Ο Νουμάς του οποίου αναφέραμεν τας επί της μαγείας γνώσεις, έσχεν ως μυητήν κάποιον Ταρχών, μαθητήν ενός Χαλδαίου ονόματι Τάγης. Η Επιστήμη τότε είχε τους αποστόλους της, οι οποίοι διέτρεχον τον κόσμον σπείροντες ιερείς και βασιλείς. Συχνά μάλιστα η δίωξις υπεβοήθη εις την πραγματοποίησιν των σχεδίων της Πρόνοιας. Τοιουτοτρόπως κατά την 62αν Ολυμπιάδα, τέσσαρας γενεάς μετά την βασιλείαν του Νουμά, ο Πυθαγόρας εκ Σάμου, έφθασεν εις Ιταλίαν δια να αποφύγη την τυραννίαν του Πολυκράτους.
Ο μέγας μυσταγωγός της φιλοσοφίας των αριθμών, είχεν ήδη τότε διασχίσει όλον τον κόσμον και φοιτήσει εις όλα τα ιερά. Είχεν έλθει εις Ιουδαίαν όπου υπέστη την περιττομήν δια να μυηθή εις τα μυστήρια της Καββάλας, τα οποία και του μετεδόθησαν, όχι άνευ τινός επιφυλάξεως, υπό των προφητών Ιεζεκιήλ και Δανιήλ. Μετά εγένετο δεκτός, όχι χωρίς δυσκολίας, εις την αιγυπτιακήν μύησιν, τη συστάσει του βασιλεως Αμάσιδος. Η ισχύς της μεγαλοφυίας του υπερηκόντισε τας ημιτελείς αποκαλύψεις των διδασκάλων του και ούτω κατέστη και αυτός διδάσκαλος και μυσταγωγός.
Ο Πυθαγόρας ώριζε τον Θεόν: Αλήθειαν ζώσαν και απόλυτον περιβεβλημένην φως. Έλεγεν επίσης ότι ο λόγος ήτο αριθμός εκδεδηλωμένος δια της μορφής. Παραδέχετο ότι τα πάντα εξεπήγαζον εκ της τετρακτύος, ήτοι της τετράδος. Ο Θεός, έλεγεν ακόμη, είναι η ύπατη μουσική, της οποίας η φύσις είναι η αρμονία.
Κατ' αυτόν, η υψηλοτέρα έκφρασις της δικαιοσύνης, είναι η λατρεία, η τελειοτέρα χρήσις της επιστήμης, η ιατρική. Το ωραίον είναι η αρμονία, η δύναμις είναι η λογική, η ευτυχία είναι η τελειότης, η πρακτική αλήθεια είναι ότι πρέπει να δυσπιστή κανείς ενώπιον της αδυναμίας και της διαφθοράς των ανθρώπων.
Οταν εγκατεστάθη εις τον Κρότωνα, οι επί κεφαλής της πόλεως, ιδόντες ποίαν εξουσίαν ήσκει επί των πνευμάτων και των καρδιών, κατ' αρχάς τον εβοήθησαν, μετά τον συνεβουλεύθησαν. Ο Πυθαγόρας τους συνέστησε πρώτον να θυσιάσουν εις τας Μούσας και είτα να διατηρήσουν μεταξύ των την αρμονίαν, διότι, τους είπε, αι διαμάχαι μεταξύ των ηγεμόνων, προκαλούν την εξέγερσιν των υπηκόων, μετά τους έδωσε το μέγα θρησκευτικόν, πολιτικόν και κοινωνικόν απόφθευγμα: “Ουδέν κακόν χείρον της αναρχίας”. Γνωμικόν οικουμενικής εφαρμογής και βάθους σχεδόν απεριορίστου, το οποίον όμως ο αιών μας δεν είναι ακόμη τόσον φωτισμένος δια να τα ενοήση.
Από την διδασκαλίαν του Πυθαγόρου διεσώθησαν, εκτός των παραδόσεων περί του βίου του, τα Χρυσά του Επη και τα σύμβολά του. Τα πρώτα κατέστησαν το θεμέλιον πάσης ηθικής και μυήσεως.
Το πρώτον μέρος των Χρυσών Επών ομοιάζει προς μάθημα ενός παιδαγωγού. Εν τούτοις οι εν λόγω στίχοι έχουν πολύ μείζονα ευρύτητα: είναι οι προκαταρτικοί νόμοι της μαγικής μυήσεως, είναι το πρώτον μέρος του Μεγάλου εργου δηλ., η προπαρασκευή προς δημιουργίαν του τελείου επόπτου (ADEPTE). Η συνέχεια άλλως τε το αποδεικνύει:
“Ναι μα τον αμέτερα ψυχά παραδόντα Τετρακτύν, παγάν Αενάου φύσεως ριζώματ' έχουσαν...”
Ο Πυθαγόρας έλεγεν: “Οπως υπάρχουν τρεις θείαι έννοιαι και τρεις νοηταί περιοχαί, υπάρχει ωσαύτως τριπλούς λόγος, διότι η ιεραρχική τάξις εκδηλούται πάντοτε κατά τριάδας. Υπάρχει ο απλούς λόγος, ο ιερογλυφικός και ο συμβολικός. Με άλλας λέξεις υπάρχει ο λόγος όστις εκφράζει, ο λόγος όστις αποκρύπτει και ο λόγος όστις ερμηνεύει, όλη η ιερατική σοφία και κατανόησις περικλείεται εις την τελείαν γνώσιν των τριών τούτων βαθμίδων”.
Περιέβαλλε λοιπόν την διδασκαλίαν του δια συμβόλων, αλλ' απέφευγε τας προσωποποιήσεις και τας εικόνας, διότι αργά ή γρήγορα αύται οδηγούν εις την ειδωλολατρείαν. Τον κατηγόρησαν μάλιστα ότι απεστρέφετο και τους ποιητάς δια την αυτήν αιτίαν. Αλλ' η αποστροφή του αύτη είχεν ως αντικείμενον τους άνευ θείας εμπνεύσεως στιχουργούντας.
“Μην ψάλλεις στίχους, εάν στερείσαι λύρας”, λέγει εις τα σύμβολά του. Ο μεγαλοφυής ούτος, δεν ηδύνατο να αγνοή την ακριβή σχέσιν ήτις υφίσταται μεταξύ των υπερόχων ιδεών και των καλλιεπών μεταφορικών εκφράσεων. Αι συμβολικαί του φράσεις είναι γεμάτες ποίησιν.
“Μη αφαιρείς τα άνθη από τους στεφάνους”. Ετσι συνιστά εις τους μαθητάς του ουδέποτε να μειώνουν την λάμψην και να μη μαραίνουν εκείνο που ο κόσμος φαίνεται να έχη ανάγκη να τιμά.
Ο Πυθαγόρας ήτο αγνός, αλλά, μακράν από του να υποστηρίζη την αγαμίαν, ενυμφεύθη και ο ίδιος και απέκτησε τέκνα. Μνημονεύεται μια ωραία φράσις της Θανούς, της συζύγου του Πυθαγόρα, την ηρώτησαν κάποτε, μετά από πόσον χρόνον μια γυναίκα ελθούσα εις σωματικήν επαφήν μετά τινος ανδρός, δύναται να θεωρηθή αγνή ώστε να θίξη τα ιερά πράγματα.
-Αμέσως, απήντησε, εάν η επαφή εγένετο με τον σύζυγόν της, εάν με άλλον, ουδέποτε...
Υπό αυτάς τας αυστηράς αρχάς και με αυτήν την αγνότητα ηθών εμυούντο εν τη σχολή του Πυθαγόρα εις τα μυστια της φύσεως και έφθανον εις τοιούτο σημείον κυριαρχίας επί του εαυτού των ώστε να δύνανται να επιβληθούν επί των στοιχειακών δυνάμεων.
Ο Πυθαγόρας κατείχε την δύναμιν εκείνην την οποίαν σήμερον καλούμεν δευτέραν όρασιν (ή διόρασιν) και η οποία τότε εκαλείτο προφητικόν χάρισμα. Κάποτε εκάθητο με τους μαθητάς του εις την παραλίαν. Εν πλοίον προέβαλεν εις τον ορίζοντα. “Διδάσκαλε, τον ερωτά εις των μαθητών του, νομίζεις ότι θα εγινόμουν πλούσιος, εάν μου προσέφερον το φορτίον του πλοίου τούτου;”
“Θα σου ήτο τελείως άχρηστον, απήντησεν ο διδάσκαλος”.
“Τότε ίσως όμως να ήτο χρήσιμον δια τους κληρονόμους μου”.
“Θέλεις λοιπόν να τους αφήσης ως κληρονομίαν δύο πτώματα;”
Το πλοίον προσωρμίσθη μετ' ου πολύ εις τον λιμένα, εκόμιζε το σώμα ενός ανδρός που ηθέλησε να εντάφιασθή εις την πατρίδαν του.
Διηγούνται ότι τα ζώα υπήκουον εις τον Πυθαγόραν. Μιαν ημέραν, κατά την διάρκειαν των ολυμπιακών αγώνων, εκάλεσεν ένα αετόν που διέσχιζε κατά την στιγμήν εκείνην το στερέωμα, ο αετός κατήλθε και ήρχισε να διαγράφη κύκλους, μέχρι της στιγμής που διδάσκαλος του έκαμε σημείον να συνεχίση την πορείαν του. Λέγεται επίσης ότι μια άρκτος ελεηλάτει τας πεδιάδας της Απουλείας, ο Πυθαγόρας την εκάλεσε να πλησιάση και την διέταξε να εγκαταλείψη πάραυτα την περιοχήν, από της ημέρας εκείνης δεν ανεφάνη. Όταν δε τον ηρώτησαν εις ποίαν επιστήμην οφείλει τας γνώσεις του ταύτας, εκείνος απήντησε: - Εις την Επιστήμην του φωτός.
Πράγματι τα έμψυχα όντα είναι ενσαρκώσεις φωτός, αι μορφαί εξέρχονται από την σκιάν της αταξίας, δια να αναχθούν εις την λάμψιν του κάλλους, τα ένστικτα είναι ανάλογα προς τας μορφάς, ο δε άνθρωπος, που είναι σύνθεσις του φωτός τούτου, του οποίου τα ζώα είναι η ανάλυσις, έχει δημιουργηθή δια να τα εξουσιάζη, επειδή όμως αντί να είναι ο κύριός των, έχει καταστή ο δήμιος και τύραννός των, τον φοβούνται και επαναστατούν κατ' αυτού. Εν τούτοις είναι εις θέσιν να αισθάνωνται την ισχύν μιας εξαιρετικής θελήσεως, η οποία φέρει τον χαρκτήρα καλωσύνης και καθοδηγήσεως, οπότε μαγνητίζονται με ακατανίκητον δύναμιν και υπακούουν. Πολυάριθμα νεώτερα φαινόμενα, δύνανται να μας κάμουν να εννοήσωμεν την δυνατότητα των θαυμασίων τούτων.
Οι οπαδοί της φυσιογνωμικής διεπίστωσαν ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων υπενθυμίζουν δια των χαρακτηριστικών του προσώπου των, την ομοιότητα προς εν ζώον. Η ομοιότης αύτη δύναται να είναι και φανταστική και να οφείλεται εις την εντύπωσιν εις την οποίαν μας εμποιούν αι διάφοροι φυσιογνωμίαι, αποκαλύπτουσαι τα σημεία του χαρακτηρος των ατόμων. Ούτω δυνάμεθα να ανακαλύψωμεν ότι ένας άνθρωπος άρπαξ, ομοιάζει προς άρκτον, ένας υποκριτής προς γάταν κ.ο.κ. Αι κρίσεις αύται υπερβάλλονται εν τη φαντασία και ολοκληρούνται εις τα όνειρα, όπου συχνά πρόσωπα τα οποία μας εχόλωσαν εν εγρηγόρσει, μετασχηματίζονται κατά τον ύπνον εις ζώα και ενεργούν εφ' ημών ως εφιάλται. Τα ζώα όμως υπόκεινται, όπως και ημείς, και περισσότερον από ημάς, εις την επήρειαν της φαντασίας, διότι στερούνται της κρίσεως, δια να επανορθώνουν τα σφάλματά των. Δια τούτο συμπεριφέρονται απέναντι ημών, αναλόγως της συμπαθείας ή αντιπαθείας των, υπερδιεγερόμενα δια του μαγνητισμού μας. Δεν έχουν άλλως τε συνείδησιν περί της μορφής του ανθρώπου, και βλέπουν ημάς ως άλλα ζώα τα οποία τα εξουσιάζουν. Ούτω ο σκύλος θεωρεί τον κύριόν τουως ένα τελειότερον σκύλον, εις την κατεύθυνσιν του ενστίκτου τούτου, περικλείεται το μυστικόν της κυριαρχίας μας επί των ζώων. Είδομεν ένα διάσημον θηριοδαμαστήν να δαμάζη τους λέοντάς του, παρουσιάζων εις αυτούς πρόσωπον θηριώδες και βρυχόμενος ως λέων, εδώ εφαρμόζεται κατά γράμμα η λαϊκή προτροπή, πρέπει να ουρλιάζης με τους λύκους και να μυκάσαι με τα αρνιά. Άλλως τε κάθε ζωική μορφή παρουσιάζει εν ιδιαίτερον ένστικτον, εν προτέρημα ή εν αλάττωμα. Εάν κάμωμεν ώστε να κυριαρχήση εν ημίν ο χαρακτήρ ενός ζώου, αποκτώμεν επί μάλλον και μάλλον την εξωτερικήν του μορφήν, μέχρι του σημείου ώστε να εντυπώσωμεν την τελείαν εικόνα εν τω αστρικώ φωτί και να μας ίδουν εις κατάστασιν ονείρου ή εκστάσεως υπνοβάται ή εκστατικοί πανομοιοτύπως ως ζώα και όπως θα εμφανιζόμεθα ασφαλώς εις τα άλλα ζώα. Εάν τότε η λογική σβύση και το όνειρο μετατραπή εις παραφροσύνην, έχομεν ενώπιόν μας τον άνθρωπον μετηλλαγμένον εις ζώον, όπως συνέβη εις τον Ναβουχοδονόσορα. Έτσι εξηγούνται αι ιστορίαι των λυκανθρώπων πολλαί των οποίων διαπιστώθηκαν δικαστικώς. Τα γεγονότα μεν εβεβαιώθησαν,αλλά εκείνο το οποίον ηγνοήθηείναι ότι οι μάρτυρες δεν είχον υποστεί ολιγότερον την ψευδαίσθησιν από τους ίδιους λυκανθρώπους.
Τα περιστατικά συμπτώσεως και αντιστοιχειών κατά τα όνειρα δεν είναι ούτε σπάνια, ούτε εξαιρετικά. Οι εκστατικοί βλέπουν αλλήλους και συνδιαλέγονται από την μίαν άκραν του κόσμου εις την άλλην, διαρκούσης της εκστατικής καταστάσεώς των. Βλέπομεν εν πρόσωπον δια πρώτην φοράν, μας φαίνεται ότι το γνωρίζομεν από μακρού, τούτο σημαίνει ότι το συναντήσαμε συχνά εν καταστάσει ονείρου. Ο βίος είναι γεμάτος από τοιαύτας περιέργους περιπτώσεις.
Ο Πυθαγόρας επίστευεν, υπεράνω παντός άλλου εις την αθανασίαν της ψυχής και εις την αιωνιότητα της ζωής. Η εναλλαγή του χειμώνος με την άνοιξιν, της ημέρας με την νύκτα, του ύπνου και της εγρηγόρσεως, του έδιδον την κλείδα ερμηνείας του φαινομένου του θανάτου. Η αθανασία ειδικώς της ανθρωπίνης ψυχής συνίστατο, κατ' αυτόν, εις την προέκτασιν της αναμνήσεως. Λέγουν ότι διετείνετο πως ενεθυμείτο τας προγενεστέρας του υπάρξεις, εάν δε τούτο είναι αληθές σημαίνει ότι εύρισκε κάτι ανάλογον εις τας αναμνήσεις του. Είναι όμως πιθανόν να επίστευε ότι επανεύρισκε τας παλαιάς του αναμνήσεις εις τα όνειρά του και εκείνο το οποίον δια τον Πυθαγόρα ήτο υπόθεσις και θέμα ερεύνης εξελήφθη υπό των μεταγενεστέρων ως θετική βεβαίωσις.
Όπως και αν έχη το ζήτημα, η πραγματική ζωή της οντότητός μας, συνίσταται μόνον εις την ανάμνησιν. Ο ποταμός της λήθης των αρχαίων, ήτο η αληθής φιλοσοφική εικών του θανάτου. Η Βίβλος φαίνεται να δίδη εις την ιδέαν ταύτην την θεία σφραγίδα, όταν λέγη εις τους ψαλμούς: “IN MEMORIA AETERNA ERIT JUSTUS”
ALPHONSE LOUIS CONSTANT
(ELIPHAS LEVI)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ (ΤΟΜΟΣ Α')
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ Νο 018
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου