Ετσι, για καιρό, όταν, ξύπνιος τη νύχτα, ξαναθυμόμουν το Κομπραί, δεν έβλεπα ποτέ άλλο απ' αυτό το είδος της φωτεινής επιφάνειας να ξεχωρίζει μέσ' από αξεδιάλυτα σκοτάδια, σαν αυτά που η αναλαμπή πυροτεχνημάτων ή κάποια ηλεκτρική προβολή τα φωτίζει και τα κομματιάζει σ' ένα κτίριο, ενώ τ' άλλα του τμήματα μένουν πνιγμένα στη νύχτα: στην αρκετά πλατιά βάση ήταν το μικρό σαλόνι, η τραπεζαρία, η αρχή της σκοτεινής αλέας απ' όπου θα 'ρχόταν ο κύριοσ Σουάν, ο ασυναίσθητος αίτιος για τις θλίψεις μου, ο προθάλαμος που περνούσα τραβώντας για το πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας, τόσο σκληρή να την ανέβω, που μόνη της αποτελούσε τον πολύ στενό κορμό αυτής της ακανόνιστης πυραμίδας. Και, στην κορφή, η κρεβατοκάμαρά μου με το μικρό διάδρομο, με την τζαμωτή πόρτα για την είσοδο της μαμάς. Με δυό λόγια, αυτό που έβλεπα ήταν, κοιταγμένο πάντα την ίδια ώρα, απομονωμένο απ' ό,τι θα μπορούσε να υπάρχει ολόγυρα, ξεχωρίζοντας μόνο του πάνω στο σκοτάδι, το σκηνικό το αυστηρά απαραίτητο (σαν αυτό που βλέπει κανείς στην αρχή των παλιών θεατρικών έργων για τις παραστάσεις στην επαρχία) για το δράμα του γδυσίματός μου. Λες και το Κομπραί το αποτελούσαν μόνο δύο πατώματα, που τα ένωνε μια στενή σκάλα, λες κι ήταν πάντα εφτά η ώρα το βράδυ. Είν' αλήθεια πως θα μπορούσα ν' απαντήσω σ' όποιον με ρωτούσε πως το Κομπραί περιλάμβανε κι άλλα πολλά και πως υπήρχε και σε άλλες ώρες. Αλλά καθώς ό,τι θα θυμόμουν θα μου το πρόσφερε μόνο η συνειδητή μνήμη, η μνήμη που την καθοδηγεί η νόηση, και καθώς οι πληροφορίες που μας δίνει για το παρελθόν δεν περισώζουν τίποτ' απ' αυτό, δεν θα είχα ποτέ τη διάθεση να σκεφτώ το υπόλοιπο αυτό τμήμα του Κομπραί. Ολο αυτό ήταν στην πραγματικότητα νεκρό για μένα.
Νεκρό για πάντα; Ισως.
Υπάρχει πολύ τυχαίο σ' όλ' αυτά, και ένα δεύτερο τυχαίο, ο θάνατός μας, συχνά δεν μας επιτρέπει να περιμένουμε για καιρό την εύνοια του πρώτου.
Βρίσκω πολύ λογική την κελτική δοξασία πως οι ψυχές αυτών που χάσαμε βρίσκονται δέσμιες σε κάποιο κατώτερο πλάσμα, σ' ένα ζώο, ένα φυτό, ένα πράγμα άψυχο, χαμένες πραγματικά για μας ως τη μέρα – και για πολλούς δεν έρχεται ποτέ – που τυχαίνει να περάσουμε πλάι στο δέντρο, ν' αποκτήσουμε το αντικείμενο που είναι η φυλακή τους. Τότε σκιρτούν, μας καλούν, και μόλις τις αναγνωρίσουμε, τα μάγια λύνονται. Τις λευτερώσαμε, νίκησαν το θάνατο και επιστρέφουν να ζήσουν μαζί μας.
Ετσι συμβαίνει και με το παρελθόν μας. Χαμένος κόπος να γυρεύουμε να το ανακαλέσουμε, όλες οι προσπάθειες της νόησής μας είνα άσκοπες. Είναι κρυμμένο έξω απ' την περιοχή της, δεν το φτάνει, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο (στην αίσθηση που θα μας έδινε το υλικό αυτό αντικείμενο) που δεν υποπτευόμαστε. Το αντικείμενο αυτό, από την τύχη εξαρτάται, αν θα το συναντήσουμε πριν πεθάνουμε ή αν δεν θα το συναντήσουμε.
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ
Ι
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΑΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ – i.f.a
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου