.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

ΚΙ ΟΜΩΣ... ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΟΒΟΜΟΥΝ – H. P. LOVECRAFT

...Από την ημέρα εκείνη και μετά η ζωή μου είναι ένας σκέτος εφιάλτης από σκοτεινές σκέψεις και φόβους, ούτε και γνωρίζω πόσα από αυτά είναι μια φοβερή αλήθεια και πόσα παραφροσύνη. Η προ-γιαγιά μου ήταν μια Μαρς αγνώστου πατρότητας, ο άντρας της οποίας διέμενε στο Αρκαμ – και , δεν ήταν ο γέρο-Ζάντοκ που είχε πει ότι η κόρη που είχε αποκτήσει ο Ομπεντ Μαρς από κάποια τερατώδη μητέρα είχε παντρευτεί κάποιον από το Αρκαμ μέσω κάποιας εξαπάτησης; Και κάτι δεν είχε μουρμουρίσει εκείνος, ο γέρο- μπεκρούλιακας για τα μάτια μου, που έμοιαζαν, λέει, μ' εκείνα του καπετάνιου Ομπεντ; Και στο Αρκαμ, επίσης, ο έφορος μου είχε πει ότι είχα τα μάτια των αληθινών Μαρς. Ποιος -ή τι- λοιπόν, ήταν η προ-γιαγιά μου; Αλλά ίσως όλα αυτά είναι μια σκέτη παραφροσύνη. Εκείνα τα στολίδια από το ασπριδερό χρυσάφι θα μπορούσε εύκολα να έχουν αγοραστεί από κάποιο ναυτικό του Ινσμουθ από τον πατέρα της προγιαγιάς μου, όποιος κι αν ήταν αυτός. Κι εκείνη η όψη των ορθάνοιχτων ματιών στα πρόσωπα της γιαγιάς και του αυτόχειρα θείου μου θα μπορούσε να οφείλεται απλώς στη δική μου ιδέα – σε μια απλή ιδέα που ενισχύθηκε από τη σκιά του Ινσμουθ που τόσο βαριά είχε χρωματίσει τη φαντασία μου. Αλλά γιατί είχε αυτοκτονήσει ο θείος μου μετά την έρευνα που είχε κάνει στη Νέα Αγγλία σχειτικά με τους προγόνους του;
Για παραπάνω από δύο χρόνια τώρα προσπαθώ να αποδιώξω αυτές τις σκέψεις με περιορισμένη επιτυχία. Ο πατέρας μου φρόντισε να βρω μια θέση σε μια ασφαλιστική εταιρία, κι εγώ έθαψα τον εαυτό μου, όσο αυτό ήταν δυνατόν, στη ρουτινιέρικη δουλειά. Το χειμώνα του 1930-31, όμως, τα όνειρα άρχισαν. Ηταν πολύ αραιά και ακαθόριστα στη αρχή, αλλά όσο οι εβδομάδες κυλούσαν τόσο αυξάνονταν σε συχνότητα και σε ζωντάνια. Απέραντοι υδάτινοι χώροι ξανοίγονταν μπροστά μου, και είχα την αίσθηση ότι περιπλανιόμουν ανάμεσα σε τιτάνια προστώα και σε λαβυρίνθους από κυκλώπειους τοίχους πνιγμένους στα φύκια, έχοντας ως συντρόφους μου αλλόκοτα ψάρια. Υστερα άρχισαν να εμφανίζονται κι εκείνες οι άλλες μορφές, που με γέμιζαν με ακατανόμαστη φρίκη από τη στιγμή που θα ξυπνούσα. Αλλά κατά τη διάρκεια των ονείρων δε μου προκαλούσαν απολύτως καμία φρίκη – ήμουν ένα μαζί τους. Φορούσα τα απόκοσμα στολίδια τους, βάδιζα στους υδάτινους δρόμους τους και προσευχόμουν αποτρόπαια στους δαιμονικούς ναούς τους στους βυθούς των θαλασσών.
Υπήρχαν πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούσα να θυμηθώ ξυπνώντας, αλλά ακόμη κι εκείνα που θυμόμουν κάθε πρωί θα ήταν αρκετά για να με εντάξουν στους παράφρονες ή στους μεγαλοφυείς αν αποτολμούσα ποτέ να τα γράψω. Κάποια φοβερή επιρροή, αυτό το ένιωθα, προσπαθούσε σταδιακά να με παρασύρει έφω από το λογικό κόσμο της υγιούς ζωής προς κάποιες ακατανόμαστες αβύσσους μαυρίλας και ξενικότητας. Και αυτό είχε αρχίσει να αφήνει τα σημάδια του πάνω μου. Η υγεία και η εμφάνισή μου χειροτέρευαν σταθερά, μέχρι που τελικά αναγκάστηκα να παραιτηθώ από τη θέση μου και να υιοθετήσω τη στατική και μονήρη ζωή ενός ανάπηρου. Κάποια περίεργη νευρική πάθηση με ταλαιπωρούσε, κι έρχονταν στιγμές που μου ήταν αδύνατο να κλείσω τα μάτια μου.
Ηταν τότε που άρχισα να μελετώ το είδωλό μου στον καθρέφτη, με ολοένα και μεγαλύτερη αγωνία. Οι αργές επιρροές της αρρώστιας δεν ήταν ευχάριστες στη θέα, αλλά στην περίπτωσή μου κάτι πιο απροσδιόριστο και πιο αινιγματικό κρυβόταν από πίσω. Ο πατέρας μου φάνηκε να το παρατηρεί κι αυτός, γιατί άρχισε να με κοιτάει περίεργα και σχεδόν με φόβο. Τι μου συνέβαινε; Μήπως ήταν ότι είχα αρχίσει να μοιάζω κι εγώ με τη γιαγιά μου και το θείο Ντάγκλας;
Μια νύχτα είχα ένα φοβερό όνειρο στο οποίο συνάντησα τη γιαγιά μου κάτω από τη θάλασσα. Ζούσε σ' ένα φωσφορικό παλάτι με πολλές αναβαθμίδες μπροστά, με κήπους από παράξενα λεπρικά κοράλλια και αλλόκοτα βραχιονοειδείς εξανθήσεις, και με καλωσόρισε με μια θέρμη που θα μπορούσε να περιγραφεί και ως σαρδόνια. Είχε αλλάξει -όπως αλλάζουν εκείνοι που υιοθετούσαν το νερό- και μου είπε ότι δεν είχε πεθάνει ποτέ. Αντιθέτως, είχε πάει σ' ένα σημείο που είχε μάθει ο πεθαμένος γιός της, και από εκεί είχε πηδήσει προς ένα κόσμο τα θαύματα του οποίου -που προορίζονταν εξίσου και για εκείνον- εκείνος τα είχε περιφρονήσει αυτοκτονώντας με το πιστόλι του. Αυτός θα γινόταν και ο δικός μου κόσμος – δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτόν. Δε θα πέθαινα ποτέ, αλλά θα ζούσα μ' εκείνους οι οποίοι ζούσαν από εποχές που ο άνθρωπος δεν είχε βαδίσει ακόμη στη γη.
Συνάντησα επίσης εκείνη που ήταν η δική της γιαγιά. Επί ογδόντα χιλιάδες χρόνια η Φθ'θύα-λ'γι είχε ζήσει στην Υ'χα-νθλέι, και εκεί είχε επιστρέψει μετά τον θάνατο του 'Ομπεντ Μαρς. Η Υ'χα-νθλέι δεν είχε καταστραφεί όταν οι άνθρωποι της άνω γης είχαν εκτοξεύσει το θάνατό τους προς τη θάλασσα. Είχε πάθει ζημιές, αλλά δεν είχε καταστραφεί. Οι Αβυσσαίοι δε θα μπορούσαν ποτέ να εξοντωθούν, έστω και αν η αρχαϊκή μαγεία των ξεχασμένων Παλαιών μπορούσε μερικές φορές να τους αναχαιτίσει. Προς το παρόν θα παρέμεναν σε αδράνεια, αλλά κάποια μέρα, αν το θυμόντουσαν, θα αναδύονταν ξανά για τις θυσιαστήριες προσφορές που τόσο ποθούσε ο Μέγας Κθούλου. Την επόμενη φορά θα γινόταν σε κάποια πόλη μεγαλύτερη του Ινσμουθ. Είχαν σχεδιάσει να εξαπλωθούν, και είχαν καλέσει εκείνο που θα μπορούσε να τους βοηθήσει, αλλά τώρα θα έπρεπε να περιμένουν για μια ακόμη φορά. Επειδή εγώ ήμουν η αιτία για το θάνατο που τους είχαν στείλει οι άνθρωποι της άνω γης, θα έπρεπε να υποστώ κάποια ποινή, αλλά δε θα ήταν και πολύ βαριά. Αυτό ήταν και το όνειρο στο οποίο είδα για πρώτη φορά ένα σογκόθ, και η θέα του μ' έκανε να ξυπνήσω και τιναχτώ πάνω μέσα σε μια φρενίτιδα ουρλιαχτών. Εκείνο το πρωί ο καθρέφτης μου, μου έδειξε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είχα αποκτήσει πια τη θωριά του Ινσμουθ.
Μέχρι στιγμής δεν έχω καρφώσει μια σφαίρα στο κεφάλι μου σαν το θείο Ντάγκλας. Αγόρασα ένα αυτόματο πιστόλι και σχεδόν το έκανα, αλλά ορισμένα όνειρα με απέτρεψαν από αυτή την πράξη. Οι αφόρητες και ακραίες αντιδράσεις της φρίκης έχουν ελαττωθεί, και τώρα αισθάνομαι μια αλλόκοτη έλξη προς τα άγνωστα θαλάσσια βάθη αντί για φόβο. Εχω αρχίσει ν' ακούω και να κάω παράξενα πράγματα στον ύπνο μου, και ξυπνώ μ' ένα είδος ψυχικής έξαρσης αντί για τρόμο. Δε νομίζω ότι θα χρειαστεί να περιμένω για την πλήρη αλλαγή όπως περίμεναν οι περισσότεροι. Αν το κάνω, πιθανώς ο πατέρας μου να μ' έκλεινε σε κάποια κλινική όπως έκλεισαν και το δύστυχο το μικρό μου εξάδελφο. Εκπληκτικά κι ανήκουστα θαύματα με περιμένουν εκεί κάτω, και θα τ' αναζητήσω σύντομα. Ια-Ρ'λυε! Κθούλου φτανγκ! Ια! Ια! Οχι, δε θ' αυτοκτονήσω – δεν μπορούν να με κάνουν ν' αυτοκτονήσω.
Θα οργανώσω την απόδραση του εξαδέλφου μου από εκείνο το τρελάδικο του Κάντον, και μαζί θα πάμε ως στο σκιασμένο από θαύματα Ινσμουθ. Οι δυο μας θα κολυμπήσουμε πέρα ως εκείνη τη σκυθρωπή ξέρα στη θάλασσα και θα βουτήξουμ κάτω, διασχίζοντας τις μαύρες αβύσσους ως την κυκλώπεια και πολυκίονη Υ'χα-νθλέι. Και σ' εκείνο το κρησφύγετο των Αβυσσαίων, καταμεσής σε θαύματα και φαντασμαγορίες θα ζήσουμε για πάντα.

Οι Εκπληκτικοί Κόσμοι του H. P. Lovecraft - 1
Η Σκιά Πάνω Από το Ινσμουθ και Αλλες Ιστορίες
Μετάφραση Γιώργος Μπαλάνος
Εκδόσεις Locus 7

Δεν υπάρχουν σχόλια: