Πέρασαν πάνω από δύο ώρες μέχρι να φτάσω στο μέρος που φαίνεται να ήταν ο σκοπός μου. Ηταν ένα γέρικο κισσοντυμένο κάστρο σ' ένα πυκνά δασωμένο πάρκο. Ολα εσώ ήταν εκνευριστικά γνώριμα κι ωστόσο περίεργα ξένα για τα μάτια μου. Είδα ότι η τάφρος του κάστρου ήταν μπαζωμένη και ότι μερικοί από τους πιο γνωστούς πύργους του είχαν γκρεμιστεί, ενώ νέες πτέρυγες είχαν προστεθεί, λες και ήταν για να μπερδεύουν τα μάτια του θεατή.
Αλλά εκείνο που παρατήρησα με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και χαρά ήταν τ' ανοιχτά παράθυρα. Ηταν υπέροχα κατάφωτα, στέλνοντας προς τα έξω τους ήχους από το πιο κεφάτο γλεντοκόπι. Πλησιάζοντας ένα από αυτά κοντοστάθηκα και κοίταξα μέσα. Ετσι αντίκρυσα εκείνη την πολύ παράξενα ντυμένη συντροφιά των ανθρώπων, που διασκέδαζαν και μιλούσαν σπιρτόζικα ο ένας στον άλλο. Οπως έδειχναν τα πράγματα, ποτέ άλλοτε δεν πρέπει να είχα ακούσει την ανθρώπινη λαλιά, γιατί μονάχα πολύ αόριστα μπορούσα να μαντέψω τι έλεγαν. Μερικά από τα πρόσωπα φαίνονταν να έχουν εκφράσεις που ξυπνούσαν μέσα μου απίστευτα αλαργινές αναμνήσεις, ενώ άλλες πάλι μου ήταν εντελώς πρωτόγνωρες.
Ετσι δρασκέλισα το χαμηνλό περβάζι του παραθύρου και βρέθηκα στην άπλετα φωτισμένη αίθουσα. Ηταν ένα μοιραίο βήμα που, από τη μοναδική λαμπρή στιγμή της ελπίδας, με γκρέμισε στις πιό μαύρες αβύσσους της απόγνωσης και της συνειδητοποίησης της αλήθειας.
Ο εφιάλτης έφτασε γοργά γιατί, ταυτόχρονα με την είσοδό μου, συνέβη ένα από τα πιο τρομακτικά γεγονότα που θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ.
Δεν είχα καλά – καλά περάσει το περβάζι, όταν είδα να κυριεύει τη συντροφιά ένας ξαφνικός και απρόσμενος φόβος απερίγραπτης έντασης. Τα πρόσωπα όλων έγιναν σαν άγριες μάσκες τρόμου και κραυγές φρίκης πετάχτηκαν σχεδόν από κάθε λαρύγγι. Επακολούθησε μια γενική φυγή, ενώ μέσα στο σαματά και τον πανικό μερικοί έπεσαν λιπόθυμοι, για να τους τραβήξουν όπως – όπως μαζί τους στην τρελή φευγάλα οι άλλοι σύντροφοί τους. Πολλοί σκέπασαν τα μάτια με τα χέρια τους και ύστερα σκόνταφταν τυφλά και αδέξια στην προσπάειά τους να φύγουν, αναποδογυρίζοντας έπιπλα και πέφτοντας πάνω σους τοίχους, πριν τελικά βρεθεί μπροστά τους κάποια από τις πολλές πόρτες.
Τα ξεφωνητά τους ήταν συγκλονιστικά. Και καθώς στεκόμουν σαστισμένος στην άπλετα φωτισμένη αίθουσα, αναρωτήθηκα με ανατριχίλα τι το τρομερό μπορεί να παραμόνευε αθέατο κοντά μου. Στην πρώτη ματιά η αίθουσα μου φάνηκε άδεια, αλλά όταν πλησίασα σε μια από τις κόχες του τοίχου νόμισα ότι διέκρινα κάποιον εκεί – ήταν μια υποψία κίνησης πέρα από την επίχρυση κάμαρα της πόρτας που οδηγούσε σε μια άλλη αρκετά παρόμοια αίθουσα.
Πλησιάζοντας στην κάμαρα μπόρεσα να διακρίνω την παρουσία πιο καθαρά. Και τότε, με τον πρώτο και τελευταίο ήχο που έβγαλα ποτέ – ένα φρικαλέο ολολυγμό, που μου προκάλεσε τόση φρίκη όσο και το πλάσμα που ήταν η αιτία του – αντίκρισα ολοκάθαρα και με φοβερή σαφήνεια την ασύλληπτη, απερίγραπτη και ακατανόμαστη τερατωδία που η ξαφνική της εμφάνιση και μόνο είχε μετατρέψει μια κεφάτη συντροφιά σε πανικόβλητο όχλο.
Δεν μπορώ καν να περιγράψω σαν τι έμοιαζε, γιατί ήταν μια σύνθεση καθετί του μιασματικού, του αφύσικου, του ανεπιθύμητου, του ανώμαλου και του αποκρουστικού. Ηταν η αναγουλιαστική πεμπτουσία της σήψης, της αρχαίας φθοράς και της αποσύνθεσης. Το σαπισμένο, μισολιωμένο ξόανο μιας νοσηρής αποκάλυψης, της φοβερής απογύμνωσης μιας ύπαρξης που κάθε σπλαχνική γη θα έπρεπε να κρατά παντοτινά κρυμμένη.
Ο Θεός ξέρει ότι δεν ανήκε σε τούτο τον κόσμο – ή είχε πάψει ν' ανήκει προ πολλού - και ωστόσο με ανείπωτη φρίκη διέκρινα στο φαγωμένο, αποστεωμένο περίγραμμα μια διαβολική, αποτρόπαιη καρικατούρα της ανθρώπινης μορφής. Και τα μουχλιασμένα, υπό διάλυση κουρέλια της παρουσίαζαν μια ανομολόγητη κατάσταση που με πάγωσε ακόμη περισσότερο.
Είχα σχεδόν παραλύσει ολόκληρος, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορώ να κάνω μια αδύναμη προσπάθεια να το σκάσω. Ενα σπασμωδικό πισωπάτημα που δεν κατάφερε να σπάσει τα δεσμά που μ' έδεναν με εκείνο το ακατανόμαστο, σιωπηλό έκτρωμα.
Κοιτούσα σαν μαγνητισμένος τα γουρλωτά γυαλένια μάτια που τόσο αποτρόπαια ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Ηταν αδύνατο να τραβήξω το βλέμμα μου, αν και μετά το πρώτο σοκ η όρασή μου είχε θολώσει σπλαχνικά, κάνοντας το τρομερό πλάσμα να φαντάζει σαν μια απλή θολούρα. Προσπάθησα να σηκώσω το χέρι μου για να σκεπάσω τα μάτια μου, αλλά είχα μείνει τόσο παράλυτος που τα νεύρα μου αρνήθηκαν να υπακούσουν εντελώς στη θέλησή μου. Ωστόσο η προσπάθεια ήταν αρκετή για να με κάνει να χάσω την ισορροπία μου, και άθελά μου τρίκλισα μερικά βήματα μπροστά για ν' αποφύγω το πέσιμο.
Με την κίνηση αυτή συνειδητοποίησα απότομα και δυσάρεστα την εγγύτητα του πεθαμένου πράγματος και μου φάνηκε ότι σχεδόν μπορούσα ν' ακούσω την εμετική σπηλαιώδη ανάσα του.
Αν και είχα σχεδόν παραφρονήσει από τον τρόμο, σήκωσα το χέρι μου να διώξω αυτή τη βρομερή απαίσια οπτασία που έστεκε τόσο κοντά μου. Και σε μια κατακλυσμική στιγμή κοσμικής εφιαλτικότητας και διαβολικής σύμπτωσης τα δάχτυλά μου άγγιξαν το σπισμένο, απλωμένο χέρι του τέρατος κάτω από τη χρυσαφένια κάμαρα.
Δεν ούρλιαξα, αλλά όλα τα απαίσια δαιμονικά γκουλ που καλπάζουν πάνω στους νυχτερινούς ανέμους ούρλιαξαν για λογαριασμό μου, καθώς εκείνη τη στιγμή ξύπνησε στο μυαλό μου μια μοναδική και φευγαλέα, αλλ΄σαρωτική ανάμνηση που μου έκανε στάχτη την ψυχή. Μέσα σ' εκείνο το δευτερόλεπτο θυμήθηκα όλα όσα ήμουν κάποτε. Θυμήθηκα τον κόσμο πέρα από το φοβερό κάστρο και τα δέντρα, και αναγνώρισα το αλλαγμένο οικοδόμημα όπου βρισκόμουν τώρα. Και το πιο τρομερό απ' όλα, αναγνώρισα τούτο το ανόσιο βδέλυγμα που στεκόταν τώρα μπροστά μου καθώς τραβούσα τα μολυσμένα δάχτυλά μου από τα δικά του.
Αλλά σε τούτο το σύμπαν δεν υπάρχει μονάχα πίκρα αλλά και βάλσαμο, κι αυτό είναι το νηπενθές, το βάλσαμο της λησμονιάς. Στην υπέρτατη φρίκη εκείνης της στιγμής, από τη μήμη μου έσβησε αυτό που με είχε αποτροπιάσει τόσο, και η εικόν της ζοφερής θύμησης χάθηκε σ' ένα στρόβιλο παλιών εικόνων.
Σαν σε όνειρο, το έβαλα στα πόδια, μακριά από εκείνο το καταραμένο και στοιχειωμένο οίκημα και άρχισα να τρέχω γοργά και σιωπηλά κάτω από το φεγγαρόφωτο. Οταν γύρισα σε εκείνο το κοιμητήρι με τις μαρμαρένιες πλάκες και κατέβηκα τα σκαλοπάτια, στάθηκε αδύνατο ν' ανασηκώσω πάλι την πέτρινη πόρτα της καταπακτής. Αλλά δεν λυπήθηκα γι' αυτό, γιατί μισούσα το παλιό κάστρο και τα δέντρα.
Και τώρα περιπλανιέμαι τις βραδιές μαζί με τους κοροϊδευτικούς και φιλικούς γκουλ, καβάλα στους αγέρηδες της νύχτας. Και περνώ τις μέρες μου παίζοντας ανάμεσα στις κατακόμβες του Νεφρέν-Κασέ σ' εκείνη την άγνωστη και σφραγισμένη κοιλάδα του Χαντόθ δίπλα στο Νείλο. Ξέρω ότι το φως δεν είναι για μένα, εκτός από εκείνο του φεγγαριού, που λάμπει πάνω από τους βραχένιους τάφους του Νεμπ. Ουτε και οι χαρές είναι για μένα, εκτός από τ' ακατανόμαστα τσιμπούσια της Ντιόκρις κάτω από τη Μεγάλη Πυραμίδα. Κι ωστόσο στην καινούρια μου ξέφρενη ζωή κι ελευθερία βρίσκω σχεδόν καλοδεχούμενη την πίκρα της αποξένωσης.
Γιατί αν και το βάλσαμο της λησμονιάς μου χάρισε τη γαλήνη, θα ξέρω για πάντα ότι δεν είμαι παρά ένας ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ, ένας ξένος σε τούτο τον αιώνα και ανεπιθύμητος ανάμεσα σ' εκείνους που εξακολουθούν να είναι άνθρωποι. Αυτό το κατάλαβα από τη στιγμή που άπλωσα τα δάχτυλά μου προς το αποτρόπαιο πλάσμα μέσα σ' εκείνο το μεγάλο επιχρυσωμένο πλάισιο – απλωσα τα δάχτυλά μου και άγγιξα την κρύα και σκληρή επιφάνεια ενός καλο γυαλισμένου καθρέφτη.
ΟΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΙ ΚΟΣΜΟΙ ΤΟΥ H. P. LOVECRAFT – 4
ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΚΘΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου