Νωρίς το πρωί μιας καλοκαιριάτικης μέρας δίψασα στο κρεβάτι μου και σηκώθηκα για να πάω στην κουζίνα, όπου υπήρχε πάντα ένα κανάτι με δροσερό νερό. Για να φτάσω στην κουζίνα έπρεπε να περάσω από το υπνοδωμάτιο των γονιών μου, όπου πρόσεξα ότι η μητέρα μου αναστέναζε παράξενα. Πλησίασα το κρεβάτι της, αλλά δεν με είδε ούτε απάντησε. Αναστέναζε βαθιά και ξερά, τρομαγμένη, κούνησε τα βλέφαρά της και το πρόσωπό της πήρε ένα υποκύανο, χλωμό χρώμα. Αυτό δε με τρόμαξε ιδιαίτερα παρόλο που φοβήθηκα κάπως. Έπειτα όμως είδα τα δύο χέρια πάνω στο σεντόνι, ακίνητα και άβουλα, όπως δεν είναι κανενός ζωντανού τα χέρια. Ξέχασα τη δίψα μου, γονάτισα δίπλα στο κρεβάτι, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο μέτωπο της άρρωστης κι αναζήτησα το βλέμμα της. Όταν συνάντησε το δικό μου ήταν καλό και χωρίς πόνο μα κόντευε να σβήσει. Δεν σκέφτηκα ότι έπρεπε να ξυπνήσω τον πατέρα, που κοιμόταν εκεί δίπλα βαριανασαίνοντας. Έμεινα έτσι γονατισμένος κάπου δύο ώρες κι έβλεπα τη μητέρα μου να υπομένει το θάνατο. Τον υπόφερε σιωπηλά, σοβαρά και γενναία, όπως ταίριαζε στη φύση της και μου έδωσε το καλό παράδειγμα.
Το μικρό δωμάτιο ήταν σιωπηλό και γέμιζε σιγά σιγά με το φως του πρωινού που προχωρούσε. Το σπίτι και το χωριό κοιμόταν, κι εγώ ετοιμαζόμουνα να συνοδέψω με τη σκέψη μου τη ψυχή ενός ετοιμοθάνατου, περνώντας πάνω από το σπίτι, το χωριό, τη λίμνη και τις βουνοκορφές στη ψυχρή ελευθερία του καθαρού πρωινού ουρανού. Δεν ένιωθα μεγάλο πόνο, γιατί ήμουνα γεμάτος απορία και δέος, που έπρεπε να παρακολουθήσω ένα μεγάλο αίνιγμα να βρίσκει τη λύση του και το δαχτυλίδι μιας ζωής να κλείνει μ' ένα ελαφρό τρεμούλιασμα. Αλλά και η χωρίς παράπονο γενναιότητα της μητέρας που έφευγε ήταν τόσο υπέροχη, που μια δροσερή, καθαρή αχτίδα από την αίγλη της έπεσε και στη δική μου ψυχή.
Το γεγονός ότι ο πατέρας κοιμόταν δίπλα, ότι δεν υπήρχε ιερέας, ότι την ψυχή που επέστρεφε στην πατρίδα της δεν θα τη συνόδευαν ούτε μυσταγωγίες, ούτε προσευχές, δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Ένιωθα μόνο την ανατριχιαστική πνοή μιας αιωνιότητας να πλημμυρίζει το σκοτεινό δωμάτιο και να ανακατεύεται με την ύπαρξή μου.
Τις τελευταίες στιγμές, ενώ τα μάτια είχαν σβήσει κιόλας, φίλησα για πρώτη φορά στη ζωή μου το κρύο, μαραμένο στόμα της μητέρας μου. Και τότε η απόμακρη ψυχράδα της επαφής με πλημμύρισε με ξαφνική φρίκη, κάθησα στην άκρη του κρεβατιού κι ένιωθα το ένα μεγάλο δάκρυ μετά το άλλο να τρέχει αργά και δισταχτικά πάνω στα μάγουλα, το πηγούνι και τα χέρια μου.
Έπειτα από λίγο ξύπνησε ο πατέρας, με είδε να κάθομαι στο κρεβάτι και με ρώτησε, ζαλισμένος από τον ύπνο, τι συμβαίνει. Ήθελα να του απαντήσω, αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτα, βγήκα από το δωμάτιο, πήγα σαν σε όνειρο στην κάμαρά μου και έβαλα αργά και ασυναίσθητα τα ρούχα μου. Σε λίγο εμφανίστηκε ο γέρος.
“Η μητέρα πέθανε”, μου είπε. “Το ήξερες;”
Έγνεψα ναι.
“Γιατί μ' άφησες να κοιμάμαι; Και να μην είναι παππάς! Που να...”. Και ξεστόμισε μια βαριά κατάρα.
Κάτι άρχισε να πονάει μέσα στο κεφάλι μου, σαν να είχε σπάσει κάποια αρτηρία.
Πήγα κοντά του, τον έπιασα από τα χέρια – μπρος μου ήταν μικρό παιδί σε δύναμη – και τον κοίταξα στο πρόσωπο. Δεν μπορούσα να μιλήσω, αλλά ο πατέρας μου σώπασε σαν να πνίγηκε, κι όταν έπειτα από λίγο πήγαμε στη μητέρα, η δύναμη του θανάτου τον κυρίεψε και κείνον κι έκανε το πρόσωπό του απόμακρο και τελετουργικό. Έσκυψε πάνω στη νεκρή κι άρχισε να κλαίει πολύ σιγά, παιδικά, σχεδόν σαν πουλί, με ψηλούς αδύναμους τόνους. Εγώ βγήκα για να πάω την είδηση στους γείτονες. Μ' άκουσαν χωρίς να με ρωτήσουν τίποτα, αλλά μου έδωσαν το χέρι και πρόσφεραν τη βοήθειά τους στο ορφανεμένο σπιτικό μας. Κάποιος πήρε το δρόμο για το μοναστήρι, για να φέρει έναν ιερέα, κι όταν γύρισα στο σπίτι μια γειτόνισσά ήταν κιόλας στο στάβλο μας και τάιζε την αγελάδα.
Ήρθε ο σεβασμιότατος, ήρθαν κι όλες σχεδόν οι γυναίκες του τόπου κι όλα έγιναν σωστά και με ακρίβεια, λες και γίνονταν από μόνα τους, ακόμα και το φέρετρο ετοιμάστηκε χωρίς τη βοήθειά μας, και για πρώτη φορά είδα τόσο καθαρά πόσο καλό είναι να βρίσκεσαι στον τόπο σου στις δύσκολες στιγμές και ν' ανήκεις σε μια μικρή, σταθερή κοινότητα. Την άλλη μέρα μπορεί ν' αναγκαζόμουνα να το σκεφτώ βαθυτερα αυτό.
Όταν το φέρετρο ευλογήθηκε και κατέβηκε στο χώμα, κι εξαφανίστηκε το παράξενο κοπάδι των μελαγχολικά παλιομοδίτικων, σκληρών κυλινδρικών καπέλλων, ακόμα και κείνο που ανήκε στο γέρο μου, για να γυρίσει το καθένα στο κουτί ή στο ράφι του, μια αδυναμία κυρίεψε το φτωχό μου πατέρα. Άρχισε ξαφνικά να λυπάται μόνος του τον εαυτό του και μου παράστησε με βιβλικά κατά το πλείστον, ρητά τη δυστυχία του τώρα που είχε θάψει τη γυναίκα του και θα αναγκαζόταν να χάσει και το γιο του, να τον δει να φεύγει στα ξένα. Η ρητορία του δεν είχε τέλος. Τον άκουγα τρομαγμένος κι ήμουν σχεδόν έτοιμος να του υποσχεθώ ότι θα έμενα μαζί του.
Εκείνη τη στιγμή, ενώ ήμουνα έτοιμος να απαντήσω, έγινε κάτι παράξενο. Σ' ένα και μόνο δευτερόλεπτο παρουσιάστηκαν όλα όσα είχα σκεφτεί, επιθυμήσει κι ελπίσει ολόψυχα από μικρός, μαζεμένα μπρος σ' ένα εσωτερικό μάτι, που είχε ανοίξει ξαφνικά. Είδα μεγάλα, ωραία έργα να με περιμένουν, βιβλία που έπρεπε να διαβάσω και βιβλία που έπρεπε να γράψω. Άκουσα το νοτιά να φεύγει κι είδα μακρινές, μακάριες θάλασσες κι ακροποταμιές που ακτινοβολούσαν τα χρώματα του νότου. Είδα ανθρώπους με έξυπνα, πνευματώδη πρόσωπα να περνούν και όμορφες, ευγενικές γυναίκες, είδα δρόμους που έφευγαν, περάσματα που διέσχιζαν τις Αλπεις και σιδηροδρόμους που περνούσαν βιαστικά μέσα από χώρες, τα είδα όλα ταυτόχρονα, αλλά διέκρινα καθαρά και το καθένα μόνο του και πίσω απ' όλα αυτά είδα την ασύνορη απεραντοσύνη ενός καθαρού ορίζοντα, που τον έσχιζαν ταξιδιάρικα σύννεφα. Να μαθαίνεις, να δημιουργείς, να παρατηρείς, να ταξιδεύεις – όλη η πληρότητα της ζωής άστραψε μ' ένα φευγαλέο ασημένιο βλέμμα μπρος στα μάτια μου και μέσα μου κάτι σκίρτησε πάλι όπως στα παιδικά μου χρόνια, ξυπνώντας στην ψυχή μου μια ασυναίσθητα έντονη λαχτάρα για τη μεγάλη απλοχωριά του κόσμου.
Έμεινα σιωπηλός και άφησα τον πατέρα μου να μιλάει κούνησα μόνο το κεφάλι και περίμενα ώσπου η ορμή κόπασε. Αυτό δεν έγινε πριν από το βράδι και τότε του ανακοίνωσα τη σταθερή μου απόφαση να σπουδάσω και ν' αναζητήσω τη μελλοντική μου πατρίδα στο βασίλειο του πνεύματος, χωρίς να ζητήσω καμιά υποστήριξη από μέρους του. Δεν με πίεσε άλλο, με κοίταξε μόνο θλιμμένα κουνώντας το κεφάλι του. Γιατί κατάλαβε και κείνος πως από δω και μπρος θα 'παιρνα το δρόμο μου και γρήγορα θα γινόμουνα εντελώς ξένος στη ζωή του. Σήμερα, καθώς θυμήθηκα γράφωντας εκείνη τη μέρα, ξαναείδα τον πατέρα μου, έτσι όπως καθόταν εκείνο το βράδι στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Το τραχύ, έξυπνο χωριάτικο κεφάλι του έστεκε ακίνητο πάνω στο δυνατό λαιμό, τα κοντά του μαλλιά είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν και στα σκληρά, αυστηρά χαρακτηριστικά του ο δυνατός του αντρισμός πάλευε με την οδύνη και τα γεράματα που έρχονταν.
........................................................................................................................
...............................................................................................................................
.......................................................................................................................................
Και τώρα έχει σειρά η εποχή εκείνη της ζωής μου που ήταν φαινομενικά πιο δραστήρια και πιο ποικίλη από τις προηγούμενες κι όπως και να 'χει το πράγμα, είδε να γεννιέται κι ένα μικρό μυθιστόρημα της μόδας. Θα ' πρεπε όμως να διηγηθώ πως διορίστηκα συντάκτης σε μια γερμανική εφημερίδα. Πως έδωσα μεγάλη ελευθερία στην πέννα και στο βρωμόστομά μου και τι βάσανα και νουθεσίες μου στοίχισε αυτή η ελευθερία, πως απόχτησα φήμη κρασοπατέρα, και τελικά πως παράτησα τη θέση μου ύστερα από δηλητηριώδεις διαπραγματεύσεις, και δέχτηκα να με στείλουν ανταποκριτή στο Παρίσι. Πως τριγύριζα σαν ατσιγγάνος σ' αυτόν τον καταραμένο τόπου όπου τεμπέλιαζα και κάπνιζα σε διάφορα μέρη ένα δυνατό καπνό. Δε θα ήταν δειλία από μέρους μου αν κορόιδευα χαιρέκακα κάποιους βρωμιάρηδες που συγκαταλέγονται στους αναγνώστες μου και παρέλειπα αυτό το σύντομο διάστημα. Ομολογώ ότι έκανα το ένα λοξοδρόμημα μετά το άλλο, είδα κάθε λογής βρωμιές και χώθηκα μέσα. Από τότε έχασα κάθε διάθεση για το ρομαντισμό των μποέμ, και θα μου επιτρέψετε να σταθώ σ' ότι καθαρό και καλό υπήρχε στη ζωή μου και να αφήσω κατά μέρος εκείνο τον χαμένο καιρό.
Ένα βράδυ καθόμουνα μονάχος και σκεφτόμουνα μήπως θα 'πρεπε να εγκαταλείψω όχι μόνο το Παρίσι, αλλά και την ίδια τη ζωή. Και τότε, η σκέψη μου έκανε για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, μια αναδρομή στη ζωή μου και συλλογίστηκα πως θα έχανα πολλά.
Αλλά τότε ήρθε ολοζώντανη στη μνήμη μου μια μέρα που είχε περάσει και είχε ξεχαστεί από καιρό – ήταν νωρίς, ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, εκεί στα βουνά της πατρίδας, και 'γω ήμουν γονατισμένος δίπλα σ' ένα κρεβάτι που πάνω του κειτόταν η μητέρα μου, που πάλευε με το θάνατο. Τρόμαξα και ντράπηκα, που είχα τόσο καιρό να θυμηθώ εκείνο το πρωινό. Οι ανόητες σκέψεις της αυτοκτονίας έσβησαν. Γιατί πιστεύω πως κανένας σοβαρός άνθρωπος, που δεν έχει ακόμα ολότελα παραστρατήσει, δεν είναι ικανός να πάρει ο ίδιος τη ζωή του, όταν έχει παρακολουθήσει μια γερή και καλή ζήση να σβήνει. Ξαναείδα τη μητέρα μου να πεθαίνει. Είδα πάλι στο πρόσωπό της τη σιωπηλή, σοβαρή διεργασία του θανάτου, που του έδινε ευγένεια. Φαινόταν αυστηρός ο θάνατος, αλλά και δυνατός και καλωσυνάτος, σαν προσεκτικός πατέρας, που ξαναφέρνει το παιδί του, πίσω εκεί από όπου το είχε σκάσει.
Και ξαναθυμήθηκα ότι ο θάνατος είναι ο έξυπνος και καλός μας αδελφός, που ξέρει ποια είναι η κατάλληλη στιγμή, και που πρέπει να τον περιμένουμε με εμπιστοσύνη. Έτσι άρχισα να καταλαβαίνω πως η οδύνη, οι απογοητεύσεις και η μελαγχολία δεν έγιναν για να μας κάνουν στρυφνούς, ανάξιους και αναξιοπρεπείς, αλλά για να μας ωριμάζουν και να μας μεταμορφώνουν.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
ΠΗΤΕΡ ΚΑΜΕΝΤΣΙΝΤ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΡΙΑ ΠΑΞΙΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
4 σχόλια:
"Tο να πεθάνεις σημαίνει να εισέλθεις μέσα στο Συλλογικό Ασυνείδητο, να χάσεις τον εαυτό σου έτσι ώστε να μεταμορφωθείς σε μορφή, σε καθαρή μορφή" (Herman Hesse)
ΙΣΩΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ ΝΑ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕ ΑΝ ΕΙΧΕ ΔΙΚΙΟ Ή ΕΛΕΓΕ ΜΑΛΑΚΙΕΣ.
Ισως όταν πέθανε να διαπίστωσε ότι δεν είχε καθόλου σημασία αν είχε δίκιο ή έλεγε μαλακίες.
ΟΛΑ ΠΑΙΖΟΥΝ!!!
Δημοσίευση σχολίου