- Μην κάνεις έτσι, φίλε. Αν απελπίζεσαι έτσι από τώρα, τι θα κάνεις στα δύσκολα;
Ξαφνιάστηκε. Τρόμαξε. Υποσυνείδητα κουλουριάστηκε και σύρθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση, ώσπου η πλάτη του ακούμπησε στον παγωμένο τοίχο.
Ποιός μίλησε; Ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Εγώ είμαι, ο συγκάτοικός σου. Θα περάσουμε πολύ καιρό μαζί, απ’ ότι φαίνεται.
Συγκάτοικος; Τι συγκάτοικος; Ποιός σου είπε ότι θέλω συγκάτοικο;
Η φωνή γέλασε.
-Ξέρεις, κανείς εδώ δεν νοιάζεται για το τι θέλεις. Κοίτα να συνηθίσεις την ιδέα. Το
μέρος εδώ ειναι για βαρυποινίτες. Και πάλι τυχερός είσαι.
Τυχερός για τι πράγμα;
Ακου φίλε. Εγώ είμαι γέρος. Και βασανισμένος, πολύ βασανισμένος. Δεν θέλω τίποτε από σένα. Αν μπορώ θα σε βοηθήσω. Μα προσπάθησε να καταλάβεις που βρίσκεσαι. Αν ήταν άλλος στη θέση μου...
Η απειλητική νότα πλανήθηκε στην ατμόσφαιρα. Μα η φωνή είχε ακουστεί βελούδινη, καθησυχαστική. Ο άλλος μαλάκωσε.
- Ποιά η θέση σου; Εγώ είμ’ αθώος. Δεν έχω δουλειά εδώ μέσα.
- Αυτό μην το ξαναπείς. Δεν υπάρχουν αθώοι εδώ μέσα.
- Δεν έκανα τίποτα κακό.
- Μπορεί. Οχι όμως πως είσ’ αθώος. Μα κι έτσι να ‘ναι κανείς δεν σκοτίζεται.
- Τί λές τώρα. Υπάρχει και δικαιοσύνη.
- Οχι δα.
- Το λές έτσι απλά;
- Δεν το λέω εγω. Κανείς δεν νοιάζεται για τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ουτε καν η ίδια φύση
- Μα εγώ πιστεεύω στη δικαιοσύνη κι είμ’ αθώος. Θέλω την ελεευθερία μου.
- Την ελυθερία σου μόνο να σου την πάρουν μπορούν. Να στη δώσει πίσω μπορεί μόνο ο εαυτός σου κι αυτός μόνο αν την θέλεις πραγματικά.
- Πως να μην τη θέλω; Την ελευθερία μου;
- Οι πιό πολλοί δεν την θέλουν. Απλά φωνάζουν για να κερδίζουν πόντους στη διαπραγμάτευση.
- Τη διαπραγμάτευση; Ποιά διαπραγματευση;
- Τι νομίζεις κάνεις εδώ μέσα; Απλά διαπραγματεύεσαι. Τα πάντα. Το φως, τον αέρα, το κορμί σου, τις σκέψεις σου, τα πιστεύω σου, αν έχεις, ότι έχεις και δεν έχεις τέλος πάντων, όλα τα διαπραγματεύεσαι.
- Φίλε είπες ότι θα με βοηθήσεις. Γιατί μ’ απελπίζεις έτσι;
- Εγώ σ’ απελπίζω; Ετσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα εδώ μέσα.
- Μα εγώ ελπίζω. Ακόμη κι αν έκανα κάτι, κάποιος πρέπει να με κάνει να καταλάβω, να με βοηθήσει να αλλάξω, να ξαναβρώ το δρόμο μου.
- Εδώ μέσα κανένας δεν καταλαβαίνει, ούτε μαθαίνει, ούτε καλυτερεύει. Ολα τούτα θέλουν ελευθερία. Απλά, αν είσαι ξύπνιος, κερδίζεις χρόνο στη διαπραγμάτευση, ενώ σχεδιάζεις την επόμενη κίνηση.
- Ποιά κίνηση δεν καταλαβαίνω. Ολο και χειρότερα μεε μπερδεύεις.
- Τι να σου κάνω; Εσύ ζητάς ελευθερία και διακαιοσύνη. Ομως όσοι τ’ απέκτησαν τούτα είναι νεκροί. Ζωή με ελευθερία και διακαιοσύνη απλά δεν υπάρχει σε τούτο το μέρος.
- Φίλε δεν αντέχω άλλο. Θα ουρλιάξω.
- Δεν στο συμβουλεύω.
Ο άλλος αγνόησε την συμβουλή. Κι άρχισε να ουρλιάζει με όλη του τη δύναμη. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε με πάταγο. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τη μπότα να κατευθύνεται στο πρόσωπό του. Και σε εκείνο το κατακλυσμιαίο κλάσμα του δευτερολέπτου, πριν χάσει τις αισθήσεις του, κατάλαβε τα πάντα. Και ούρλιαξε πάλι απελπισμένα.
.............................................
Οταν συνήλθε το φως ήταν άπλετο. Τριγύρω του δεν είδε ούτε τοίχους κελιού, ούτε κάγκελα, ούτε κατάδικους. Απλά ήταν ο κόσμος που ήξερε. Ο κόσμος του. Ο κόσμος μας. Δεν απόρησε.
Από το βιβλίο ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Του ΣΤΕΦΑΝΟΥ Α. ΠΑΪΠΕΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ περί τεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου