Ο εργάτης Αρτούρο Μασολάρι δούλευε τη νύχτα, στη βάρδια που τελειώνει στις έξι. Για να γυρίσει σπίτι του έπρεπε να διασχίσει μια μεγάλη απόσταση, που την έκανε με το ποδήλατο όταν είχε καλό καιρό και με το τραμ στους χειμωνιάτικους και βροχερούς μήνες. Εφτανε στο σπίτι του στις εφτά παρά τέταρτο με εφτά, δηλαδή μερικές φορές πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι της γυναίκας του Ελιντε, και μερικές φορές όταν πια είχε χτυπήσει.
Συχνά, αυτοί οι δύο θόρυβοι, ο θόρυβος από το ξυπνητήρι και τα βήματά του όταν έμπαινε στο σπίτι, ταυτίζονταν στο μυαλό της Ελιντε, έτσι όπως αυτή κοιμόταν βαθιά, αυτόν τον βαθύ γλυκό ύπνο του πρωινού, που η ίδια προσπαθούσε να παρατείνει λίγο ακόμα βυθίζοντας το πρόσωπό της στο μαξιλάρι. Ύστερα σηκωνόταν, όλο νεύρο, από το κρεβάτι και αμέσως φορούσε, σαν τυφλή, τη ρόμπα της, με τα μαλλιά της να πέφτουν μπροστά στα μάτια της. Εμφανιζόταν έτσι στην κουζίνα, μπροστά στον Αρτούρο, που έβγαζε τα άδεια κατσαρολικά και το θερμός από την τσάντα που έπαιρνε μαζί του κάθε φορά στην δουλειά. Είχε ήδη αναμμένο το γκάζι και ετοίμαζε τον καφέ. Μόλις εκείνος την κοίταζε, η ελιντε περνούσε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της, άνοιγε με το ζόρι τα μισόκλειστα μάτια της, σαν να ντρεπόταν κάθε φορά γι' αυτή την εικόνα που έβλεπε ο άντρας της μπαίνοντας στο σπίτι, πάντα έτσι ακατάστατη και με το πρόσωπο ακόμα μισοκοιμισμένο. Οταν δύο άνθρωποι κοιμούνται μαζί, τα πράγματα είναι διαφορετικά, το πρωί σηκώνονται και οι δύο από το ίδιο κρεβάτι και ό,τι ισχύει για τον ένα ισχύει και για τον άλλο.
Άλλες φορές, πάλι, ήταν εκείνος που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα να την ξυπνήσει, με ένα φλιτζάνι καφέ, ένα λεπτό πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Τότε όλα έμοιαζαν πιο φυσικά, ο ίδιος ο μορφασμός που έκανε για να ξυπνήσει έπαιρνε τη μορφή μιας τεμπέλικης γλύκας, τα τεντωμένα γυμνά της χέρια κατέληγαν να τυλιχτούν γύρω από το λαιμό του. Αγκαλιάζονταν. Ο Αρτούρο συνήθως φορούσε ακόμα το αδιάβροχό σακάκι του και από αυτό εκείνη καταλάβαινε τι καιρό έκανε έξω: αν έβρεχε, αν είχε ομίχλη ή αν χιόνιζε, ανάλογα πόσο ήταν κρύο, ή υγρό το σακάκι. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδιαζε να τον ρωτάει: -Τι καιρό κάνει; Κι εκείνος άρχιζε τη συνηθισμένη, λίγο ειρωνική, γκρίνια του απαριθμώντας με κάθε λεπτομέρεια ό,τι δυσάρεστο του είχε συμβεί, αρχίζοντας πάντα από το τέλος: τη διαδρομή με το ποδήλατο, τον καιρό που βρήκε βγαίνοντας από τη φάμπρικα και που ήταν πάντα διαφορετικός από τον καιρό που είχε αφήσει μπαίνοντας μέσα το προηγούμενο βράδυ, τις φασαρίες της δουλειάς, τις φήμες που κυκλοφορούσαν, και πάει λέγοντας.
Τέτοια ώρα το σπίτι ήταν πάντα κρύο και η Ελιντε είχε γδυθεί ανατριχιάζοντας και πλενόταν στο καμαράκι του μπάνιου. Πίσω της ακολουθούσε εκείνος, πολύ πιο ήρεμος, γδυνόταν και πλενόταν με αργές κινήσεις, βγάζοντας από πάνω του τη σκόνη και τις λαδιές της φάμπρικας. Εκείνες τις στιγμές, έτσι όπως στέκονταν και οι δύο γύρω από τον ίδιο νιπτήρα, μισόγυμνοι και ξυλιασμένοι από το κρύο, παίρνοντας και δίνοντας ο ένας στον άλλο το σαπούνι ή την οδοντόπαστα, και συνεχίζοντας να λένε όσα είχαν να πουν, έφτανε η στιγμή της μεγαλύτερης οικειότητας, και μερικές φορές, τη στιγμή που ο ένας έτριβε την πλάτη του άλλου, καταλήγανε σε κάποιο χάδι και αγκαλιάζονταν.
Ξαφνικά όμως η Ελιντε έβαζε μια φωνή: - θεέ μου! Πέρασε η ώρα! Και έτρεχε να φορέσει τις ζαρτιέρες και τη φούστα της, πάντα με την ίδια βιασύνη, όρθια και με τη βούρτσα να πηγαίνει πάνω κάτω στα μαλλιά της, και έσκυβε το πρόσωπό της μπροστά στον καθρέφτη του κομό, με τα τσιμπιδάκια στα σφιγμένα της χείλια. Ο Αρτούρο ερχόταν πίσω της, με ένα τσιγάρο στο στόμα, την κοίταζε καπνίζοντας όρθιος, και κάθε φορά έμοιαζε λίγο σαν χαμένος, έτσι όπως στεκόταν χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Η Ελιντε, έτοιμη τώρα πια, φορούσε το παλτό της στο διάδρομο, τον φιλούσε, άνοιγε την πόρτα και αμέσως μετά την άκουγες να τρέχει στις σκάλες.
Ο Αρτούρο έμενε μόνος. Παρακολουθούσε το θόρυβο των τακουνιών της στις σκάλες, κι όταν πια έπαυε να την ακούει, συνέχιζε να την παρακολουθεί με τη φαντασία του, τα μικρά γοργά βήματά της κάτω στην αυλή, στην εξώπορτα, στο πεζοδρόμιο, μέχρι τη στάση του τραμ. Αντίθετα, άκουγε καθαρά το τραμ: τους τριγμούς της κίνησής του, το φρένο του, το θόρυβο που έκανε ο κόσμος ανεβαίνοντας το σιδερένιο του σκαλί. “Εντάξει, το πρόφτασε”, σκεφτόταν κι έβλεπε τη γυναίκα του στριμωγμένη ανάμεσα στους εργάτες και τις εργάτριες μέσα στο τραμ, το “έντεκα”, που την πήγαινε, όπως κάθε μέρα, στη φάμπρικα. Εσβηνε 'ο,τι είχε απομείνει από το τσιγάρο του, έκλεινε τα παντζούρια και εκεί, μέσα στο σκοτάδι, έμπαινε στο κρεβάτι.
Το κρεβάτι ήταν πάντα στην ίδια κατάσταση, όπως το είχε αφήσει η Ελιντε, μόνο που στη δική του πλευρά είχε μείνει σχεδόν άγγιχτο, λες και είχε στρωθεί μόλις εκείνη τη στιγμή. Ο Αρτούρο ξάπλωνε καλά καλά στη θέση του αλλά μετά από λίγο άπλωνε το ένα του πόδι παραπέρα, εκεί όπου ένιωθε ακόμα τη ζέστα της γυναίκας του. Υστερα έφερνε εκεί και το άλλο του πόδι, και έτσι σιγά σιγά μετατοπιζόταν ολόκληρος προς τη μεριά της ελιντε, σ' εκείνο το γεμάτο θαλπωρή βαθούλωμα που διατηρούσε ακόμα το σχήμα του σώματός της, και βύθιζε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι της, στο άρωμά της. Ετσι αποκοιμιόταν.
Οταν η Ελιντε γυρνούσε το βράδυ, ο Αρτούρο ήδη έκοβε βόλτες μέσα στο σπίτι. Είχε ανάψει τη σόμπα και είχε βάλει κάτι στη φωτιά να βράζει. Μερικές δουλειές, όπως το στρώσιμ οτου κρεβατιού, το σκούπισμα, το συμμάζεμα των άπλυτων ρούχων στο μπάνιο, τις έκανε εκείνος, τούτες τις ώρες πριν το δείπνο. Η Ελιντε, βέβαια, κάθε φορά έβρισκε πως έπρεπε να τα ξανακάνει όλα από την αρχή, αυτός όμως για να λέμε την αλήθεια, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να καλυτερέψει τη δουλειά του. Ο,τι έκανε, έμοιαζε να είναι μέρος μιας τελετής για να την περιμένει, σαν να έτρεχε κάθε φορά να την προϋπαντήσει, κι ας μην έβγαινε έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. Στο μεταξύ, έξω άναβαν σιγά σιγά οι λάμπες του δρόμου, ενώ εκείνη έκανε τα ψώνια της ημέρας στα μαγαζιά της συνοικίας, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες γυναίκες που, σαν κι αυτήν, συνήθιζαν να ψωνίζουν τέτοια ώρα.
Άκουγε τα βήματά της στη σκάλα πάντα εντελώς διαφορετικά από ό,τι τα άκουγε το πρωί, τώρα ήταν βαριά, γιατί η Ελιντε ανέβαινε κουρασμένη από το μεροκάματο και φορτωμένη με όσα είχε αγοράσει. Ο Αρτούρο έβγαινε στο πλατύσκαλο, έπαιρνε από τα χέρια της την τσάντα με τα ψώνια κι έμπαιναν μαζί στο σπίτι κουβεντιάζοντας. Εκείνη σωριαζόταν αμέσως σε μια καρέκλα στην κουζίνα, χωρίς καν να βγάλει το παλτό της, ενώ εκείνος έβγαζε τα πράγματα από την τσάντα. Υστερα εκείνη αναστέναζε. - Αντε, ας ανασκουμπωθούμε, έλεγε και σηκωνόταν, έβγαζε το παλτό της, φορούσε τη ρόμπα της. Αρχιζαν να ετοιμάζουν το φαγητό: το δείπνο για τους δυό τους. Ύστερα το κολατσιό που έπαιρνε εκείνος μαζί του στο εργοστάσιο για το διάλειμμα στη μια μετά τα μεσάνυχτα, το πρόγευμα που θα έπαιρνε εκείνη μαζί της στη δουλειά το πρωί και το πρόγευμα που έπρεπε να είναι έτοιμο όταν εκείνος θα ξυπνούσε την επομένη μέρα αργά το απόγευμα.
Εκείνη λίγο βοηθούσε και λίγο καθόταν σε μια ψάθινη καρέκλα και του έλεγε τι έπρεπε να κάνει. Εκείνος τέτοια ώρα ήταν ξεκούραστος, του άρεσε να ασχολείται με όλα αυτά, ήθελε μάλιστα να τακάνει όλα μόνος του. Ήταν όμως, πάντα λίγο αφηρημένος, με τις σκέψεις του ήδη να ταξιδεύουν αλλού. Συχνά, τέτοιες στιγμές, άρχιζαν να καβγαδίζουν, να ανταλλάσσουν βαριές κουβέντες, γιατί εκείνη τον ήθελε πιο προσεκτικό, να κάνει κάπως καλύτερα τη δουλειά του, να της συμπαραστέκεται περισσότερο, να της δίνει μεγαλύτερη σημασία, να την παρηγορεί πιο πολύ. Εκείνος, όμως, μετά από τον πρώτο του ενθουσιασμό, που εκείνη είχε επιστρέψει από τη δουλειά της, είχε ήδη το μυαλό του έξω από το σπίτι, να σκέφτεται πως έπρεπε να βιαστεί για να μην αργήσει.
Οταν το τραπέζι ήταν πια έτοιμο, με το κάθε πράγμα στη θέση του, ώστε ναμη χρειαστεί να ξανασηκωθούν, τότε ένιωθαν και οι δύο κάτι σαν σφίξιμο στο στομάχι, γιατί είχαν τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή τους να μείνουν μαζί, και σχεδόν δεν κατάφερναν να βάλουν στο κουτάλι στο στόμα τους από τη μεγάλη διάθεση που είχαν να μείνουν καρφωμένοι εκεί, να κρατάει ο ένας το χέρι του άλλου.
Δεν πράφταιναν να πιουν καλά καλά τον καφέ τους και εκείνος ήταν κιόλας όρθιος και εξέταζε αν όλα ήταν εντάξει με το ποδήλατό του. Αγκαλιάζονταν. Ο Αρτούρο έμοιαζε σαν να καταλάβαινε μονάχα τότε πόσο τρυφερή και ζεστή ήταν η γυναίκα του. Σήκωνε το ποδήλατο στην πλάτη του και κατέβαινε προσεκτικά τις σκάλες.
Η ελιντε έπλενε τα πιάτα, έριχνε μια ματιά σε όλο το σπίτι – ακόμα και σε ό,τι είχε τακτοποιήσει ο σύζυγός της – και κουνούσε το κεφάλι της. Τώρα εκείνος έτρεχε στους σκοτεινούς δρόμους με τα λιγοστά φώτα, θα είχε ήδη φτάσει κάπου εκεί, κοντά στο γκάζι. Η Ελιντε πήγαινε στο κρεβάτι, έσβηνε το φως. Ξαπλωμένη, άπλωνε το πόδι της προς την πλευρά του άντρα της, να βρει τη ζέστα του κορμιού του, αλλά κάθε φορά καταλάβαινε πως η δική της η μεριά ήταν πιο ζεστή, σημάδι ότι και ο Αρτούρο είχε κοιμηθεί εκεί, κι ένιωθε να την κατακλύζει η τρυφερότητα.
ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΣΤΑΡΤΗ
Το Όνειρο - Δήμος Μούτσης
2 σχόλια:
Είναι άραγε ποτέ εύκολος ο έρωτας; Κι αν ναι, μήπως είναι προτιμότερος ένας τέτοιος δύσκολος έρωτας από έναν ανεκπλήρωτο, ή έναν μονόπλευρο έρωτα;
Υπέροχη η ανάρτηση σας! Μου θύμισε ένα μέρος από ένα ποίημα του Νερούντα, που είχα διαβάσει πριν δύο χρόνια:
Ίσως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
‘Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ.
ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥΝΤΑ.
ΠΑΝΤΩΣ ΟΙ ΛΕΓΟΜΕΝΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΣΥΝΗΘΩΣ ΕΙΝΑΙ Ή ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΙ Ή ΜΟΝΟΠΛΕΥΡΟΙ Ή ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΛΗΣΗ ΜΑΣ ΤΕΡΜΑΤΙΣΘΕΝΤΕΣ.
ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥΣ ΤΟΥΣ "ΤΡΩΕΙ" Η ΕΝΤΡΟΠΙΑ.
ΚΑΛΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Δημοσίευση σχολίου