Εν τώ µεταξύ, ο Αιµίλιος Μπερτιέ, εκεί που εκάθητο, είχε επί τών γονάτων του ένα βιβλίον, άλλα εκείνην τήν στιγµήν δεν ανεγίνωσκε. Τρείς γλάροι περιίπταντο υπεράνω, µε νωχελή µεγαλοπρέπειαν. Ο Γάλλος καλλιτέχνης τούς παρετήρει ψιθυρίζων:
Souvent pour s'amuser les hommes d' euipages
Prennent des albatros, vastes oiseux des mers
Έπειτα µεταπηδών εις άλλο ποίηµα εξηκολούθησε να ψιθυρίζει:
Homme libre, toujours tu obeiras la mer!
La mer est ton miroir, tu contemple ton ame!
Ο Ιταλός τενόρος Τίτο Τιντορέλλι, βλέπων τά χείλη τού γείτονός του να κινούνται, έρριψε εν βλέµµα επί τής ράχεως τού βιβλίου, που ευρίσκετο εις τά γόνατα τού Γάλλου, και, αναγινώσκων τό όνοµα τού ποιητού και τόν τίτλον, εσκέφθη: « τι παράξενος τίτλος "Τα Άνθη τού Κακού". Ποιος νάναι τάχα αυτός ο Μπωντελαίρ; »
Τήν ιδίαν στιγµήν, ένας θαλαµηπόλος, διερχόµενος προ τών εις τό σηµείον τούτο τού καταστρώµατος καθηµένων επιβατών, και µεταφέρων εσπευσµένως έναν ταξιδιωτικόν σάκκον εις άλλο µέρος τού πλοίου, µόλις επλησίασε τάς δύο Ελληνίδας και διέκρινε τήν µικράν Ειρήνην και τήν παιδαγωγόν της, εκοντοστάθη προς στιγµήν, κατάπληκτος, ήνοιξε τό στόµα του, ως άνθρωπος έτοιµος να αναφωνήση και έπειτα συνέχισε τόν δρόµον του, κάτωχρος, στρέφων τήν κεφαλήν του κάθε τόσον, και ρίπτων τό βλέµµα του επί τής µικράς Ελληνίδος και τής διδασκαλίσσης της, προτού εξαφανισθή οπίσω από τήν πρώτην θύραν που συνήντησε.
« ∆εσποινίς Μαρία ! ∆εσποινίς Μαρία ! » ανεφώνησε η παίς, αναγνωρίζουσα τόν αυνανιστήν τής προτεραίας και τείνουσα προς αυτόν τόν δείκτην τής δεξιάς της.
Η παιδαγωγός, που είχε κλείσει τούς οφθαλµούς της ολίγον προ τής διελεύσεως τού λάγνου ανδρός και ανεπαύετο, όταν ήκουσε τήν φωνήν τής µαθητρίας της, τούς ήνοιξε αµέσως και αναγνωρίζουσα και αυτή, εν τώ προσώπω τού ταχέως αποµακρυνοµένου υπηρέτου, τόν ήρωα τών ασέµνων σκηνών εις τήν προκυµαίαν, είπε µε αγανάκτησιν:
« Α, τόν παλιάνθρωπο! ∆εν ήξερα πώς είναι καµαρότος, σε αυτό τό πλοίο... »
« Μα τί έκανε, χθές, αυτός ο άνθρωπος, κοντά στα βαρέλλια; » ηρώτησε αµέσως η µικρά Ελληνίς, δρασσοµένη τής ευκαιρίας που τής παρουσιάσθη να δοκιµάση, άλλην µίαν φοράν, να ικανοποίηση τήν περιέργειάν της και εξηκολούθησε: « Γιατί ήτο τόσο πελώριο τό πράµα του, και γιατί τό έτριβε µετόση µανία; »
Αίφνης η χαρίεσσα παίς ανεσκίρτησε επί τού καθίσµατός της και είπε µε οξείαν φωνήν: « ∆εσποινίς Μαρία, µου ήρθε µιά ιδέα... Μήπως αυτό τό πράµα που ένοιωθα πίσω µου, χθές, στην παραλία, όταν µε έσπρωχνε αυτός ο άνθρωπος, µήπως τό πράµα αυτό, ήτο τό πιπί του; »
Η µικρά Ελληνίς εσιώπησε προς στιγµήν, προσµένουσα µε λαχταριστήν προσδοκίαν τήν απάντησιν τής παιδαγωγού και έπειτα είπε: « Αχ, πήτε µου, δεσποινίς, αν έχω δίκαιο. »
Η διδασκάλισσα, όµως, ουδεµίαν απάντησιν έδωσε. Σιωπηλή και τεταραγµένη, εκοίταζε τήν µαθήτριάν της µε αλλόκοτον ύφος. Η παίς, φοβούµενη µήπως δεν λάβει µέχρι τέλους καµµίαν εξήγησιν, ηγέρθη αποτόµως από τό κάθισµά της και ισταµένη προ τής παιδαγωγού, επανέλαβε µε ένθερµον και παρακλητικήν επιµονήν τάς ερωτήσεις της.
« Πήτε µου, αχ, πήτε µου, παρακαλώ, αν έχω δίκαιο. Και πήτε µου, γιατί ήταν τόσο πελώριο τό πράµα αυτού τού ανθρώπου; Πήτε µου, γιατί τό έτριβε έτσι. Να, έτσι... έτσι... έτσι... »
Η µικρά Ελληνίς, η οποία, προφανώς, δεν είχε ιδεί ποτέ, προ τής χθεσινής σκηνής, ψωλήν εν στύσει, και η οποία, προφανώς, δεν εγνώριζε τίποτε περί ανδρικού αυνανισµού και περί τής ικανότητος τού πέους να επιµηκύνεται, να εξογκούται και να ίσταται όρθιον, ήνοιξε τά σκέλη της, προέβαλε τήν ηβικήν της χωράν και, κλείουσα τήν δεξιάν παλάµην της, συνόδευσε τάς τελευταίας λέξεις µε πολλάς ζωηράς και εκφραστικάς παλινδροµικάς κινήσεις τής χειρός της εις τό ύψος τού αιδοίου της, µιµούµενη αφελώς και µε µεγάλην ακρίβειαν τάς αυνανιστικάς χειρονοµίας τού φιληδόνου καµαρότου, καθώς και τάς σπασµωδικάς κινήσεις τών γλουτών του και τού κάτω µέρους τής κοιλίας του προς τά έξω, που τόν είχε ιδεί να κάµνη πλησίον τών βαρελλίων, ολίγον προ τής εκτοξεύσεως τού σπέρµατός του.
Η διδασκάλισσα πρώτα εκοκκίνισε και έπειτα έγινε πελιδνή. Ένα ρίγος διέτρεξε τό σώµα της.
« Ειρήνη, παύσε αµέσως » είπε, µε τόνον άκρως επιτακτικόν.
Η παίς συνεµορφώθη πάραυτα και τήν εκοίταξε µε απορίαν. Η διδασκάλισσα έρριψε δεξιά και αριστερά τό ανήσυχον βλέµµα της, διά να εξακριβώση αν είχαν γίνει αντιληπταί εις τούς πλησίον καθηµένους επιβάτας αι χειρονοµίαι και αι κινήσεις τής Ειρήνης, και αφού εβεβαιώθη ότι ουδείς είχε προσέξει τι είχε κάµει η µαθήτριά της, εστράφη προς αυτήν και είπε: « Κάθησε. »
Η κορασίς υπήκουσε. Η Ελληνίς παιδαγωγός έλαβε τήν αριστεράν της χείρα εις τάς ιδικάς της και τήν εκοίταξε εις τά µάτια. Ησθάνετο ότι ήτο ανάγκη κάτι να τής πή, κάπως να τήν νουθέτηση, ότι ήτο ανάγκη να τής οµιλήση, έστω και χωρίς να τής αποκαλύψη τήν αλήθειαν. Αλλά δεν ήτο εις θέσιν να αρθρώση ούτε µίαν λέξιν. Εν νέον ρίγος διέτρεξε τό σώµα της. Μέσα εις τόν νούν της, µαζύ µε τήν αντικειµενικήν εικόνα τής Ειρήνης, έβλεπε µίαν φανταστικήν εικόνα τού θαλαµηπόλου. Και αι δύο εικόνες ήσαν τροµερά εναργείς. Αφ' ενός, η διδασκάλισσα έβλεπε τήν Ειρήνην όπως εκάθητο, δίπλα της, εις τήν πραγµατικότητα. Αφ' ετέρου, εν τη φαντασία της, έβλεπε τόν λάγνον καµαρότον, να ίσταται µεταξύ αυτής και τής µαθητρίας της, µε τό µέγα πέος του εκτεθειµένον, µακρύ, χονδρόν και καυλωµένον, να αυνανίζεται µε πάθος. Η απόστασις που εχώριζε τήν ψώλαν του από τό πρόσωπον τής κορασίδος, ήτο τόσον µικρά, ώστε τό µέλλον να εκτοξευθή —εν τη φαντασιώσει της— εντός ολίγου σπέρµα, θα έπιπτε επάνω εις τό πρόσωπον τής ωραίας παιδός, επάνω εις τά χείλη της, επάνω εις τά µάτια της, επάνω εις τά µαστίδιά της, επάνω εις τά µαλλιά της.
Η παιδαγωγός έκαµε τό παν διά να εκδιώξη τήν εικόνα αυτήν. Όµως ο νους της
εφλέγετο όσον και αι αισθήσεις της, και η λαγνική εικών παρέµεινε µέσα της
ζωηροτάτη. Και ενώ έβλεπε η Μαρία, εις τό όραµά της, τόν θαλαµηπόλον να εξακολουθή µε περιπάθειαν τόν αυνανισµόν και να προσπαθή, προβάλλων τήν κοιλίαν του, να εγγίση, µε τόν σφύζοντα ερωτικόν σωλήνα του, τό πρόσωπον τής κόρης, προσετίθετο εις τήν ψευδαίσθησιν τής οράσεώς της µία ψευδαίσθησις τής ακοής, και η διδασκάλισσα ήκουσε τόν θαλαµηπόλον να λέγη, εν µέσω διαπύρων αναστεναγµών και αναφωνήσεων ηδυπαθείας: « Αααχ!... Αααχ!... Χρυσό µου!... Άγγελέ µου!... Για δες τήν πούτσα µου!... Για δες τήν ψωλή µου !... Για δες τήν πώς έγινε για σένα!... Κοίταξε, κούκλα µου, πώς λαχταρά να χύση!... Ωωωχ!... Ωωωχ!... Ααα!... Ααα!... Άνοιξε γρήγορα τό στόµα σου... Θέλω να σ' τό γαµήσω... Άνοιξέ το γρήγορα... γρήγορα... Θα... θα χύσω!... Αααχ!... Αααχ!... Ααα!... Ααααα!... Χύνω!... Χύνω!... Πάρε τό σπέρµα µου!... Πάρ' τήν ψυχή µου!... »
Και ενώ έβλεπε και ήκουε, εν τη φαντασία της, άπαντα ταύτα, η Μαρία έβλεπε, εν τη πραγµατικότητι, µε άπειρον τρυφερότητα άλλα και µε λαγνείαν τήν χαρίεσσαν ξανθήν παίδα, χωρίς να ηµπορή ούτε µίαν λέξιν να αρθρώση.
Η µικρά Ελληνίς που εφλέγετο από περιέργειαν να µάθη τί έκαµνε ο καµαρότος εις τήν προκυµαίαν, παρ' όλην τήν επίµονον σιωπήν τής παιδαγωγού και τήν ρητήν εντολήν της να παύση τήν µίµησιν τού ανδρικού αυνανισµού, παρ' όλον τό αλλόκοτον ύφος τής Μαρίας, αφού ανέµεινε επί τινα χρόνον και δεν έλαβε καµίαν απάντησιν εις τά ερωτήµατά της, έκτος τής αυστηράς επιταγής να παύση τήν άσεµνον µίµησιν, έκαµε πάλιν µε τήν ελευθέραν χείρα της τήν χειρονοµίαν τής ανδρικής µαλακίας, και άλλην µίαν φοράν ηρώτησε µε θέρµην: « Αχ, πήτε µου, παρακαλώ, γιατί έτριβε ο καµαρότος, χθές, τό πράµα του, έτσι...έτσι... »
Με τήν χειρονοµίαν και τήν ερώτησιν τής Ειρήνης, η διδασκάλισσα εξήλθε από τήν φαντασίωσίν της, και δρασσοµένη τής άλλης χειρός τής µαθητρίας της, εκράτησε και αυτήν εις τάς ιδικάς της, και, αφού έρριψε πάλιν εν βλέµµα γύρω της, είπε: « Σούτ... σουτ, αγάπη µου... Σε παρακαλώ πολύ, να µη µου θέσης πιά ποτέ τήν ερώτησι αυτή. Επίσης, ποτέ να µη ξανακουνήσης τό χέρι σου µε αυτόν τόν τρόπο... Υπάρχουν ωρισµένα πράγµατα, που θα τά µάθης αργότερα... επί τού παρόντος, πρέπει να αρκεσθής στη σιωπή µου. »
« Μα γιατί; Γιατί; » ανεφώνησε µε δυσφορίαν η κόρη.
« Και αυτό, θα τό µάθης αργότερα. Σήµερα δεν µπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Τούτο µόνο θα προσθέσω. Αν τύχη και είσαι µόνη σου καµιά φορά, και συναντήσεις αυτόν τόν καµαρότο, να θυµηθής αυτά που σε έβαλα να µου υποσχεθής, χθές, στην προκυµαία, και αν σου µιλήση εκείνος, όχι µόνο να µη τού απαντήσης, µα να µη τόν κοιτάξης καν. »
« Μα αν µε πάρη από πίσω, αν εξακολουθή να µου µιλά; » ηρώτησε µε έκδηλον δυσαρέσκειαν διά τήν στάσιν τής παιδαγωγού της η µικρά Ελληνίς.
« Να στρίψης τό κεφάλι σου άλλου, και αν δεν φύγη εκείνος, να φυγής εσύ. Αν πάλι προσπαθήση να σε αγγίξη διά τής βίας, είτε µπροστά, είτε πίσω, µπήξε µιά φωνή και ζήτησε βοήθεια. Θα δής, τότε, τί θα τού κάνω εγώ. »
Η παιδαγωγός εκοίταξε επί τινα χρόνον µε περιπάθειαν τήν ξανθήν παίδα και εξηκολούθησε:
« Πρέπει να ξέρης, ότι σε αυτόν τόν κόσµο υπάρχουν, αγάπη µου, πράγµατα συγκλονιστικά, που δεν επιτρέπεται να τά εξηγή κανείς σε πλάσµατα νέα και τρυφερά, όπως εσύ, πριν µεγαλώσουν. »
Η διδασκάλισσα εσιώπησε πάλι, επ' ολίγον, και κοιτάζουσα πάντοτε τήν κορασίδα µε περιπάθειαν εις τά µάτια, αίφνης ηρώτησε: « Κατάλαβες, Ειρήνη; »
Η µικρά Ελληνίς εκοίταξε τήν Μαρίαν µε απογοήτευσιν.
Έως τήν στιγµήν εκείνην, απέδιδε τήν όλην στάσιν τής παιδαγωγού εις αίσθηµα αιδηµοσύνης, που τήν κατελάµβανε οσάκις είχε να τής απάντηση σχετικώς µε τά γεννητικά όργανα, τών οποίων τήν πραγµατικήν σηµασίαν και τόν ερωτικόν προορισµόν ηγνόει τελείως η Ειρήνη, θεωρούσα αυτά, και εις τά δύο φύλα, ως όργανα απλώς ουρητικά. Τώρα όµως, ήρχισε να υποψιάζεται και έτεινε ολονέν περισσότερον να πιστεύση η µικρά Ελληνίς, ότι εκτός από τήν εντροπήν, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που ηνάγκαζαν τήν παιδαγωγόν της να τηρή τήν έµµονον σιωπήν και τήν αλλόκοτον στάσιν, λόγοι έχοντες σχέσιν µε πράγµατα µυστηριώδη, µε πράγµατα γοητευτικά, τών οποίων τά µυστικά έπρεπε να είναι άκρως ενδιαφέροντα, διά να τά ονοµάζη η δεσποινίς Μαρία συγκλονιστικά, και τά οποία ήθελε τώρα διακαώς να µάθη η Ειρήνη.
Χωρίς να απάντηση ακόµη εις τήν ερώτησιν τής παιδαγωγού, η χαρίεσσα κόρη εξηκολούθησε να τήν κοιτάζη.
∆ιατί τά µάτια τής δεσποινίδος Μαρίας ήσαν τόσον υγρά και τόσον στιλπνά;
∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον σκληρά και τόσον τρυφερά συγχρόνως; ∆ιατί τήν εκοίταζαν τόσον ζωηρά και τόσον λυπητερά συνάµα; ∆ιατί έτρεµαν κάθε τόσον τά χέρια της επάνω στα ιδικά της; ∆ιατί ηρνείτο µε τόσην επιµονήν να απαντήση εις τά τόσον άπλα και φυσικά ερωτήµατά της; ∆ιατί ήτο τόσον µεγάλο, τόσον χονδρό, µακρύ και σκληρό, τό πράµα τού καµαρότου; ∆ιατί τό έτριβε τόσον παράξενα, εκεί, κοντά εις τά βαρέλλια; Μήπως αυτό που ησθάνετο εις τόν συνωστισµόν, ήτο τό πράµα του και όχι ένα ξένο αντικείµενον στην τζέπη του; τι ήσαν όλα αυτά τά µυστήρια επιτέλους;
Η χαρίεσσα παίς, σκεπτοµένη εντατικώς άπαντα ταύτα, δεν είχε ακόµη απαντήσει εις τήν ερώτησιν τής Μαρίας.
« Κατάλαβες, καλό µου κοριτσάκι; » ηρώτησε εκ νέου η παιδαγωγός. «Κατάλαβες τί σου είπα προ ολίγου; »
« Όχι » απήντησε επιτέλους τό κοράσιον, µε απόλυτον ειλικρίνειαν. « ∆εν κατάλαβα τίποτε. »
Η δεσποινίς Μαρία ήνοιξε τό στόµα της, ωσάν να ήθελε να πή κάτι, όµως καµία λέξις δεν εξήλθε από τά χείλη της. Κατεχόµενη από συγκίνησιν βαθείαν, εκοίταζε βωβή τήν νεαράν Ειρήνην, ενώ τά µάτια της υγράνθησαν ακόµη περισσότερον και έλαµψαν µε µεγαλυτέραν στιλβηδόνα. Μετά βραχείαν σιωπήν, άφησε τάς χείρας τής µαθητρίας της να ολισθήσουν από τάς ιδικάς της, και εγειροµένη αποτόµως από τό κάθισµα της, είπε µε φωνήν ηλλοιωµένην: « Ειρήνη, µη φυγής απ' εδώ... Σε λίγα λεπτά θα... θα επιστρέψω. »
Μόλις εξηφανίσθη η Ελληνίς παιδαγωγός, κάτι τελείως απροσδόκητον συνέβη. Η καθηµένη ολίγον πιό µακρυά λεπτοφυής ως συλφίς νεαρά Σουηδή, χωρίς να προσέξη καν αν τήν έβλεπε κανείς, εξεκούµβωσε τάχιστα τήν µπλούζαν της και µε δύο γοργάς κινήσεις, ωσάν να µην ηµπορούσε να κρατηθή, εξήγαγε εκ τού στηθόδεσµου της ένα ωραιότατον και µεγάλον διά µίαν τόσον λεπτήν νεανίδα σφικτόν βυζί, και επίεσε τήν ηµιεκτοξευµένην ροδαλήν θηλήν του εις τό στόµα τής κούκλας, τήν οποίαν εκράτει εισέτι εις τήν αγκάλην της, συνθλίβουσα τόν σφύζοντα λευκόν µαστόν µε τόν δείκτην και τόν µεσαίον δάκτυλον τής δεξιάς
χειρός της, όπως µία γυνή που γαλουχεί ένα βρέφος. Ολίγα δευτερόλεπτα διήρκεσε τούτο, και, εν συνεχεία, η νεαρά Σουηδή, µε έκφρασιν απεριγράπτου λαγνείας εις τό πρόσωπόν της, ήρχισε να τρίβη µε δύναµιν τήν ρώγαν της επί ολοκλήρου τού προσώπου τής κούκλας, ενώ η θηλή καθισταµένη διπλή εις µέγεθος και σκληρά, εξετοξεύετο, ως φράουλα τραγανή, εις πλήρη στύσιν. Αλλά και αύτη η φάσις δεν διήρκεσε πολύ. Η Γκρέτα, καταφανώς εν µεγάληδιεγέρσει διατελούσα, χωρίς τήν παραµικράν προφύλαξιν, ανέσυρε εν ριπή οφθαλµού τό φόρεµά της, και, αποκαλύπτουσα, προς στιγµήν, ένα θαυµάσιον και προεξέχον πολύ, εν µέσω ολίγων αραιών τριχών µουνί (δεν έφερε σκελέαν), ήνοιξε τούς µηρούς της, έθεσε τήν κούκλαν µεταξύ αυτών, και καλύπτουσα πάλιν τό ερωτικόν της όργανον, έσφιξε τούς µηρούς της, και ήρχισε να κινήται ζωηρώς, ζωηρότατα, επί τού καθίσµατός της, κατά τρόπον που εφανέρωνε ότι ηυνανίζετο µε πάθος, τρίβουσα µανιωδώς τό αιδοίον της, επί τής κεφαλής και τών µαλλιών τού κοµψού ανθρωποµόρφου οµοιώµατος, επιδιώκουσα µε αφάνταστον ζέσιν να επιφέρη τοιουτοτρόπως τήν έκχυσιν τού ερωτικού χυµού της, αδιαφορούσα τελείως, και, ίσως, τερποµένη επιπροσθέτως, από τό γεγονός ότι εξετέλει τήν τόσον άσεµνον, άλλα και τόσον χαριτωµένην αυτήν πράξιν δηµοσία.
Κατ' αρχάς, ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, βυθισµένος όπως ήτο εις τούς υπολογισµούς του, δεν αντελήφθη τι έκαµνε η κόρη του — τουτέστιν δεν αντελήφθη τήν φάσιν τού « θηλασµού ». Όταν όµως η Γκρέτα διέκοψε τήν « γαλούχησιν » και, µετά ταύτα, τήν πρόστριψιν τού βυζιού της επί τού προσώπου τής κούκλας, και ήρχισε να µαλακίζεται υπό τό φόρεµά της, µε τό κοµψόν άθυρµα ανάµεσα εις τά σκέλη της, πιέζουσα αυτό, ταυτοχρόνως, και διά τής χειρός, επί τού µουνιού της, ο Σουηδός βαρώνος ηννόησε, τότε, αµέσως, τι έκαµνε η κόρη του, και αφού έρριψε γύρω του ένα αγωνιώδες βλέµµα και ανεκουφίσθη, νοµίζων ότι ουδείς είχε αντιληφθεί τήν άσεµνον συµπεριφοράν τής Γκρέτας, καθιστάµενος κατακόκκινος από εντροπήν και οργήν, επέπληξε αυστηρότατα τήν θυγατέρα του, και τήν διέταξε να διακόψη
πάραυτα τήν λαγνικήν της πράξιν. Έπειτα, λαµβάνων και σφίγγων δυνατά τόν δεξιόν βραχίονά της και σείων ζωηρώς τήν κινουµένην επί τού καθίσµατός της µε έγκαυλον παραφοράν νεανίδα, τήν διέταξε να σηκωθή αµέσως και να τόν ακολουθήση εις τά διαµερίσµατά των, χωρίς να αντιληφθή ότι η καθηµένη πλησίον του µικρά Αµερικανίς Αλεξάνδρα Μαίησον —φλεγοµένη από µέγιστον ενδιαφέρον, άλλα υποκρινοµένη ότι τίποτε δεν είδε— είχε ιδεί τά πάντα...
Η νεαρά Σουηδή, φοβούµενη τήν οργήν τού πατρός της, ηναγκάσθη να αποσύρη τήν κούκλαν από τό αιδοίον της, και παρά τήν έκδηλον σφοδράν διέγερσίν της, συνεµορφώθη µε τάς επιταγάς τού βαρώνου, διακόπτουσα τήν πρωτότυπον µαλακίαν που έκαµνε, χωρίς να φαίνεται ότι είχε τήν παραµικράν συναίσθησιν ότι αυτό που είχε διαπράξει ήτο κάτι τό άσεµνον ή απηγορευµένον, ιδίως όταν εξετελείτο εις δηµοσίους χώρους και ενώπιον πολλών θεατών.
Λαµβάνουσα λοιπόν εκ νέου τήν κούκλαν της (ήτις έλαµπε τώρα από τά εκχειλίσµατα τού µουνιού της) εις τήν αγκάλην της, η νεαρά νυµφοµανής ηγέρθη από τήν θέσιν της και ηκολούθησε τόν πατέρα της, ασθµαίνουσα ακόµη από τήν έγκαυλον κατάστασίν της, καταφανώς παραπονεµένη και µε έκφρασιν απορίας εις τό πρόσωπόν της, που µία πράξις τόσον χαριτωµένη και τόσον ευχάριστος κατεδικάζετο, ενώ ο βαρώνος Χάσσελκβιστ, σύννους και καταστεναχωρηµένος, σύρων αυτήν διά τού βραχίονος, τήν ωδηγούσε απελπισµένη εις τά διαµερίσµατά του.
Μόλις απεµακρύνθησαν ολίγον, η µικρά Αλεξάνδρα Μαίησον, προφασιζοµένη ότι µεταβαίνει να φέρη από τόν θάλαµόν της ένα βιβλίον, εγκατέλειψε τήν Καρολίναν Μαίησον και τόν κωφάλαλον αδελφόν της, και ηκολούθησε τόν Σουηδόν και τήν αιθερίαν κόρην του διά να εξακριβώση εις ποίους θαλάµους διέµεναν και —ει δυνατόν— να ιδή τι θα συνέβαινε µεταξύ τού βαρώνου και τής νεαράς νύµφης τού Βορρά, εάν ο πατήρ της δεν τήν συγχωρούσε.
Την ιδίαν περίπου στιγµήν, ο καθήµενος εις άλλο σηµείον τού αυτού καταστρώµατος και απολαµβάνων τήν ωραίαν ηµέραν Σκώτος συγγραφεύς
Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ, αισθανθείς επιτακτικήν ανάγκην να ουρήση, ηγέρθη και αυτός από τό κάθισµά του και κατηυθύνθη προς τά πλησιέστερα αποχωρητήρια. Όµως καθώς έτεινε τήν χείρα του προς τήν λαβήν τής θύρας, διά να εισέλθη εις εν ανδρικόν, από τόν παραπλεύρως ευρισκόµενον, θαλαµίσκον, που προωρίζετο διά τό γυναικείον φύλον, ήκουσε να έρχωνται από µέσα βαθείς αναστεναγµοί και αναφωνήσεις ηδονής, και εκρατήθη. Ρίπτων εν βλέµµα γύρω του, και βλέπων ότι ήτο µόνος του εις τόν µικρόν προθάλαµον, ο Σκώτος έκυψε εις τήν κλειδαρότρυπαν τού γυναικείου αποχωρητηρίου και εκοίταξε.
Εις τό βάθος τού θαλαµίσκου, µία γυναίκα έως 33 ή 35 ετών έκαµνε µαλακίαν.
Στηρίζουσα τήν ράχιν της εις τό ξύλινον τοίχωµα τού αποχωρητηρίου, εκράτει εις τήν αριστεράν της χείρα τήν φούσταν της και τά εσωφόριά της υψωµένα, και κάµπτουσα ολίγον τά γόνατά της, εκίνει γοργά και µε µεγάλην δεξιοτεχνίαν τά δάκτυλα τής άλλης της χειρός εις τό αιδοίον της. Με τά µάτια της εστραµµένα προς τά επάνω, µε έκφρασιν απεριγράπτου αισθησιακής εξάρσεως εις τό πρόσωπόν της, η λάγνος γυνή επετάχυνε τόν ρυθµόν τής αυνανιστικής τρίψεως, καταπλακώνουσα µε τόν µεσαίον της δάκτυλον τήν εξωγκωµένην κλειτορίδα της, έστρεφε, ως εν απογνώσει, δεξιά και αριστερά τήν κεφαλήν της, έκαµνε ζωηράς κινήσεις εκ τών άνω προς τά κάτω και τανάπαλιν, ετίνασσε σπασµωδικώς προς τά έξω τό τελείως ανοικτόν από τήν καύλαν της µουνί της, ωσάν να ήθελε να βοηθήση τήν χείρα της εις τήν πρόκλησιν τού οργασµού, και τό αιδοίον της εις τήν έκθλιψιν τού χυµού του, ενώ, από τό ανοικτόν της στόµα, εξήρχοντο, ακαταπαύστως, γόοι περιπαθείς και στεναγµοί ηδονής.
Εντός ολίγου, η αυνανιζοµένη γυνή, σειοµένη τώρα φρενιτιωδώς επί τών κεκαµµένων ποδών της, και µη δυναµένη πλέον να περιορίση παρά ελάχιστα τήν ηχηρότητα τών ηδονικών αναφωνήσεων της, µολονότι διέτρεχε τόν κίνδυνον να ακουσθή και εις τούς διαδρόµους, η λάγνος γυνή, σφαδάζουσα τροµακτικά και µε τά µάτια της πεταγµένα έξω από τά κόγχας των, εφώναζε: « Ωωω !... Ααα !... Ααααα !... Αααααααα !... Ειρήνη !... Ειρήνη!... Κάνω!... Κάνω!... Χύνω!... Χύνω για σένα!... Χύυυυυυυνω!... » και τήν ιδίαν στιγµήν ο Σκώτος συγγραφεύς είδε να εξέρχεται, κάτω από τήν τριβοµένην εισέτι σφοδρώς υπερκαυλωµένην κλειτορίδα, µέσα από τήν ερυθράν οπήν τού χαίνοντος αιδοίου, εις αλλεπάλληλα λευκά και λιπαρά κύµατα, ως εµεσσόµενον γάλα, µία µεγάλη ποσότης µουνοχύµατος.
Η λάγνος γυνή ευρίσκετο τώρα εις τό απόγαιον τού οργασµού, εις τό ζενίθ τής ηδονής, και η ερωτική της κρέµα έρρεε, ουχί δι' έναν άνδρα, άλλα διά µίαν χαριτωµένην παίδα, διά ένα πλάσµα τού ιδικού της φύλου.
Με τό πέος του παλλόµενον υπό τήν περισκελίδα του, εις πλήρη στύσιν και µε ισχυρόν κτυποκάρδι, ο Γεώργιος Μάκ Γκρέγκορ παρηκολούθησε µέχρι τέλους τήν συνταρακτικήν σκηνή. Ευθύς εξ αρχής είχε αναγνωρίσει τήν αυνανιζοµένην. Η λάγνος γυνή ήτο η συνοδός της µικράς Ελληνίδος. Ήτο η διδασκάλισσα Μαρία...—
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ
ΤΟΜΟΣ Α'
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ