.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Φυγή - Μ(ίτια) Καραγάτσης

Φυγή. Οι ψυχές, οι καρδιές, οι θελήσεις, οι ίμεροι φεύγουν. Και τα κορμιά φεύγουν. Δεν μένει τίποτα στη θέση που άδειασαν, ούτε οι μνήμες της ευτυχίας και της δυστυχίας. Κι ο δρόμος της φυγής είναι πάντοτε κενός από πίσω, δίχως αχνάρια, δίχως ερείπια. Το πέρασμά μας μάρανε τη βλάστηση των χαντακιών, κι οι βάτραχοι αποτραβήχτηκαν να κοάσουν αλλού τους οπτιμισμούς τους. Φεύγουμε για τη ζωή, δεν φτάνουμε πουθενά και μας προφταίνει ο θάνατος. Θαρρούμε πως ξεκινάμε για να πάμε κάπου, κάπου που δεν το ξέρουμε, μα το φανταζόμαστε: το ωραίο άγνωστο που πρέπει να υπάρχει. Οι σάλπιγγες παίζουν ελπιδοφόρο θούριο νίκης. Και στη μέση του δρόμου, το εμβατήριο μεταλλάζει σε φούγκα. Δεν πάμε πουθενά. Φεύγουμε. Φεύγουμε πανικόβλητοι, κυνηγημένοι απ' ό,τι αφήσαμε πίσω μας. Και πίσω μας δεν αφήσαμε τίποτα. Ολα τα παίρνουμε μαζί στη φυγή μας, τα κλειδώνουμε μέσα μας, τα κρύβουμε κι απ' τον εαυτό μας. Όχι όμως κι απ' το Χάρο, που εκτελωνίζει τα φορτία των ψυχών στο ακρογιάλι της Αχερουσίας. Εκεί θα κάνουμε δηλωτικό της σερμαγιάς μας. Εκεί θα μας ζητήσουν δασμό όλα τα δάκρυα που δεν χύσαμε. Κι οι κόρες των ματιών μας είναι στεγνές. Χωρίς θύμισες, όσο και να θέλουμε, προς τι να κλάψουμε; Κι αν έχουμε στο νεκρό μας στόμα, για οβολό, το στερνό φιλί εκεινού που μας αγάπησε, μπαρκάρουμε στο σκαφίδι μόνοι, δίχως το ατελώνιστο φορτίο των πόνων μας. Αν όχι, τότε μένουμε στο σκοτεινό ακρογιάλι, πλάι στα μελανά νερά, νεκροί κι έξω απ' τον Αδη, απέναντι στον Αδη. Και το κάρικο δίπλα μας σήπεται και βρωμίζει, και πνίγει την αιωνιότητά μας με τις αναθυμιάσεις του.
Ο μαέστρος σφυροκόπησε τη φούγκα με αδυσώπητη σκληράδα. Ολοι γονατιστοί, με το πρόσωπο στις παλάμες, προσευχήθηκαν για τους ζωντανούς. Υπέρ φευγόντων, οδοιπορούντων, πλεόντων, αγωνιώντων. Για όλους τους ανόητους ζωντανούς, τους κυνηγούς της ζωής, που πέφτουν θήραμα του θανάτου πριν προφτάσουν να ρίξουν την ντουφεκιά τους. Μόνο οι νεκροί γνωρίζουν. Οι νεκροί.

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ Β' ΤΟΜΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" - Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: