.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

ΟΙ ΤΟΞΟΤΕΣ – ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ


Ηταν εκείνο τον καιρό που υποχώρησαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες. Η υπηρεσία λογοκρισίας λοιπόν ήταν αρκετά δικαιολογημένη που δε διαφώτισε το γεγονός με πολλές λεπτομέρειες. Βρισκόταν, όπως καταλαβαίνετε, στη πιο τρομερή μέρα εκείνου του φοβερού καιρού, στην ημέρα που ο όλεθρος και η καταστροφή έφτασαν τόσο κοντά που η σκιά τους σκέπασε κυριολεκτικά το Λονδίνο. Σαφείς πληροφορίες δεν υπήρχαν κι έτσι οι καρδιές των ανθρώπων είχαν γεμίσει απελπισία που μεγάλωνε ολοένα φτάνοντας ως τη λιποψυχία, λες και η αγωνία των στρατιωτών στο πεδίο της μάχης είχε μεταδοθεί και στις ψυχές τους.
Σ' αυτή τη φοβερή μέρα, όταν οι τριακόσιες χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες με όλο τους το πυροβολικό ξεχύθηκαν σαν πλημμύρα εναντίον της μικρής αγγλικής ομάδας, υπήρξε ένα σημείο στην πολεμική μας γραμμή, που, περισσότερο από όλα τα άλλα, βρέθηκε κάποια στιγμή σε τρομερό κίνδυνο όχι απλώς να νικηθεί αλλά να εξαφανιστεί εντελώς. Με την άδεια της λογοκρισίας και των στρατιωτικών ειδικών, αυτό το μέρος μπορεί, ίσως, να χαρκτηριστεί σαν ένας προμαχώνας. Αν λοιπόν αυτό το οχυρό έπεφτε και εξουδετερωνόταν, τότε η αγγλική δύναμη στο σύνολό της θα καταστρεφόταν, οι Σύμμαχοι απ' τ' αριστερά θα ανατρέπονταν και αναπόφευκτα θα ακολουθούσε το Σεντάν.
Ολο το πρωί τα γερμανικά κανόνια βροντούσαν και σφυροκοπούσαν αυτό το σημείο και τους χίλιους τόσους άντρες που το υπερασπίζονταν. Οι άντρες κορόιδευαν τις μπόμπες και τις βάφτιζαν με παράξενα ονόματα. Στοιχημάτιζαν πάνω τους και τις χαιρετούσαν με κομμάτια από τραγούδια του μιούζικ χολ. Οι μπόμπες όμως έρχονταν και έσκαγαν κομματιάζοντας τους άγγλους στρατιώτες και χωρίζοντας αδελφό από αδελφό κι όσο μεγάλωνε ο πυρετός της μέρας, άλλο τόσο μεγάλωνε κι η μανία αυτού του τρομακτικού κανονιοβολισμού. Φαινόταν πως δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Το αγγλικό πυροβολικό ήταν καλό, αλλά δεν έφτανε αυτό. Είχε χτυπηθεί ανελέητα έχοντας καταντήσει σχεδόν ένας σωρός παλιοσίδερα.
Σε μια θύελλα στη θάλασσα, φτάνει κάποια στιγμή που οι ναυτικοί λένε μεταξύ τους: “Χειρότερα δε γίνεται. Δεν μπορεί να φυσήξει πιο δυνατά!” Και τότε, εκεί που δεν το περιμένει πια κανείς, ο αγέρας αρχίζει να λυσσομανά δέκα φορές πιο άγρια απ' ό,τι πρωτύτερα. Το ίδιο γινόταν και στα βρετανικά χαρακώματα.
Σ' ολόκληρο τον κόσμο δεν υπήρχαν πιο γενναίες καρδιές από τις καρδιές εκείνων των αντρών. Τα χρειάστηκαν όμως έτσι καθώς έπεφτε απάνω τους η ζεματιστή κόλαση του γερμανικού κανονιοβολισμού, που τους κατασύντριβε και τους εξόντωνε. Σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή είδαν από τα χαρακώματά τους ένα τρομακτικό πλήθος να κινείται εναντίον των γραμμών τους. Από τους χίλιους Αγγλους είχαν απομείνει πεντακόσιοι και απ' όσο μπορούσαν να δουν, το γερμανικό πεζικό προχωρούσε γρήγορα εναντίον τους, η μία διμοιρία ύστερα από την άλλη, ένα γκρίζο πλήθος αντρών, δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες, όπως διαπιστώθηκε αργότερα.
Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Μερικοί έδωσαν τα χέρια. Ένας αυτοσχεδίασε μια νέα παραλλαγή του πολεμικού τραγουδιού, “Αντίο, αντίο, Τιπερέρι” τελειώνοντάς το με τη φράση: “Και δε θα φτάσουμε εκεί”. Όλοι άρχισαν να πυροβολούν σταθερά. Οι αξιωματικοί σχολίασαν πως μια τέτοια ευκαιρία για ένα τόσο υψηλής στάθμης ντουφεκίδι δεν μπορούσε να ξαναδοθεί. Οι Γερμανοί έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο. Ο Χιουμορίστας του Τιπερέρι φώναξε: “Τυχερή η Σίντνεϊ Στριτ”. Τα λίγα πολυβόλα είχαν βάλει όλα τους τα δυνατά. Ο καθένας όμως ήξερε πολύ καλά πως ήταν μάταιο. Τα νεκρά σταχτιά σώματα κείτονταν σε λόχους και τάγματα, αλλά την ίδια στιγμή άλλοι έρχονταν από πέρα και από πιο πέρα ακόμη. Έρχονταν κι έρχονταν συνέχεια. Στριμώχνονταν κι ανακατεύονταν και προχωρούσαν πάντα.
- Πλήθος ατέλειωτο. Αμήν! Είπε με κάποια αδιαφορία ένας από τους βρετανούς στρατιώτες την ώρα που σημάδευε και πυροβολούσε. Και τότε θυμήθηκε – λέει πως δεν μπορεί να σκεφτεί γιατί ή για ποιο λόγο – ένα παράξενο εστιατόριο για χορτοφάγους στο Λονδίνο, όπου μια ή δυο φορές είχε φάει εκεί κάτι παράξενα φαγιά, κάτι κοτολέτες, φτιαγμένες από φακές και καρύδια, που ήταν απομίμηση μπριζόλας. Σ' όλα τα πιάτα αυτού του εστιατορίου ήταν τυπωμένη η θλιμμένη μορφή του Αγίου Γεωργίου με το ρητό ADSIT ANGLIS SANCTUS GEORGIUS – Μπορεί ο Αγιος Γεώργιος να προσφέρει τη βοήθεια τους στους Αγγλους. Αυτός ο στρατιώτης έτυχε να ξέρει λατινικά και άλλα άχρηστα πράγματα. Τώρα λοιπόν, τη στιγμή που πυροβολούσε τον αντίπαλό του στρατιώτη, ο οποίος βρισκόταν μέσα στη σταχτιά μάζα που προχωρούσε – τριακόσια μέτρα μόνο μακριά – πρόφερε το ευσεβές ρητό των χορτοφάγων. Συνέχισε να πυροβολεί ασταμάτητα. Στο τέλος, ο Μπιλ, που βρισκόταν δεξιά του, αναγκάστηκε να του δώσει μια φιλική καρπαζιά για να τον κάνει να σταματήσει. Του είπε ότι με τη χειρονομία του αυτή ήθελε να τον πληροφορήσει πως τα πολεμοφόδια του βασιλιά κοστίζουν χρήματα και ότι δεν ήταν σωστό να σπαταλιούνται σε αλλόκοτα ομοιώματα πεθαμένων Γερμανών.
Δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει, γιατί μόλις ο λατινομαθής πρόφερε την επίκλησή του, ένιωσε κάτι απροσδιόριστο, κάτι που έμοιαζε με ανατριχίλα ή σαν να διαπέρασε το κορμί του ηλεκτρική εκκένωση. Ο ορυμαγδός της μάχης έσβησε σιγά σιγά κι έγινε ένα απαλό μουρμουρητό στ' αυτιά του. Αντί για το βουητό της μάχης, λέει, άκουσε μια δυνατή φωνή και μια κραυγή, δυνατότερη κι από βροντή, που πρόσταζε: “Παραταχτείτε, παραταχτείτε, παραταχτείτε!”
Η καρδιά του άναψε και φούντωσε σαν άναμμένο κάρβουνο και ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, καθώς του φάνηκε πως μια οχλαγωγία από φωνές απαντούσε στις παρακλήσεις του. Άκουσε, ή του φάνηκε πως άκουσε, χιλιάδες να φωνάζουν: “Αγιε Γεώργιε! Αγιε Γεώργιε!”
“Ω κύριε! Ω γλυκέ Αγιε! Απάλλαξέ μας, γλίτωσέ μας από τον έχθρό:”
“Αγιε Γεώργιε, προστάτη της Αγγλίας!”
“Αιδεσιμότατε Αγιε Γεώργιε, έλα να μας βοηθήσεις!”
“Ω! Αγιε Γεώργιε! Ω! Αγιε γεώργιε! Ενα μακρύ τόξο, ένα γερό τόξο!”
“Ιππότη τ' Ουρανού, βοήθησέ μας!”
Και καθώς ο στρατιώτης άκουσε αυτές τις φωνές, είδε μπροστά του, πέρα από το χαράκωμα, μια μακριά σειρά από μορφές, που τις περιέβαλλε μια λάμψη. Έμοιαζαν με τοξότες που με μια μυριόστομη κραυγή έριχνάν ένα σύννεφο από βέλη που πάλλονταν και σφύριζαν στον αέρα καταπάνω στο πλήθος των Γερμανών.
Οι άλλοι άντρες μέσα στο χαράκωμα πυροβολούσαν συνέχεια. Δεν είχαν ελπίδα, αλλά έριχναν έτσι ακριβώς όπως πυροβολεί κανείς σ' ένα σκοπευτήριο.
Ξαφνικά ένας απ' αυτούς φώναξε δυνατά με τα πιο καθαρά αγγλικά:
-Κύριε ελέησον! Μούγκρισε στο διπλανό του, είμαστε μια χαρά! Για κοίτα εκείνους τους γκρίζους... κυρίους, κοίτα τους! Τους βλέπεις; Σωριάζονται κάτω κατά δωδεκάδες, κατά εκατοντάδες και κατά χιλιάδες! Κοίτα! Κοίτα! Την ώρα που σου μιλούσα ξεκληρίστηκε ένα σύνταγμα!
-Κόφ' το! Μούγκρισε ο άλλος στρατιώτης, προσπαθώντας να σκοπεύσει. Για ποιο πράγμα κάθεσαι και μου τσαμπουνάς;
Δεν πρόφτασε όμως να τελειώσει κι έμεινε άφωνος. Πραγματικά οι γκρίζοι στρατιώτες έπεφταν κατά χιλιάδες. Οι άγγλοι άκουγαν τις λαρυγγώδεις στριγκλιές των γερμανών αξιωματικών, τον κρότο των πιστολιών τους καθώς πυροβολούσαν απρόθυμα. Και όμως η μια γραμμή ύστερα από την άλλη συντριβόταν στη γη.
Ολη αυτή την ώρα ο λατινοθρεμμένος στρατιώτης άκουγε τη φωνή: “Ελέησον! Ελέησον! Αιδεσιμόταντε, ακριβέ Αγιε, έλα γρήγορα να μας βοηθήσεις! Αγιε Γεώργιε, βοήθα μας!”
“Μεγάλε Καβαλάρη, υπερασπίσου μας!”
Τα βέλη που σφύριζαν στον αέρα, πετούσαν τόσο γρήγορα και τόσο πολλά μαζί που σκοτείνιασε ο τόπος. Το στίφος των άθεων εξαφανίστηκε από μπροστά τους.
-Κι άλλα πολυβόλα! Ούρλιαξε ο Μπιλ προς τον Τομ.
-Μην τ' ακούς! Του απάντησε ο Τομ με τον ίδιο τρόπο. Οπωσδήποτε όμως, δόξα στο Θεό. Την έφαγαν στον κώλο!
Πραγματικά, μπροστά σ' αυτό το οχυρό του αγγλικού στρατού κείτονταν νεκροί δέκα χιλιάδες γερμανοί στρατιώτες και σαν επακόλουθο δεν έπεσε και το Σεντάν. Στη Γερμανία, μια χώρα που κυβερνιέται από επιστημονικές αρχές, το ανώτερο γενικό στρατηγείο έβγαλε το συμπέρασμα πως οι αξιοκαταφρόνητοι Εγγλέζοι πρέπει να είχαν χρησιμοποιήσει μπόμπες, που περιείχαν κάποιο ανγνωστο δηλητηριώδες αέριο, γιατί πάνω στα σώματα των νεκρών γερμανών στρατιωτών δε βρέθηκε καμιά απολύτως πληγή. Ο άνθρωπος όμως που ξέρει από τη γεύση ότι τούτο που τρώει είναι ξηρός καρπός κι όχι μποφτέκι όπως προσπαθούν να τον πείσουν, ήξερε επίσης ότι ο Αγιος Γεώργιος είχε φέρει τους τοξότες του Αντζικορτ για να βοηθήσουν τους Αγγλους.

ΑΡΘΟΥΡ ΜΑΧΕΝ
ΟΜΕΓΑΣ ΘΕΟΣ ΠΑΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΑΝΟΣ ΣΑΚΚΕΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: