“Ο οπαδός του ποδοσφαίρου δεν είναι ακριβώς
ένας παρατηρητής. Ο ιδρώτας του και τα νεύρα
του δουλεύουν πάνω στο ποδόσφαιρο, και το
πνεύμα μπορεί να πλουτισθεί ή να ρημαχτεί απ' αυτό”.
Αρθουρ Χόπκραφτ
Αν ακολουθήσουμε την πορεία που ακολουθήθηκε από την εργασία στην ανάπτυξή της από την χειροτεχνία μέσω της συνεργασίας και της μανυφακτούρας ως τη μηχανική βιομηχανία, μπορούμε να δούμε μια συνεχή τάση προς την μεγαλύτερη ορολογικοποίηση, την προοδευτική εξάλειψη των ποιοτικών, ανθρώπινων κι ατομικών ιδιοτήτων του εργάτη. Η παραγωγική διαδικασία διαιρείται σ' ολοένα πιο εξιδεικευμένες λειτουργίες, καταστρέφοντας τη σχέση του εργάτη με το προϊόν της εργασίας του. Ο,τι ισχύει για την χειρωνακτική εργασία ισχύει επίσης για την μη χειρωνακτική εργασία, όπου “η ρουτίνα του γραφείου, η τελετουργία της αγοράς και της πώλησης, ελευθερώνονται απ' οποιαδήποτε σύνδεση μ' ανθρώπινες δυνατότητες”. Στον καπιταλισμό, η εργασία που επιτρέπει ίχνη ατομικής έκφρασης είναι εξαίρεση, επιφυλασσόμενη για μια μικρή μειοψηφία. Η διαχείριση καθορίζει πως θα χρησιμοποιηθεί η εργασία, ψωρίς εκείνοι οι οποίοι αναγκάζονται να πουλήσουν την εργασία τους νάχουν οποιοδήποτε σημαντικό λόγο στο θέμα. Γίνεται αδύνατο να ταυτιστεί κανείς με την εργασία του, ν' αναγνωρίσει τη δραστηριότητά του στα προϊόντα της εργασίας του. Η αποδοτική παραγωγή αξιώνει το ξερίζωμα κάθε ίχνους ατομικότητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σ' απρόβλεπτες διακυμάνσεις στην παραγωγή. Η περιορισμένη ευφυία που είναι αναγκαία γι' αυτό το έργο, πρέπει ν' απομονωθεί από το υπόλοιπο εγώ. “Με τη σύγχρονη “ψυχολογική” ανάλυση της εργασιακής φαντασίας... αυτή η ορθολογική μηχανοποίηση επεκτείνεται κατ' ευθείαν μέσα στην “ψυχή” του εργάτη: ακόμα η ψυχολογική κατάσταση διαχωρίζεται από την όλη προσωπικότητά του έτσι ώστε να διευκολύνεται η αφομοίωσή τους σε εξειδικευμένα “ορθολογικά” συστήματα”.
Μια κι αυτή η μορφή εργασίας δεν επιτρέπει στους ανθρώπους καμμιά αυτοέκφραση, όντας απλώς η χειραγώγηση αλλοτριωμένων αντικειμένων για τα οποία δεν αισθάνονται τίποτα, η λίμπιντο τους δεν βρίσκει τίποτα για να πιαστεί. Επαναστρέφει πίσω στο εγώ. Οι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν καμμιά ευκαιρία να κατευθύνουν τη λίμπιντό τους σ' αντικείμενα έξω από τον εαυτό τους, ένα πρόβλημα επιδεινόμενο από την έλλειψη σταθερότητας στις σχέσεις της πρώιμης παιδικής ηλικίας, δεν έχουν καμμιά εκλογή παρά να αγαπούν τους εαυτούς τους και τις πράξεις τους, αντί να αγαπούν ανθρώπους και πράγματα. Η ανεπαρκής τους “κάθεξη” του εξωτερικού κόσμου αντιστοιχεί σε μια “υπερκάθεξη” του εαυτού.
Αυτός ο υπερβολικός αυτο-ερωτισμός αμείβεται στην περίπτωση της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, της οποίας οι δραστηριότητες αποφέρουν υλικό πλούτο, κοινωνικό γόητρο και διοικητική δύναμη. Η μάζα των διανοητικών και χειρωνακτικών εργατών, όμως, έχει πολύ λίγη ευκαιρία να πετύχει οποιαδήποτε ειδικά οφέλη από την εργασία της. Γι' αυτούς το σπόρ – κι ιδίως το ποδόσφαιρο – προσφέρει κάποιο είδος αμοιβής γι' αυτή την διανοητική παραμόρφωση.
Σε μια κοινωνία, η οποία έχει μετατρέψει το ποδόσφαιρο σ' εμπόριο, ένας εξαιρετικός παίκτης μπορεί να πετύχει υπολογίσιμο πλούτο σαν επαγγελματίας. Εκτός από τα υλικά πλεονεκτήματα, το ποδόσφαιρο προσφέρει τη δυνατότητα να κερδίσει κανείς την αναγνώριση των συνανθρώπων του που χρειάζεται ο ναρκισσισμός. Ο σχεδόν μονομανιακός ζήλος, με τον οποίο επιδιώκεται τούτη, στηρίζεται στο γεγονός ότι, εξαιτίας της έλλειψης των αντικειμενικών σχέσεων, οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι “ν' αφιερώνουν την ικανότητά τους γι' αγάπη όχι στους άλλους ανθρώπους αλλά μάλλον στους εαυτούς τους, αγαπώντας μ' ένα εξιδανικευμένο, απωθημένο κι επομένως δηλητηριώδη τρόπο”. Οι παίκτες στις ομάδες νέων και αναπληρωματικών εξαρτώνται γενικά από την αναγνώριση των συμπαικτών και προπονητών τους, ενώ οι παίκτες στις πρώτες ομάδες μπορούν επίσης να κερδίσουν τον θαυμασμό των θεατών. Η δημοτικότητα ενός κορυφαίου παίκτη έχει αυξηθεί σημαντικά από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Τα ονόματα των παικτών της πρώτης κατηγορίας τυπώνονται σ' εκατομμύρια αντιτύπων των εκδόσεων της Δευτέρας του εθνικού τύπου. Ειδικά έντυπα επιζούν από την εξύμνηση των κορυφαίων παικτών, κι οι ποδοσφαιρικές ανταποκρίσεις, οι οποίες είναι μεταξύ των πιο δημοφηλών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών, φέρνουν τα ονόματά τους σε κάθε σπίτι.
Σ' αντίθεση με το τέννις ή τις αυτοκινητοδρομίες, για παράδειγμα, ακόμη και άνθρωποι χωρίς υλικά μέσα μπορούν να συμμετάσχουν στο ποδόσφαιρο. Ο εξοπλισμός τον οποίο χρειάζεται ένας παίκτης είναι μέσα στις δυνατότες του καθενός, και συχνά προμηθεύεται δωρεάν από το σωματείο. Ούτε οι συνδρομές σαν μέλους αντιπροσωπεύουν αβάσταχτο χρηματικό βάρος. Οποιοσδήποτε δείχνει ταλέντο κι εκγυμναστεί σκληρά μπορεί να βρεθεί στο δρόμο για την αθλητική επιτυχία. Το ανταγωνιστικό ποδόσφαιρο προσφέρει στις κατώτερες τάξεις μια ευκαιρία ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, οσοδήποτε ασήμαντη κι αν είναι αυτή. Πάνω στο χόρτο του γηπέδου είναι η απόδοση του παίκτη που μετράει, όχι πλούσιοι γονείς με γνωριμίες, ούτε η δυνατότητα νάχεις άλλους ανθρώπους να δουλεύουν για σένα.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός για τον οποίο υπάρχει λίγος χώρος στον προχωρημένο καπιταλισμό, εξακολουθεί να βρίσκει μια θέση στην αθλητική αρένα. Το ίδιο ισχύει στην προσπάθεια για καλλίτερη ζωή, η ψευτοδραστηριότητα του ποδοσφαίρου καναλιζάρει την ενεργητικότητα, η οποία θα μπορούσε να κλονίσει τις υπάρχουσες δομές δύναμης. Από τη νηπιακή ηλικία ήδη του αγωνίσματος, η κυβερνώσα τάξη έμαθε να χρησιμοποιεί το ποδόσφαιρο σαν μέσο απο-πολιτικοποίησης των καταπιεζομένων.
Οταν οι μάζες των βιομηχανικών εργατών στην Αγγλία άρχισαν να αναπτύσσουν ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο γύρω στα 1860, πολλοί Αγγλοι επιχειρηματίες προώθησαν το νέο σπορ, ελπίζοντας ότι θα κρατούσε τους εργάτες μακριά από την πολιτική και συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Το ποδόσφαιρο ικανοποιεί επίσης τους εξιδανικευμένους λιμπιντικούς στόχους των θεατών στις κερκίδες ή μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης. Το πετυχαίνουν με τη νηπιώδη ταύτιση με τους ήρωές τους, πράγμα το οποίο επιτρέπει επίσης στους οπαδούς να ταυτίζονται ο ένας με τον άλλο. Μια νίκη για την ομάδα μ α ς σημαίνει ότι ε μ ε ί ς κερδίσαμε. Η ηρωολατρεία των ίδιων ειδώλων είναι αυτό που κάνει δυνατή την συντροφικότητα των ποδοσφαιρικών σταδίων, ένα παθητικό υποκατάστατο για τα γνήσια αδελφικά αισθήματα που πηγάζουν από την αυθόρμητη δράση αυτόνομων ατόμων.
Τίποτα δεν διευκολύνει μια τέτοια ταύτιση από τους τοπικούς δεσμούς της ποδοσφαιρικής ομάδας, στην οποία ανήκουν οι ήρωές μας. Οι παίκτες πρέπει να εμφανίζονται σαν αντιπρόσωποι της περιοχής του θεατή. Η πραγματική τους σύνδεση με την κοινότητα μπορεί νάναι τελείως επιφανειακή. Το ποδοσφαιρικό κοινό δεν δείχνει το παραμικρότερο ενδιαφέρον αν μιλάνε μια ξένη διάλεκτο, ή αν δεν έχουν καθόλου αισθήματα κοινότητας με τον τοπικό πληθυσμό. Μια πόλη φυσιολογικά θα ταυτιστεί με το σωματείο της τής πρώτης κατηγορίας, η πλειοψηφία των παικτών του οποίου θάναι συχνά ξένοι, που αγοράστηκαν. Οταν αυτοί οι παίκτες φορέσουν τα χρώματα της τοπικής ομάδας, το κοινό τους δέχεται σαν δικούς του, κι όσο αυτοί αποδίδουν ικανοποιητικά, θα ταυτίζονται πάντα μ' αυτούς πιο εύκολα απ' ό,τι μ' έναν τοπικό παίκτη που αποδείχνεται αποτυχημένος.
Η ναρκισσιστική εκπλήρωση επαυξάνεται όταν ένας θαυμαζόμενος αθλητής όχι μονάχα αποδίδει καλά αλλά, πέρα απ' αυτό, κατέχει προσωπικές ικανότητες, οι οποίες διευκολύνουν την ενδοξοποίησή του. Η συγκινησιακή ανάγκη γι' αυτα τα αθλητικά είδωλα, η οποία πηγαίνει πολύ πέρα απ' ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την αθλητική τους επιδεξιότητα, εξηγεί γιατί αρκεί να κατέχουν μονάχα την ασαφέστερη υποψία ταλέντου στο εμπόριο του θεάματος για να εξασφαλίσουν επιτυχία σ' άλλους κλάδους της ψυχαγωγικής βιομηχανίας. Ενας διεθνής πρωταθλητής σ' ένα δημοφιλές σπορ, με μια εύλογα ελκυστική εμφάνιση, θάπρεπε να πάσχει από χρόνια βραχνάδα ή νάχε ένα σοβαρό ελάττωμα στην ομιλία για ν' αποτύχει να γίνει βεντέτα σαν τραγουδιστής, για σύντομο διάστημα τουλάχιστο. Η συχνή εναλλαγή των αστέρων κι αστερίσκων από τον κόσμο του φιλμ, των δίσκων, της τηλεόρασης και του σπορ, είναι μια ένδειξη ότι η έλξη τους δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αποδοθεί απλώς στις δικές τους ικανότητες. “Αυτοί οι αστέρες..., είναι κι ίδιοι αντιπρόσωποι μιας ανώτερης αυθεντίας. Της αυθεντίας του κρατούντος κοινωνικού συστήματος”. Η αίγλη, η στιλπνά ελκυστική παρουσίαση, την οποία τα μαζικά μέσα απονέμουν σ' αυτούς τους μυώδεις άντρες, όπως σ' άλλα είδωλα του εμπορίου του θεάματος, είναι ουσιώδης παράγοντας για το κύρος που πετυχαίνουν στα μάτια των θαυμαστών τους. Τα είδωλα των χειραγωγουμένων μαζών μόνο φαινομενικά έχουν ατομικά χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα είναι προϊόντα της διαφήμησης, σύμβολα κοινωνικών διαδικασιών. Η ενδοξοποίηση ατομικά των αθλητών μόνο φαινομενικά υπηρετεί την ανάπτυξη της ατομικότητας. Στην πραγματικότητα ενισχύει τους περιορισμούς πάνω της. “Ακριβώς όπως τα υποκριτικά συνθήματα του ελεύθερου ανταγωνισμού είχαν πολιτική αξία για τα μεγάλα μονοπώλια στην προσπάθειά τους ν' αποφύγουν τον κοινωνικό έλεγχο, έτσι κι η ρητορική του ατομικισμού που εκπέμπεται από την μαζική κουλτούρα αναιρεί την ίδια την ιδέα στην οποία υποκλίνεται, επιβάλλοντας στο ακροατήριό της πρότυπα συλλογικής μίμησης”.
Ο θριαμβος της ποδοσφαιρικής ομάδας κάποιου αποζημιώνει παροδικά για τις αποτυχίες της καθημερινής ζωής. Το συναίσθημα ευφορίας που παράγεται από ένα τέτοιο θρίαμβο βασίζεται στη φυγή από την πραγματικότητα. Αυτή η φυγή δεν εμποδίζει κανέναν από του να υποφέρει. Απλώς βοηθά να εξορίζεται το γεγονός από την συνείδησή του για κάποιο χρόνο. Ταυτιζόμενοι με την δύναμη και την μεγαλοπρέπεια ενός συνόλου, οι άνθρωποι ζητούν ν' αποφύγουν τον αβάσταχτο τραυματισμό του ναρκισσισμού τους – ένα τραυματισμό, ο οποίος τους απειλεί μέσω της αδυναμίας του εγώ τους, η οποία “δεν είναι απλώς ψυχολογική, αλλά αντανακλά την αληθινή αδυναμία του ατόμου ενώπιον των κοινωνικών δομών της δύναμης”.
Αυτή η προσπάθεια είναι ιδιαίτερα απατηλή στην περίπτωση του εθνικισμού. Στις υψηλά εκβιομηχανισμένες χώρες, τουλάχιστο, ο εθνικισμός έχει χάσει όλη την πραγματική του βάση. Ο προχωρημένος καπιταλισμός λειτουργεί τώρα πάνω σε παγκόσμιας έκτασης βάση, αδιαφορώντας για τα εθνικά σύνορα. Σαν ιδεολογία όμως, ο εθνικισμός παραμένει ισχυρός όπως πάντα. Τα διεθνή ποδοσφαιρικά ματς απεικονίζουν τη δύναμη αυτής της συλλογικής αυταπάτης, η οποία σκεπάζει τις αληθινές δομές της δύναμης και τις συγκρόυσεις συμφερόντων μέσα στην κοινωνία μας. Αν η εθνική ομάδα νικήσει, το εθνικό σύνολο μπορεί να ξαναδώσει στους ανθρώπους ένα μέρος από εκείνο τον αυτοσεβασμό ο οποίος συνεχώς τους αφαιρείται. Και μ' αυτή την ελπίδα, οι ντόπιοι υποστηρικτές ζητωκραυγάζουν αναίσχυντα την ομάδα τους, αγνοώντας όλους τους κανόνες φιλοξενίας.
Ο σύνδεσμος μεταξύ ποδοσφαίρου κι εθνικισμού γίνεται ευκολώτερος από το γεγονός ότι ο θεμελιώδης ταξικός ανταγωνισμός μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, τον οποίο ο μύθος ενός εθνικού συνόλου αποπειράται να συγκαλύψει, δεν εκδηλώνεται ανοικτά στο ποδόσφαιρο. Παίκτες και θεατές στρατολογούνται απ' όλες τις τάξεις, κι όλοι εντρυφούν στον ενθουσιασμό τους μαζί. Δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση ότι οι πρώτες ποδοσφαιρικές διεθνείς οργανώσεις έλαβαν χώρα την παραμονή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στα 1969, οι ολιγαρχίες των Ελ Σαλβαντόρ και της Ονδούρας εξώθησαν τους δυό λαούς τους σε πόλεμο μεταξύ τους για να διατηρήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Χρησιμοποίησαν τα επεισόδια στην διάρκεια ενός διεθνούς ποδοσφαιρικού αγώνα σαν πρόσχημα, γιατί αυτό είχε εγκλωβίσει τις συγκινήσεις των μαζών πάνω σε εθνικιστικά κι επιθετικά μονοπάτια.
GERHARD VINNAI
ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΩΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΙΑΝΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου