.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Συμβούλιον ηθικής - Νίκος Τσιφόρος

Ο προ-πρόπαππος κρεμάστηκε στην πιο τιμητική θέση. Ακριβώς στη μέση του τοίχου και λίγο ψηλότερα. Από κει πάνω επεδείκνυε μια καλοθρεμμένη μουστάκα και άρματα καλογυαλισμένα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της οικογένειας, τα άρματα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην μάχη των Δερβενακίων. Οι κακές γλώσσες ισχυρίζονται ότι ο προ-πρόπαππος ανακατεύτηκε στην Επανάσταση μάλλον από έρωτα προς το επάγγελμα του κατσικοκλέφτη, εις το οποίον μάλιστα και διεκρίθη.
Αριστερά του και λίγο πιο κάτω ακριβώς, ποζάριζε, κρεμασμένος πάντα ο πρόπαππος. Είχε "παραγναθίδες", κοστούμι Λουδοβίκου Φιλίππου και ελαφρώς ηλίθιον βλέμμα. Αντίθετα με τον πατέρα του ήταν η ηρωική ρίζα, ο πρόπαππος αποτελούσε την οικονομική ρίζα της οικογένειας. Στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, κατάφερε να κλέψει με τον αξιοπρεπέστερον τρόπο όλους τους Βλάχους, έκανε όμως πολλές φιλανθρωπικές δωρεές, έγιν' επίτροπος και κατέκτησε με τον ιδρώτα του τον τίτλο του ομογενούς. Το πικέ γιλέκο του μαρτυρούσε για τα κιούπια με τις λίρες που του κατελόγιζε δήθεν η οικογένεια.
Ο παππούς, δεξιά και ακριβώς κατάφατσα τω εισερχομένω, υπήρξε γιατρός. Η επιστημονική αυτή κορυφή, είχε στείλει στον Άδη περισσότερους πελάτες απ' όσους στέλνουν σήμερα δεκαοχτώ εργολάβοι κηδειών μαζί. Στον καιρό του άνοιγε σπυριά, ξεγεννούσε γυναίκες και αγελάδες, έφτιαχνε κίτρινα χάπια και πότιζε όλους τους αρρώστους του άλατα πουργαντικά ασχέτως ασθενείας, ηλικίας ή φύλου. Η οικογένεια εξετίμησε απείρως τας προς την ανθρωπότητα παρασχεθείσας υπηρεσίας του παππού και τον ετιτλοφόρησε "αντεπιστέλλον μέλος της Βρετανικής Ιατρικής Εταιρείας". Επειδή όμως ο παππούς ήταν πεθαμένος, ούτε η Βρετανική Εταιρεία, ούτε ο ίδιος, κάνανε τον κόπο να το διαφεύσουνε.
Ο απέναντι τοίχος είχε διατεθεί για το κρέμασμα άλλων προσωπικοτήτων της οικογενείας. Ο θείος ο Ηρακλής, πολιτευτής του Αγρινίου, μηδέποτε εργασθείς και αείποτε διοριζόμενος και ρουσφετολογών, ήδη αποθαμένος, με τον τίτλον του πολιτευτού, η θεία η Πηνελόπη που δεν κατόρθωσε να παντρευτεί και απέκτησε μια τόσο απαίσια φάτσα, ώστε να μην έχει το θάρρος ν' αντικρίσει ούτε τον νυμφίο εις το Υπερπέραν ένθα ποιεί μονίμως τας διατριβάς της, κάποια γιαγιά που της ρετουσάρανε το τσεμπέρι και το μετατρέψανε σε κόμην αυτοκρατείρας Ευγενίας, ένας παλαίμαχος έφεδρος ανθυπασπιστής του Πεζικού, πεσών προ του 12 σε καυγά -και που αν δεν έπιπτε θα γινόταν σίγουρα στρατηγός- και ο θείος Κανέλλος, πρόεδρος φιλανθρωπικού σωματείου, ζωντανός ακόμη, γιατί το ταμείο τουσυλλόγου βαστιέται καλά μέχρις των καθ' ημάς ημερών.
Ο τρίτος τοίχος, εκτός από δύο περιστέρια, έργο της μαμάς τον καιρό της αίγλης της, φιλοξενούσε τους ζώντας της οικογενείας. Τον μπαμπά, ξυρισμένον και σχετικώς με καθαρόν κολάρο -πράγμα τελείως αντίθετο προς την πραγματικότητα- τον θείο Ιούλιο, μηχανικό του μικρού Πολυτεχνείου, αλλά με τουπέ του μεγάλου, τις θείες Ευριδίκην και Νανέτ, πολύ λίγο αλλήθωρες και πολύ πολύ μεγαλοπρεπείς, και τον μικρόν, τον Μπούλη, δεκατεσσάρων ετών μαντραχαλάκι, με σκιάν μύστακος, ένα λάστιχο για πουλιά στην τσέπη και την ελπίδα της οικογενείας.
Η νύχτα έπεσε στο σαλόνι μ' ένα αντιπαθέστατο βιολέ χρώμα, όταν όλες αυτές οι φωτογραφίες άρχισαν να ζωντανεύουν. Εβγήκε δηλαδή πρώτα ο κούκος του ρολογιού και ειδοποίησε ότι είναι μεσάνυχτα. Τότε ο προ-πρόπαπος έβηξε ένα είδος τσιμπουκόβηχα, ο πρόπαππος είπε "επί τέλους", ο παππούς έπιασε το σφυγμό του και όλοι αναλόγως σαλέψανε μέσα στα κάδρα τους. Ο θείος Ηρακλής μάλιστα, άφησε και ένα είδος εύθυμης βρισιάς που έκανε την Πηνελόπη να κοκκινίσει.
"Ποτέ δεν θα μάθει τρόπους αυτός ο Ηρακλής", παραπονέθηκε βγαίνοντας από το κάδρο της.
Αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία, όλοι, πρόγονοι και σύγχρονοι, βιαζόντουσαν να συγκεντρωθούν επάνω στο βελουτέ τραπεζομάντιλο που είχε χρώμα κερασιού και μερικές κηλίδες από σιρόπια.
Μαζεύτηκε λοιπόν η οικογένεια, μαζί κι Μπούλης που δεν είχε τι να κάνει κι έπαιζε με το λάστιχό του, φώναξε προσκλητήριο, ο θείος ο ανθυπασπιστής, τους βρήκε όλους παρόντας, έδωσε την αναφορά του στον προ-πρόπαππο που σύμφωνα με τον Εβραϊκό Νόμο της πατρογονίας, ήταν ο φυσικός αρχηγός της συγκεντρώσεως και πήγε και κάθισε στην άκρη του μεγάλου κρυστάλλινου σαντριέ. Μια σιωπή γεμάτη απειλές απλώθηκε στο τραπεζομάντιλο, ύστερα ο προ-πρόπαππος, μίλησε με τη βραχνοφωνάρα του.
"Να έρθει εδώ."
Από τη μέση του τραπεζιού, από 'να καδράκι έξι επί οχτώ βγήκε πολύ δειλά μια κοπελίτσα με μαγιό. Ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών, όμορφη, πεταχτούλα, ροζυμωμένη, έκτακτο ένα πλασματάκι.
Η φωτογραφία ανήκε στη Νίνα, τη σημερινή κοπέλα της οικογενείας. Έργο του καλλιτέχνου κυρίου Τοσκάνοβιτς, ωραία φωτισμένη, προκλητική, θαυμαστή, δεν είχε καμιά σχέση με τις παλιές φωτογραφίες των προγόνων που τις κιτρίνισε ο νιτρικός άργυρος. Η Νίνα, περπάτησε πολύ δειλά, σαν άνθρωπος που ντρέπεται για κάποιο θανάσιμο και ανεπανόρθωτο σφάλμα του, φίλησε το χέρι του παππού, χαμογέλασε στις θείες Ευριδίκην και Νανέτ και κοίταξε με κάποια γκριμάτσα μουσίτσας τον Μπούλη. Η θεία Πηνελόπη όμως το αντελήφθη και γίνηκε εκτός εαυτής.
"Να σου λείπουνε τα χαριτωμένα."
Η Νίνα μαζεύτηκε στη γωνιά, σαν κοριτσάκι που περιμένει τον κεραυνό να σκάσει πάνω στο κεφάλι του. Κι ο κεραυνός δεν άργησε. Πήρε, σαν τον αρχαίο Δία, τη μορφή του Θείου Κανέλλου, προέδρου φιλανθρωπικού σωματείου και εξετόξευσε την κατηγορία.
"Νίνα. Εμείς όλοι οι πρόγονοί σου και οι φυσικοί κηδεμόνες σου, μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, για να σε δικάσουμε."
Η κοπελίτσα ξεροκατάπιε.
"Μα γιατί; Τι έκανα;"
"Τι έκανες;" Φρίξανε οι θείες Ευρυδίκη και Νανέτ.
Βάλανε μια φωνή τόσο στρίγγλικη που τα περιστέρια του κάδρου πετάξανε τρομαγμένα και κουρνιάσανε στους γύψους του ταβανιού. Ο θείος ο Κανέλλος όμως τις σταμάτησε με μια επιβλητική χειρονομία.
"Τι έκανες;" ρώτησε. "Τι έκανες; Εσύ που πρόδωσες την τιμή και την υπόληψη της οικογενείας; Εσύ που διέσυρες το τίμιον όνομά μας εις τον βόρβορον και την αναισχυντίαν; Εσύ που επρόδωσες ό,τι εμοχθήσαμεν να δημιουργήσωμεν επί εκατόν τόσα έτη; Εσύ που σηκώθηκες και πήγες να λάβεις μέρος εις τα καλλιστεία με αυτό το αισχρόν και τρομερόν ένδυμα; Έχεις το θάρρος και ρωτάς τι έκανες;"
Η Νίνα πήρε μια γωνιά από το καρρέ ντε νταμπλ και την έριξ' επάνω της.
"Ξέρετε, σεβαστοί μου πρόγονοι", δικαιολογήθηκε. "Δεν φταίω εγώ. Όλα τα κορίτσια σήμερα παίρνουνε μέρος σε διαγωνισμούς καλλονής."
Ο θείος ο Κανέλλος έγινε ατμόπλοιον.
"Γι' αυτό χάλασε ο κόσμος. Γι' αυτό γίνονται οι σεισμοί. Γι' αυτό ευρέθη η ατομική βόμβα που θα μας κάνει στάχτη."
"Εμένα δεν θα με κάνει", είπε ο προ-πρόπαππος. "Είμαι στάχτη εδώ κι εκατό χρόνια."
"Δε μιλάμε για σας", θύμωσ' ο θείος ο Κανέλλος. "Λέμε για μας τους ρέστους. Σόδομα και Γόμορα εγένετο η γη. Η Βαβυλών του Βαάλ και της Αστάρτης επανέκτισε τους ναούς της. Και ιδού αι ιέρειαι. Όλην μου την ζωήν, κύριοι, μοχθώ διά την ηθικήν, κόπτομαι διά την ηθικήν…"
"Και όσο νάναι κάνεις την οικονομισά σου", τον έκοψε ο θείος Ηρακλής.
"Πάψε, μη βλασφημάς", ούρλιασε ο Κανέλλος. "Και μη δίνεις θάρρος σ' αυτήν την ξετσίπωτην σουσουράδα."
"Εμείς γιατί δεν κάναμε τέτοια πράματα στον καιρό μας;" είπε με φωνή σειρήνας του συναγερμού η θεία Πηνελόπη. "Γιατί δεν βγήκαμε και μεις γυμνές -Θέ μου συχώρεσέ με- να ποζάρουμε στις εξέδρες της ομορφιάς;"
"Γιατί είσαστε κορόιδα", είπε ασυναίσθητα ο Μπούλης. Κάποιος όμως του τράβηξε τ' αυτί και δεν συνέχισε.
Η Νίνα κοίταξε γύρω της. Κανένα βλέμμα συμπαθείας δεν απάντησε στο δικό της. Η μικρή Νίνα κατάλαβε ότι την έχει πολύ άσχημα. Ακόμα κι ο παππούς που της έκανε τόσα χάδια όταν ζούσε, είχε σοβαρευτεί.
Τότε κατάλαβε ότι κανένας δεν μπορεί να την σώσει από την καταδίκη. Και ξαφνικά, θυμήθηκε την ιστορία, τη Φρύνη, τον δικηγόρο της και ένα χαμόγελο ελπίδας ζωγραφίστηκε στο πονηρό της μουτράκι.
"Έπρεπε να πάω σ' αυτόν τον διαγωνισμό" έκανε με θάρρος.
"Έπρεπε;"
"Γιατί θα τιμούσα την οικογένεια", έκανε αναιδέστατα η μουσίτσα. "Η οικογένειά μας τώχει πάντα να επιδεικνύει ό,τι καλύτερο διαθέτει. Έτσι δεν έκανε και με σας; Και λοιπόν εγώ διαθέτω ένα υπέροχο σώμα. Κοιτάτ' εδώ!"
Έκαν' έτσι και πέταξε το μαγιό της. Μέσα στην αντιπαθητικά βιολέ νύχτα έλαμψε κάτασπρο το περίφημο κορμάκι της. Ο προ-προπάππος έστριψε τη μουστάκα, ο πρόπαππος τράβηξε τις παραγναθίδες, ο θείος ο Ηρακλής μουρμούρισε…
"Ω, ρε ανάθεμά σε και σ' έχω κι ανιψιά."
Ο ανθυπασπιστής αγρίεψε. Θυμήθηκε όσα είχε ακουστά περί εφόδου και καταλήψεων των τοποθεσιών του εχθρού, αλλά δεν πρόλαβε τίποτα. Ο κούκος σφύριξε την αυγή.
Οι πρόγονοι τρέξανε να χωθούνε στα κάδρα τους. Η Νίνα βρήκε ευκαιρία να ξαναφορέσει το μαγιό της. Όλα ησυχάσανε. Και το πρωί, η υπηρέτρια βρήκε όλα τα κάδρα των προγόνων νάχουνε έν' αλλιώτικο πεθαμένο ύφος.
Γιατί είν' αλήθεια ότι πεθάνανε μόλις αντικρύσανε γυμνή τη ζωή…
Υ.Γ.: Προς άρσιν παρεξηγήσεων τονίζεται ότι κάθε ομοιότης ονομάτων ή καταστάσεων αυτής της στήλης με πρόσωπα ή γεγονότα, οφείλεται σε απλές συμπτώσεις.

Νίκος Τσιφόρος
Χρονογραφήματα
εκδ. Ερμής


Δεν υπάρχουν σχόλια: