.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΟΡΓΙΟ ΣΤΟ ΟΡΙΑΝ ΕΞΠΡΕΣ - GUILLAUME APOLLINAIRE

Στην καμπίνα γυμνώθηκαν και οι τέσσερις. Η Μαριέτα γδύθηκε πρώτη. Ο Μόνυ δεν την είχε δει πτέ έτσι, μα αναγνώρισε τα στρουμπουλά, στρογγυλά μπούτια της και το τριχωτό δάσος που σκίαζε το πεταχτό μουνί της. Τα βυζιά της κάβλωναν όσο και η πούτσα του Μόνυ και του Κορναμπέ.
"Κορναμπέ" είπε ο Μόνυ. "Γάμησε με καθώς εγώ θα περιποιούμαι αυτή την ωραία κοπέλα."
Το γδύσιμο της Εστέλ ήταν πιο αργό, κι όταν γυμνώθηκε εντελώς, ο Μόνυ είχε χωθεί πισωκολλητά στο μουνί της Μαριέττας, που είχε αρχίσει να καβλώνει και κουνούσε τον χοντρό πισινό της χτυπώντας τον πάνω στην κοιλιά του Μόνυ.  Ο Κορναμπέ είχε περάσει το κοντόχοντρο στολίδι του στο διεσταλμένο σφικτήρα του Μόνυ που ούρλιαζε.
"Διαολοτρένο! Δεν μπορούμε να κρατήσουμε την ισορροπία μας."
Η Μαριέττα κακάριζε σαν κότα και κελαϊδούσε σαν τσίχλα στα αμπέλια. Ο Μόνυ είχε βάλει γύρω της τα χέρια του και της τσάκιζε τις ρώγες. Θαύμαζε την ομορφιά της Εστέλ και το τέλειο χτένισμά της που φανέρωνε το χέρι ενός επιδέξιου κομμωτή. Ηταν μια μοντέρνα γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξης. Μαλλιά κυματιστά, πιασμένα με κοκκαλάκια σε χρώμα ασορτί με τη σοφά ξεβαμμένη κόμη της. το σώμα της ήταν φοβερά γοητευτικό. Ο κώλος της ήταν νευρώδης και προκλητικά ορθός. Το πρόσωπό της, μακιγιαρισμένο με τέχνη, της έδινε το γαργαλιστικό αέρα μιας πόρνης υπερπολυτελείας. Τα βυζιά της λίγο πεσμένα μα καθόλου άσχημα, ήταν μικρά, ισχνά και σε σχήμα αχλαδιού. Οταν τα 'πιανες ήταν μαλακά και λεία, που νόμιζες ότι πιάνεις μαστούς γαλακτοφόρου κατσίκας και όταν γύριζε, χοροπηδούσαν σαν μαντηλάκι που το στριφοργυρνάς στο χέρι.
Στο μουνί δεν είχε παρά μια τούφα μεταξωτές τρίχες. Ξάπλωσε μ' ένα πήδημα στο κρεβάτι, πέταξε τα μακριά της μπούτια γύρω απ' το λαιμό της Μαριέτας που έχοντας το μουνί της κυρίας της στο στόμα της, άρχισε να το γλύφει με γλαφυρότητα, ενώ η μύτη της, περνώντας ανάμεσα από τα κωλομέρια, χωνόταν στην κωλοτρυπίδα. Η Εστέλ είχε κιόλας χώσει τη γλώσσα της στο μουνί της καμαριέρας γλείφοντας μαζί με το ξαναμένο μουνάκι, και τη χοντρή πούτσα του Μόνυ που κουνιόταν με ορμή. Ο Κορναμπέ απολάμβανε μακαρίως το θέαμα. Το χοντρό καβλί του, χωμένο ως τη ρίζα στον τριχωτό κώλο του πρίγκιπα, πηγαινοερχόταν αργά. Αφησε δυο τρεις δυνατές πορδές που βρόμισαν την ατμόσφαιρα, αυξάνοντας την ηδονή του πρίγκιπα και των δύο γυναικών. Ξαφνικά η Εστέλ άρχισε ένα τρομερό ταρακούνημα, ο κώλος της άρχισε να χορεύει μπροστά στη μύτη της Μαριέτας, που δυνάμωσε επίσης τα κακαρίσματα και τα κουνήματα του πισινού της. Η Εστέλ τίναξε δεξιά κι αριστερά τις γάμπες της στολισμένες με μαύρες, μεταξωτές κάλτσες και ψηλοτάκουνα παπούτσια στυλ Λουί Κενζ. Καθώς κουνιόταν έτσι έδωσε μια τρομερή κλωτσιά στη μύτη του Κορναμπέ που τα 'χασε κι άρχισε να αιμορραγεί ακατάσχετα. "Γαμώτο", ούρλιαξε ο Κορναμπέ και για να εκδικηθεί τσίμπησε βίαια τον κώλο του Μόνυ. Αυτός, λυσσασμένος, έδωσε μια τρομερή δαγκωνιά στον ώμο της Μαριέτας που έχυνε μουγκρίζοντας. Από τον πόνο έμπηξε τα δόντια της στο μουνί της Κυρίας της που υστερικά, έσφιξε τα μπούτια της γύρω απ' το λαιμό της Μαριέτας.
"Πνίγομαι!" άρθρωσε με δυσκολία η Μαριέτα. Μα κανείς δεν την άκουσε.
Η λαβή των μπουτιών έγινε πιο δυνατή. Το πρόσωπο της Μαριέτας έγινε βιολετί, το αφρισμένο στόμα της έμεινε κολλημένο στο μουνί της ηθοποιού.
Ο Μόνυ έχυνε ουρλιάζοντας μέσα σ' ένα αδρανές μουνί. Ο Κορναμπέ, με τα μάτια έξω, έριχνε το χύσι του μέσα στον κώλο του Μόνυ, δηλώνοντας δειλά:
"ΑΝ ΔΕΝ ΓΚΑΣΤΡΩΘΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΑΝΤΡΑΣ!"
Τα τέσσερα πρόσωπα είχαν καταρρεύσει. Ξαπλωμένη στην κουκέτα, η Εστέλ έτριζε τα δόντια της κι έδινε γροθιές σ' όλες τις κατευθύνσεις κουνώντας τα πόδια της. Ο Κορναμπέ κατουρούσε από το παραθυράκι. Ο Μόνυ προσπαθούσε να τραβήξει το καβλί του από το μουνί της Μαριέτας. Μα στάθηκε αδύνατο. Το σώμα της καμαριέρας έμενε ακίνητο.
"Ασε με να βγω", της έλεγε ο Μόνυ, και τη χάϊδευε, μετά της τσίμπησε τα κωλομέρια, τη δάγκωσε, μα δεν γινόταν τίποτα.
"Ελα να της ανοίξεις τα μπούτια, λιποθύμησε!" είπε ο Μόνυ στον Κορναμπέ.
Με μεγάλο κόπο κατάφερε ο Μόνυ να βγάλει το καβλί του από το μουνί που είχε σφίξει τρομακτικά. Προσπάθησαν ύστερα να συνεφέρουν την Μαριέτα, αλλά μάταια.
"Χέσε μέσα! Τα τίναξε", δήλωσε ο Κορναμπέ. Και ήταν αλήθεια, η Μαριέτα ήταν νεκρή. Στραγγαλισμένη από τις γάμπες της κυρίας της, κειτόταν νεκρή, τελεσίδικα νεκρή.
"Τη βάψαμε!" είπε ο Μόνυ.
"Αυτή η βρώμα φταίει για όλα", είπε ο Κορναμπέ, δείχνοντας την Εστέλ που είχε αρχίσει να συνέρχεται. Κι αρπάζοντας τη βούρτσα των μαλλιών από το νεσεσέρ της Εστέλ, άρχισε να τη χτυπά βίαια. Οι τρίχες της βούρτσας την τρυπούσαν σε κάθε χτύπημα. Αυτή η τιμωρία έμοιαζε να την ερεθίζει αφάνταστα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησαν την πόρτα.
"Είναι το σινιάλο", είπε ο Μόνυ. "Σε λίγο περνάμε τα σύνορα. τ' ορκίστηκα, πρέπει να ρίξουμε έναν πούτσο, μισό στη Γαλλία μισό στη Γερμανία. Γάμησε την τη νεκρή."
Ο Μόνυ με το καβλί  σηκωμένο, ρίχτηκε στην Εστέλ, που με τα πόδια ανοιχτά τον δέχτηκε στο καυτό μουνί της φωνάζοντας: "Βάλτον όλο, Ναι!... Ναι!"
Τα χτυπήματα του κώλου της είχαν κάτι δαιμονικό, από το στόμα της έτρεχε ένα σάλιο που, ανακατεμένο με τις μπογιές, έσταζε σιχαμερό στο πηγούνι και στο στήθος.
Ο Μόνυ έβαλε τη γλώσσα του στο στόμα της και έχωσε το χερούλι της βούρτσας στην κωλοτρυπίδα της. Κάτω από την επήρεια αυτής της νέας ηδονής, η Εστέλ δάγκωσε τόσο άγρια τη γλώσσα του Μόνυ, που χρειάστηκε να την τσιμπίσει μέχρι αίματος για να την κάνει να την αφήσει.
Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Κορναμπέ αναποδογύρισε το νεκρό κορμί της Μαριέτας που το μπλαβί της πρόσωπο ήταν τρομακτικό. Ανοιξε τα κωλομέρια της και έχωσε με κόπο το τεράστιο καυλί του στην οπή των Σοδόμων... Επειτα άφησε ελεύθερη τη φυσική του σκληρότητα. Τα χέρια του ξερίζωναν τούφες τούφες τα ξανθά μαλλιά της νεκρής. Τα δόντια του ξέσκιζαν την πολική λευκότητα της πλάτης της και το πορφυρό αίμα που ξεπηδούσε και έπηζε γρήγορα έμοιαζε σαν ν' απλωνόταν πάνω στο χιόνι.
Λίγο πριν την εκσπερμάτωση, έβαλε το χέρι του μέσα στο χλιαρό ακόμα αιδοίο και χώνοντας όλο του το μπράτσο βάλθηκε να τραβάει τα εντόσθια της δύστυχης καμαριέρας. Τη στιγμή του οργασμού, είχε τραβήξει ήδη δύο μέτρα άντερα και τα είχε τυλίξει γύρω από τη μέση του σαν σωσίβιο.
Εκσπερμάτωσε ξερνώντας το γεύμα του, τόσο εξ αιτίας των κραδασμών του τρένου όσο και εξ αιτίας των συγκινήσεων που είχε νιώσει. Ο Μόνυ μόλις είχε εκσπερματώσει και κοίταζε έκπληκτος τον υπηρέτη του να υποφέρει από έναν απαίσιο λόξυγγα και να ξερνάει πάνω στο αξιολύπητο πτωμα. Ματωμένα μαλλιά, εντόσθια, αίμα και εμετός: όλα ανακατεμένα.
"Ατιμο γουρούνι", αναφώνησε ο πρίγκηπας, "ο βιασμός αυτής της νεκρής κοπέλας που όφειλες να παντρευτείς, όπως είχα υποσχεθεί, θα σε βαραίνει στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ. Αν δεν σ' αγαπούσα τόσο θα σε σκότωνα σαν σκυλί."
Ο Κορναμπέ σηκώθηκε ματωμένος, διώχνοντας τα τελευταία ίχνη του εμετού του. Εδειξε την Εστέλ, που με ορθάνοιχτα μάτια θωρούσε έντρομη το απαίσιο θέαμα.
"Αυτή φταίει για όλα", είπε.
"Μην είσαι τόσο σκληρός", είπε ο Μόνυ, "αυτή σου έδωσε την ευκαιρία να ικανοποιήσεις τις νεκρόφιλες ορέξεις σου."
Και καθώς περνούσαν πάνω από μια γέφυρα, ο πρίγκιπας κάθησε στην πόρτα για ν' αγναντέψει το ρομαντικό πανόραμα του Ρήνου που ξεδίπλωνε τις πράσινες ομορφιές του και χανόταν με πλατείς μαιάνδρους στον ορίζοντα. Ηταν τέσσερις το πρωί. οι αγελάδες έβοσκαν στα λιβάδια, τα παιδιά χόρευαν κιόλας κάτω απ' τα γερμανικά χαμομήλια. Η μουσική της φλογέρας, μονότονη και πένθιμη, ανήγγειλε την παρουσία ενός πρωσικού συντάγματος και η μελωδία ανακατευόταν  θλιμμένα με το θόρυβο των σιδερικών της γέφυρας και την υπόκωφη υπόκρουση του τρένου που έτρεχε. Ευτυχισμένα χωριά έδιναν ζωή στις όχθες του ποταμού, προστατευμένες από αιωνόβια φρούρια, τ' αμπέλια της Ρηνανίας άπλωναν το πολύτιμο και καλοσχεδιασμένο μωσαϊκό τους στο άπειρο.
Οταν ο Μόνυ γύρισε, είδε τον φρικαλέο Κορναμπέ καθισμένο πάνω στο πρόσωπο της Εστέλ. Ο κολοσσιαίος κώλος του κάλυπτε το πρόσωπο της ηθοποιού. Είχε χέσει και τα σκατά, δύσοσμα και μαλακά, χύνονταν από παντού.
Κρατούσε ένα τεράστιο μαχαίρι και όργωνε την πάλλουσα κοιλιά. Το κορμί της ηθοποιού τιναζόταν πότε πότε από μικρούς σπασμούς.
"Περίμενε", είπε ο Μόνυ, "μείνε καθιστός."
Και ξαπλώνοντας πάνω στην ετοιμοθάνατη, έχωσε το σηκωμένο καυλί του στο θνήσκον μουνί. Απόλαυσε έτσι τους τελευταίους σπασμούς της γυναίκας που ψυχορραγούσε και ο ύστατος αυτός πόνος πρέπει να της ήταν αφόρητος, και βούτηξε τα χέρια του στο ζεστό αίμα που ανάβλυζε από την κοιλιά. Οταν έχυσε, η ηθοποιός δεν κουνιόταν πια. Ηταν άκαμπτη και τα ανεστραμμένα μάτια της ήταν γεμάτα σκατά.
"Τωρα", είπε ο Κορναμπέ, "πρέπει να φεύγουμε."
Πλύθηκαν και ντύθηκαν. Ηταν έξι η ώρα το πρωί. Καβάλησαν την πόρτα και θαρραλέα ξάπλωσαν στο σκαλοπάτι του τρένου που έτρεχε ολοταχώς. Μετά, στο σινιάλο του Κορναμπέ, αφέθηκαν να πέσουν μαλακά πλάι στις γραμμές. Σηκώθηκαν λίγο ζαλισμένοι, μα δίχως ίχνος αμυχής, και χαιρέτησαν με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία το τρένο που μίκραινε φεύγοντας.
"Επιτέλους!" είπε ο Μόνυ.
Μπήκαν στην πρώτη πόλη, ξεκουράστηκαν δύο μέρες, κι έπειτα πήραν το τρένο για το Βουκουρέστι.
Η διπλή δολοφονία στο Οριαν Εξπρές τροφοδότησε τις εφημερίδες για έξι μήνες. Δεν βρήκαν τους δολοφόνους και το έγκλημα χρεώθηκε στον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, που ήταν βεβαρυμένος.

GUILLAUME APOLLINAIRE
ΟΙ ΕΝΤΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΒΕΡΓΕΣ (ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΕΝΟΣ ΟΣΠΟΔΑΡΟΥ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ /ΑΡΚΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: