.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η αιωνιότητα – ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ


...«Είσαι λοιπόν δυστυχισμένος; Ησουν πάρα πολύ τότε που δεν μπορούσες να γυρίσεις σπίτι, γιατί σε περίμενε το ξυράφι».
«Οχι Ερμίνα, δεν είναι έτσι. Ομολογώ πως κάποτε ήμουν πολύ δυστυχισμένος. Αλλά ήταν μια ανόητη και άγονη δυστυχία».
«Γιατί λοιπόν;»
«Γιατί είχα εκείνη την αγωνία μπροστά στο θάνατο, που ωστόσο τον επιθυμούσα! Η δυστυχία που χρειάζομαι και επιθυμώ, είναι διαφορετική. Πρέπει να πονώ με πόθο και να προσπαθώ με θέληση. Αυτό είναι δυστυχία ή ευτυχία που περιμένω».
«Σε καταλαβαίνω. Σ’ αυτό είμαστε αδέρφια. Αλλά τι έχεις εναντίον της ευτυχίας, που βρήκες μαζί με τη Μαρία; Γιατί δεν είσαι ευτυχισμένος;
«Οχι δεν έχω τίποτα εναντίον της ευτυχίας αυτής, τη θέλω και νιώθω ευγνωμοσύνη. Είναι ωραία σα μια φωτόλουστη μέρα ύστερα από καλοκαιρινή βροχή. Αλλά νιώθω πως δεν θα διαρκέσει. Κι αυτή η ευτυχία είναι άγονη. Δίνει ευχαρίστηση, αλλά η ευχαρίστηση δεν είναι για μένα καμία τροφή. Κοιμάται ο Λύκος της Στέπας, χορταίνει. Αλλά δεν είναι καμία ευτυχία, για να φέρει το θάνατο».
«Πρέπει λοιπόν να πεθάνεις, Λύκε της Στέπας;»
«Πιστεύω, ναι. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με την ευτυχία μου, μπορώ ακόμα να υποφέρω για λίγο. Αλλά αν η ευτυχία μου δώσει μια ώρα καιρό, να ξυπνήσω και να νιώσω λαχτάρα, τότε δε θα επιθυμώ να κρατήσω αυτή την ευτυχία, αλλά να ξαναπονέσω, μόνο πιο όμορφα και λιγότερο ελεεινά από ό,τι πρώτα. Λαχταρώ τον πόνο που θα με προετοιμάσει να πεθάνω».
Η Ερμίνα με κοίταζε τρυφερά στα μάτια, με ένα σκοτεινό βλέμμα, που εμφανίστηκε ξαφνικά. Λαμπρά, φοβερά μάτια! Αργά, ψάχνοντας τις λέξεις, προσπαθώντας να τις τοποθετήσει σωστά είπε τόσο σιγανά, που έπρεπε να καταβάλω προσπάθεια, για να την ακούσω:
«Θέλω να σου πω σήμερα κάτι, που το ξέρω από καιρό κι εσύ το ξέρεις επίσης, αλλά ίσως δεν το είπες ακόμα στον εαυτό σου. Θα σου πω τώρα τι ξέρω για μένα, για σένα, για τη μοίρα μας. Εσύ, Χάρυ, ήσουν ένας άνθρωπος γεμάτος χαρά και πίστη, πάντοτε στα αχνάρια του μεγάλου και του αιώνιου, χωρίς να είσαι ευχαριστημένος με τα ωραία και τα μικρά. Αλλά όσο η ζωή ξυπνούσε, και σε έφερνε στον εαυτό σου, τόσο πιο μεγάλη γινόταν η ανάγκη σου, τόσο πιο βαθιά βούλιαζες στον πόνο, τη δειλία και την απελπισία, μέχρι το λαιμό, κι όλα όσα είχες γνωρίσει, αγαπήσει και σεβαστεί σαν ωραία και άγια, κι ολόκληρη η πρώτη σου πίστη στον άνθρωπο και τις υψηλές μας τάσεις, δε μπορούσε να σε βοηθήσει κι έγινε κάτι χωρίς αξία, κομματιάστηκε. Η πίστη σου δε μπορούσε να βρει πια αέρα να αναπνεύσει. Και ο πνιγμός είναι ένας σκληρός θάνατος. Δεν είναι έτσι Χάρυ; Είναι η μοίρα σου;»
Ενευσα πολλές φορές κι έδειξα πως συμφωνούσα.
«Είχες μια εικόνα για τη ζωή, μια πίστη, μια απαίτηση, ήσουν έτοιμος για πράξεις, πόνους και θυσίες. Και ξαφνικά παρατήρησες πως ο κόσμος μιαμιά πράξη και καμιά θυσία και τα παρόμοια δεν απαιτούσε από σένα, πως η ζωή δεν είναι ένα ηρωικό ποιήμα με ρόλους ηρώων και τα παρόμοια, αλλά μια καλή αστική φωλιά όπου κανείς με το φαγητό, το πιοτό, τις πλεχτές κάλτσες, τα παιχνίδια και τη μουσική είναι ευχαριστημένος. Κι όποιος επιθυμεί κάτι αντίθετο, τον ηρωισμό και την ομορφιά, το σεβασμό των μεγάλων ποιητών ή των αγίων, τότε γίνεται τρελός και ένας ιππότης, όπως ο Δον Κιχώτης. Ωραία. Και σε μένα συνέβη το ίδιο, αγαπητέ μου φίλε! Ημουν ένα κορίτσι, προικισμένο με πολλά χαρίσματα, προορισμένο για μια υψηλή ζωή, υψηλές απαιτήσεις και ανώτερες αποστολές. Μπορούσα να αναλάβω μια μεγάλη τύχη, να γίνω η γυναίκα ενός βασιλιά, η ερωμένη ενός επαναστάτη, η αδερφή ενός εφευρέτη, η μητέρα ενός μάρτυρα. Και η ζωή μου επιφύλαξε την τύχη να γίνω με πόνο μια καλλιεργημένη πόρνη! Ετσι ήρθαν για μένα τα πράγματα. Για λίγο καιρό ήμουν απαρηγόρητη και συνέχεια γύρευα την ενοχή μέσα μου. Η ζωή, σκέφτηκα, τελικά έχει πάντοτε το δίκιο, κι αφού η ζωή διακωμώδησε τα ωραία σχέδιά μου, φαίνεται πως τα όνειρά μου ήταν ανόητα κι εγώ είχα το άδικο. Αλλά οι σκέψεις αυτές δε με βοηθούσαν. Κι επειδή είχα καλά μάτια και αφτιά κι ήμουν λίγο περίεργη, είδα τη λεγόμενη ζωή με περισσότερη ακρίβεια, τους γνωστούς και τους γείτονες, πενήντα και περισσότερους ανθρώπους, τη μοίρα τους και τα βάσανά τους, και τότε, Χάρυ, είδα πως τα όνειρά μου ήταν σωστά, χίλιες φορές σωστά, όπως τα δικά σου. Αλλά η ζωή, η πραγματικότητα, αυτή είχε άδικο. Το ότι μια γυναίκα, του δικού μου χαρακτήρα, δε βρήκε καμιά άλλη εκλογή παρά μια γραφομηχανή σε κάποια υπηρεσία, για να κερδίζει λίγα χρήματα χωρίς νόημα, ή για να μπορέσει να παντρευτεί ή να γίνει ένα είδος πόρνης, αυτό ήταν τόσο σωστό, όπως ακριβώς ένας άνθρωπος, όπως εσύ, έρημος, φοβισμένος και απελπισμένος έπρεπε να αρπάξει το ξυράφι. Σε μένα, η αθλιότητα ήταν περισσότερο υλική και ηθική, ενώ σε σένα πνευματική. Ο δρόμος όμως ήταν ο ίδιος. Νομίζεις πως δεν μπορώ να καταλάβω τον φόβο σου μπροστά στο φοξ-ροτ, την αντίθεσή σου προς τα μπαρ και τα χορευτικά κέντρα, την αντίδρασή σου προς τα μπαρ και τα χορευτικά κέντρα, τηνα αντίδρασή σου προς τη μουσική τζαζ κι όλα τα άλλα μικροπράγματα; Σε καταλαβαίνω πολύ καλά, κι επίσης την αηδία σου μπροστά στην πολιτική, τη λύπη σου για τα φλύαρα και ανεύθυνα καμώματα των κομμάτων, του τύπου, την απελπισία σου για τον πόλεμο, αυτόν που έγινε και αυτόν που θα γίνει, για τον τρόπο που σκέφτεται κανείς σήμερα, διαβάζει, οικοδομεί, κάνει μουσική, οργανώνει γιορτές, διαμορφώνει εκπαίδευση! Δίκοι έχεις. Λύκε της Στέπας, χίλιες φορές δίκιο, και εντούτοις πρέπει να καταστραφείς. Είσαι γι’ αυτό τον απλό, άνετο, τόσο λίγο ευχαριστημένο κόσμο πολύ απαιτητικός και πεινασμένος, σε ξερνά, είσαι γι’ αυτόν μια πολύ μεγάλη διάσταση. Οποιος σήμερα θέλει να ζήσει και να ‘ναι ευχαριστημένος από τη ζωή, δεν πρέπει να ‘ναι ένας άνθρωπος όπως εγώ και εσύ. Οποιος θέλει αντί για θόρυβο μουσική, αντί για ευχαρίστηση χαρά, αντί για χρήμα ψυχή, αντί για φασαρία, γνήσια εργασία, αντί για παιχνίδια γνήσιο πάθος, γι’ αυτόν ο ωραίος αυτός κόσμος δεν είναι καμιά πατρίδα...»
Κοίταζε το πάτωμα και συλλογιζόταν.
«Ερμίνα» φώναξα τρυφερά, «αδελφή μου, πόσο ωραία μάτια έχεις! Και όμως μου έμαθες το φοξ-ροτ! Αλλά τι εννοείς, πως άνθρωποι, όπως εμείς, άνθρωποι με μια μεγάλη διάσταση, δε μπορούν να ζήσουν εδώ; Αυτό συμβαίνει μόνο σήμερα; Ή πάντοτε ήταν έτσι;»
«Δεν ξέρω. Θέλω, για την τιμή του κόσμου, να δεχτώ, πως είναι απλώς ο σημερινός κόσμος, είναι απλώς μια αρρώστια, μια στιγμιαία δυστυχία. Οι αρχηγοί εργάζονται επίμονα και πετυχημένα για τον επόμενο πόλεμο, ενώ εμείς οι υπόλοιποι χορεύουμε φοξ-ροτ, κερδίζουμε χρήματα και τρώμε ζαχαρωτά. Σε μια τέτοια εποχή πρέπει να βλέπουμε έτσι τον κόσμο. Πιστεύουμε πως οι προηγούμενοι καιροί ήταν καλύτεροι και ότι θα έρθουν καλύτεροι καιροί, πλουσιότεροι, προοδευτικότεροι, βαθύτεροι. Αλλά αυτό το πράγμα εμάς δε μας ωφελεί. Κι ίσως πάντοτε έτσι γινόταν...»
«Πάντοτε έτσι λοιπόν, όπως σήμερα; Πάντοτε ήταν έτσι λοιπόν, όπως σήμερα; Πάντοτε ήταν ένας κόσμος για πολιτικούς, αισχροκερδείς, υπηρέτες και αβροδίαιτους; Κανένας αέρας για ανθρώπους;»
«Δεν ξέρω, κανείς δεν το ξέρει. Είναι επίσης αδιάφορο. Αλλά τώρα σκέφτομαι, φίλε μου, τον αγαπημένο σου, για τον οποίο πολλές φορές μου διηγήθηκες πολλά και μου διάβασες γράμματα, ο Μότσαρτ. Πως ήταν τα πράγματα στην εποχή του; Ποιός κυβερνούσε τον κόσμο στην εποχή του; Ποιός ήταν η αφρόκρεμα, η εξουσία κι έδινε τον τόνο στη ζωή; Ο Μότσαρτ ή οι επιχειρηματίες; Ο Μότσαρτ ή οι κοινοί άνθρωποι; Και πως πέθανε και κηδεύτηκε; Κι έτσι νομίζω πως πάντοτε γινόταν και θα γίνεται. Κι αυτό, που στα σχολεία ονομάζουν παγκόσμια ιστορία, κι αυτό, που οφείλει κανείς να αποστηθίσει για τη μόρφωση, με όλους τους ήρωες, τις μεγαλοφυίες, τις μεγάλες πράξεις και τα αισθήματα, όα αυτά είναι απλώς μια απάτη, που εφευρέθηκε από τους δασκάλους, για σκοπούς παιδαγωγικούς και για να έχουν τα παιδιά, στην ηλικία τους, να ασχολούνται με κάτι. Πάντοτε λοιπόν έτσι γινόταν κι έτσι θα γίνεται. Ο χρόνος και ο κόσμος, το χρήμα και η δύναμη ανήκει στους μικρούς και ρηχούς, και στους άλλους, τους πραγματικούς ανθρώπους δεν ανήκει τίποτα, μόνο ο θάνατος».
«Τίποτα άλλο λοιπόν;»
«Και όμως η αιωνιότητα».
«Εννοείς το όνομα, τη φήμη μετά το θάνατο;»
«Οχι μικρέ μου λύκε, όχι τη φήμη. Μήπως έχει και καμιά αξία; Και πιστεύεις πως όλοι οι πραγματικά γνήσιοι και ολοκληρωμένοι άνθρωποι γίνονται φημισμένοι κι όλος ο κόσμος μετά το θάνατό τους τους γνωρίζει;»
«Οχι, φυσικά όχι».
«Η φήμη λοιπόν δεν είναι τίποτα. Η φήμη υπάρχει μόνο για την εκπαίδευση και είναι μια υπόθεση των δασκάλων. Η φήμη λοιπόν δεν είναι τίποτα. Αλλά αυτό που ονομάζω αιωνιότητα. Οι ευσεβείς τη λένε βασιλεία Θεού. Σκέφτομαι πως όλοι εμείς οι άνθρωποι, που έχουμε πολλές απαιτήσεις, λαχτάρες και μια μεγάλη διάσταση, δε θα μπορούσαμε να ζήσουμε, αν δεν υπήρχε, εκτός από το χρόνο, η αιωνιότητα, και αυτή είναι η βασιλεία των γνήσιων ανθρώπων. Σ’ αυτή ανήκει η μουσική του Μότσαρτ και η ποίηση του μεγάλου σου ποιητή, ανήκουν οι άγιοι, που έκαναν θαύματα, που μαρτύρησαν κι έδωσαν στους ανθρώπους ένα μεγάλο παράδειγμα. Αλλά ανήκει επίσης στην αιωνιότητα η εικόνα εκείνης της γνήσιας μέρας, η δύναμη κάθε γνήσιου αισθήματος, κι αν ακόμα κανείς δεν τα ξέρει αυτά, ούτε τα βλέπει ούτε τα περιγράφει ούτε τα φυλάει για τον κόσμο, που μένει μετά τον θάνατο, για την επερχόμενη γενιά. Στην αιωνιότητα δεν υπάρχουν επερχόμεενες γενιές, αλλά μόνο σύγχρονοι άνθρωποι».
«Εχεις δίκιο», είπα.
«Οι ευσεβείς» συνέχισε συλλογισμένη, «τα ξέρουν όλα αυτά. Γι’ αυτό παρουσιάζουν τους αγίους κι αυτό το ονομάζουν κοινωνία αγίων. Οι άγιοι, αυτοί είναι οι γνήσιοι άνθρωποι, οι μικρότεροι αδερφοί του Χριστού. Βρισκόμαστε, όσο ζούμε, στο δρόμο τους με κάθε καλή πράξη, με κάθε γενναία σκέψη, με κάθε αγάπη. Η κοινωνία των αγίων, που παραστάθηκε νωρίτερα από τους ζωγράφους, σε ένα χρυσό ουρανό, αστραφτερό, ωραίο και ειρηνικό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτό που πριν ονόμασα αιωνιότητα. Ειναι η βασιλεία έξω από το χρόνο και τα φαινόμενα. Εκεί ανήκουμε, εκεί βρίσκεται η πατρίδα μας, προς τα εκεί στρέφεται η ψυχή μας, Λύκε της Στέπας, και γι’ αυτό θα ιδωθούμε μετά το θάνατό μας. Εκεί θα ξαναβρείς τον Γκαίτε σου, τον Νοβάλις, τον Μοτσαρτ κι εγώ τους αγίους μου, τον Χριστόφορο, που πρώτα ήταν γεμάτοι αμαρτίες. Η αμαρτιά μπορεί να γίνει ένας δρόμος προς την αγιότητα. Η αμαρτία και η διαφθορά. Ισως γελάς, αλλά συχνά σκέφτομαι πως ίσως και ο φίλος μου Πάμπλο είναι ένας κρυφός άγιος. Αχ, Χαρυ, πρέπει να περάσουμε τόση βρομιά και ανοησία, για να φτάσουμε στο σπίτι μας! Και δεν έχουμε κανένα να μας οδηγήσει. Ο μοναδικός οδηγός μας είναι η νοσταλγία».
Τα τελευταία της λόγια τα είπε πολύ σιγανά, και τώρα στο δωμάτιό μου έγινε πάλι ησυχία. Ο ήλιος έδυε κι έκανε τα χρυσά γράμματα στις ράχες των βιβλίων της βιβλιοθήκης μου να λαμπυρίζουν. Πήρα το κεφάλι της Ερμίνας στα χέρια μου, τη φίλησα στο μέτωπο και ακούμπησα το μάγουλο στο μάγουλό της, αδερφικά, έτσι μείναμε μια στιγμή. Θα προτιμούσα να είχα μείνει έτσι και ποτέ να μην έφευγα από κείνη τη θέση. Αλλά έτσι και ποτέ να μην έφευγα από κείνη τη θέση. Αλλά γι’ αυτή τη νύχτα, την τελευταία πριν από το μεγάλο χορό, μου είχε υποσχεθεί η Μαρία τη συντροφιά της.
Σαν πήγαινα όμως στη Μαρία, δε σκεφτόμουν αυτήν, αλλά ό,τι μου είχε πει η Ερμίνα. Ολα εκείνα, σκέφτηκα, ίσως δεν ήταν δικές της σκέψεις, αλλά δικές μου, που τις είχε διαβάσει φωτεινά και τις είχεε αναπνεύσει κι έπειτα μου τις ξανάδωσε, ώστε να ξαναπάρουν μια νέα μορφή. Για την αιωνιότητα, που μου μίλησε, της ήμουν εκείνη την ώρα ευγνώμων. Τη χρειαζόμουν πολύ, χωρίς αυτή δε μπορούσα ούτε να ζήσω ούτε να πεθάνω. Το άγιο υπερπέραν, το άχρονο, ο κόσμος των αιωνίων αξιών, της θείας φύσης σήμερα ξαναδωρήθηκε σε μένα από τη φίλη μου και τη δασκάλα μου στο χορό. Επρεπε να σκεφτώ το όνειρο του Γκαίτε, την εικόνα του γέρου σοφού, που τον είχα κοροϊδέψει τόσο απάνθρωπα και είχα νιώσει το αθάνατο χωρατό του. Τώρα για πρώτη φορά καταλάβαινα το γέλιο του Γκαίτε, το γέλιο των αθανάτων. Αυτό το γέλιο ήταν χωρίς αντικείμενο, ήταν μόνο φως, φωτεινότητα, ήταν αυτό που έμενε, όταν ένας γνήσιος άνθρωπος, ανάμεσα από πόνους, διαφθορά, πλάνες, πάθη και παρεξηγήσεις, περνούσε στην αιωνιότητα κι έμπαινε ορμητικά στον κοσμικό χώρο. Και η «αιωνιότητα» δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η απολύτρωση από το χρόνο, ήταν κατά κάποιο τρόπο η επιστροφή στην αθωότητα, η μεταμόρφωση για άλλη μια φορά στο χώρο.
Γύρεψα τη Μαρία στο ρεστοράν, όπου τρώγαμε συνήθως τα βράδια, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα. Κάθισα σ’ ένα ήσυχο συνοικιακό ταβερνάκι, περιμένοντας στο στρωμένο τραπέζι, με το μυαλό μου πάντοτε στην συνομιλία που είχα με την Ερμίνα. Ολες αυτές οι σκέψεις, που αναδύθηκαν ανάμεσά μας, μου φαίνονταν τόσο βαθιά εμπιστευτικές, τόσο γνώριμες από παλιά, σα να είχαν δημιουργηθεί από τη δική μου μυθολογία και το δικό μου κόσμο των εικόνων! Οι αθάνατοι, όπως ζούσαν απομακρυσμένοι στον άχρονο χώρο, είχαν γίνει εικόνα και η κρυστάλλινη αιωνιότητα, σαν αιθέρας, τους είχε περιβάλλει με την ψυχρή με την αστρική και αστραφτερή χαρά. Από που όλα αυτά μου ήταν τόσο οικεία; Σκεφτόμουν κι έρχονταν κομμάτια μέσα μου από τη μουσική του Μότσαρτ και του Μπαχ και παντού σ’ αυτή τη μουσική αισθανόμουν αυτή την ψυχρή, αστρική φωτεινότητα να λάμπει, να αιωρείται αυτή η καθαρότητα του αιθέρα. Ναι, αυτό ήταν, αυτή η μουσική ήταν σαν παγωμένος χρόνος στο χώρο, και πάνω της αιωρούνταν, κατά άπειρη φορά, υπερανθρώπινη χαρά, ένα αιώνιο θείο χαμόγελο. Ω ναι, με όλα αυτά ταίριαζε πετυχημένα ο γέρος Γκαίτε του ονείρου μου! Και ξαφνικά άκουσα αυτό το ανεξιχνίαστο γέλιο γύρω μου, άκουσα τους αθάνατους να γελούν. Κάθισα μαγεμένος γύρεψα το μολύβι μου από την τσέπη του γιλέκου μου, γύρεψα χαρτι, βρήκα τον κατάλογο μπροστά μου, τον γύρισα κι έγραψα στο πίσω μέρος στίχους, που μια άλλη μέρα τους ξαναβρήκα στην τσέπη μου. Ηταν οι εξής:

Οι αθάνατοι
Συνέχεια από τις κοιλάδες της γης
Αναβλύζει με ορμή ο πόθος της ζωής,
Άγρια ανάγκη, μεθυσμένη αφθονία,
Αιμάτινη οσμή από χιλιάδες στερνά νεκρόδειπνα,
Σπασμός της όρεξης, επιθυμία χωρίς τέλος,
Χέρια δολοφόνων, τοκογλύφων, ικετών,
Ενα σμάρι ανθρώπινο, μαστιγωμένο με αγωνία και επιθυμίες
Βγάζει οσμή πνιγερή και σαπισμένη, ωμή και ζεστή,
Αναπνέει ευτυχία κι έναν άγριο οργασμό,
Καταβροχθίζει τις σάρκες του και τρέφεται με αυτές,
Κυοφορεί πολέμους και την υψηλή τέχνη,
Στολίζει με φαντασίωση το φλογισμένο χαμαιτυπείο,
Καταβροχθίζει και κατατρώγει και πορεύεται
Μέσα από εκθαμβωτικά πανηγύρια του παιδικού του κόσμου,
Που ξαναγεννιέται για τον καθένα από τα κύματα,
Όπως άλλοτε για τον καθένα ξεπέφτει σε μια καλύβα.

Εμείς αντίθετα συναντηθήκαμε
Στην παγερότητα του αστραφτερού αιθέρα,
Δεν ξέρουμε ούτε μέρες ούτε ώρες,
Δεν υπάρχει άντρας ούτε γυναίκα, νέος και γέρος.
Οι αμαρτίες σας και οι αγωνίες σας,
Τα εγκλήματά σας και φουντωμένοι σας πόθοι
Είναι θέαμα για μας, όπως οι τροχιές των ήλιων,
Κάθε μοναδική μέρα είναι για μας η πιο μεγάλη.
Γαλήνιοι σκύβουμε στην ταραγμένη ζωή σας,
Γαλήνιοι ατενίζουμε τα άστρα που γυρίζουν,
Αναπνέουμε το χειμώνα του κοσμικού χώρου,
Είμαστε φίλοι με το δράκο του ουρανού,
Παγερή κι αμετάβλητη είναι η αιώνια ύπαρξή μας,
Παγερό και φωτεινό σαν άστρο είναι το αιώνιο γέλιο μας.

Επειτα ήρθε η μαρία κι ύστερα από ένα χαρούμενο γέυμα πήγαμε στο μικρό μας δωμάτιο...

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Ο Λύκος της Στέπας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

7 σχόλια:

Ατάργα τις είπε...

o Φρουντ ελεγε οτι ο πολιτισμός ειναι πηγή δυστυχιας, ο Εσσε αναρωτιέται το γιατί...

Αφου μας εχουν ευνουχίσει ολους με τον έναν ή με τον αλλο τρόπο, με την υποκρισιά τους, την απόλυτη εκμετάλλευση ανθρώπου απο άνθρωπο, με τις χρυσωμένες επιφάνειες, με ολα αυτα που σκοτώνουν τα αισθήματά μας,την ιδια την ψυχή μας.

Ποιοι ειμαστε τελικά; Ποια ειναι τα πραγματικά μας αισθήματα;
Πως μπορούμε να ζήσουμε με συμβιβασμους και τύπους ολοι εμείς που σπάσαμε την "πραγματικότητα" που μας σερβίρουν.

Ποσο μπορεις να δαμάσεις την αγρια φύση που κυλά στο αίμα σου μέσα σ΄ενα σπίτι, σε μια οικογένεια, σε ένα γραφείο οταν ξέρεις οτι υπάρχει ταυτόχρονα ενα μαχαίρι/ξυράφι που μπορει να σε βγάλει απο το παιχνίδι οποιαδήποτε στιγμή το θελήσεις.

Γιατι απλά μάθαμε στην ελευθερία, οταν μιλαμε για ελευθερία μιλάμε για θάνατο, εγραφα κάποτε σ΄ενα ημερολογιό μου, και ο πατέρας μου το διάβασε κάποια στιγμή κρυφά με κοκκινο μελάνι διέγραψε τη λέξη θανατο και την αντικατέστησε με τη λέξη ζωή.

Μονο σήμερα μπορώ να του πω οτι εκείνο το κοριτσι που του μαθε να γυρίζει στα βουνά ελεύθερη με τα σκυλιά και τα όπλα της, δεν έκανε για γάμο, για παιδιά και υποχρεώσεις και συμβιβασμούς. Αυτο δεν μου το μαθε ποτέ...Που να το ξερε όντας ο ίδιος άντρας. Κι οτι ο προορισμός για ολες τις γυναίκες δεν ειναι ο ίδιος: ο γάμος και τα παιδιά, οσο πετυχημένος κι αν φαινεται, οτι ολες δεν αντέχουν τα κλουβιά ακομα κι αν ειναι χρυσά, ουτε τα κοσμήματα, τα ακριβά φορέματα, τα κομμωτήρια, και τις κοινωνικές υποχρεώσεις.
και το υποκριτικό κουνημα του κεφαλιού, και το ψευτικό χαμόγελο τους.
Μένουν έτσι με το εφηβικό τους τζιν και τις μποτες τους έτοιμες για κυνήγι. Απλησίαστες κι απροσιτες πολλές φορές, κι ανέγγιχτες οταν δεν το θέλουν... κι ας τους καλει το αιμα τους να χορέψουν κάτω απο αστερια και φεγγάρια στα δάση μακριά απ΄ολους.
Κι οταν σμίγουν μ΄ αυτον που αγαπούν και τις ημέρωσε, αν μπορέσει να τις εξημερώσει, τοτε ολες οι γυναικες της γής κυλούν στο αίμα τους και σμίγουν πρωτόγονα σαν ζώακια ευτυχισμένες.

Κάποιες γυναίκες βλέπεις ειναι ευτυχισμένες με την μοναχικότητά τους, σε μια γωνιά με τα βιβλια τους, την ηρεμία τους και την μουσική τους καθώς και με αλλου είδους δημιουργίες, με τη ζωγραφική τους, τα γυαλιά τους, τον πηλό κλπ...
Γεννημένες ερημίτισες που δεν αντέχουν τους άντρες πάνω απο το κεφάλι τους, ουτε καν την φύση τους πολλές φορές, μονες μέσα στην ερημιά τους ψάχνουν τον εαυτο τους και αγγιζουν την Σοφία. Αγρίμια πολλές φορές σωστά που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς ήλιο, χωρις πράσινο, χωρις λουλουδια και βράχια η πολυκοσμία τις σκοτώνει.

Αν ήταν δυνατόν θα ήθελαν να περνούν απαρατήρητες ακομα κι απο τον διπλανό τους, να μην τους κοιτά κανεις, να γίνονταν αν ειναι δυνατόν αόρατες, και να μην τραβά κανέναν η ομορφιά τους γιατι απλά την θεωρουν κατάρα.

Και δεν φοβουνται τον θανατο, αλλα τον βλέπουν ως επιστροφή στην πρώτη κατάσταση αυτή της αιωνιότητας...

Βρίσκουν τρόπους και ξεφευγουν απο τα στενά ορια της συμβατικής ζωής. Μπορουν κι ονειρεύονται... μονο ονειρεύονται αυτους τους αλλους κοσμους και τους πλάθουν οπως θελουν, εκει μπορουν να παρουν οποια μορφή θέλουν...
Παράλληλους κόσμους διαφυγής κι ελευθερίας.

Καλο Σ/Κύριακο

801 @

Ανώνυμος είπε...

Ο Ουγκώ έχει πει για το φιλί: Στιγμή αιωνιότητας, που βομβίζει σα μέλισσα. Από τη μία σκέφτομαι, πως κάπως έτσι είναι οι ομορφότερες στιγμές της ζωής, που μας φάνηκε, ότι κράτησαν μια αιωνιότητα, μια ακόμα ζωή και μια ακόμα. Τόσο πλήρης είσαι εκείνες τις στιγμές, που δε θα σε ένοιαζε να σταματήσουν τα πάντα αυτήν ακριβώς την ώρα. Έτσι θα έμπαινε η σφραγίδα της αιωνιότητας. Αιώνια ευτυχία στα πελάγη του χρόνου, δίχως τέλος και αρχή. Τι δύναμη έχει εκείνη την ώρα ο «μεγάλος φόβος»! Πόσο αδύναμες μοιάζουν τόσες και τόσες χιλιετίες φόβου! Από την άλλη βέβαια, όλοι πέφτουμε σε παγίδες... Όπως σοφά έχει ειπωθεί: Οι ανόητοι αναζητούν τις απολαύσεις και πέφτουν στο βάραθρο του θανάτου. Οι σοφοί κατανοούν το νόημα της αθανασίας και δεν αναζητούν το αιώνιο στο εφήμερο... Δεν ξέρω... Μπερδεύτηκα πάλι... Ίσως γι' αυτό θα παραμένω πάντα μια (ξ)ανθιστάμενη ερρωμένως ψυχή!!!

Υ.Σ. Σε πείσμα όλων όσων εξακολουθούν να επιμένουν να μου θυμίζουν, πως πλησιάζω τα δεύτερα -αντα έχω να πω, πως τα γηρατειά είναι η παιδική ηλικία της αιωνιότητας.

Ευχαριστώ για το βήμα.
ΞΑΝΘΗ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΡΡΩΜΕΝΗ

Ανώνυμος είπε...

Στοιβαζόμαστε άτσαλα στις στιγμιαίες μας ανησυχίες... τρέχουμε βιαστικά στο σταθμό, να πάρουμε το τρένο για έναν προορισμό που δεν ξέρουμε ποιος είναι, αλλα εμπιστευόμαστε των ταξιδεμένων τις συστάσεις... Μπλεκόμαστε στη φαιδρότητα που σκεπάζει πρόχειρα αλλά τόσο πετυχημένα τις χαραμάδες φωτός μας και περιδιαβαίνουμε από τα σοκάκια του εφήμερου.

Μα, αυτή η επιβεβαίωση της διαφορετικότητας των ανθρώπων μέσα από την καθημερινή συναναστροφή, είναι που αναγάγει το θάνατο ως την άλλη πλευρά της αιωνιότητας. Εκεί, μήπως είναι η ουσία; Στην αποδοχή, πως πορευόμαστε μόνοι μέσα σε ένα φαιδρό συνονθύλευμα εφήμερων αλληλεπιδράσεων;

Θα φανεί...

Την καλημέρα μου...

Υ.Γ. Υπέροχη η σύνδεση με τη μουσική...

Παρείσακτος είπε...

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΑΣ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ

Παρείσακτος είπε...

@ 801
ΕΙΣΑΙ ΟΤΙ ΕΙΣΑΙ. ΕΙΤΕ ΤΟ ΑΠΟΔΕΧΕΣΑΙ ΕΙΤΕ ΟΧΙ.

@ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΘΑ 'ΛΕΓΑ ΟΤΙ ΟΙ ΟΥΠΑΝΙΣΑΔΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ.
ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΑ -ΑΝΤΑ ΘΑ ΣΟΥ ΘΥΜΙΣΩ ΜΙΑ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΠΟΥ ΛΕΕΙ: "ΒΛΕΠΕΙΣ ΓΕΡΟ ΛΩΛΟ? ΗΤΑΝ ΑΠ' ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΤΟΥ"

@AUCTOR IGNOTUS
ΣΤΑ ΤΡΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟ ΓΙΑΤΙ ΚΙΝΟΥΝΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΕ ΡΑΓΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΠΑΡΕΚΛΙΝΟΥΝ. ΤΟ ΘΕΜΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΟΥΜΕ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΟΥΜΕ ΕΓΚΑΙΡΩΣ ΤΟ ΤΡΕΝΟ Ή ΑΚΟΜΗ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΕΒΟΥΜΕ ΚΑΝ.

Ανώνυμος είπε...

Αποκαλύπτομαι στο μεγαλείο της καλοσύνης σου! Ευχαριστώ για την παροιμία, Δεν την είχα υπ' όψιν μου, όπως φυσικά και πολλά άλλα. Θα την ανακαλέσω στη μνήμη μου για να δω αν θα είμαι το ίδιο λωλή, όταν γεράσω κι εγώ.

Καλό βράδυ.

ΞΑΝΘΗ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΡΡΩΜΕΝΗ

Παρείσακτος είπε...

@ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΚΑΤ' ΑΡΧΗΝ ΕΙΜΑΙ ΒΑΘΕΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΜΕΝΟΣ -ΟΠΩΣ ΘΑ 'ΛΕΓΕ ΚΙ Ο ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ- ΠΟΥ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕ ΤΟ ΠΟΣΟ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΜΑΙ.
ΕΠΕΙΔΗ ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΝΑ ΣΕ ΔΙΑΚΑΤΕΧΕΙ ΕΝΑ ΑΓΧΟΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΣΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΕΠΙΣΗΜΑΝΩ ΤΑ ΘΕΤΙΚΑ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΩΝ -ΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.
1. ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΔΥΟ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΒΑΖΟΥΝ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΟΙΡΑ. ΤΟΥΣ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΜΟΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΤΟΠΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΝΕΕΣ ΡΥΤΙΔΕΣ.
2. ΣΤΑΜΑΤΟΥΝ ΝΑ ΤΙΣ ΑΓΧΩΝΟΥΝ ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΡΙΖΕΣ ΣΤΑ ΞΑΝΘΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥΣ. ΟΙ ΑΣΠΡΕΣ ΡΙΖΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΗΜΑΣΙΑ.
3. ΕΚΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΔΕΥΤΕΡΩΝ -ΑΝΤΑ ΑΠΑΛΛΑΣΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΟΧΛΗΤΙΚΑ ΕΜΜΗΝΑ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΚΑΝΕ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ ΤΟΣΟ ΑΒΟΛΑ ΟΤΑΝ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΑΝΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ. ΞΕΡΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΤΣΑΝΤΑ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ ΜΕ ΤΑΜΠΕΛΑ "ΕΧΩ ΠΕΡΙΟΔΟ". ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΤΗΡΙΟΥ ΤΕΡΜΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ.
4. ΛΥΝΟΥΝ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΒΑΡΥΤΗΤΑΣ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΣΑ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΑ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΝΤΑΙ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΝ. ΕΧΟΥΝ ΠΛΕΟΝ ΙΔΙΑ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ. ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΝ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΠΙΣΘΙΩΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΑΚΗΣ ΤΟΥΣ ΓΕΙΤΝΙΑΣΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟ.
ΜΕ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΑ ΠΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ ΜΕΤΑ ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΑ -ΑΝΤΑ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΠΟΣΟ ΘΑ ΑΝΥΠΟΜΟΝΕΙΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΓΡΗΓΟΡΑ Ο ΚΑΙΡΟΣ.
ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ