.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

ΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΜΟΔΙΣΤΡΑΣ – ERNESTO SABATO


...Τώρα παραδείγματος χάρη, πως στο διάβολο θα άνοιγα εκείνη την πόρτα;
Είχα σταθεί στο πλατύσκαλο και σκεφτόμουνα: βρισκόμουν άραγε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού ή του διαμερίσματος που είχα φανταστεί όταν ήμουν στην μικρή πλατεία; Δώδεκα σκαλιά, είκοσι πόντους ύψος καθένα τους, κάνανε κάτι λιγότερο από τρία μέτρα, πράγμα που σήμαινε ότι το διαμέρισμά πίσω απ' αυτή την πόρτα θα έπρεπε να βρίσκεται στο επίπεδο του δρόμου και, σχεδόν με βεβαιότητα, να έχει κάποια κανονική είσοδο σε κάποιον από τους γειτονικούς δρόμους. Ισως να ήταν ένα συνηθισμένο μικρομάγαζο. Δεν ξέρω πως μου μπήκε η ιδέα ότι θα μπορούσε να είναι το σπίτι κάποιας μοδίστρας.
Ποιός θα μπορούσε να υποψιαστεί, πράγματι, ότι το εργαστήρι μιας μοδίστρας ήταν δυνατό να είναι η είσοδος ενός μεγάλου λαβύρινθου; Το ότι ο ανθρωπάκος που έμοιαζε στον Πιερ Φρενέ δεν είχε μπει παρ' όλα αυτά από την κανονική είσοδο ήταν λογικό: τι θα μπορούσαν να ζητούν στο σπίτι μιας μοδίστρας δύο άντρες από τους οποίους ο ένας ήταν τυφλός; Για μια και μόνο φορά ίσως θα ήταν δυνατό να γίνει η επίσκεψη, χωρίς να τραβήξει την προσοχή, όμως όχι κατ' επανάληψη, γιατί ο κόσμος θα άρχιζε να φαντάζεται άλλα πράγματα και δεν πιστεύω ότι η Σέκτα θα είχε αποκλείσει την πιθανότητα να βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο ένα άτομο σαν κι εμένα. Ωστόσο, ήταν λιγικό να διατηρεί ένα ακατοίκητο σπίτι που θα της χρησίμευε ως είσοδος.
Αυτά σκεφτόμουν επίμονα ενόσω περίμενα απέναντι από εκείνο το μυστηριώδες πορτάκι. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος, αφού εκείνη την ώρα η μοδίστρα θα έπρεπε να κοιμάται: ήταν τεσσερεσήμισι το πρωί.
Τα πάντα είχαν εκμηδενιστεί. Και με τον ίδιο τρόπο που όταν αποτύχει ένα πραξικόπημα, οι επαναστάτες χαρακτηρίζονται ληστές και γελοίοι, έβρισκα κι εγώ τώρα τον εαυτό μου τελείως γελοίο. Κοίταζα το άσπρο μπαστούνι μου λέγοντάς μέσα μου: Πόσο μεγάλος και γραφικός ηλίθιος είμαι! Ενας ενήλικας κάποιος που έχει διαβάσει τον Χέγκελ και έχει πάρει μέρος στη ληστεία μιας τράπεζας, βρίσκεται τώρα σ' ένα υπόγειο του Μπουένος Αιρες, μπροστά σ' ένα πορτάκι ενός διαμερίσματος όπου υποθέτει ότι μένει κάποια ψευτομοδιστρούλα που υπηρετεί κάποια μυστική Στοά. Δεν είναι εντελώς παράλογο;
Και το άσπρο μπαστούνι που το ξανακοίταξα ρίχνοντας πάνω του το φως του φακού μου, μ' εκείνο το είδος της βασανιστικής ηδονής που νιώθουμε πιέζοντας κάποιες πληγές που μας πονούν, έκανε να φαίνεται ακόμα πιο παράλογη η κατάστασή μου.
Εντάξει, είπα μέσα μου, τελείωσε αυτή η ιστορία.
Ημουν έτοιμος να πάρω το δύσκολο και δυσάρεστο δρόμο της επιστροφής, όταν μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό ότι ήταν πιθανό να μην είναι κλειδωμένη η πόρτα. Αυτή η ιδέα γέννησε μέσα μου μια νέα και ελπιδοφόρα ταραχή, αφού δεν φαντάστηκα εκείνη τη στιγμή το συμπέρασμα που θα μπορούσα να βγάλω από εκείνη την εμφανώς ευνοϊκή περίσταση: το τρομερό συμπερασμα ότι με περίμεναν!
Ξαναγύρισα προς το πορτάκι, και, φωτίζοντάς το, έμεινα για μια στιγμή διστακτικός. “Οχι”, είπα μέσα μου, “δεν ήταν δυνατό. Αυτή η πόρτα πρέπει να είναι ανοιχτή μόνο όταν περιμένουν κάποιον τυφλό με τον αγγελιαφόρο”.
Παρ' όλα αυτά, μια τρομακτική προαίσθηση οδήγησε το χέρι μου μέχρι το πόμολο. Το έστριψα και έσπρωξα.
Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη!

Εσκυψα όσο χρειαζόταν για να διαβώ εκείνο το πορτάκι και μπήκα στο δωμάτιο.
Μια παγερή ηλεκτρική εκκένωση συντάραξε το κορμί μου: το φως του φακού φώτισε μπροστά μου ένα πρόσωπο.
Μια τυφλή με παρατηρούσε. Ηταν σαν μια παρουσία από την Κόλαση, μια μαύρη και παγωμένη Κόλαση.
Ηταν φανερό ότι η τυφλή δεν είχε τρέξει σ' εκείνη τη μικρή μυστική πόρτα αλαφιασμένη από τους μικρούς θορύβους που θα μπορούσε να είχε προκαλέσει η είσοδός μου. Οχι: ήταν ντυμένη και ήταν προφανές ότι ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕ.
Αγνοώ το χρόνο που, πριν λιποθυμίσω, έμεινα απολιθωμένος εξαιτίας του παγερού και φοβερού βλέμματος εκείνης της μέδουσας.
Ποτέ πριν δεν είχα λιποθυμήσει και αργότερα αναρωτήθηκα αν η λιποθυμία μου είχε προκληθεί από το φόβο ή από τις μαγικές δυνάμεις της τυφλής, αφου, καθώς μου φαίνεται τώρα λογικό, εκείνη η ιεροφάντισσα ήταν ικανή να απελευθερωνει ή αν προσκαλεί διαμονιακές δυνάμεις.
Στην πραγματικότητα, δεν λιποθύμησα τελείως, δεν έχασα τις αισθήσεις μου, αλλά, πέφτοντας χάμω (αν και θα ήταν καταλληλότερο να έλεγα “καθώς σωριάστηκα κατά γης”), άρχισε να με καταλαμβάνει ένας λήθαργος, μια καταπόνηση που κυρίευσε ταχύτατα τους μύες μου, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συμβαίνει με κάποιον που προσβάλλεται βίαια από γρίπη.
Θυμάμαι το ολοένα μεγαλύτερο σφυροκόπημα στα μηλίγγια μου, μέχρι που κάποια στιγμή είχα την αίσθηση ότι τιναζόταν στον αέρα το κεφάλι μου, όπως μια ηαφιαστιακή καλντέρα που πιέζεται από χιλιάδες ατμόσφαιρες.
Αρχισε ν' ανεβαίνει στο κορμί μου ένα είδος πυρετού, σαν ένα υγρό που κοχλάζει σε μια χύτρα, ενώ ταυτόχρονα μια φωσφορική αντάυγεια έκανε ολοένα πιο ορατή μέσα στο σκοτάδι την τυφλή.
Ωσπου μια έκρηξη φάνηκε να σπαει τα τύμπανά μου, κάνοντάς με να πέσω ή, όπως είπα κιόλας, να σωριαστώ αναίσθητος στο πάτωμα εκείνου του δωματίου.

ERNESTO SABATO
ΠΕΡΙ ΗΡΩΩΝ ΚΑΙ ΤΑΦΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΛΑΜΠΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: