.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Ο ΝΕΚΡΟΣ - ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΫΣ



http://www.youtube.com/watch?v=bj6FKvhs4Zo
Σταμάτησε λίγα βήματα μακριά της.
- Τι συμβαίνει μ' αυτό το τραγούδι; τη ρώτησε. Γιατί σε κάνει να κλαις;
Ανασήκωσε το κεφάλι της και σκούπισε τα μάτια της με την ανάποδη του χεριού της, σαν κανένα παιδάκι. Ρώτησε πάλι, μ' έναν πιο μαλακό τόνο στη φωνή του, απ' ότι είχε λογαριάσει:
- Γιατί Γκρέτα;
- Συλλογιέμαι κάποιον, πριν πολλά χρόνια, που τραγουδούσε αυτό το τραγούδι.
- Και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος ο πριν πολλά χρόνια; ρώτησε ο Γκάμπριελ χαμογελώντας.
- Κάποιος που γνώριζα στο Γκαλβουέϋ, τότε που έμενα με τη γιαγιά μου, αποκρίθηκε.
Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπο του Γκάμπριελ. Ενας μουντός θυμός άρχισε να μαζεύεται μεσ' στην ψυχή του, και η συγκρατημένη φωτιά του πόθου του άρχισε να φουντώνει άγρια μέσα στις φλέβες του.
- Κάποιος που ήσουν ερωτευμένη μαζί του; ρώτησε ειρωνικά.
- Ηταν ένα αγόρι που γνώριζα, αποκρίθηκε, τον έλεγαν Μαικλ Φόρεϋ. Τραγουδούσε αυτό το τραγούδι, την "Κοπέλα του Ωφριμ". Ηταν πολύ ντελικάτος.
Ο Γκάμπριελ δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε να νομίσει η Γκρέττα πως ενδιαφερόταν γι' αυτό το ντελικάτο αγόρι.
- Τον βλέπω τόσο καθαρά, συνέχισ' εκείνη ύστερ' από μια στιγμή. - Τι μάτια που είχε: μεγάλα, σκούρα μάτια! Κι είχαν μια τέτοια έκφραση... μια έκφραση!
- Ω τότε ήσουν ερωτευμένη μαζί του΄
- Κάναμε μακρυνούς περιπάτους, αποκρίθηκε, τότε που ήμουν στον Γκάλγουεϋ.
Μια ιδέα πέρασε από το νου του Γκάμπριελ.
- Ισως γι' αυτό να 'θελες να πας στο Γκάλγουεϋ μ' εκείνη την Αϊβορς; είπε ψυχρά.
Τον κοίταξε και ρώτησε με έκπληξη:
- Για ποιο λόγο;
Τα μάτια της έκαναν τον Γκάμπριελ να μη νιώθει άνετα. Ανασήκωσε τους ώμους του και είπε:
- Πως μπορώ να ξέρω; Ισως για να τον δεις.
Αποτράβηξε τη ματιά της από πάνω του και τη γύρισε αμίλητη στη φωτεινή ακτίδα προς το παράθυρο.
- Εχει πεθάνει, είπε στο τέλος. Πέθανε σαν ήταν δεκαεφτά χρονών μονάχα. Δεν είναι τρομερό να πεθάνεις τόσο νέος;
- Τι ήταν; ρώτησε ο Γκάμπριελ, πάντα ειρωνικά.
- Εργαζότανε στην εταιρεία του γκαζιού, αποκρίθηκε.
Ο Γκάμπριελ ένιωσε ταπεινωμένος για την αποτυχία της ειρωνείας του και για την ανάκληση αυτής της μορφής από τους νεκρούς - ένα αγόρι εργαζότανε στην εταιρεία του γκαζιού. Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παράβαλλε μέσα στο νου της μ' έναν άλλο. Μια ντροπιασμένη αντίληψη του εαυτού του τον κυρίεψε. είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, σαν ένα θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία, που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανεικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μεσ' τον καθρέφτη. Γύρισε  ένστικτα την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που φλόγιζε το μέτωπό του.
Πάσχισε να διατηρήσει τον ψυχρό ανακριτικό τόνο, μα όταν μίλησε, η φωνή του ήταν σιγανή και αδιάφορη:
- Υποθέτω, Γκρέττα, πως ήσουν ερωτευμένη μ' αυτόν τον Μάικλ Φόρεϋ.
- Τον λυπόμουν, αποκρίθηκε.
Η φωνή της ήταν αχνή και θλιμένη. Ο Γκάμπριελ νιώθοντας τώρα πόσο μάταιο θα 'τανε να δοκίμαζε να την κατευθύνει κατά 'κει που είχε σκοπό, της χάιδεψε το χέρι και είπε κι αυτός θλιμένα¨
- Κι από τι πέθανε τόσο νέος, Γκρέττα; Φυματίωση;
- Νομίζω πως πέθανε εξαιτίας μου, αποκρίθηκε.
Ενας αόριστος φόβος άδραξε τον Γκάμπριελ σ' αυτή την απάντηση, σα να χυμούσε καταπάνω του, αυτή τη στιγμή που είχε ελπίσει να θριαμβέψει, κάποιο ον άυλο κι εκδικητικό, συγκεντρώνοντας δυνάμεις εναντίον του μεσ' στον ακαθόριστο κόσμο του. Αλλά με μια προσπάθεια του λογικού του απαλάχτηκε από τούτη την ιδέα κι εξακολούθησε να της χαϊδεύει το χέρι. Δεν της έκανε άλλη ερώτηση επειδή είχε τη διαίσθηση πως θα τα διηγότανε μονάχη της. Το χέρι της ήταν ζεστό και υγρό: δεν ανταποκρίθηκε στο σφίξιμο του δικού του χεριού. εξακολούθησε ωστόσο να της το χαϊδεύει όπως είχε χαϊδέψει το πρώτο της γράμμα εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό.
- Ηταν το χειμώνα, άρχισ' εκείνη, αρχές του χειμώνα, που ετοιμαζόμουν να φύγω από της γιαγιάς μου για να 'ρθω εδώ στις καλόγριες. Εκείνος ήταν άρρωστος τότε, στο σπίτι που έμενε στο Γκάλγουεϋ, δεν τον άφηναν να βγει. Εγραφαν και στους γονείς του, στο Οτεραντ. Βρισκόταν σε κατάπτωση, έλεγαν, ή κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν έμαθα ακριβώς.
Σταμάτησε μια στιγμή και αναστέναξε.
- Κακόμοιρο παιδί, συνέχισε. Μ' αγαπούσε πολύ, και ήταν τόσο καλός. Βγαίναμε μαζί, πηγαίναμε μαζί περίπατο, μακριά - ξέρεις, Γκάμπριελ, όπως κάνουν στην εξοχή. Θα σπούδαζε τραγούδι αν δεν ήταν εμπόδιο η υγεία του. Είχε πολύ ωραία φωνή, ο καημένος ο Μάικλ Φόρεϋ.
- Και ύσερα; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Και ύστερα, σαν ήλθε ο καιρός να φύγω από το Γκάλγουεϋ και να 'ρθω στις καλόγριες, ήταν πολύ χειρότερα, στην υγεία του και δεν μ' άφηναν να τον δω, κι έτσι του έγραψα ένα γράμμα, λέγοντας πως θα πήγαινα στο Δουβλίνο και θα γύριζα το καλοκαίρι, και πως έλπιζα πως θα 'ταν καλύτερα τότε.
Σταμάτησε μια στιγμή για να κάνει τη φωνή της πιο σταθερή και ύστερα συνέχισε:
- Υστερα την παραμονή της μέρας που θα 'φευγα, το βράδυ, ήμουν στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο Νωνς Αϊλαντ, κι έφτιαχνα τη βαλίτσα μου, κι άκουσα να πετούν πετραδάκι στο παράθυρό μου. Τα τζάμια του παράθυρου ήταν τόσο βρεμένα που δεν μπορούσα να δω, κι έτσι κατέβηκα όπως ήμουν, βγήκα στον κήπο από την πίσω πόρτα, κι εκεί ήταν ο καημένος, στην άκρη του κήπου, τρέμοντας.
- Και δεν του είπες να γυρίσει στο σπίτι του; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Τον ικέτεψα να πάει αμέσως στο σπίτι του και του είπα πως ήταν θάνατος γι' αυτόν να στέκεται μέσ' στη βροχή. Μα είπε πως δεν ήθελε να ζήσει. Βλέπω ακόμη τα μάτια του, σα να 'τανε τότε. Στεκότανε στην άκρη του μαντρότοιχου, εκεί που ήταν ένα δέντρο.
- Και γύρισε στο σπίτι του; ρώτησε ο Γκάμπριελ.
- Τον ικέτεψα να πάει αμέσως στο σπίτι του και του είπα πως ήταν θάνατος γι' αυτόν να στέκεται μέσ' στην βροχή. Μα είπε πως δεν ήθελε να ζήσει. Βλέπω ακόμη τα μάτια του, σα να 'τανε τότε. Στεκότανε στην άκρη του μαντρότοιχου, εκεί που ήταν ένα δέντρο.
- Και γύρισε στο σπίτι του;
- Ναι, γύρισε. Και ήμουν μόλις μια βδομάδα στις καλόγριες όταν πέθανε και τον θάψανε στο Οτεραρντ, εκεί που ήταν οι δικοί του. Ω, όταν το 'μαθα πως είχε πεθάνει!
Σταμάτησε πνιγμένη στ' αναφυλητά και αποκαμωμένη από τη συγκίνηση, κι έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, κλάιοντας μεσ' στο πάπλωμα. Ο Γκάμπριελ της κράτησε το χέρι ακόμη μια στιγμή, αναποφάσιστος, και ύστερα, μη θέλοντας να γίνει οχληρός την ώρα της πίκρας της, το άφησε να πέσει ανάλαφρα και πήγε αθόρυβα στο παράθυρο.

http://www.youtube.com/watch?v=mvNRFfVelt4
Κοιμότανε βαθιά.
Ο Γκάμπριελ, ακουμπισμένος στον αγκώνα του, κοίταξε μερικές στιγμές δίχως μνησικακία, τ' ανακατεμένα μαλλιά και το μισάνοιχτο στόμα της, κι αφουγκραζότανε τη βαθειά της ανάσα. Ωστε είχε αυτό το ειδύλλιο στη ζωή της: ένας άνθρωπος είχε πεθάνει γι' αυτή. Δεν αισθανότανε σχεδόν καμία πίκρα τώρα στη σκέψη για το πόσο μικρό μέρος είχε παίξει αυτός, ο άντρας της, στη ζωή της. Την κοίταζε που κοιμότανε, σαν να μην είχαν ζήσει ποτέ μαζί σαν σύζυγοι. Τα μάτια του κοίταζαν πολλή ώρα με περιέργεια το πρόσωπο και τα μαλλιά της - και όσο σκεφτότανε πως θα 'τανε τότε, εκείνο τον καιρό της πρώτης κοριτσίστικης ομορφιάς της, ένιωσε γι' αυτήν μια παράξενη, φιλική συμπόνοια μεσ' στην ψυχή του. Δεν του άρεσε να πει, ακόμα και στον εαυτό του, πως το πρόσωπό της δεν ήταν πια ωραίο, μα ήξερε πως δεν ήταν πια εκείνο το πρόσωπο, που για χατήρι του είχε αψηφήσει το θάνατο ο Μάικλ Φόρεϋ.
Ισως να μην του είχε διηγηθεί ολόκληρη την ιστορία. Τα μάτια του πήγαν στην καρέκλα, εκεί που είχε πετάξει μερικά ρούχα της. Ενα κορδόνι μεσοφοριού ταλαντευότανε πάνω από το πάτωμα. Μια μποτίνα στεκότανε ορθή, με το πάνω μαλακό μέρος της γυρτό: το ταίρι της ήταν πεσμένο στο πλευρό. Απόρησε για τη διέγερση που είχε νιώσει πριν από μια ώρα. Σε τι οφειλότανε; Στο σουπέ που είχαν παραθέσιε οι θείες,  στον ανόητο λόγο που είχε βγάλει, στο κρασί και στο χορό, στο κέφι του όταν καληνύχτιζε στο χωλ, στην ευχαρίστηση που είχε νιώσει να περπατάει μεσ' στο χιόνι, πλάι στο ποτάμι;
Η καημένη η θεία Τζούλια! Κι αυτή σε λίγο θα 'ταν ένας ίσκιος μαζί με τον ίσκιο του Πάτρικ Μορκαν και του αλόγου του. Είχε δει για μια στιγμή εκείνη τη χλωμάδα στο πρόσωπό της όσο τραγουδούσε το "Στολισμένη για γάμο". Σε λίγο καιρό θα καθότανε ίσως σ' εκείνο το σαλόνι, ντυμένος στα μαύρα, με το ψηλό καπέλο πάνω στα γόνατά του. Τα στορ θα 'ταν κατεβασμένα, κι η θεία Κέιτ θα καθότανε πλάι του κλαίοντας και σκουπίζοντας τη μύτη της, και θα του διηγότανε πως είχε πεθάνει η θεία Τζούλια. Θ' αποτύπωνε στο νου του μερικά λόγια παρηγοριάς, που θα τα 'βρισκε ανούσια και περιττά. Ναι, ναι: αυτό θα συμβεί πολύ γρήγορα.
Η ψυχρή ατμόσφαιρα της κάμαρας πάγωνε τους ώμους του. Τεντώθηκε με προσοχή και ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα, πλάι στη γυναίκα του. Ολα, ένα - ένα, γίνονταν σκιές. Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σ' εκείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου μεγάλου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά. Σκέφτηκε πως είχε κλείσει μέσα στην καρδιά της τόσα χρόνια, η γυναίκα που κοιμότανε πλάι του, την εικόνα των ματιών του αγαπημένου της, όταν της είχε πει πως δεν ήθελε να ζήσει.
Μεγαλόψυχα δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Γκάμπριελ. Ποτέ δεν είχε νιώσει ο ίδιος ένα τέτοιο αίσθημα για κάποια γυναίκα, αλλά καταλάβαινε πως αυτό ήταν πραγματική αγάπη. Τα δάκρυα μαζεύτηκαν πιο πυκνά στα μάτια του και μέσα στο μισοσκόταδο φαντάστηκε πως έβλεπε τη μορφή ενός νέιου να στέκεται κάτω από ένα δέντρο που στάζει. Αλλες μορφές ήταν εκεί κοντά/ Η ψυχή του είχε πλησιάσει σ' εκείνη την περιοχή που κατοικούν τα πλήθη των νεκρών. Ειχε αντίληψη της δύστροπης και τρεμουλιαστής ύπαρξής τους, αλλά δεν μπορούσε να την κατανοήσει. Η ίδια του η οντότητα ξεθώριαζε μέσα σ' έναν γκρίζο άϋλο κόσμο: ακόμη κι ο στέρεος κόσμος, που αυτοί οι νεκροί είχαν κάποτε οικοδομήσει και είχαν ζήσει μέσα σ' αυτόν, διαλυόταν και χανότανε.
Ανάλαφρα χτυπήματα πάνω στο τζάμι, τον έκαναν να γυρίσει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ξανάρχισε να χιονίζει. Κοίταζε νυσταγμένος τις νιφάδες, ασημιές και θαμπές, να πέφτουν λοξά μέσα στο φως του φαναριού. Ειχε έρθει γι' αυτόν ο καιρός να ξεκινήσει για το ταξίδι του προς τα δυτικά. Ναι, οι εφημερίδες είχαν δίκιο: χιόνιζε παντου, σ' ολόκληρη την Ιρλανδια. Επεφτε σε κάθε μεριά του σκοτεινού κεντρικού κάμπου, στους άδεντρους λόφους, έπεφτε μαλακά στο Μπογκ Οφ Αλλεν κι ακόμα πιο πέρα δυτικά, έπεφτε μαλακά στα θολά ανταριασμένα κύματα του Σάννον. Επεφτε ακόμα και σε κάθε μεριά του ερημικού κοιμητηρίου πάνω στο λόφο, εκεί που κοιτότανε θαμένος ο Μάικλ Φόρεϋ. Στοιβαζότανε πυκνό πάνω στους γυρτούς σταυρούς και τις ταφόπετρες, πάνω στα κάγκελα της μικρής πόρτας, πάνω στα ξερά αγκάθια. Το είναι του ατονούσε σιγά - σιγά όσο άκουγε το χιόνι να πέφτει ανάλαφρα πάνω στο σύμπαν, να πέφτει ανάλαφρα σαν ερχομός του τελειωτικού τους τέλους, πάνω σε όλους τους ζωντανούς και τους νεκρούς.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΫΣ
"ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ"
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: ΤΑ ΔΥΟ URL ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΑ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΤΖΟΝ ΧΙΟΥΣΤΟΝ. 
ΠΑΙΧΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ "ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ". 
ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΤΑΙΝΙΑ.
ΒΓΗΚΕ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ ΟΤΑΝ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΠΕΘΑΝΕΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: