“Τι συνέβει όταν πιάστηκες με τον σύμμαχό σου, Δον Χενάρο;” ρώτησα.
Ηταν ένα φοβερό τράνταγμα”, έκανε ο Δον Χενάρο ύστερα από στιγμιαίο δισταγμό. Φάνηκε να βάζει τις σκέψεις του σε τάξη.
“Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ήταν κάτι τέτοιο”, συνέχισε. “Ηταν κάτι, κάτι, κάτι... αδύνατο να το περιγαψω. Μόλις τον άδραξα, αρχίσαμε να στριφογυρνάμε. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ. Ξαφνικά ένιωσα να πατώ στο έδαφος πάλι. Ψάχτηκα. Ο σύμμαχος δεν με είχε σκοτώσει. Ημουν ολόκληρος. Ήμουν ο εαυτός μου! Κατάλαβα τότε ότι είχα πετύχει. Επιτέλους είχα ένα σύμμαχο. Αρχισα να χοροπηδώ γεμάτος χαρά. Η ευτυχία μου ήταν απερίγραπτη!
Μετά κοίταξα γύρω μου να δω που βρισκόμουν. Το τοπίο μου ήταν άγνωστο. Σκέφτηκα ότι ο σύμμαχος πρέπει να με είχε παρασύρει, κατά το στριφογύρισμά μας στον αέρα, σε άλλο σημείο, πολύ μακρυά από το μέρος που είχαμε αρχίσει να παλεύουμε. Προσπάθησα να προσανατολιστώ. Συμπέρανα πως το σπίτι μου έπρεπε να βρίσκεται στ’ ανατολικά, οπότε προχώρησα προς αυτή την κατεύθυνση. Ηταν ακόμα νωρίς. Πολύ σύντομα βρήκα ένα μονοπάτι και κατόπιν είδα μια ομάδα από άντρες και γυναίκες να προχωρούν προς το μέρος μου. Ηταν ινδιάνοι. Με τριγύρισαν και με ρώτησαν που πηγαίνω. «Πάω στο σπίτι μου στο Ιξτλάν» τους είπα. «Εχεις χάσει το δρόμο σου;» με ρώτησε κάποιος. «Εγώ; Γιατί;» ρώτησα. «Γιατί το Ιξτλάν δεν είναι σ’ αυτή την κατεύθυνση, αλλά στην αντίθετη. Κι εμείς κει πάμε» είπε κάποις άλλος. «Ελα μαζί μας!» είπαν όλοι. «Εχουμε και φαϊ!»
Ο Δον Χενάρο σταμάτησε και με κοίταξε σα να περίμενε να τον ρωτήσω κάτι.
«Και τι έγινε;» ρώτησα. «Πήγες μαζί τους;»
«Οχι δεν πήγα», απάντησε. «Και δεν πήγα γιατί δεν ήταν πραγματικοί άνθρωποι. Το κατάλαβα αμέσως από τη στιγμή που έφτασαν κοντά μου. Υπήρχε κάτι στη φωνή τους, στο φιλικό τρόπο που μ’ αντιμετώπισαν, ιδιαίτερα όταν με κάλεσαν να παω μαζί τους. Ετσι το έβαλα στα πόδια. Με φώναζαν και με παρακαλούσαν να γυρίσω πόσω. Οι εκκλήσεις τους με κυνηγούσαν, αλλά εγώ συνέχιζα να τρέχω».
«Ποιοί ήταν αυτοι;» ρώτησα.
«Ανθρωποι», έκανε ο Δον Χενάρο απότομα. «Με τη διαφορά ότι δεν ήταν αληθινοί».
«Ηταν σαν ξωτικά», εξήγησε ο Δον Χουάν. «Σαν φαντάσματα».
«Αφού βαδισα για λίγο» συνέχισε ο Δον Χενάρο, «απόχτησα περισσότερη εμπιστοσύνη. Κατάλαβα πως το Ιξτλάν ήταν προς την κατεύθυνση που πήγαινα. Και μετά είδα δυό ανθρώπους να βαδίζουν πάνω στο μονοπάτι ερχόμενοι προς το μέρος μου. Εμοιαζαν κι αυτοί με Ινδιάνους Μαζατέκ. Είχαν κι ένα γαϊδούρι φορτωμένο με καυσόξυλα. Πέρασαν δίπλα μου μουρμουρίζοντας «Καλησπέρα».
«Καλησπέρα», απάντησα και συνέχισα να βαδίζω. Δεν μου έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή και συνέχισαν κι αυτοί το δρόμο τους. Εκοψα το βήμα μου και γύρισα να κοιτάξω πίσω. Εξακολουθούσαν να προχωρούν αδιάφοροι. Φαίνονταν αληθινοί. Ετρεξα πίσω τους φωνάζοντας: «Περιμένετε, περιμένετε».
Σταμάτησαν το γάϊδαρο τους και στάθηκαν ο καθένας από την κάθε πλευρά, σα να ‘θελαν να προστατέψουν το φορτίο.
«Χαθηκα μέσα στα βουνά» τους είπα. «Από που πάνε για το Ιξτλάν;» Μουέδειξαν προς την κατεύθυνση που προχωρούσαν οι ίδιοι. «Είσαι πολύ μακρυά», μου είπε ο ένας. «Το Ιξτλάν βρίσκεται πίσω από κείνα τα βουνά. Θα σου πάρει τέσσερις με πέντε μέρες να φτάσεις εκεί». Μετά γύρισαν και συνέχισαν το δρόμο τους. Ενοιωσα πως αυτοί ήταν πραγματικοί και τους παρακάλεσα να μ’ αφήσουν να πάω μαζί τους.
Περπατήσαμε αντάμα για λίγο και μετά ο ένας απ’ τους δύο άνοιξε το σακούλι του και μου πρόσφερε την τροφή. Το σώμα μου τρεμούλιασε από φόβο. Έκανα μεταβολή και άρχισα να τρέχω. Μου φώναξαν και οι δύο ότι θα πέθαινα μέσα στα βουνά αν δεν πήγαινα μαζί τους και προσπάθησαν να με καλοπιάσουν για να τους ακολουθήσω. Επέμεναν κι αυτοί να με παρακαλούν, αλλά απομακρύνθηκα όσο μπορούσα γρηγορότερα.
Συνέχισα να προχωρώ. Ήξερα πιά ότι βρισκόμουν στο σωστό δρόμο για το Ιξτλάν και ότι εκείνα τα φαντάσματα προσπαθούσαν να με παραπλανήσουν.
Συνάντησα οκτώ απ’ αυτούς και όλοι θα πρέπει να είχαν καταλάβει ότι η απόφαση μου ήταν ακλόνητη. Στέκονταν στην άκρη του δρόμου και με κοίταζαν παρακλητικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έλεγαν λέξη. Οι γυναίκες ωστόσο που βρίσκονταν ανάμεσα τους ήταν πιό τολμηρές και με παρακαλούσαν. Μερικές μου έδιναν τροφή και άλλα εμπορεύματα που τάχα πουλούσαν σαν αθώοι έμποροι δίπλα στο δρόμο. Δεν στάθηκα καθόλου, ούτε γύρισα τα μάτια μου προς το μέρος τους.
Αργά το απόγευμα έφτασα σε μια κοιλάδα που μου φαινόταν γνώριμη. Είχε κάτι το οικείο σαν χώρος. Σκέφτηκα μήπως είχα ξαναπάει εκεί, οπότε αυτό θα σήμαινε ότι τώρα βρισκόμουν στη νότια πλευρά του Ιξτλάν. Άρχισα να ψάχνω για τίποτε σημάδια που θα επιβεβαίωναν την πορεία μου, όταν είδα ένα μικρό Ινδιανόπουλο να βοσκάει μερικά κατσίκια. Ηταν περίπου εφτά χρονών και ντυμένο με τον τρόπο που ντυνόμουν κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία του. Μου θύμιζε πραγματικά τον εαυτό μου να βοσκάει τις δύο γίδες του πατέρα μου.
Παρακολούθησα τον μικρό για κάμποση ώρα. Μιλούσε μονάχος του, όπως συνήθιζα να κάνω κι εγώ κάποτε, και μετά αποτεινόταν στις γίδες του. Απόσα γνώριζα γύρω απ' το βόσκισμα των γιδιών, φαινόταν να ξέρει καλά τη δουλειά του. Ηταν επιμελής και προσεχτικός. Δεν παραχάιδευε τις γίδες του, αλλά ούτε κι ήταν σκληρός μαζί τους.
Αποφάσισα να του μιλήσω. Οταν τον φώναξα δυνατά, τινάχτηκε ξαφνιασμένος κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από κάτι βράχια, απόπου με κοίταζε κλεφτά. Φαινόταν έτοιμος να το βάλει στα πόδια σα να κινδύνευε η ζωή του. Μου άρεσε. Παρόλο που φοβόταν, βρήκε το κουράγιο να κρύψει τις γίδες του απ' τα μάτια μου.
Του μιλούσα για πολλή ώρα. Του είπα ότι είχα χαθεί κι ότι δεν ήξερα το δρόμο για το Ιξτλάν. Τον ρώτησα το όνομα του μέρους που βρισκόμαστε κι αυτός μου είπε πως ήταν το μέρος που είχα νομίσει πως ήταν. Αυτό με έκανε πολύ χαρούμενο. Κατάλαβα πως δεν ήμουν πια χαμένος και συλλογίστηκα πόση δύναμη είχε ο σύμμαχός μου αφού μπόρεσε να μεταφέρει το σώμα μου τόσο μακρυά σε χρόνο λιγότερο από ένα ανοιγοκλείσιμο ματιού.
Ευχαρίστησα το παιδί και άρχισα ν' απομακρύνομαι. Τότε εκείνο βγήκε απ' την κρυψώνα του και προχώρησε με τις γίδες του σ' ένα μονοπάτι που δεν διακρινόταν σχεδόν καθόλου. Το μονοπάτι φαινόταν να οδηγεί στην κοιλάδα. Φώναξα το παιδί και είδα ότι δεν έτρεξε να φύγει, αλλά όταν προχώρησα προς το μέρος του, πήδησε μέσα στους θάμνους. Του είπα ότι δεν χρειαζόταν να φοβάται τόσο και άρχισα να του κάνω μερικές ερωτήσεις.
“Που οδηγεί αυτό το μονοπάτι;” ρώτησα. “Κάτω”, είπε το παιδί. “Εσεί που μένεις;” “Εκεί κάτω”. “Υπάρχουν πολλά σπίτια εκεί κάτω;” “Οχι, μονάχα ένα”. “Που είναι τα άλλα σπίτια;” Το αγόρι έδειξε προς την άλλη πλευρά της κοιλάδας αδιάφορα, όπως κάνουν τα παιδιά της ηλικίας του. Μετά άρχισε να κατεβαίνει με τις κατσίκες του το μονοπάτι.
“Περίμενε”, είπα στο παιδί. “Είμαι πολύ κουρασμένος και πεινάω. Πάρε με και μένα στους δικούς σου”.
“Δεν έχω δικούς μου”, είπε το παιδί, πράγμα που μ' έκανε ν' αναπηδήσω. Δεν ξέρω γιατί αλλά η φωνή του μ' έκανε διστακτικό. Το παιδί παρατήρησε το δισταγμό μου και σταματώντας γύρισε προς το μέρος μου. “Δεν είναι κανείς στο σπίτι μου”, είπε. “Ο θείος μου έχει φύγει και η γυναίκα του πήγε στα χωράφια. Έχουμε όμως πολύ φαϊ. Οσο θέλεις. Έλα μαζί μου”.
“Μ' έπιασε θλίψη. Και το παιδί ήταν φάντασμα. Ο τόνος της φωνής του και η προθυμία του το είχαν προδώσει. Σκέφτηκα πως τα φαντάσματα με τριγυρνούσαν αλλά δεν φοβόμουν. Ημουν ακόμη μουδιασμένος από την συνάντησή μου με τον σύμμαχο. Θα 'θελα να θυμώσω μαζί του ή με τα φαντάσματα, αλλά δεν τα κατάφερνα όπως στο παρελθόν κι έτσι εγκατέλειψα την προσπάθεια. Μετά θέλησα να νιώσω πίκρα για το παιδί επειδή μου είχε αρέσει, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα και παραιτήθηκα.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως είχα ένα σύμμαχο και ότι τα φαντάσματα δεν μπορούσαν να μου κάμουν τίποτε. Αρχισα να προχωρώ πίσω από το παιδί. Γρήγορα ξεπήδησαν και άλλα φαντάσματα από γύρω και προσπάθησαν να με κάνουν να λοφοδρομήσω προς το γκρεμό, αλλά η θέληση μου ήταν δυνατότερη από αυτά. Πρέπει να το ένοιωσαν, γιατί σταμάτησαν να με ενοχλούν. Υστερα από λίγο περιορίστηκαν να στέκουν στην άκρη του μονοπατιού κι από καιρό σε καιρό ορμούσαν προς το μέρος μου, αλλά τα σταματούσα με τη δύναμη της θέλησης μου. Μετά από αυτό, σταμάτησαν εντελώς να με πειράζουν».
Ο Δον Χενάρο έμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. Ο Δον Χουάν με κοίταξε.
«Τι συνέβει κατόπιν Δον Χενάρο;» ρώτησα.
«Συνέχισα να περπατώ», έκανε με σταθερή φωνή.
Φαινόταν να έχει τελειώσει την αφήγηση του και δεν ήθελε να προσθέσει τίποτε άλλο.
Τον ρώτησα γιατί το να του δίνουν τροφή ήταν απόδειξη πως ήταν φαντάσματα. Δεν απάντησε. Τον πίεσα περισσότερο. Είπε ότι ο τόνος της φωνής τους, η προθυμία τους να τον εξυπηρετήσουν, και ο τρόπος με τον οποίο τα φαντάσματα μιλούσαν για την τροφή ήταν αποδείξεις.
«Τι ήταν τα φαντάσματα αυτά Δον Χενάρο;» ρώτησα. «Ανθρωποι» μου απάντησε. «Ανθρωποι; Μα εσύ είπες πως ήταν φαντάσματα».
«Είπα πως δεν ήταν πλέον πραγματικοι».
Δεν μιλήσαμε για πολλή ώρα.
«Πιό ήταν το τελικό αποτέλεσμα της εμπειρίας αυτής, Δον Χενάρο;» ρώτησα.
«Τελικό αποτέλεσμα;»
«Εννοώ, πότε και πως πήγες τελικά στο Ιξτλάν;»
Εσκασαν και οι δύο στα γέλια.
«Εσένα το τελικό αποτέλεσμα σ’ ενδιαφέρει», έκανε ο Δον Χουάν. «Αλλά ας αφήσουμε τα αστεία. Δεν υπήρξε τελικό αποτέλεσμα στο ταξίδι του Χενάρο. Δεν θα υπάρξει ποτέ τελικό αποτέλεσμα. Ο Χενάρο βαδίζει ακόμα προς το Ιξτλάν!»
Ο Δον Χενάρο με κοίταξε διαπεραστικά και μετά γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε μακρυά προς το νότο. «Δεν θα φτάσω ποτέ στο Ιξτλάν» είπε.
Η φωνή του ήταν σταθερή αλλά απαλή, σχεδόν ένα μούρμουρο.
«Κι όμως μέσα μου ... πολύ βαθειά μου, νιώθω κάποτε πως δεν απέχω παρά ένα βήμα. Ξέρω όμως πως δεν θα φτάσω ποτε εκεί. Επάψα μάλιστα, καθώς πορεύομαι, να ξεχωρίζω και τα γνώριμα σημάδια στο τοπίο, όπως μου τύχαινε στο παρελθόν. Ολα έχουν αλλάξει πιά».
Ο Δον Χουάν και ο Δον Χενάρο κοιτάχτηκαν. Μέσα στο βλέμμα τους υπήρχε κάτι πολύ πικρό.
«Στο ταξίδι μου για το Ιξτλάν βρήκα μονάχα ταξιδιώτες φαντάσματα», είπε ήρεμα.
Κοίταξα τον Δον Χουάν. Δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε ο Δον Χενάρο.
«Ο καθένας που ο Χενάρο βρίσκει στο δρόμο του προς το Ιξτλάν είναι μόνο ένα εφήμερο όν» εξήγησε ο Δον Χουάν. «Πάρε τον εαυτό σου, λόγου χάρη. Ενα φάντασμα είσαι. Τα αισθήματα και οι επιθυμίες σου είναι τα αισθήματα και οι επιθυμίες των ανθρώπων. Να γιατί λέει ότι συνάντησε μονάχα φαντάσματα ταξιδιώτες στο ταξίδι του για το Ιξτλάν».
Ξαφνικά αντιλήφθηκα πως το ταξίδι του Δον Χενάρο είχε μεταφορική σημασία. «Το ταξίδι σου για το Ιξτλάν δεν είναι πραγματικό τότε», είπα.
«Το ταξίδι μου είναι!» απάντησε ο Δον Χενάρο. «Οι ταξιδιώτες δεν είναι πραγματικοί». Εδειξε τον Δον Χουάν μ’ ένα κουνημα του κεφαλιού του και είπε με έμφαση. «Αυτός είναι ο μόνος που είναι πραγματικός. Ο κόσμος είναι πραγματικός μόνο όταν είμαι μαζί του».
Ο Δον Χουάν χαμογέλασε και μου είπε: «Οταν θα συναντηθείς με τον σύμμαχο θα πρέπει να παλέψεις μαζί του και να τον δαμάσεις. Πράγμα που είμαι σίγουρος πως θα καταφέρεις γιατί είσαι δυνατός και ζεις χρόνια σαν πολεμιστής. Τότε θα βρεθείς μόνος σου σε μια άγνωστη γη. Τοτε το πρώτο πράγμα που θα θελήσεις να κάνεις όπως είναι φυσικό θα είναι να γυρίσεις στο Λος Αντζελες. Αλλά δεν θα υπάρχει πια δρομος για το Λος Αντζελες. Οτι άφησες εκει θα το έχεις χάσει για πάντα. Μέχρι τότε βεβαια θα έχεις γίνει μάγος, αλλά αυτό δεν βοηθάει. Εκείνο που έχει σημασία για όλους μας εκείνη την ώρα είναι το γεγονός πως ότι αγαπήσαμε, μισήσαμε ή επιθυμήσαμε, έχει μείνει πιά πίσω μας. Ομως τα αισθηματα του ανθρώπου δεν πεθαίνουν ούτε αλλάζουν, και ο μάγος αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής για το σπίτι του, ξέροντας πως ποτέ δεν θα φτάσει εκεί, ξέροντας πως καμιά δύναμη στη γη, ούτε καν ο θανατος του, δεν θα του ξαναδώσουν τον τόπο, τα πράγματα, τους ανθρώπους που αγάπησε. Να τι ήθελε να πει ο Χενάρο».
«Και οι ανθρωποι που αγαπώ;» ρώτησα τον Δον Χουάν. «Τι θα συμβεί σ’ αυτούς;»
«Θα μείνουν όλοι πίσω», αποκρίθηκε.
«Δεν υπάρχει τρόπος να τους διατηρήσω; Δεν θα μπορούσα να τους διασώσω και να τους πάρω μαζί μου;»
«Οχι. Ο σύμμαχος σου θα σε παρασύρει μονάχο σου σ’ άγνωστους κόσμους».
«Θα μπορούσα όμως να γυρίσω στο Λος Αντζελες, έτσι δεν είναι; Θα μπορούσα να πάρω το λεωφορείο ή το αεροπλάνο και να πάω. Το Λος Αντζελες θα είναι πάντα εκεί, έτσι δεν είναι;»
«Σίγουρα» είπε ο Δον Χουάν γελώντας. Και συνέχισε: «Οταν θα στροβιλιστείς με τον σύμμαχο σου, θ’ αλλάξεις ιδέα για τον κόσμο. Αυτή η ιδέα είναι το παν. Οταν αυτή αλλάξει αλλάζει κι ο κόσμος.»
«Για να γίνει μάγος ένας άνθρωπος πρέπει να έχει πάθος. Ενας άνθρωπος με πάθος έχει γήινες εξαρτήσεις και πράγματα που του είναι αγαπητά – αν όχι τίποτε άλλο τουλάχιστον στο δρόμο που ακολουθεί. Είναι ακριβώς αυτό που σου είπε ο Χενάρο στην ιστορία του. Ο Χενάρο άφησε το πάθος του στο Ιξτλάν: το σπίτι του τους δικούς του, όλα τα πράγματα που τον ενδιέφεραν. Και τώρα περιπλανιέται μ’αυτά τα αισθήματα, κι όπως λέει, μερικές φορές, νομίζει πως ζυγώνει στο Ιξτλάν. Σ’ όλους συμβαίνει αυτό. Για τον Χενάρο είναι το Ιξτλάν, για σένα το Λος Αντζελες, για μένα...»
Δεν ήθελα να μου πει ο Δον Χουάν για τον εαυτό του. Σταμάτησε σα να διάβασε τη σκέψη μου.
Ο Χενάρο αναστέναξε και είπε: «Εφυγα. Και ‘μειναν τα πουλιά να κελαϊδούν»
Για μια στιγμή ένα κύμα αγωνίας με πλημμύρισε και μια απερίγραπτη μοναξιά μας τύλιξε και τους τρεις. Κοίταξα τον Δον Χενάρο και κατάλαβα πως πρέπει να είχε πολλούς εγκάρδιους δεσμούς, πολλά πράγματα που τον ενδιέφεραν και τ’ άφησε πίσω του. Είχα την ολοκάθαρη αίσθηση ότι εκείνη τη στιγμή η δύναμη της αναμνησης του τον είχε παρασύρει και ότι ήταν έτοιμος να βάλει τα κλαμματα.
Εσπευσα να τραβήξω τα μάτια μου από πάνω του. Το πάθος του Δον Χενάρο, η τρομερή μοναξιά του, μου έφερναν δάκρυα. Κοίταξα τον Δον Χουάν. Με παρατηρούσε προσεκτικά.
«Μονάχα σαν πολεμιστής μπορεί κανείς να επιβιώσει μπαίνοντας στο δρόμο της γνώσης» είπε. «Γιατί η τέχνη του πολεμιστή είναι να εξισορροπεί τον τρόμο του να είναι άνθρωπος με το θαυμασμό του που είναι άνθρωπος».
Τους κοίταξα επίμονα και τους δύο, με τη σειρά. Τα μάτια τους ήταν καθαρά και γαλήνια. Είχαν προκαλέσει ένα κατακλυσμικό κύμα νοσταλγίας κι ενώ ήταν έτοιμοι να ξεσπάσουν σε παθητικά δάκρια, είχαν απωθήσει πάλι πίσω το κύμα. Για μια στιγμή νόμισα πως είδα. Είδα τη μοναξιά του ανθρώπου σαν ένα τεράστιο κύμα που είχε παγώσει μπροστά μου, εμποδισμένο από τον αόρατο τοίχο μιας μεταφοράς.
CARLOS CASTANEDA
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΙΞΤΛΑΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΛΟΥΚΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Θ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου