.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Το Κοράκι – Edgar Allan Poe / Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας

Το Κοράκι είναι το σύμβολο του Κρόνου ή Χρόνου.
Η Παλλάδα εκπροσωπεί τη νεότητα.
Παρείσακτος.

Μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασµένα· κι
εγώ χαµένος στην ερµιά κάποιων
παλιών σοφών βιβλίων, κι εγώ µονά-
χος στον βυθό κάποιων παλιών βιβλίων ξεχα-
σµένων, προσµετρούσα την νύστα και την πλήξη
µου, όταν ξάφνου στην πόρτα µου ακούστηκε ένας
χτύπος. «Κάποιος χτυπάει», ψιθύρισα. «Κάποιος
χτυπάει την πόρτα µου. Κάποιος γυρεύει να µε δει.
Τι άλλο πια;»

Α, ναι! Θυµάµαι καθαρά εκείνον τον αδέκαστο
∆εκέµβρη, την φλόγα την παραµικρή που ξεψυ-
χούσε σέρνοντας στο πάτωµα τον ίσκιο της σκιάς
της, την προσµονή να ’ρθεί το φως του πρωινού
επιτέλους, την προσδοκία να σταθεί κάποιο βιβλίο
φραγµός στην θλίψη -θλίψη επίµονη και µάταιη
προσδοκία- για την Ελεονόρα, την τέλεια, την
φωτεινή παρθένα, που οι άγγελοι έλεγαν Ελεονόρα
κι οι άνθρωποι «απουσία» πια.

Μετάξι η θλίψη πένθιµο στις πορφυρές κουρτίνες,
ψιθύριζε φανταστικούς τρόµους, ανατριχίλες που
δεν τις ένιωσα ποτέ· χτυπούσε η καρδιά µου κι
εγώ αντί να πω: «Καρδιά, πάψε, ησύχασε!», είπα:
«Κάποιος χτυπάει την πόρτα µου. Κάποιος γυρεύει
να µε δει. Έστω κι αργά, κάποιος χτυπάει. Τι άλλο
πια;»

Πώς το αποφάσισε η ψυχή µου ξαφνικά; Πώς
άφησε τους δισταγµούς; «Κύριε», είπα, «ή κυρία,
ζητώ συγνώµη, αλλά, να, είχ’ απογείρει, νύσταζα,
χτυπήσατε σιγά. Μα, ναι, χτυπήσατε σιγά,
ψιθυριστά· δεν ήµουν καθόλου βέβαιος...» κι
άνοιξα την πόρτα µου πλατιά: σκοτάδι γύρω κι
ερηµιά· τι άλλο πια;

Σκοτάδι γύρω, απορία, φόβος κι εγώ να ξαγρυπνώ
όνειρα που δεν τόλµησε θνητός ποτέ να κοιµηθεί.
Ως κι η σιωπή είχε βουβαθεί. Ασάλευτα τα πάντα.
Μόνο... µια λέξη; Είπε κανείς βαθιά, σιγά και
σκοτεινά «Ελεωνόρα»; Όχι· εγώ ψιθύρισα κι
απάντησε η νύχτα «Ελεωνόρα!» Ίσως αυτό· µόνο
αυτό. Τι άλλο πια;

Φλεγόταν µέσα µου η ψυχή. Μπήκα στην κάµαρά
µου, µα πίσω µου δεν άργησε πιο δυνατός να ’ρθεί
κείνος χτύπος. «Σίγουρα, µπρος στο παράθυρό
µου κάτι συµβαίνει», ψέλλισα. «Να, τώρα πάω
εκεί να δω και το µυστήριο θα λυθεί. Ναι, θα
λυθεί, θα πάω να δω· µόνο να πάψει να χτυπά έτσι
η καρδιά µου! Ο άνεµος θα είναι. Τι άλλο πια;»

Πήγα. ∆εν δείλιασα, άνοιξα και είδα να περνά το
µεγαλείο των ιερών εκείνων ηµερών, που χάθηκαν
από καιρό, µπροστά µου: ένα Κοράκι αρχοντικό
φτερούγισε ίσια στην κάµαρά µου. ∆εν υποκλί-
θηκε, δεν στάθηκε, δεν γύρισε να δει ποιος το υπο-
δέχθηκε. Απλά, µε όση υπεροψία άρχοντας ή
αρχόντισσα µπορούν να προσπεράσουν άνθρωπο,
σε µια προτοµή Παλλάδας, πήγε κι έστησε τον
θρόνο του και κάθισε, πάνω απ’ την πόρτα. Μόνο
αυτό. Κι ύστερα, τίποτ’ άλλο πια.

Τόση αυστηρότητα κι ευπρέπεια και στυγνή εβένου
λάµψη σε φτερά, ξεγέλασαν την θλίψη µου,
φαντάστηκα ποιος ξέρει τι και γέλασα για µια
στιγµή: «Μα, βέβαια, κι αν στερήθηκες σύρριζα
ένα λαµπρό λοφίο, κανένα ασήµαντο πουλί δεν
είσαι εσύ, αµείλικτα µακάβριε, αρχαίε περιηγητή
της µεθορίου της νύχτας. Πες µου, λοιπόν, πώς
προσφωνούν την αφεντιά σου, άρχοντα, στου Άδη
τα σκοτάδια;» Και το Κοράκι: «Ποτέ πια».

Παραξενεύτηκα πολύ, που ένα πλάσµα φτερωτό µε
άκουσε, κατάλαβε τα λόγια µου, όσο λιγοστή όσο
παράταιρη, άσχετη κι αν ήρθ’ η απάντησή του.
Γιατί -πώς να το κάνουµε- ποιος ζωντανός
αξιώθηκε µια νύχτα να βρεθεί µόνος στην κάµαρά
του µ’ ένα πουλί ολοζώντανο πάνω στο άψυχο
γλυπτό της πόρτας του, και να το λένε “Ποτέ
πια”»;

Μα το Κοράκι ασάλευτο πάνω στην προτοµή
έδειχνε να ’χει κατά νου µάλλον την µοναξιά του.
∆υο λέξεις µόνο είχε πει, σαν να µην είχε άλλη
ψυχή ή να µην ήταν ικανή παρά µονάχα αυτές τις
δυο τις λέξεις να βραχνιάσει. Σιωπή, λοιπόν, άκρα
φτερού κι εγώ σώπασα µάλλον παρά ψιθύρισα:
«Πολλοί πέρασαν φίλοι απ’ την ζωή µου.
Πέρασαν, χάθηκαν. Κι αυτό έτσι θα φύγει το πρωί.
Θα φύγει όπως έφυγαν οι ελπίδες µου· σαν τα
πουλιά!» Κι αυτό ξανάπε: «Ποτέ πια»

Έσπασε µέσα µου η σιωπή χίλια κοµµάτια
ξαφνικά, καθώς µ’ έπληξε καίρια η εύστοχη
απάντησή του. «Σίγουρα», είπα, «µου πουλάει ότι
έχει και δεν έχει, το µόνο που κατάφερε να του
κληροδοτήσει κάποιος αφέντης δύστυχος, ζωσµέ-
νος ξαφνικά από µυριάδες συµφορές που άλωσαν
την ψυχή του κι ερήµωσαν στα χείλη του όσα
τραγούδια ήξερε κι άφησαν µόνο το πικρό ετούτο
µοιρολόγι για τις ελπίδες που έσβησαν, σπάραγµα
θρήνου: “Ποτέ πια”».

Κι όµως µε διασκέδαζε. Την θλίψη της δικής µου
ψυχής την ξεγελούσε. Γι’ αυτό αµέσως έσυρα µια
πολυθρόνα εκεί µπροστά: µπρος στο πουλί, στην
προτοµή, στην πόρτα και βυθίστηκα στο µαλακό
βελούδο της και πήρα σκέψη σκέψη της φαντασίας
την απλωσιά, µήπως και βρω τι σήµαινε δυσοί-
ωνο, σκοτεινό, το αρχαίο Κοράκι που έκρωζε
µακάβρια: «Ποτέ πια!»

Στο δίχτυ των συλλογισµών είχα πιαστεί για τα
καλά και σώπαινα, κοίταζα το Κοράκι, που
πύρωνε τα µάτια του σαν κάρβουνα στο στήθος
µου. Κι όλο τραβούσα πιο βαθιά στης µνήµης τον
βυθό: βελούδο πορφυρό στο φως το τρυφερό της
λάµπας, βελούδο που δεν θ’ άγγιζε τ’ ωραίο
πρόσωπό της και φως που δεν θα χάιδευε τα µά-
γουλά της ποτέ πια!

Και τότε σαν να πύκνωσε ο αέρας που ανάσαινα
βαριά, σαν να τον µύρωσε κάποιο αθέατο
θυµιατό· βήµατα αιθέριων Σεραφείµ θρόισαν στο
χαλί. «∆ύστυχε», φώναξα, «ο Θεός σε σκέφτεται
ακόµη. Έστειλε τους αγγέλους του, σου στέλνει
απαντοχή, απαντοχή παυσίλυπη για της Ελεονόρας
την απουσία! Πιες, λοιπόν, ξεδίψασε το νηπενθές
της λησµονιάς. Την έχασες, κατάλαβέ το, πάει.
Και το Κοράκι: «Ποτέ πια!»

«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσµα, όµως προφή-
τη!» είπα. «Πουλί ή στοιχειό, του Πειρασµού
δολοπλοκία ή σκύβαλο αθώο που παρέσυρε του
ανέµου η µανία, εσύ που —ό,τι κι αν είσαι— δεν
σε τροµάζει η ερηµιά, του κόσµου αυτού, το σπίτι
αυτό που στοίχειωσε η φρίκη, πες µου, σε ικετεύω,
είναι αλήθεια... υπάρχει... το βάλσαµο στην
Γαλαάδ, µίλησε, σε παρακαλώ!» Και το Κοράκι:
«Ποτέ πια!»

«Προφήτη εσύ, σατανικό πλάσµα, όµως προφή-
τη!» είπα. «Για χάρη τ’ ουρανού που γέρνει στέγη
επάνω µας, για χάρη του Θεού, που προσκυνάµε,
µίλησε σε µια ψυχή θαµµένη από την θλίψη, πες
µου, στην πόρτα της Παράδεισος µε περιµένει η
αγκαλιά της πάναγνης παρθένας; Θα µ’
αγκαλιάσει κάποτε η τέλεια, η φωτεινή παρθένα
που οι άγγελοι φωνάζουν Ελεονόρα. Και το κορά-
κι: «Ποτέ πια!»

«Τότε, ας σηµάνει η απάντηση αυτή, που λέει µόνο
σιωπή, τον αποχωρισµό µας, πουλί ή στοιχειό·
τελειώσαµε!» κραύγασα και σηκώθηκα. «Τράβα
στην θύελλα που σε σάρωσε ως εδώ, γύρνα στην
σκοτεινή µεθόριο του Άδη! Και µην αφήσεις πίσω
σου ούτ’ ένα µαύρο πούπουλο το ψέµα της ψυχής
σου να θυµίζει! Την µοναξιά µου ατάραχη, θέλω
ν’ αφήσεις πια· χάσου από την προτοµή! Τράβα το
ράµφος που έχωσες βαθιά µες στην καρδιά µου,
φύγε από την πόρτα µου!» Και το κοράκι: «Ποτέ
πια!»

∆εν σάλεψε, έµεινε εκεί πάνω απ’ την πόρτα, στην
ωχρή Παλλάδα, κι έτσι µένει ακόµη, µε το βλέµµα
του κάτι σατανικό να ονειρεύεται, το φως της
λάµπας να ξεχύνει τον ίσκιο του στο πάτωµα:
ποτάµι σκοτεινό, και η ψυχή µου έρµαιο να µην
µπορεί να βγει απ’ το έρεβός του ποτέ πια.

Μετάφραση ή μάλλον απόδοση στα Ελληνικά Γιώργος Μπλάνας

2 σχόλια:

Celestia είπε...

Είχα αποθηκεύσει εδώ και πολύ καιρό στα favourites την συγκεκριμένη ανάρτηση μόνο και μόνο για να θυμηθώ να ψάξω το cd του Lou Reed (the raven): http://backtomono.wordpress.com/2010/01/19/%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CF%89-%CE%BB%CF%8D%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CE%B8%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CF%81/
Πέρασε καιρός και μου πήραν άλλα πράγματα τα μυαλά.
Ανυπομονώ να τον ακούσω!

Παρείσακτος είπε...

ΚΑΛΗ ΑΚΡΟΑΣΗ!