...Η πτήση μ’ ένα και μόνο αεροπλάνο πάνω από την Ανταρκτική, δίχως ενδιάμεση γραμμή βάσεων, ήταν επικίνδυνη υπόθεση, αλλά κανένας δεν έκανε πίσω από αυτή την ολοφάνερα αναγκαία επιχείρηση. Αφου φορτώσαμε τα πιο βασικά εφόδια, κάναμε μια διακοπή στις δύο το πρωί για ένα σύντομο υπνάκο, αλλά σηκωθήκαμε και πάλι στις τέσσερις για να ολοκληρώσουμε τη δουλειά της φόρτωσης και τις προετοιμασίες.
Απογειωθήκαμε στις επτά και τέταρτο το πρωί της 25ης του Γενάρη με κατεύθυνση προς τα βορειοδυτικά και με πιλότο τον ΜακΤάιγκ. Το αεροσκάφος μετέφερε ακόμη δέκα άντρες, επτά σκυλιά, ένα έλκυθρο, εφόδια σε καύσιμα και τρόφιμα, ασύρματο καθώς και άλλα είδη εξοπλισμού. Η ατμόσφαιρα ήταν ξάστερη, με αρκετή νηνεμία και σχετικά ήπιες θερμοκρασίες. Ετσι ελπίζαμε ότι θα φτάναμε δίχως καμία δυσκολία στο γεωγραφικό στίγμα όπου ξέραμε ότι βρισκόταν ο καταυλισμός του Λέηκ. Οι φόβοι μας αφορούσαν κυρίως στο τι μπορεί να βρίσκαμε, ή να μη βρίσκαμε, στο τέρμα του ταξιδιού μας, γιατί συνεχίζαμε να μην παίρνουμε καμία απάντηση στις συνεχείς κλήσεις μας με τον ασύρματο.
Η κάθε λεπτομέρια εκείνων των τεσσεράμισι ωρών της πτήσης παραμένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μου, επειδή ήταν για μένα η πιο κρίσιμη καμπή στα πενήντα τέσσερα χρόνια της ζωής μου. Το ταξίδι εκείνο σήμαινε για μένα την πλήρη απώλεια κάθε γαλήνης και ισορροπίας που χαρακτηρίζει ένα φυσιολογικό μυαλό το οποίο έχει συνηθίσει ν’ αποδέχεται την πραγματικότητα της εξωτερικής φύσης και των νόμων της.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά, οι δέκα από μας –και πάνω απ’ όλους, ο τελειόφυτος Ντανφορθ κι εγώ- έμελλε να έρθουμε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν αποτρόπαια μεγεθυσμένο κόσμο γεμάτο κρυφές μορφές φρίκης. Ηταν μια εμπειρία που τίποτα δεν μπορεί να σβήσει από την ψυχή μας, και της οποίας το βάρος θ’ αποφεύγαμε να μοιραστούμε με την υπόλοιπη ανθρωπότητα, αν αυτό ήταν μπορετό.
Οι εφημερίδες έχουν δημοσιεύσει τις αναφορές που στέλναμε από τον αέρα. Σ’ αυτές περιγράφαμε την αδιάκοπη πτήση μας, τους αγώνες μας να ξεφύγουμε από δύο επικίνδυνα μέτωπα καταιγίδας της ανώτερης ατμόσφαιρας, την περαστική ματιά που είχαμε από το σημείο όπου ο Λέηκ είχε κάνει την ενδιάμεση γεώτρηση του πριν τρεις ημέρες, καθώς και τη θέα μερικών από εκείνους τους παράξενους κυλίνδρους από μπαμπακένιο χιόνι, που τόσο ο Αμουντσεν όσο κι ο Μπερντ είχαν παρατηρήσει να κυλούν σπρωγμένοι από τον άνεμο στις απέραντες εκτάσεις του παγωμένου οροπεδίου.
Εφτασε και μια στιγμή, πάντως, που τα συναισθήματά μας θα ήταν αδύνατο ν’ αποδοθούν με λόγια αποδεκτά από τον Τύπο –καθώς και μια άλλη στιγμή, αργότερα, όταν χρειάστηκε να εφαρμόσουμε αυστηρή αυτολογοκρισία.
Ο ναύτης Λάρσεν ήταν ο πρώτος που είδε την ακανόνιστη σειρά των μυτερών βουνοκορφών πέρα μπροστά μας, και οι κραυγές του έκαναν όλους μας να τρέξουμε στα παράθυρα της μεγάλης καμπίνας του αεροπλάνου. Παρ’ όλη την ταχύτητα της πτήσης, τα βουνά πλησίαζαν πάρα πολύ αργά. Από αυτό καταλάβαμ ότι θα πρέπει να βρίσκονταν ακόμη πολύ μακριά και ότι ήταν ορατά μόνο χάρη στο αφύσικο ύψος τους. Αλλά λίγο- λίγο άρχιζαν να γιγαντώνονται σκυθρωπά στο δυτικό ορίζοντα, και τώρα πλέον μπορούσαμε να διακρίνουμε τις διάφορες γυμνές, απειλητικές και μαυριδερές κορυφές τους. Οπως τις αγναντεύαμε κάτω από εκείνο το κόκκινωπό φως του ανταρκτικού ήλιου, σ’ ένα σαγηνευτικό φόντο από πρισματικούς ιριδισμούς που έπαιζαν πάνω στα σύννεφα των παγοκρυστάλλων, η θέα τους ξυπνούσε μέσα μας μια παράξενη αίσθηση από φαντασιώδεις κόσμους.
Στο όλο αυτό φαντασμαγορικό πανόραμα πλανιόταν κάτι σαν επίμονος, διάχυτος υπαινιγμός για ανείπωτα μυστήρια και ενδεχόμενες αποκαλύψεις. Θα έλεγε κανείς ότι εκείνα τα βλοσυρά, εφιαλτικά κορφοβούνια ήταν οι ακοίμητοι φρουροί κάποιας τρομερής πύλης που ε΄βγαζε σε απαγορευμένες χώρες του ονείρου και σε ασύλληπτους κι αλαργινούς κόσμους του χωροχρόνου και των υπερδιαστάσεων. Δεν μπορούσα να μη διαισθανθώ ότι αυτοί οι ορεινοί όγκοι έκρυβαν κάτι το κακό – ότι ήταν αληθινά βουνά της τρέλας, οι πίσω πλαγιές των οποίων έβλεπαν προς κάποια καταραμένη έσχατη άβυσσο. Εκείνο το χαώδες φόντο από τα σχεδόν φωτοβόλα σύννεφα μιλούσε με ανείπωτους υπαινιγμούς για κάποιον ακαθόριστο, αιθέριο υπερκόσμο πολύ πέρα από τους γήινους χώρους, και υπενθύμιζε με φοβερό τρόπο το πόσο μακρινός, ξέχωρος και μοναχικός ήταν τούτος ο απάτητος κι ανεξιχνίαστος νότιος κόσμος του πανάρχαιου θανάτου.
Ο πρώτος που τράβηξε την προσοχή μας στα περίεργα γεωμετρικά σχήματα που ήταν γατζωμένα στις ψηλότερες κορυφογραμμές ήταν ο νεαρός Ντάνφορθ. Εμοιαζαν με ερείπια από τέλεια κυβικές κατασκευές, όπως ακριβώς τα είχε περιγράψει και ο Λέηκ στο μήνυμάτου. Πραγματικά, δικαιολογούσαν απόλυτα τη σύγκρισή του μ’ εκείνες τις ονειρικές εικόνες των ερειπίων από αρχέγονους ναούς σε ομιχλώδεις ασιατικές βουνοκορφές, που με τόσο λεπτό και παράξενο τρόπο είχε ζωγραφίσει ο Ραίριχ.
Υπήρχε πράγματι κάτι το αλλόκοτα «ραιριχοειδές» σε όλη τούτη την απόκοσμη ήπειρο του ορεινού μυστηρίου. Αυτό το είχα νιώσει ήδη από τον Οκτώβρη, όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε μπροστά μας τη Γη της Βικτώρια, και το ξανάνιωθα έντονα πάλι τώρα. Αισθανόμουν ακόμη να με κυριεύει μια ακαθόριστη ανησυχία για την όλη ομοιότητα που υπήρχε με κάποιους αρχαϊκούς μύθους. Με τρόμαζε το πόσο τούτο το βασίλειο του θανάτου ταίριαζε περιγραφικά με το διαβολικό οροπέδιο του Λένγκ που αναφέρουν τα πανάρχαια κείμενα. Μπορεί οι μελετητές της μυθολογίας να τοποθετούν το Λενγκ κάπου στην κεντρική Ασία, αλλά η φυλετική μνήμη του ανθρώπου –ή των προκατόχων του- φτάνει πολύ, πάρα πολύ πίσω. Δεν αποκλείεται ορισμέννες τέτοιες παραδόσεις να τις κληρονομήσαμε από χώρες, βουνά και ναούς της φρίκης αρχαιότερα από την Ασία, αρχαιότερα από κάθε γνωστό ανθρώπινο κόσμο.
Λιγοι τολμηροί μύστες έχουν κάνει κάποιους υπαινιγμούς ότι τα αποσπασματικά Πνακοτικά Χειρόγραφα προέρχονται από εποχές πριν από την πλειστόκαινο, κι έχουν εικάσει ότι οι πιστοί του Τσαθόγκουα ήταν τόσο ξένοι προς το ανθρώπινο είδος όσο και ο ίδιος ο Τσαθόγκουα. Το Λενγκ, όπου κι αν βρίσκεται στο χώρο ή στο χρόνο, δεν ήταν τόπος που θα ήθελα να επισκεφθώ ή έστω να πλησιάσω. Ούτε και μου άρεσε η ιδέα ότι βρισκόμουν τόσο κοντά σ’ έναν κόσμο ο οποίος είχε γεννήσει τέτοια αφύσικα και αρχαϊκά τέρατα σαν τα πλάσματα που είχε αναφέρει ο Λέηκ. Τη στιγμή εκείνη ευχήθηκα να μην είχα κουβεντιάσει σε τόση έκταση μ’ εκείνον τον δυσάρεστα καλοπληροφορημένο λαογράφο του πανεπιστημίου μας, τον Γουίλμαρθ.
Αυτό το συναίσθημα μ’ επηρέασε άσχημα κι έκανε ακόμη πιο αρνητική την αντίδρασή μου στον αλλόκοτο αντικατοπτρισμό που εμφανίστηκε ξαφνικά στο ολοένα και πιο οπαλιόχρωμο ουράνιο ζενίθ.
Συνέβη καθώς πλησιάζαμε στα βουνά κι ενώ μόλις είχαμε αρχίσει να διακρίνουμε τις κλιμακωτές καμπύλες που σχημάτιζαν τα ριζοβούνια. Στη διάρκεια των προηγουμένων εβδομάδων είχα δει δεκάδες πολικούς αντικατοπτρισμούς, μερικούς εξίσου παράξενους κι απίστευτα ζωηρούς όσο κι αυτός. Αλλά τούτον εδώ τον χαρακτήριζε μια εντελώς πρωτόγνωρη και ακαθόριστη αίσθηση απειλητικού συμβολισμού. Ανατρίχιασα βλέποντας εκείνο το χαώδη λαβύρινθο από μυθικά τείχη, πύργους και οβελίσκους που ορθώνονταν παλύψηλοι μέσα αό τις στροβιλιζόμενες καταχνιές των παγοκρυστάλλων πάνω από τα κεφάλια μας.
Η όλη εικόνα έδινε την εντύπωση μιας κυκλώπειας πόλης με αρχιτεκτονική άγνωστη στον άνθρωπο ή την ανθρώπινη φαντασία, με αμέτρητα, μαύρα σαν τη νύχτα κτίσματα που μαρτυρούσαν τερατώδεις παρεκκλίσεις από τους γεωμετρικούς νόμους.
Υπήρχαν κόλουροι κώνοι, άλλοτε με κλιμακωτά επίπεδα και άλλοτε με κάθετες αυλακώσεις, έχοντας στην κορυφή τους κυλινδρικές στήλες, οι οποίες εδώ κι εκεί φούσκωναν σε βολβώδη σχήματα και συχνά κατέληγαν σε λεπτούς αχιβαδωτούς δίσκους. Και υπήρχαν παράξενα πρόστεγα, τραπεζοειδή εικοδομήματα που θύμιζαν μεγάλους σωρούς από πλάκες –τετράγωνες, κυκλικές ή σαν πεντάκτινα αστέρια- με την καθεμιά τους να υπερκαλύπτει την αμέσως αποκάτω. Εβλεπες ακόμη σύνθετα κωνικά και πυραμιδωτά κτίρια, άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε πάνω σε κυλίνδρους ή κύβους ή σε πιο πεπλατυσμένους κόλουρους κώνους και πυραμίδες. Εδώ κι εκεί υψώνονταν βελονοειδείς οβελίσκοι σε περίεργες δέσμες των πέντε. Και όλα αυτά τα εξωφρενικά οικοδομήματα φαίνονταν να επικοινωνούν με σωληνωτές γέφυρες που συνέδεαν το ένα με το άλλο σε διάφορα ιλιγγιώδη ύψη.
Με τον ανείπωτο γιγαντισμό της, η όλη εικόνα γεννούσε στην ψυχή μας ένα συναίσθημα τρόμου και κατάθλιψης.
Αυτός ο αντικατοπτρισμός έμοιαζε αρκετά με ορισμένες από τις πιο εξωφρενικές εμφανίσεις του είδους, όπως εκείνη που είχε παρατηρήσει και σχεδιάσει το 1820 ο Σκόρσμπυ*, ένας φαλαινοθήρας των αρκτικών θαλασσών. Αλλά σε τούτο το συγκεκριμένο τόπο και το χρόνο, μ’ εκείνες τις σκοτεινές, άγνωστες βουνοκορφές να ορθώνονται θεόρατες μπροστά μας, με την πρόσφατη ανακάλυψη κάποιου αφύσικου, πανάρχαιου κόσμου στη σκέψη μας, και με το φόβο ότι κάποια πιθανή συμφορά είχε χτυπήσει τους περισσότερους συντρόφους μας – όλοι είδαμε σ’ αυτό το θέαμα τη μιασματική πινελιά κάποιας αθέατης μοχθηρίας και ένα απερίγραπτα κακό οιωνό.
Δεν φαντάζεστε πόσο χάρηκα όταν ο αντικατοπτρισμός άρχισε να διαλύεται... μόλο που στη διαδικασία αυτή οι διάροι εφιαλτικοί πυργίσκοι και κώνοι παραμορφώνονταν αποκτώντας προσωρινές μορφές ακόμη πιο ανείπωτης φρικαλεότητας. Καθώς η όλη οπτασία διαλυόταν μέσα στους χαώδεις ιριδισμούς των συννέφων, τα βλέμματά μας χαμήλωσαν πάλι προς τη γη και είδαμε ότι το τέρμα του ταξιδιού μας δεν ήταν μακριά. Τα άγνωστα βουνά μπροστά μας υψώνονταν ιλιγγιωδώς προς τα ουράνια, σαν φοβεροί προμαχώνες κάποιων γιγάντων, ενώ τα περίεργα γεωμετρικά σχήματα στις ράχες τους διακρίνονταν τώρα μ’ εκπληκτική σαφήνεια ακόμη και χωρίς κιάλια.
Ηδη πετούσαμε πάνω από τα χαμηλότερα ριζοβούνια και σύντομα διακρίναμε ανάμεσα στο χιόνι, τον πάγο και τις εκτάσεις της γυμνής γης του κυρίως οροπεδίου, δύο σκούρες κηλίδες, που καταλάβαμε ότι ήταν ο καταυλισμός και το σημείο των γεωτρήσεων του Λέηκ…
* Αληθινό γεγονός. Συνέβη στις 18 Ιουλίου του 1820 στ’ ανοιχτά της Γροιλανδίας και αναφέρθηκε από τον κυβερνήτη του πλοίου Μπόφφιν. Περιγράφεται ως “μια εκτεταμένη αρχαία πόλη γεμάτη με ερείπια κάστρων και οβελίσκων, ναών και μνημείων, καθώς και διαφόρων άλλων μεγάλων και εντυπωσιακών κτιρίων” – Γ. Μ.
H. P. Lovecraft: At the Mountains of Madness
Σειρά: Οι Εκπληκτικοί Κόσμοι του Χ. Φ. Λαβκραφτ
Τόμος 3ος: Στα Βουνά της Τρέλας
Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος
Εκδόσεις: Locus 7
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου