.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2010

Υπό την βασιλικήν δρυν – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


Οταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μιαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί. Οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου...
Από τα φύλλα της εστάλαζε κ’ έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Εθαλπον οι ζωηφόροι οποί του έρωτα θείας ακμής, κ’ έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ’ έθελγε, μ’ εκήλει, μ’ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω. Να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν’ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν’ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν’ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας... Και αν δεν μ’ εδέχετο, και αν μ’ απέβαλλεν από το σώμά της και μ’ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεόληπτου.
Επόθουν, αλλ’ η συνοδία των οικείων μου, μεθ’ ων ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψη. Και μιαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186..., καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί. – ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ηγοντο εκεί χοροί και πανηγήρεις. Δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυρόξανθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Επληττε τας πραείας ήχους ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.

Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν... και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας – καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ’ αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος. Εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Ολην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν... Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναϊσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων... είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την ράχιν του βουνού... διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ητον όλη η οδός ανωφερής, κ’ εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν’ ασπασθώ την ερωμένην μου – επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη – και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν’ ακούσω επιπλήξεις από τους οικίους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, δια να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ’ οδόν. Πλην παρ’ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδία γυναικών και παίδων και υπζυγίων. Ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως δια να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κ’ έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι να με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον που, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ’ έπειθον να κατέλθω μετ’ αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ημην ένδεκα ετών παιδίον.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κ’ εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ’ ολίγον τον έχασα. Εις εν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ’ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών, αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας... τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.

Ημην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Αμα, έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ’ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ανοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνας της, έμελπον τρελά τραγούδια... Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου...
Ημην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ’ εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον – έσωζον καθ’ ύπνον την έννοιαν του δένδρου – μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μιαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μια επάνω εις την άλλην, είτα κατ’ ολίγον εξεκόλλησαν κ’εχωρίσθησαν εις δύο. Ο κορμός μου εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας. Οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μου εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ’ ης εγώ εκείμην. Και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ’ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! Δεν είναι δένδρον, είναι κόρη. Και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Οταν μετ’ ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ανείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώποους ως δένδρα. Δεύτερον δε τους είδε καθαρα...»
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα. Η κόρη – η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν... δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ’ εγώ νύμφη αθάνατος. Θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον...

Εξύπνησα έντρομος, κ’ έφυγον... Ητο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει... Εκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος... Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.
Ητον εις μικρός βοσκός, με την κάππαν του με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και , να τρέξω να φθάσω ταχέως εκεί κάτω...

Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη...
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κ’ επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητήρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτό ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μια γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Οταν την ηρώτησα τι είχε γίνεει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε... μα κ’ εκείνος δεν είχε κάνει νισάφι με το τσεκούρι του. Όλο θεόρατα δέεντρα, τόσο σημαδιακά πράματα... Σαν το ‘κοψε κ’ ύστερα, δεν είδε χαϊρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε...
Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο.
(1901)

ΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Εισαγωγή – επιλογή διηγημάτων – σχόλια
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΕΧΜΙΟ


ΓΛΩΣΣΑΡΙ

αιμασιά = φράχτης, ξερολιθιά
ακήρατος = άσπιλος, καθαρός, αγνός
ακρέμων = το κλαδί που βρίσκεται ψηλότερα
αμφιλαφής = με πλούσια και πυκνή βλάστηση
ανθόσμιος = μοσχάτο κρασί
βαθύκομος = αυτός που έχει πυκνά μαλλιά
βαθύφαιος = σκούρος σταχτής
βαυκαλώ = νανουρίζω
γλαφυρός = κοίλος, βαθουλός
έμελπον (μέλπω) = ψάλλω
εύτορνος = καλώς τορνευμένος, στρογγυλός
θεόληπτος = ο κατεχόμενος από το θείον
ίμερος = πόθος
κολληγοσύνη = στενός φιλικός σύνδεσμος
λήρος = ανόητος, μωρός, φλύαρος
λιβανωτίς = είδος φυτού που μυρίζει όμορφα
λιγυρός = εύκαμπτος, ευλύγιστος
μήκων = παπαρούνα
νισάφι = έλεος, λύπηση
Οπός = παχύρρευστος χυμός δένδρου
Ούλος = πυκνός
ράμνος = αγκαθωτός θάμνος
σκήνωμα = κατάλυμα
στραβολέκας = η γκλίτσα
χαϊρι = προκοπή
χαρμονή = τέρψη, χαρά
Χλωρόφαιος = γκριζοπράσινος



Δεν υπάρχουν σχόλια: