Ο μεγαλόσωμος άντρας άφησε ένα φρύλισμα, και μετά είπε αργά: “Δε γίνεται να το κάνω αυτό, φίλε. Κατεβαίνω στην πόλη κάθε Σαββατόβραδο. Και τώρα είναι Σαββατόβραδο”.
Ο μικρόσωμος άντρας στην πόρτα έτρεμε καθώς έσκυβε μπροστά, προσπαθώντας να πιάσει τα λόγια του άλλου πάνω από το σαματά των σκυλιών που γάβγιζαν στη διπλανή αυλή. Κατά κάποιο τρόπο έδινε την εντύπωση ότι ήταν πιο μικροκαμωμένος απ' όσο πραγματικά ήταν, σαν – σαν να ήταν σουφρωμένος. Τα ρούχα του κρέμονταν πάνω του, υπερβολικά φαρδιά, μεγάλα. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα, μ' ένα χαμένο βλέμμα.
“Κύριε – κύριε Μπράουν, ακούστε με σας παρακαλώ. Αν αυτό είν' αληθινό, τούτη τη φορά – όχι μια απλή φήμη – σας παρακαλώ!”
Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι του αργά, με τα μάτια του να ζυγιάζουν τον άλλο.
“Μα είναι αυτό που αναζητούσα, κύριε Μπράουν. Το έχετε δει. Κι άλλοι το είδαν. Εχετε πάρει όρκο ότι είναι αληθινό”.
“Σίγουρα”. Ο Μπράουν έφτυσε, γνέφοντας καταφατικά. “Σίγουρα. Και κανείς δεν είπε ότι 'μαστε ψεύτες, αυτό 'ναι σίγουρο”.
“Το ξέρω... Κύριε Μπράουν είμαι ένας ερευνητής των ψυχικών φαινομένων – φαντάσματα και τα παρόμοια. Πρέπει να δώ αυτή την οπτασία απόψε”. Ο σουφρωμένος άνθρωπος έκλεισε τα μάται του για μια στιγμή, ακουμπώντας πάνω στο θυροστάτη της πόρτας.
“Είναι Σαββατόβραδο”.
“Μα κύριε Μπράουν – αυτή θα είναι η τελευταία νύχτα”.
“Μπορεί να 'ναι ακόμει κει, τώρα. Δεν ξέρω”.
“Το γνωρίζω κύριε Μπράουν”. Ο μικροκαμωμένος άντρας έτριψε το δάχτυλό του με το μεγάλο χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε εκεί. “Το ξέρω. Για δέκα λεπτά ακόμη το πολύ. “Κι εγώ πρέπει να -” Σώπασε, αφήνοντας τα μεγάλα μάτια του να ικετέψουν για λογαριασμό του.
“Λοιπόν θα 'λεγα ότι είν' ένα θέαμα που αξίζει να το δει κανείς, αυτό να λέγεται”, είπε ο Μπράουν.
“Είστε – είστε σίγουρος για την όλη όψη του”.
“Ξέρω τι βλέπουν τα μάτια μου. Είναι χρυσαφένια και λαμπερή, έτσι 'ναι. Πρέπει να 'ναι σκοτεινά για να τη δεις. Αληθινά σκοτεινά. Δεν κινείται, ακριβώς. Απλώς μένει ακίνητη, αλλά κάπως σα να τρεμουλιάζει”.
“Αυτό είναι κύριε Μπράουν. Πρέπει οπωσδήποτε να τη δω!”
“Θα 'λεγα ότι αυτό αποκλείεται, φίλε. Έχω να κατέβω στην πόλη”.
Ο Μπράουν παρακολουθούσε τα μάτια του ανθρωπάκου, και είδε τον πόνο εκεί. “Βέβαια, αν ήταν να βγει κάτι – θα 'λεγα ότι κάτι θα πρέπει ν' αξίζει αν είναι να μείνω σπίτι χαλαλίζοντας το Σαββατόβραδό μου”.
“Δε θα μας πάρει παραπάνω από ένα λεπτό – μια στιγμούλα”.
“Θα πρέπει να ξεκινάω”.
“Αξίζει το παν για μένα, κύριε Μπράουν. Το παν”.
“Πόσα;”
“Δεν – δεν έχω χρήματα”.
“Ε!”
“Με μύρια ζόρια και επτά ωτοστόπ έκανα επτακόσια μίλια για να φτάσω ως εδώ”.
Ο Μπράουν κούνησε το κεφάλι του. “Ωραίο αυτό το δαχτυλίδι σου... Λοιπόν, εγώ πρέπει να ξεκινάω για την πόλη”.
Ο ανθρωπάκος άφησε τα χέρια του να πέσουν στα πλευρά του. Υστερα τα σήκωσε πάλι. Και τα δικά του μάτια πέταξαν προς το περιέργου σχήματος δαχτυλίδι στο δάχτυλό του.
“Δεν – δεν μπορώ να σας το δώσω αυτό”.
Ο Μπράουν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, έκανε πίσω κι ακούμπησε το χέρι του στο εσωτερικό πόμολο.
“Θα πρέπει να κλειδώσω τώρα και ν' αμολήσω τα σκυλιά... Δε θα 'τανε καλό να μείνεις στην αυλή όταν θ' αμολήσω τα σκυλιά.
“Οχι... Περίμενε – μπορείς να πάρεις το δαχτυλίδι”.
Ο Μπράουν έκλεισε τα μάτια του. “Δεν ξέρω -”
“Μπορείς να το πάρεις”.
Ο μεγαλόσωμος άντρας άνοιξε τη σήτα της πόρτας και πήρε το δαχτυλίδι. Μετά έκανε πίσω επιτρέποντας στον ανθρωπάκο να περάσει το κατώφλι. Ο Μπράουν έτριψε ένα σπίρτο και άναψε τη λάμπα που ήταν στο τραπέζι. Αρχισε να παίζει το δαχτυλίδι, πολύ αργά, ανάμεσα στα χοντρά δάχτυλά του. Τα μάτια του το εξέταζαν προσεκτικά. Χρυσαφένιο, αλλά δεν ήταν χρυσάφι. Πολύ βαρύ για χρυσάφι – ή για κάθε άλλο μέταλλο. Και ήταν πολύ μεγάλο για τα δάχτυλα του ανθρωπάκου. Ο Μπράουν το έσπρωξε στο μικρό του δάχτυλο νιώθοντάς το ν' αγκαλιάζει τη σάρκα.
Ο ανθρωπάκος, κινούμενος νευρικά, βρήκε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Ο Μπράουν του έδωσε ένα τραχύ σπρώξιμο. “Αντε, προχώρα. Πλήρωσες, κι αυτή η καταχνιά δεν είναι κάτι που κάνει κακό στους ανθρώπους”.
Αλλά ο ανθρωπάκος στάθηκε στο πλάι, αηνοντας τον Μπράουν να προχωρήσει πρώτος.
Ηταν μια χρυσαφένια θολούρα στον αέρα, που τρεμούλιαζε στο κέντρο της κρεβατοκάμαρας. Γύρω στα δυόμισι μέτρα ψηλή κι ένα και είκοσι πλατιά.
Ο Μπράουν γέλασε τραχιά. “Δεν είναι φάντασμα, έτσι, φίλε; Το 'ξερα ότι δεν είναι. Φαντάζομαι ότι ελόγου σου πλήρωσες για να δεις φάντασμα, σωστά; Αλλά εγώ δεν είπα ότι 'ναι φάντασμα”.
Το πρόσωπο του ανθρωπάκου σκλήρηνε. Κοίταξε τον Μπράουν ζυγιάζοντάς τον, θλιμμένα. Υστερα έκανε μια καρτερική κίνηση με τους ώμους του.
“Δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι περπάτησες μέσα απ' αυτό, Μπράουν”, του είπε.
“Σίγουρα”. Ο μεγαλόσωμος άντρας γέλασε. “Σίγουρα και το 'κανα. Δες με πάλι”.
“Περίμενε. Θα περπατήσω κι εγώ μαζί σου. Περίμενε!” Ο ανθρωπάκος έκανε μπροστά τότε, σαν να ένιωθε ακόμη αβέβαιος, ακουμπώντας τα δάχτυλά του στο μπράτσο του Μπράουν. “Εντάξει”.
Και οι δυό μαζί προχώρησαν μπαίνοντας στη χρυσαφένια καταχνιά.
Ηταν διαφορετικό για τον μεγαλόσωμο άντρα – τουτη τη φορά. Την ίδια στιγμή που έμπαιναν στην καταχνιά ένιωσε τσουχτερά μυρμηγκιάσματα να χορεύουν σ' όλο του το δέρμα. Την προηγούμενη φορά δεν είχε νιώσει τίποτα εκτός από την αίσθηση του αέρα. Έκανε να γυρίσει πίσω, αλλά με μια εκπληκτική δύναμη ο ανθρωπάκος τον σταμάτησε. Ο Μπράουν αναγκάστηκε να συνεχίσει μπροστά.
Το μυρμήγκιασμα έγινε σχεδόν ανυπόφορο. Φαινόταν να έρχεται σαν καυτά κύματα τώρα, από το δάχτυλο που φορούσε το δαχτυλίδι. Ο Μπράουν τάχυνε το βήμα του, προσπαθώντας να ξαναβγεί στη γνώριμη κρεβατοκάμαρα.
Βγήκαν από την καταχνιά.
Τούτη δεν ήταν η γνώριμη κρεβατοκάμαρα. Το σπίτι είχε χαθεί, και μαζί του και η νύχτα.
Φως ημέρας. Ημέρα σε μια ύπαιθρο όπου το χορτάρι ήταν μπλε όπως ο Μπράουν δεν το είχε δει ποτέ του, κι όπου τα δέντρα ήταν σαν λεπτές, χωρίς κλαδιά βελόνες που υψώνονταν προς έναν πορτοκαλόχρωμο ουρανό. Εναν ουρανό στον οποίο ο Μπράουν μπορούσε να δει τρεις γιγάντιους ήλιους.
Ο μεγαλόσωμος άντρας, τράβηξε απότομα το χέρι του και γύρισε γιργά για να κοιτάξει προς την καταχνιά. Ο ανθρωπάκος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
“Μόλις και το προλάβαμε Μπράουν. Η καταχνιά χάθηκε”.
Ο ανθρωπάκος άλλαζε. Φάνηκε να μεγαλώνει, να γεμίζει τα ρούχα του. “Λυπάμαι< Μπράουν. Αλλά δεν μπορούσα να περάσω δίχως το δαχτυλίδι – ή με κάποιον που φορούσε το δαχτυλίδι. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά θα ήσουν εσύ”.
“Αυτό είναι τρελό. Που -” Ο μεγαλόσωμος άντρας σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει πάλι προς τους ήλιους. Έτριψε το μέτωπό του.
“Στην πατρίδα. Στη δική μου πατρίδα... Βρες κάποιαν άλλη καταχνιά ενώ θα φοράς το δαχτυλίδι. Μετά γύρνα πίσω... στη δική σου πατρίδα”.
“Μα – μια καταχνιά;”
“Θ' ακούσεις φήμες. Απίθανες ιστορίες. Εχουμε κι εμείς εδώ ιστορίες φαντασμάτων. Γίνε ένας ερευνητής. Ερεύνησε ως την πηγή τους αυτές τις φήμες”.
“Μα -”
“Καλή σου τύχη Μπράουν”.
Ο ανθρωπάκος έκανε γοργά μεταβολή και άρχισε να διασχίζει τους παράξενους μπλε αγρούς. Κάποια στιγμή γύρισε το κεφάλι, και είδε τον Μπράουν να τον κοιτάζει ανήμπορα, σαν χαμένος. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά συνέχισε το δρόμο του. Μια στιγμή αργότερα βρισκόταν ανάμεσα στα βελονωτά δέντρα, πριν χαθεί εντελώς από τα μάτια του Μπράουν.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ:
ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου