως πιο σκοτεινός, η σκιαγράφησή των χαρακτήρων με λιγότερο βάθος και η κοροϊδία πιο φανερή, πρόκειται όμως για το ίδιο είδος βιβλίου. Αντίθετα, το καλό μυθιστόρημα δεν έχει καμιά συγγένεια με το κακό. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα. Η καλή από την κακή αστυνομική ιστορία διαφέρουν ελάχιστα και τα κοινά τους σημεία είναι πάρα πολλά. Το γεγονός έχει κι αυτό την εξήγησή του και η εξήγηση τη δική της· έτσι είναι αυτά τα θέματα.
Υποθέτω ότι το πρωταρχικό δίλημμα του παραδοσιακού ή κλασικού ή άμεσα συμπερασματικού ή λογικού-συμπερασματικού μυθιστορήματος διαλεύκανσης ενός φόνου, είναι ότι για κάθε απόπειρα τελειοποίησής του απαιτείται ένας συνδυασμός ποιοτικών στοιχείων που δεν μπορεί να βρεθούν στο ίδιο μυαλό. Αυτός που σχεδιάζει ψυχρά την υπόθεση δεν τα καταφέρνει να ζωντανέψει τους χαρακτήρες, να γράψει ένα αιχμηρό διάλογο, να έχει αίσθηση του ρυθμού και να χρησιμοποιεί με ακρίβεια τη λεπτομέρεια της παρατήρησης. Ο βλοσυρός ορθολογιστής θα μεταφέρει την ψυχρή ατμόσφαιρα του σχεδιαστηρίου. Ο επιστήμονας ντεντέκτιβ διαθέτει ένα όμορφο, καινούριο και αστραφτερό εργαστήριο, λυπάμαι όμως, δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό του. Ο τύπος που θα γράψει ζωντανά και παραστατικά, απλώς δεν θα καταπιαστεί με τη χαμάλικη εργασία της κατάρριψης του ακλόνητου άλλοθι.
Ο κάτοχος της σπάνιας γνώσης έχει μείνει, από ψυχολογική άποψη, στην εποχή του κρινολίνου. Αν τα ξέρετε όλα, τότε πρέπει να ξέρετε και για τα κεραμικά και για τα αιγυπτιακά εργόχειρα, αλλά δεν θα ξέρετε τίποτα για την αστυνομία. Αν γνωρίζετε ότι η πλατίνα δεν λιώνει μόνη της κάτω απ' τους 2800 βαθμούς Φαρενάιτ, αλλά μπορεί αν λιώσει στη ματιά δυο βαθυγάλανων ματιών, τότε δεν ξέρετε πώς κάνουν έρωτα οι άντρες του εικοστού αιώνα. Και αν γνωρίζετε αρκετά για τους κομψούς περιπάτους στην προπολεμική γαλλική Ριβιέρα για να τοποθετήσετε την ιστορία σας εκεί, τότε δεν θα ξέρετε φυσικά ότι δυο κάψουλες βαρβιτουρικών, αρκετά μικρές ώστε να τις καταπιεί κανείς, όχι μόνο δεν σκοτώνουν, αλλά ούτε καν κοιμίζουν, αν υπάρχει αντίσταση.
Κάθε αστυνομικός συγγραφέας κάνει λάθη και κανείς δεν υπάρχει που να τα γνωρίζει όλα. Ο Conan Doyle έκανε λάθη που αχρήστευαν εντελώς ορισμένες από τις ιστορίες του, ήταν όμως πρωτοπόρος και ο Σέρλοκ Χολμς τελικά αντιπροσωπεύει μια στάση και μερικές δεκάδες γραμμές αλησμόνητου διαλόγου. Είναι οι κυρίες και οι κύριοι αυτού που ο Κος Howard Haycraft (στο βιβλίο του Φόνος για διασκέδαση [Murder for Pleasure]) ονομάζει Χρυσή Εποχή της αστυνομικής φιλολογίας που με καταβάλλουν. Η εποχή αυτή δεν είναι μακρινή. Ο Κος Haycraft, για δικούς του λόγους, τοποθετεί αυτή την περίοδο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι περίπου το 1930. Και εξακολουθεί για διαφόρους πρακτικούς λόγους να είναι παρούσα. Τα δύο τρίτα ή τα τρία τέταρτα όλων των αστυνομικών ιστοριών που έχουν δημοσιευτεί ακολουθούν τη φόρμουλα που οι γίγαντες της περιόδου δημιούργησαν, τελειοποίησαν, λουστράρισαν και πούλησαν στον κόσμο με τη μορφή λογικών προβλημάτων που κλείνουν με την έκδοση ενός πορίσματος.
Αυτά τα λόγια είναι σκληρά, αλλά μην πανικοβάλλεστε. Είναι μόνο λόγια. Ας ρίξουμε μια ματιά σε μια από τις δόξες της λογοτεχνίας, σ' ένα αναγνωρισμένο αριστούργημα της τέχνης εκείνης που εξαπατά τον αναγνώστη χωρίς να τον κοροϊδεύει. Ονομάζεται Το μυστήριο του κόκκινου σπιτιού [The Red House Mystery], γράφτηκε από τον A.A. Milne και χαρακτηρίστηκε από τον Alexander Woollcott (έναν άνθρωπο μάλλον υπερβολικό και βιαστικό στις κρίσεις του) ως "μια από τις τρεις καλύτερες ιστορίες μυστηρίου όλων των εποχών". Τέτοιες κουβέντες δεν τις πετάς απερίσκεπτα. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1922, αλλά είναι διαχρονικό και θα μπορούσε ωραιότατα να είχε εκδοθεί τον Ιούλιο του 1939, ή, με ελάχιστες αλλαγές, την περασμένη εβδομάδα. Έχει κάνει δεκατρείς εκδόσεις στο αρχικό του σχήμα σε δεκαέξι περίπου χρόνια. Κάτι που συμβαίνει με λίγα βιβλία, οποιουδήποτε είδους. Είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, ανάλαφρο, διασκεδαστικό στο στυλ του Punch, γραμμένο με ένα παραπλανητικό στρωτό ύφος που δεν είναι τόσο εύκολο, όσο μοιάζει.
Αφορά την πλαστοπροσωπία του Ρόμπερτ Άμπλετ από τον αδελφό του Μαρκ, για να εξαπατήσει τους φίλους του. Ο Μαρκ είναι ο ιδιοκτήτης του Κόκκινου Σπιτιού, ενός τυπικού εγγλέζικου εξοχικού και έχει μια γραμματέα που τον σπρώχνει στην πλαστοπροσωπία και τον απειλεί ότι θα τον δολοφονήσει αν αυτός τα παρατήσει. Κανείς στο Κόκκινο Σπίτι δεν έχει δει ποτέ τον Ρόμπερτ, που λείπει δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία, έχουν όμως ακούσει γι' αυτόν ότι δεν πρόκειται για ευυπόληπτο άτομο. Γίνονται συζητήσεις για κάποιο γράμμα του Ρόμπερτ, το οποίο ποτέ δεν φανερώνεται και που αναγγέλλει την άφιξή του, ενώ ο Μαρκ αφήνει να εννοηθεί ότι κάτι τέτοιο δεν θα είναι ευχάριστο. Ένα απόγευμα, λοιπόν, ο υποτιθέμενος Ρόμπερτ καταφθάνει, παρουσιάζεται σε δύο υπηρέτες, τον οδηγούν στο γραφείο και ο Μαρκ (σύμφωνα με τις καταθέσεις στην ανάκριση) μπαίνει κι αυτός σε λίγο στο γραφείο. Ο Ρόμπερτ στη συνέχεια βρίσκεται νεκρός στο πάτωμα με μια σφαίρα στο πρόσωπό του και βεβαίως ο Μαρκ έχει εξαφανιστεί. Φτάνει η αστυνομία, υποψιάζεται ότι ο Μαρκ πρέπει να είναι ο δολοφόνος, παίρνουν το πτώμα κι αρχίζουν την έρευνα κι αργότερα την ανάκριση.
Ο Milne έχει τη συναίσθηση του πολύ δύσκολου εμποδίου και προσπαθεί όσο μπορεί να το ξεπεράσει. Από τη στιγμή που η γραμματέας θέλει να δολοφονήσει τον Μαρκ, που έχει παρουσιαστεί ως Ρόμπερτ, η πλαστοπροσωπία πρέπει να συνεχιστεί και μετά το φόνο για να παραπλανηθεί η αστυνομία. Από τη στιγμή επίσης που όλοι στο Κόκκινο Σπίτι γνωρίζουν καλά τον Μαρκ, η μεταμφίεσή του είναι απαραίτητη. Ο Μαρκ λοιπόν έχει ξυρίσει τα γένια του, έχει κάνει τα χέρια του τραχιά ("όχι τα περιποιημένα χέρια ενός τζέντλεμαν") κι έχει αλλάξει τη φωνή και τους τρόπους του.
Αυτά όμως δεν είναι αρκετά. Οι μπάτσοι θα εξετάσουν το πτώμα, τα ρούχα του και ό,τι έχει μέσα στις τσέπες του. Άρα, τίποτα δεν πρέπει να μαρτυρεί την ταυτότητα του Μαρκ. Έτσι ο Milne υποβάλλει την ιδέα ότι ο Μαρκ είναι ένας τόσο ματαιόδοξος ηθοποιός, που υποδύεται το ρόλο του σε σημείο ν' αλλάξει ακόμα και τις κάλτσες και τα εσώρουχά του (από τα οποία μάλιστα η γραμματέας του έχει φροντίσει να βγάλει τις ετικέτες της φίρμας), όπως ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που βάφεται μαύρος για να παίξει τον Οθέλο. Αν ο αναγνώστης τα χάψει όλα αυτά (και οι πωλήσεις του βιβλίου αυτό δείχνουν), ο Milne ξέρει ότι έχει κερδίσει το παιχνίδι. Κι όμως, όσο ελαφριά κι αν είναι η δομή της ιστορίας, προσφέρεται ως πρόβλημα λογικής και ανάλυσης.
Αν δεν είναι αυτό, τότε δεν είναι απολύτως τίποτα. Είναι αδύνατον να είναι οτιδήποτε άλλο. Αν η κατάσταση φαίνεται ψεύτικη, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το βιβλίο ούτε ως ελαφρό μυθιστόρημα, γιατί τέτοιες ιστορίες δεν προσφέρονται για ένα ελαφρό μυθιστόρημα. Αν το πρόβλημα δεν περιέχει στοιχεία αλήθειας και αληθοφάνειας, τότε δεν είναι πρόβλημα· αν η λογική μετατραπεί σε ψευδαίσθηση, τότε δεν υπάρχουν τα περιθώρια για εξαγωγή συμπερασμάτων. Αν η πλαστοπροσωπία είναι αδύνατη, ύστερα από την περιγραφή στον αναγνώστη των όρων που την προϋποθέτουν, τότε η όλη υπόθεση είναι απάτη. Όχι βέβαια ηθελημένη απάτη, γιατί στην περίπτωση αυτή ο Milne δεν θα έγραφε το βιβλίο, έτσι και ήξερε τι έχει να αντιμετωπίσει. Κι έχει ν' αντιμετωπίσει ορισμένες θανατηφόρες παγίδες που δεν τις έχει καν σκεφτεί. Ούτε προφανώς και ο τυχαίος αναγνώστης, που είναι ευνοϊκά προδιατεθειμένος μιας κι έχει αγοράσει το βιβλίο. Αλλά κανείς δεν απαιτεί από τον αναγνώστη να γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα του θέματος· ο ειδικός στην υπόθεση πρέπει να είναι ο συγγραφέας. Να τι αγνοεί:
Ο ανακριτής προχωρεί σε επίσημη δικαστική έρευνα για τα πτώματα για τα οποία δεν υπάρχουν, από νομική άποψη, ικανοποιητικά στοιχεία ταυτότητας. Ένας ανακριτής συνήθως σε μια μεγαλούπολη ενδέχεται να ξεκινήσει την έρευνα για ένα πτώμα που δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, αν το αποτέλεσμα της έρευνας έχει κάποια αξία (περίπτωση φωτιάς, καταστροφής, υποψίας, φόνου κ.λ.π.). Εδώ δεν υπάρχει κανένας τέτοιος λόγος. Δύο μάρτυρες είπαν ότι ο άνθρωπος δήλωσε πως ήταν ο Ρόμπερτ Άμπλετ. Αυτό αποτελεί μια απλή υπόθεση, η οποία μπορεί να έχει βαρύτητα μόνο αν δεν υπάρξει κάτι που να την αντικρούει. Η αναγνώριση της ταυτότητας είναι ένας όρος που προηγείται της έρευνας. Ακόμα και πεθαμένος, ένας άνθρωπος διατηρεί την ταυτότητά του. Ο ανακριτής, μέσα στα πλαίσια του ανθρωπίνως δυνατού, θα προφυλάξει αυτό το δικαίωμα. Η παραμέλησή του αποτελεί υπηρεσιακό παράπτωμα.
Από τη στιγμή που ο Μαρκ Άμπλετ, που είναι απών και ύποπτος για φόνο, δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, όλα τα στοιχεία των κινήσεών του πριν και μετά το φόνο είναι καθοριστικά, όπως επίσης το κατά πόσον έχει λεφτά για να διαφύγει· όμως, όλα τα στοιχεία δίνονται από τον άνθρωπο που είναι ο πλησιέστερος στο φόνο και μάλιστα χωρίς καμιά επιβεβαίωση. Θεωρείται λοιπόν αυτομάτως ύποπτος, μέχρι ν' αποδειχτεί η αλήθεια.
Η αστυνομία μαθαίνει από την ανάκριση ότι ο Ρόμπερτ Άμπλετ δεν είχε καλή φήμη στη γενέτειρά του. Κάποιος πρέπει να τον ήξερε. Κανείς δεν εκλήθη να τον αναγνωρίσει. (Η ιστορία δεν αντέχει σε μια τέτοια εκδοχή).
Η αστυνομία γνωρίζει ότι η υποτιθέμενη επίσκεψη του Ρόμπερτ συνοδεύτηκε από κάποιο στοιχείο απειλής, το οποίο πρέπει να της είναι φανερό ότι σχετίζεται με τη δολοφονία. Κι όμως, δεν κάνουν τίποτα για να ελέγξουν το παρελθόν του Ρόμπερτ στην Αυστραλία, τι είδους άνθρωπος ήταν, τι σχέσεις είχε, ή ακόμα κι να είχε έρθει πραγματικά στην Αγγλία και μαζί με ποιους άλλους. Αν το είχαν κάνει, θα ανακάλυπταν ότι είχε πεθάνει πριν τρία χρόνια.
Ο αξιωματικός της αστυνομίας που εξέτασε το πτώμα διαπίστωσε από το χλωμό δέρμα του προσώπου ότι πρόκειται για άνθρωπο που ξύρισε πρόσφατα τα γένια του, με επίτηδες τραχιά χέρια και ταυτόχρονα για έναν άνθρωπο καλοζωισμένο, που έζησε μεγάλο διάστημα σε υγρά κλίματα. Ο Ρόμπερτ ήταν ένας σκληρός τύπος και έζησε δεκαπέντε χρόνια στην Αυστραλία. Είναι αδύνατο να μην πρόσεξε κάτι που να αντιφάσκει.
Τα ρούχα είναι ανώνυμα, οι τσέπες άδειες, οι φίρμες έχουν βγει. Ο άντρας που τα φορούσε όμως είχε δηλώσει την ταυτότητά του. Η υπόνοια ότι δεν είναι αυτός είναι αυτονόητη. Απολύτως τίποτα δεν συνέβη με αφορμή αυτή την ιδιόμορφη κατάσταση. Ούτε καν αναφέρεται πουθενά σαν τέτοια.
Κάποιος άνθρωπος, πασίγνωστος στην περιοχή, εξαφανίζεται κι ένα πτώμα στο νεκροτομείο του μοιάζει. Είναι αδύνατο η αστυνομία να διαγράψει μια κι έξω την πιθανότητα ότι ο νεκρός και ο άνθρωπος που εξαφανίστηκε είναι το ίδιο πρόσωπο. Τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο ν' αποδειχτεί. Ακόμα, είναι αδιανόητο το να μην το σκεφτεί κανείς. Μετατρέπει τους αστυνομικούς σε ηλίθιους, ώστε να λάμψει το αστέρι ενός ερασιτέχνη που θα προτείνει οποιαδήποτε ψεύτικη λύση.
Ο ντεντέκτιβ της υπόθεσης είναι ένας αμέριμνος ερασιτέχνης ονόματι Άντονυ Γκίλλινχαμ· ένα καλό παλικάρι, με χαρούμενα μάτια, μ' ένα μικρό αναπαυτικό διαμέρισμα στο Λονδίνο και με τη γνωστή εκείνη άνεση στους τρόπους του. Δεν βγάζει λεφτά από την υπόθεση, αλλά είναι πάντα διαθέσιμος όταν οι τοπικές αρχές τα κάνουν θάλασσα. Η αγγλική αστυνομία δείχνει να τον ανέχεται με την παραδοσιακή της στωικότητα, τρέμω όμως στην σκέψη για την υποδοχή που θα είχε από τους λεβέντες της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας στην πόλη μου.
Υπάρχουν και λιγότερο αληθοφανή παραδείγματα αυτής της τέχνης. Στο Trent's Last Case (που συχνά χαρακτηρίζεται ως "η τέλεια αστυνομική ιστορία"), πρέπει να δεχτείς την άποψη ότι ένας από τους μεγάλους της διεθνούς οικονομίας, που το παραμικρό του συνοφρύωμα κάνει τη Wall Street να τρέμει σαν τσιουάουα, σκάβει μόνος το λάκκο του απαγχονίζοντας τη γραμματέα του, η οποία ακόμα και όταν την τρυπάνε με βελόνα προσποιείται αριστοκρατικότατα ότι δεν τρέχει τίποτα· ίσως να ξύπνησε μέσα του το πνεύμα του αποφοίτου του κολεγίου του Ήτον.
Έχω γνωρίσει σχετικά λίγους διεθνείς κεφαλαιοκράτες, αλλά ο συγγραφέας του μυθιστορήματος έχει γνωρίσει ακόμα πιο λίγους, αν τελικά έχει γνωρίσει κανέναν. Υπάρχει ένα μυθιστόρημα του Freeman Wills Crofts (ο πιο ικανός στην κατασκευή ανάλογων υποθέσεων, όταν δεν το παρακάνει), όπου ο δολοφόνος με τη βοήθεια του μακιγιάζ, υπολογίζοντας τα δευτερόλεπτα που είχε στη διάθεσή του και μερικές άλλες συμπαθητικές αμφιλεγόμενες ενέργειες, παριστάνει τον άνθρωπο που μόλις σκότωσε, τον ζωντανεύει και τον απομακρύνει έτσι από τον τόπο του εγκλήματος. Υπάρχει επίσης μια ιστορία της Dorothy Sayers στην οποία ένας άντρας δολοφονείται μόνος του, βράδυ στο σπίτι, από ένα βαρίδι που ελευθερώνεται μηχανικά· το σύστημα λειτουργεί, γιατί το θύμα ανοίγει το ραδιόφωνο την ίδια ακριβώς ώρα, στέκεται ακριβώς στην ίδια θέση και σκύβει λίγο, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Δυο εκατοστά πιο εκεί και η δουλειά θα είχε χαλάσει. Είναι αυτό που λέμε να έχεις το Θεό μπάρμπα· ένας εγκληματίας που χρειάζεται σε τέτοιο βαθμό τη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας πρέπει ν' αλλάξει επάγγελμα.
Υπάρχει και το κόλπο της Agatha Christie που καθιέρωσε τον Κο Ηρακλή Πουαρό, τον δαιμόνιο Βέλγο που μιλάει σε φιλολογική μετάφραση γαλλικών του δημοτικού και περιφέρεται βαριεστημένα με τα "μικρά φαιά του κύτταρα", τον Κο Πουαρό λοιπόν, που αποφασίζει ότι κανείς μέσα στις κουκέτες δεν θα μπορούσε να είχε κάνει μόνος του το φόνο, άρα όλοι το έκαναν μαζί με κάποιον άλλο και τεμαχίζει τη διαδικασία του φόνου σε μια σειρά απλών ενεργειών, λες και ξεβιδώνει το μηχάνημα που χτυπάς τ' αυγά. Είναι η περίπτωση που εγγυάται μια λύση, την οποία μόνο ένας χαζός θα μπορούσε να μαντέψει.
Οι ίδιοι συγγραφείς έχουν να παρουσιάσουν μυθιστορήματα με καλύτερη πλοκή, όπως και άλλοι που ανήκουν στη σχολή τους. Ίσως να υπάρχει και κάποιο που να μπορεί με αυστηρά κριτήρια να ξεχωρίσει ύστερα από μια εξονυχιστική έρευνα. Θα μου άρεσε να το διαβάσω, ακόμα κι αν έπρεπε να γυρίσω πίσω στη σελίδα 47 για να θυμηθώ τι ώρα ακριβώς είχε ποτίσει ο δεύτερος κηπουρός τη βραβευμένη απίθανη διασταύρωση μπιγκόνιας. Δεν υπάρχει κάτι το καινούργιο ούτε το παλιό σ' αυτά τα μυθιστορήματα. Όλα όσα ανέφερα έχουν γραφεί από Άγγλους και ο λόγος γίνεται μονάχα επειδή οι όποιες αυθεντίες φαίνεται να έχουν την άποψη ότι μόνο οι Άγγλοι συγγραφείς δημιούργησαν αυτή την εφιαλτική κοινοτοπία, ενώ οι Αμερικανοί (ακόμα και ο δημιουργός του Φίλωνα Βανς, του πιο ηλίθιου χαρακτήρα στην αστυνομική φιλολογία) ωχριούν μπροστά τους.
Γι' αυτό το κλασικό αστυνομικό διήγημα δεν έμαθε τίποτα και δεν ξέχασε τίποτα. Θα το βρείτε σχεδόν κάθε εβδομάδα σε όλα τα φανταχτερά περιοδικά, με γοητευτική εικονογράφηση και τη δέουσα εξύμνηση του παρθενικού έρωτα και του σωστού είδους αγαθών πολυτελείας. Ίσως, ο ρυθμός τους να έχει γίνει λίγο πιο γρήγορος και ο διάλογος πιο αληθοφανής. Τώρα σερβίρονται περισσότερα παγωμένα κοκτέιλς και λιγότερα ποτήρια από το καλό παλιό γλυκό κρασί· φοριούνται περισσότερο ρούχα της Vogue και βλέπουμε πιο συχνά τα ντεκόρ του House Beautiful που όλα είναι πιο καθώς πρέπει αλλά όχι και πιο αληθινά. Οι ήρωες περνάνε τον καιρό τους περισσότερο στα ξενοδοχεία του Μαϊάμι και στο ακρωτήριο Κοντ και λιγότερο κάτω από το παλιό γκρίζο ηλιακό ρολόι του ελισαβετιανού κήπου.
Αλλά στην ουσία έχουμε πάλι να κάνουμε με την ίδια προσεκτική διαλογή των υπόπτων, το ίδιο εντελώς ακατανόητο κόλπο κάποιου που καρφώνει το αιχμηρό πλατινένιο στιλέτο στην Κα Πόττινγκτον Πόστλθγουεητ ΙΙΙ, τη στιγμή που πιάνει την ψηλότερη νότα της άριας "Bellsong" από την όπερα Λακμέ, παρουσία των δεκαπέντε ετερόκλητων επισκεπτών της· έχουμε να κάνουμε με την ίδια αφελή νέα που ουρλιάζει, με τις πιτζάμες με το γούνινο γιακά, μέσα στη νύχτα και κάνει τον κόσμο να πεταχτεί από τις πόρτες του, χαλώντας έτσι όλο το σχέδιο· η ίδια κακόκεφη σιωπή την άλλη μέρα το πρωί, όσων κάθονται πίνοντας κοκτέιλ Singapore Sling και ειρωνεύονται ο ένας τον άλλον, ενώ σέρνουν τα πόδια τους μπρος-πίσω στα περσικά χαλιά, φορώντας στα κεφάλια τους αθλητικά καπέλα.
Προσωπικά, προτιμώ ο εγγλέζικο στυλ. Δεν είναι τόσο εύθραυστο και τα πρόσωπα που εμφανίζονται, συνήθως, φοράνε απλώς κάποια ρούχα και πίνουν κάποια ποτά. Υπάρχει περισσότερο η αίσθηση ενός υπαρκτού σκηνικού, λες και η έπαυλη Τυρόπιτα υπήρχε πραγματικά και όχι μόνο το κομμάτι που συλλαμβάνει ο φακός· βλέπεις περισσότερες μακρινές βόλτες στην εξοχή και οι χαρακτήρες δεν προσπαθούν να συμπεριφερθούν σαν να έχουν μόλις δοκιμαστεί από τη Metro Goldwin Mayer. Οι Άγγλοι μπορεί να μην είναι οι καλύτεροι συγγραφείς του κόσμου, σίγουρα όμως είναι οι πιο καλοί από τους βαρετούς.
Για όλες αυτές τις ιστορίες μπορεί να κάνει κανείς την ακόλουθη δήλωση: ουσιαστικά, δεν καταφέρνουν από διανοητική άποψη να διαμορφώσουν ένα πρόβλημα και από καλλιτεχνική άποψη να σταθούν στο έδαφος της λογοτεχνίας. Είναι υπερβολικά φτιαχτές κι έχουν ελάχιστη συναίσθηση του τι συμβαίνει στον κόσμο. Προσπαθούν να είναι ειλικρινείς, αλλά η ειλικρίνεια είναι μια τέχνη. Ο κακός συγγραφέας είναι ανειλικρινής δίχως να το γνωρίζει και ο μέτριος μπορεί να γίνει γιατί δεν ξέρει τι πρέπει να αφορά τη ειλικρίνειά του. Φαντάζεται μια περίπλοκη υπόθεση φόνου και ζαλίζει το νωχελικό αναγνώστη που δεν θα μπει στον κόπο να εξετάσει τις λεπτομέρειες, ζαλίζει ακόμα και την αστυνομία που η δουλειά της είναι να καταπιαστεί με τις λεπτομέρειες.
Τα παιδιά, με τα πόδια πάνω στο γραφείο τους, ξέρουν ότι η πιο εύκολη υπόθεση φόνου στον κόσμο είναι αυτή στην οποία κάποιος θέλησε να κάνει τον έξυπνο· η μοναδική υπόθεση που τους απασχολεί είναι το έγκλημα που σχεδιάστηκε από το δράστη δυο μόλις λεπτά πριν την πραγματοποίησή του. Αν όμως έγραφαν οι ίδιοι για τους φόνους που γίνονται στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να γράψουν με το αυθεντικό αίσθημα της σύγχρονης ζωής. Και από τη στιγμή που δεν μπορούν, προσποιούνται ότι αυτό που κάνουν είναι και αυτό που πρέπει να κάνουν.
***
Ο ρεαλιστικός συγγραφέας που γράφει για το φόνο, γράφει για έναν κόσμο όπου οι γκάνγκστερς μπορούν να εξουσιάζουν κράτη και σχεδόν εξουσιάζουν τις πόλεις, όπου τα ξενοδοχεία, οι πολυκατοικίες και τα καλά εστιατόρια ανήκουν σε ανθρώπους που έκαναν τα λεφτά τους από τα πορνεία, όπου μια σταρ του κινηματογράφου μπορεί να είναι ο πληροφοριοδότης μιας συμμορίας και ο συμπαθητικός κύριος που στέκεται στο διάδρομο να είναι αρχηγός κακοποιών· για έναν κόσμο όπου ο δικαστής, με την αποθήκη του γεμάτη λαθραία ποτά, μπορεί να στείλει στη φυλακή κάποιον που πάνω του βρέθηκε ένα μικρό μπουκαλάκι με αλκοόλ, όπου ο δήμαρχος της πόλης σας μπορεί να παραβλέψει μια δολοφονία για να βγάλει λεφτά, όπου κανένας άνθρωπος δεν είναι ασφαλής, όταν περπατάει σ' ένα σκοτεινό δρόμο, επειδή ο νόμος και η τάξη υπάρχουν μόνο στα λόγια· για έναν κόσμο όπου μπορεί να βρεθείτε μάρτυρας ληστείας μέρα μεσημέρι, αλλά να προτιμήσετε να χαθείτε μέσα στο πλήθος, παρά να μιλήσετε, γιατί οι ληστές έχουν φίλους που οπλοφορούν ή γιατί στην αστυνομία μπορεί να μην αρέσει η κατάθεσή σας και γιατί είναι βέβαιο ότι ο συνήγορος υπεράσπισής σας θα έχει όλη την άνεση να σας ταπεινώσει και να σας εξευτελίσει ανοιχτά στο δικαστήριο, μπροστά σε διανοητικά καθυστερημένους ενόρκους, με μια το πολύ ανούσια παρέμβαση του πολιτικού κατηγόρου.
Δεν είναι ένας κόσμος αγγελικός, σ' αυτόν όμως ζούμε και ορισμένοι συγγραφείς με δυνατό μυαλό και ψυχρό αμερόληπτο πνεύμα μπορούν να δημιουργήσουν αναπαραστατικές εικόνες του πολύ ενδιαφέρουσες, ακόμα και διασκεδαστικές. Δεν είναι αστείο το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να δολοφονηθεί για ασήμαντη αφορμή και ότι ο θάνατός του είναι το αντίτιμο αυτού που ονομάζουμε πολιτισμό. Όλ' αυτά δεν είναι αρκετά.
Σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέχνη υπάρχει το στοιχείο της λύτρωσης. Μπορεί να είναι μια γνήσια τραγωδία, αν είναι ορισμένου ύψους, μπορεί να είναι οίκτος και ειρωνεία και μπορεί να είναι το βραχνό γέλιο του ισχυρού άντρα. Αλλά, σ' αυτούς τους κακόφημους δρόμους κάποιος πρέπει να προχωρήσει, κάποιος που δεν είναι ο ίδιος επικίνδυνος, δεν είναι σεσημασμένος, δεν φοβάται. Ο ντεντέκτιβ αυτού του είδους των ιστοριών πρέπει να είναι τέτοιος άνθρωπος. Ο ήρωας, τα πάντα. Πρέπει να είναι ο ολοκληρωμένος άνθρωπος, ένας συνηθισμένος άνθρωπος και ταυτόχρονα ένας ασυνήθιστος άνθρωπος. Πρέπει να είναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια μάλλον ξεπερασμένη πλέον έκφραση, ένας άνθρωπος έντιμος, από ένστικτο, από τη μοίρα του, χωρίς να το σκέφτεται και σίγουρα χωρίς να το διατυμπανίζει. Πρέπει στον κόσμο του να είναι ο καλύτερος άνθρωπος και αρκετά καλός για οποιονδήποτε κόσμο. Η ιδιωτική του ζωή δεν μ' ενδιαφέρει πολύ· δεν είναι ούτε ευνούχος ούτε σάτυρος· νομίζω ότι θα μπορούσε να αποπλανήσει μια δούκισσα, αλλά είμαι αρκετά σίγουρος ότι δεν θα πείραζε μια παρθένα· αν είναι ένας έντιμος άνθρωπος, είναι έντιμος σε όλα.
Είναι σχετικά φτωχός, διαφορετικά δεν θα γινόταν ντεντέκτιβ. Είναι ένας κοινός άνθρωπος, αλλιώς δεν θα συσχετιζόταν με κοινούς ανθρώπους· σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα ήξερε τη δουλειά του. Δεν θα πάρει λεφτά με ατιμία και δεν θα δεχτεί καμιά προσβολή χωρίς την πρέπουσα ανταπόδοση, δίχως εμπάθεια. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος και υπερήφανος· περιμένει να τον αντιμετωπίσετε ανάλογα, διαφορετικά θα το μετανιώσετε που τον γνωρίσατε. Μιλάει όπως οι άνθρωποι της ηλικίας του, δηλαδή με καυστικό πνεύμα, με εύθυμη αίσθηση του παραλόγου, με απέχθεια για το ψέμα και περιφρόνηση στις μικροπρέπειες.
Η αστυνομική ιστορία διηγείται τις περιπέτειές του καθώς ερευνά κάποια κρυμμένη αλήθεια και δεν θα ήταν για περιπέτεια. Η συναίσθηση των καταστάσεων που δείχνει ξαφνιάζει, όμως είναι κάτι που του ανήκει, γιατί ανήκει στον κόσμο στον οποίο ζει. Αν υπήρχαν αρκετοί σαν αυτόν, πιστεύω ότι ο κόσμος θα ήταν ένας χώρος ασφαλής και ταυτόχρονα όχι και τόσο πληκτικός για ν' αξίζει κανείς να ζει.
Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος
Δοκίμια
Εκδόσεις Άγρα
Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης
Υπάρχει και στις εκδόσεις Λυχνάρι με τίτλο "Η απλή τέχνη του φόνου"