Η γηραιά γυναίκα καθόταν σαν υπνωτισμένη στην πολυθρόνα με την ψηλή πλάτη δίπλα στη φωτιά, που με το φως και τη ζεστασιά της έμοιαζε να αψηφά τη φτώχεια της μικροσκοπικής κουζίνας και το χιόνι που σκέπαζε τα παράθυρα. Το βλέμμα της ήταν προσηλωμένο σε μια άλλη πολυθρόνα με ψηλή πλάτη, που βρισκόταν στην απέναντι άκρη του τζακιού, αδειανή.
Εμεινε καθισμένη έτσι για ένα διάστημα που φάνταζε αιώνας. Τα μάτια της, βυθισμένα στις σκοτεινές τους κόγχες, παρέμεναν καρφωμένα στην άλλη καρέκλα, σαν μαγεμένα. Ωστόσο, όλες της οι αισθήσεις ήταν σε εγρήγορση, σαν να αντιλαμβάνονταν και να πρόσμεναν κάτι απροσδιόριστο, ή μάλλον σαν να γνώριζαν με σιγουριά από πριν κάτι που επρόκειτο να συμβεί.
Αν και είχε νυχτώσει προ πολλού, δεν είχε ανάψει ακόμα το φανάρι, ούτε είχε κλείσει τα παντζούρια. Εξω το χιόνι έπεφτε. Χιόνιζε όλη μέρα, με τη σιωπηλή, μελαγχολική, πεισματική επιμονή της μοίρας. Το σιχαινόταν το χιόνι. Ακόμα περισσότερο από τον πάγο, σιχαινόταν την πνιγηρή του αίσθηση. Φοβόταν να ανοίξει την πόρτα.
Συνειδητοποίησε ακόμα ότι το εκκρεμές είχε σταματήσει – για πρώτη φορά, απ' όσο θυμόταν. Της έλειπε το αργό, ρυθμικό τικ τακ που ήταν ο μοναδικός φιλικός ήχος που είχε γνωρίσει στα στερημένα χρόνια του έγγαμου βίου της. Παράξενο πόσο ήσυχο ήταν το σπίτι τώρα.
Το παλιό ρολόι περίμενε κι εκείνο, ανυπόμονο, συμμεριζόμενο το φόβο της. Ο χρόνος ήταν σταματημένος. Ο χρόνος είχε σταματήσει από τότε που... από τότε που είχε κουνηθεί η άλλη πολυθρόνα.
Είχε όντως κουνηθεί. Ηταν απολύτως σίγουρη. Μια δύο φορές, ελάχιστα πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. Το είχε ακούσει. Ήταν ένα σιγανό τρίξιμο. Ακριβώς τον ίδιο ήχο έβγαζε όταν ο γέρος την έσπρωχνε κοντύτερα στη φωτιά τις κρύες νύχτες. Επειτα, το είδε: ένα απότομο τίναγμα προς το τζάκι. Ναι, ήταν βέβαιη.
Ήταν όμως; Η καρέκλα ήταν άδεια. Ήταν σίγουρη γι' αυτό. Άλλωστε, την παρακολουθούσε με προσοχή.
Οχι. Ο παλιόγερος που αποκαλούσε σύζυγο ήταν νεκρός, θαμμένος κάτω από δύο μέτρα χώμα στον τάφο όπου τον είχε ρίξει εκείνη.
Εναν τάφο που δεν είχε ακόμα ταφόπλακα. Θα έπρεπε να τοποθετήσει μια ταφόπλακα, έστω για τα μάτια του κόσμου. Ολόκληρο το χωριό το περίμενε. Είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα έβαζε κάτι ασυνήθισμο – το μαρμάρινο άγαλμα ενός αγγέλου που θρηνεί σκυφτός και γεμάτος θλίψη, σαν το μοντέλο στον κατάλογο του νεκροθάφτη. Θα το φρόντιζε το ίδιο εκείνο πρωί.
Η καρέκλα. Είχε κουνηθεί ξανά, με το ίδιο τρίξιμο και το ίδιο τίναγμα όπως πριν. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι άδεια. Οι αισθήσεις της την ξεγελούσαν. Πως ήταν δυνατόν να είναι ταυτόχρονα βέβαιη για δύο αντιτιθέμενα πράγματα;
Ηταν νεκρός, λοιπόν. Πόσος καιρός είχε περάσει; Δεν θυμόταν. Οχι πολύς, πάντως. Θα έπρεπε να το είχε κάνει νωρίτερα. Το είχε ευχηθεί πολλές φορές.
Πριν από χρόνια, οι γυναίκες έκαναν τέτοια πράγματα μόνο με την δύναμη των ευχών τους. Αν τις ανακάλυπταν, τις έκαιγαν για μαγεία. Στις μέρες μας, όμως, δεν γινόταν με ευχές. Και τις γυναίκες που σκότωναν τον άντρα τους δεν τις έκαιγαν πια: τις κρεμούσαν. Μόν αν δεν ήταν έξυπνες, βέβαια. Εκείνη, όμως, ήταν έξυπνη.
Οταν έφτασε τελικά η ώρα, της φάνηκε εύκολο. Τόσο εύκολο, που έμοιαζε απόλυτα φυσικό. Τόσο φυσικό, που ξεγέλασε τους πάντες, την αστυνομία, τον ιατροδικαστή, όλους. Τόσο εύκολο και φυσικό, που και η ίδια αναρωτήθηκε πως δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα.
Ηταν τσιγκούνης, έτρεμε τους ληστές και την εκνεύριζε μονίμως με την επιμονή του να κλειδώνει την πόρτα του κήπου πριν πέσει για ύπνο. Ήταν σαν τελετουργικό που επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ. Πρώτα, “Μάρθα, το φανάρι!” με εκείνη την ενοχλητική, υπεροπτική φωνή που της προκαλούσε αηδία. Υστερα, του άναβε το κερί κι εκείνος διέσχιζε αργά το χορταριασμένο κήπο, αφήνοντας το φανάρι δίπλα στο πηγάδι, σαν φάρο, και παίρνοντάς το πάλι στο γυρισμό.
Το νερό μέσα στο πηγάδι έφτανε τα τεσσεράμισι μέτρα σε ύψος. Ήταν πολύ βαθύ. Το σκέπασμα είχε σαπίσει και είχε πέσει μέσα πριν από πολύ καιρό. Εκείνος αρνιόταν να ξοδέψει χρήματα για να αγοράσει καινούριο. Ακόμα και στο φως της μέρας, το σκοτεινό, ανοιχτό φρεάτιο ήταν επικίνδυνο. Τη νύχτα ήταν σωστή παγίδα θανάτου για ένα άτομο με εξασθενημένη όραση σαν τη δική του. Αν μετακινούσε ελάχιστα το φανάρι...
Ηταν πολύ απλό να γλυστρήσει έξω και να το κάνει ενώ εκείνος ψαχούλευε την πόρτα. Άκουσε την κραυγή του. Περίμενε ένα λεπτό για να βεβαιωθείς... Τρέξε στο χωριό για βοήθεια... Όχι πολύ γρήγορα... Καλύτερα να περάσει αρκετή ώρα...
Τον είχαν κουβαλήσει στην κουζίνα, μούσκεμα. Ηταν πράγματι νεκρός. Το νερό είχε σχηματίσει λιμνούλα μπροστά απ' τη φωτιά, εκεί που βρισκόταν μόνιμα η καρέκλα του.
Μια τέτοια λιμνούλα σχηματιζόταν και τώρα. Εκεί, κάτω απ' την καρέκλα του. Τα νερά έβγαιναν μέσα από το τζάκι. Θα πρέπει να είναι το χιόνι που πέφτει απ' την καμινάδα...
Τώρα σηκωνόταν απ' την καρέκλα του. Της φώνεαξε να του φέρει το φανάρι.
Σηκώθηκε όρθια και πήγε στο ντουλάπι όπου βρισκόταν το παλιό μπρούτζινο φανάρι. Είχε ακόμα μέσα το ίδιο κερί. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει ξανά ύστερα από εκείνη τη νύχτα...
Με τρεμάμενα χέρια έφερε το φανάρι δίπλα στη φωτιά. Ξεμαντάλωσε την κλειδωνιά και άναψε το φυτίλι. Ύστερα, έβαλε το φανάρι στην άκρη του ξεχαρβαλωμένου τραπεζιού, ακριβώς όπως παλιά.
“Ετοιμο Χένρυ”.
Κάθισε λοιπόν και περίμενε. Δεν ήξερε ούτε κι η ίδια τι καρτερούσε. Ήξερε μόνο ότι μερικά γρανάζια είχαν φύγει από τον τροχό του χρόνου, ότι παραδόξως συνέβαιναν τα ίδια πράγματα όπως παλιά.
Κοίταξε την καρέκλα – τη δική του καρέκλα. Κάτω, στη λιμνούλα με το νερό που είχε μεγαλώσει πλέον, αντικατοπτριζόταν η φωτιά, κόκκινη, σαν αίμα.
Εκείνος ήταν στην πόρτα. Τα χέρια του έπιασαν το σύρτη. Έπειτα, η πόρτα, που δεν ήταν καλά στερεωμένη στους φθαρμένους και σκουριασμένους μεντεσέδες, άνοιξε διάπλατα. Ο άνεμος σκόρπισε μέσα τις χιονονιφάδες. Η φωτιά έμοιαζε να μετατρέπεται σε μια θολή σπίθα καθώς το σκοτάδι της νύχτας που το πλαισίωνε η κάσα της πόρτας γέμισε ξαφνικά με ομίχλη.
Ύστερα απλώθηκε ησυχία. Μια ησυχία τόσο έντονη, που στο συγχυσμένο μυαλό της ξεπερνούσε τα όρια της πραγματικότητας και έμοιαζε γεμάτη ήχους. Τη φώναζε εκείνος, φώναζε, την καλούσε.
Πήρε το φανάρι, έδεσε σφιχτά το σάλι της και πήγε με αργά βήματα ως την πόρτα. Γύρω της στροβιλίστηκε ένα φάντασμα από χιόνι. Ύστερα προχώρησε μπροστά, γνέφοντάς της. Διάβηκε με δυσκολία το κατώφλι και το ακολούθησε μεσα στη νύχτα.
Νωρίς το επόμενο πρωί, ο ταχυδρόμος του χωριού παρατήρησε, καθώς περνούσε μπροστά από τον περίβολο της εκκλησίας, ότι ανάμεσα στις ταφόπλακες που ήταν γεμάτες χιόνι υπήρχε κάτι που δεν ήταν εκεί το προηγούμενο βράδυ. Σταμάτησε και έριξε μια ματιά. Ναι, μοιάζει με άγαλμα. Δεν μπορεί... Πήγε μέχρι εκείνο το σημείο, στον τάφο του γέρου που είχε πνιγεί από ατύχημα στο ίδιο του το πηγάδι πριν από ένα χρόνο. Έσκυψε και σκούπισε το χιόνι, για να αντικρίσει έκπληκτος τη γονατισμένη μορφή της χήρας, σκυφτή από τη θλίψη, νεκρή σαν το μάρμαρο, να κρατάει ένα παλιό μπρουτζινο φανάρι.
Από το βιβλίο
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες με φαντάσματα.
Μετάφραση Πάνος Τομαράς
Εκδόεις ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου