Τρεις μέρες τώρα, όλο το πρωί και το απόγευμα, ο κύριος Ουίλλιαμ Φιντς στεκόταν ήσυχα στη σκοτεινή και γεμάτη ρεύματα σοφίτα. Επί τρεις ολόκληρες μέρες στα τέλη του νοέμβρη στεκόταν μόνος εκεί, νιώθοντας τις απαλές γκρίζες νιφάδες του Χρρόνου να πέφτουν από τον απέραντο γκρίζο παγερό ουρανό, σιωπηλά, μαλακά, στρώνοντας τη στέγη και πασπαλίζοντας τις μαρκίζες. Στεκόταν εκεί, με τα μάτια κλειστά. Τις ατέλειωτες ανήλιαγες μέρες η σοφίτα κλυδωνίζονταν σε θάλασσες ανέμων, με τα κόκαλά της να τρίζουν και την αρχαία σκόνη να πέφτει από τα δοκάρια της, τα σκεβρωμένα σανίδια και τα κουφώματα. Ηταν σαν μια βροχή αναστεναγμών και πόνων ολόγυρά του, εκεί όπου στεκόταν μυρίζοντας τις ντελικάτες στεγνές ευωδιές και νιώθοντας τις συγκινήσεις των παλιών πραγμάτων. Α...Α...
Στήνοντας αφτί από το κάτω πάτωμα, η Κόρα, η γυναίκα του, δεν τον άκουγε να βηματίζει, να κινείται ή να σαλεύει. Φανταζόταν μόνο ότι άκουγε την ανάσα του, να εισπνέει και να εκπνέει αργά, σαν ένα σκονισμένο φυσερό εκεί πάνω στη σοφίτα, ψηλή στο ανεμοδαρμένο σπίτι.
«Ανοησίες!» μουρμούρησε.
Οταν ο άντρας της κατέβηκε για φαγητό το απομεσήμερο της τρίτης μέρας, χαμογέλασε στους γυμνούς τοίχους, στα ξεφτισμένα πιάτα, στα γρατζουνισμένα ασημικά, ακόμη και στη γυναίκα του!
«Τι καμώματα είναι αυτά;» ρώτησε εκείνη.
«Εχω κέφι, αυτό ειν’ όλο. Απίθανο κέφι!» γέλασε. Φαινόταν σχεδόν μεθυσμένος από χαρά. Ξεχείλιζε από μια ασυγκράτητη, ζεστή έξαψη που ήταν φανερό ότι δυσκολευόταν να κρύψει. Η γυναίκα του σούφρωσε τα φρύδια της.
«Τι είναι αυτή η μυρωδιά;»
«Μυρωδιά; Μυρωδιά; Τι μυρωδιά;» κούνησε το ψαρόμαλλο κεφάλι του πέρα δώθε.
«Μου θυμίζει σαρσαπαρίλλα». Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα καχύποπτα. «Ναι αυτό είναι!»
«Α, δεν μπορεί!» Η ξέφρενη ευτυχία του χάθηκε απότομα σαν τα λόγια της να την είχαν κόψει με το μαχάιρι. Φαινόταν αποσβολωμένος, ανήσυχος, και ξαφνικά πολύ επιφυλακτικός.
«Που ήσουν σήμερα το πρωί;» τον ρώτησε.
«Ξέρεις ότι καθάριζα τη σοφίτα».
«Ονειροβατούσες με τις παλιατζούρες. Δεν άκουσα κανένα θόρυβο. Μπορεί και να μην ήσουν καν στη σοφίτα. Τι είναι πάλι αυτό;» του έδειξε με το χέρι.
«Για δες! Πως βρέθηκαν αυτά εδώ;» αναρωτήθηκε εκείνος σαν να μονολογούσε.
Κοίταξε τα δυό μαύρα μετάλλινα κλιπ ποδηλάτου που στερέωναν τα στενά μπατζάκια στους κοκαλιάρικους αστραγάλους του.
«Τα βρήκα στη σοφίτα», απάντησε στον εαυτό του. Θυμάσαι όταν βγαίναμε μαζί στο χαλικόστρωτο δρόμο τα πρωινά με το διπλό μας ποδήλατο, Κόρα, τότε που το καθετί είχε φρεσκάδα και νιότη;»
«Αν δεν τελειώσεις με τη σοφίτα σήμερα, θ’ ανέβω εγώ επάνω και θα τα πετάξω όλα έξω».
«Α, όχι!» Φώναξε ανήσυχα ο άντρας της. «Εχω το καθετί έτσι όπως το θέλω!»
Τον κοίταξε ψυχρά.
«Κόρα», της είπε ενώ έτρωγε το φαγητό του, νιώθοντας πιο χαλαρωμένος και ξαναβρίσκοντας κάτι από τον αρχικό του ενθουσιασμό, «ξέρεις τι είναι οι σοφίτες; Είναι χρονομηχανές με τις οποίες οι γεροξεκούτηδες σαν κι εμένα μπορούν να ταξιδέψουν σαράντα χρόνια πίσω, τότε που το καλοκαίρι κρατούσε όλη τη χρονιά και τα παιδιά έκαναν εφόδους στα καροτσάκια των παγωτατζήδων. Θυμάσαι την αίσθηση στη γλώσσα σου; Κρατούσες τον πάγο στο μαντήλι σου και ήταν σαν να πιπίλιζες τη γεύση του λινού και του χιονιού συνάμα».
Η Κόρα έκανε μια νευρική κίνηση. Δεν είναι αδύνατο, συλλογιζόταν εκείνος μισοκλείνοντας τα μάτια του, προσπαθώντας να το δει και να το αναπλάσει. Σκέψου τι είναι μια σοφίτα! Η ίδια της η ατμόσφαιρα είναι χρόνος. Ανήκει σε άλλες μέρες, στις προνύμφες και τις χρυσαλλίδες μιας άλλης εποχής. Ολα τα συρτάρια του παλιού γραφείου είναι μικρά φέρετρα όπου χίλια χτες περιμένουν εκτεθειμένα για λαϊκό προσκύνημα. Α, η σοφίτα είναι ένας σκοτεινός, φιλικός τόπος, γεμάτος χρόνο. Και αν σταθείς στο κέντρο της, στητός και ντούρος, αν μισοκλείσεις τα μάτια σου, και αναπολήσεις... αναπολήσεις πολύ, και μυρίσεις το Παρελθόν... αν απλώσεις τα χέρια σου κι αγγίξεις τα Περασμένα, ε, τότε...
Κοντοστάθηκε, καταλαβαίνοντας ότι μερικές από αυτές τις σκέψεις του είχαν ξεφύγει και τις είχε πει μεγαλόφωνα. Η Κόρα έτρωγε νευρικά γοργά.
«Λοιπόν, δε θα ήταν ενδιαφέρον», τη ρώτησε κοιτάζοντας τη χωρίστρα στα μαλλιά της, «αν το Ταξίδι στο Χρόνο ήταν εφικτό; Και ποιό θα ήταν το καταλληλότερο, το πιο ιδανικό μέρος γι’ αυτό από μια σοφίτα σαν τη δική μας, ε;»
«Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τον παλιό καιρό», παρατήρησε εκείνη. «Απλώς φταίνε οι τρελές αναπολήσεις σου. Θυμάσαι μονάχα τα καλά και ξεχνάς τα άσχημα. Δεν ήταν πάντοτε καλοκαίρι τότε».
«Μιλώντας μεταφορικά, Κόρα, ναι ήταν».
«Δεν ήταν».
«Να τι θέλω να πω», της ψιθύρισε συνεπαρμένα, σκύβοντας μπροστά σαν να ήθελε να δει καλύτερα την εικόνα που ζωγράφιζε ο νους του στον άδειο τοίχο της τραπεζαρίας. «Αν οδηγούσες το μονόκυκλό σου προσεκτικά ανάμεσα στα χρόνια, ισορροπώντας με τα χέρια ανοιχτά, προσεκτικά, πολύ προσεκτικά, αν το οδηγούσες από χρόνο σε χρόνο, μένοντας μια βδομάδα στο 1909, μια μέρα στο 1900, ένα μήνα ή ένα δεκαπενθήμερο κάπου αλλού, στο 1905 ή το 1898, θα μπορούσες να ζεις στο καλοκαίρι για όλη σου τη ζωή».
«Μονόκυκλο;»
«Ξέρεις, ένα από εκείνα τα ψηλά, μονοθέσια ποδήλατα με μια ρόδα που χρησιμοποιούν με τόση δεξιοτεχνία οι ζογκλέρ στο τσίρκο. Ισορροπία, τέλεια ισορροπία είναι το μόνο που χρειάζεται για να μην πέσεις, να στροβιλίζεις τα λαμπερά μπαλάκια στον αέρα, όμορφα, ψηλά, ένα φως, μια λάμψη, ένα αστραποβόλημα, μια έκρηξη φαντασμαγορικών χρωμάτων, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, πράσινα, άσπρα, χρυσαφιά... Ολους να τους στριφογυρίζεις ψηλά στον αέρα, ολόγυρά σου, ταυτόχρονα, σχεδόν δίχως ν’ αγγίζουν τα χέρια σου, ιπτάμενος... κι εσύ, να χαμογελάς ανάμεσά τους. Ισορροπία, Κόρα, το παν είναι η ισορροπία».
«Ανοησίες», έκανε εκείνη. «Ανοησίες και πάλι ανοησίες!»
Ο άντρας της ανέβηκε τ’ ατέλειωτα κρύα σκαλοπάτια για τη σοφίτα, τουρτουρίζοντας.
Υπήρχαν νύχτες του χειμώνα που ξυπνούσε νιώθοντας τα κόκαλά του σαν πορσελάνη, με ψυχρές νότες ν’ αντηχούν στ’ αυτιά του, με παγοκρύσταλλα να διαπερνούν τα νεύρα του κάτω από ένα βάναυσο φως, σαν άσπρα παγερά πυροτεχνήματα που έσκαζαν κι έπεφταν σαν φλογερές χιονονιφάδες στη σιωπηλή χώρα του υποσυνειδήτου του. Ενιωθε παγωμένος, ανείπωτα παγωμένος, και θα χρειάζονταν καμιά εικοσαριά ατέλειωτα καλοκαίρια, με τους πράσινους πυρσούς και τους μπρούτζινους ήλιους τους για να τον ζεστάνουν και να τον λευτερώσουν λιώνοντας τη χειμωνιάτικη φυλακή του. Ηταν ολόκληρος ένα πελώριο ανούσιο κομμάτι εύθραυστου πάγου, ένας χιονάνθρωπος που άπλωνε να κοιμηθεί κάθε βράδυ, γεμάτος από το κομφετί των ονείρων, μέσα σε δίνες κρυστάλλων και ανεμοζάλης. Κι απ’ έξω βασίλευε ο αιώνιος χειμώνας, μια πελώρια μολυβένια πρέσα που κατέβαζε βαριά την άχρωμη πλάκα του ουρανού, λιώνοντας τους ανθρώπους σαν σταφύλια, αποστραγγίζοντας από μέσα τους το χρώμα, τη λογική, την ύπαρξη. Μονάχα τα παιδιά έμεναν ανέπαφα. Αυτά γλιστρούσαν με τα έλκηθρα και τα σκι τους στις αστραφτερές πλαγιές των λόφων που αντικαθρέφτιζαν τη βαριά σιδερένια πλάκα η οποία χαμήλωνε αδυσώπητα πάνω από την πόλη, με την κάθε μέρα και την κάθε ατέλειωτη νύχτα που περνούσε.
Ο κύριος Φιντς σήκωσε την πόρτα της καταπακτής της σοφίτας. Ομως εκεί, εκεί στη σοφίτα ήταν το κάτι άλλο! Η σκόνη του καλοκαιριού στοβιλιζόταν γύρω του. Ο αέρας της σοφίτας τρεμόπαιζε από τα λιοπύρια που είχαν ξεμείνει από άλλες εποχές. Αθόρυβα, ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Και άρχισε να χαμογελά.
Στο πατάρι επικρατούσε σιγαλιά σαν τη γαλήνη πριν από καταιγίδα. Κατά διαστήματα η Κόρα Φιντς άκουγε τον άντρα της να σιγοψυθιρίζει, να μουρμουρίζει κάτι εκεί πάνω.
Στις πέντε το απόγευμα, τραγουδώντας το Νησί των Χρυσών Ονείρων, ο κύριος Φιντς πέταξε ένα ολοκαίνουργιο ψάθινο καπέλο στο κρεμαστάρι της πόρτας της κουζίνας. «Μπου!» έκανε κεφάτα.
«Κοιμόσουνα όλο το απόγευμα;» γρύλισε η γυναίκα του. «Σου φώναξα τέσσερις φορές και δεν πήρα καμία απάντηση.»
«Κοιμόμουν;» Το συλλογίστηκε, γέλασε, και μετά σκέπασε το στόμα με το χέρι του. «Μπορεί και να κοιμόμουν».
Ξαφνικά η γυναίκα του τον πρόσεξε. «Θεέ και Κύριε!» φώναξε. «Που τα βρήκες αυτά τα ρούχα;» Φορούσε ένα κόκκινο ριγέ σακάκι, με άσπρο ψηλό κολάρο και κρεμ παντελόνι. Η μυρωδιά από το ψαθάκι του ήταν σαν μια θημωνιά φρέσκου σανού που τη στριφογυρίζεις στον αέρα.
«Τα βρήκα σ’ ένα παλιό μπαούλο».
Η γυναίκα του οσμίστηκε τον αέρα. «Δε μου μυρίζουν ναφθαλίνη. Αυτά φαίνονται ολοκαίνουργια».
«Α, όχι!» βιάστηκε να τη διαβεβαιώσει εκείνος. Φαινόταν αμήχανος και νευρικός καθώς τα μάτια της περιεργάζονταν τη φορεσιά του.
«Τούτα δεν είναι αποκριάτικα ρούχα», του παρατήρησε η γυναίκα του.
«Ε, καλά! Δεν μπορεί να διασκεδάσει και λίγο ένας άνθρωπος;»
«Και σάμπως έκανες και τίποτε άλλο στη ζωή σου;» του πέταξε εκείνη, βροντώντας την πόρτα του φούρνου. «Ενώ εγώ έμενα στο σπίστι πλέκοντας, μάρτυράς μου ο Θεός, εσύ θα ήσουνα κάτω στο μαγαζί, κάνοντας τα γλυκά μάτια στις κυράτσες».
«Δε θα ήταν ωραία να κάναμε έναν κυριακάτικο περίπατο όπως παλιά, εσύ με το μεταξωτό παρασόλι σου και το μακρύ σου φόρεμα να θροϊζει απαλά, και μετά να καθίσουμε σ’ εκείνες τις σιδερένιες καρέκλες στο ζαχαροπλαστείο απολαμβάνοντας τον αέρα όπως μύριζε κάποτε; Γιατί άραγε τα ζαχαροπλαστεία δε μυρίζουν πια όπως παλιά; Και να παραγγείλουμε δύο αναψυκτικά σαρσαπαρίλλα για τους δυό μας, και ύστερα να πάμε με το Φορντάκι μας του 1910 στην Προβλήτα του Χάνναχαν για να τσιμπήσουμε κάτι και ν’ ακούσουμε την μπάντα του δήμου; Πως σου φαίνεται;»
«Το φαγητό είναι έτοιμο. Αντε βγάλε αυτά τα καρναβαλίστικα από πάνω σου».
«Αν μπορούσες να κάνεις μια ευχή και να ξαναβγείς μια βόλτα σ’ εκείνα τα δεεντρόφυτα δρομάκια που υπήρχαν πριν μας πνίξουν τ’ αυτοκίνητα, θα την έκανες;» επέμεινε εκείνος, κοιτάζοντας τη διαπεραστικά.
«Εκείνοι οι παλιοί δρόμοι ήταν όλο σκόνη. Γυρίζαμε σπίτι καταλερωμένοι σαν εξερευνητές της Αφρικής». Η γυναίκα του σήκωσε ένα βάζο από ζάχαρη και το κούνησε. «Σήμερα το πρωί είχα σαράντα δολάρια εδώ, και τώρα λείπουν! Μη μου πεις ότι πήγες κι αγόρασες αυτά τα ρούχα από κανένα μαγαζί γι’ αποκριάτικα. Είναι καινούργια, του κουτιού. Αποκλείεται να τα ξετρύπωσες από κανένα μπαούλο!»
«Ξέρεις...» άρχισε να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον έψελνε για καμιά ώρα, αλλά ο κύριος Φιντς δεν κατάφερνε να βρει το κουράγιο να πει τίποτα. Ο άνεμος του Νοέμβρη τράνταζε το σπίτι και, καθώς εκείνη μιλούσε, τα χιόνια του χειμώνα άρχισαν πάλι να πέφτουν από τον παγερό γκρίζο ουρανό. «Απάντησέ μου!» του φώναξε. «Τρελάθηκες και χαραμίζεις έτσι τα λεφτά μας αγοράζοντας ρούχα που δε φοριούνται πια;»
«Η σοφίτα...» άρχισε πάλι να της λέει εκείνος.
Η γυναίκα του τον παράτησε απότομα και πήγε να καθήσει στο σαλόνι.
Το χιόνι έπεφτε πυκνό τώρα. Ηταν ένα κρύο και σκοτεινό βράδυ του Νοέμβρη. Τον άκουσε να ανεβαίνει τη φορητή σκάλα, αργά, προς τη σοφίτα και να μπαίνει σ’ εκείνο το σκονισμένο χώρο των άλλων εποχών, στο μαύρο χώρο των θεατρικών φορεσιών και του Χρόνου, σ’ έναν κόσμο εντελώς αλλιώτικο από τον άλλο από κάτω.
Ο κύριος Φιντς έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το αναμμένο κλεφτοφάναρό του ήταν αρκετή συντροφιά. Ναι, εδώ υπήρχε όλος ο Χρόνος αιχμαλωτισμένος σ’ ένα χάρτινο γιαπωνέζικο καθάριο νερό του μυαλού του, σε όμορφα λουλούδια και ανοιξιάτικες αύρες, σε πράγματα πιο μεγάλα από τη ζωή. Το κάθε συρτάρι του παλιού γραφείου, ανοίγοντας, μπορεί ν’ αποκάλυπτε μέσα του παλιές θειάδες και ξαδέρφια και γιαγιάδες σκεπασμένους όλους από τη σκόνη. Ναι, ο Χρόνος βρισκόταν εδώ. Μπορούσες να τον ακούσεις ν’ ανασαίνει, ένα ατμοσφαιρικό ρολόι αντί για μηχανικό.
Τώρα το σπίτι από κάτω ήταν τόσο μακρινό όσο κάποια χαμένη μέρα στο παρελθόν. Μισόκλεισε τα μάτια του και κοίταξε στην κάθε γωνιά της σοφίτας. Κάτι σαν προσμονή πλανιόταν στην ατμόσφαιρα.
Εδώ, στον πρισματικό πολυέλαιο, κρύβονταν ουράνια τόξα και αυγές και μεσημέρια λαμπερά σαν νέα ποτάμια που κυλούσαν αδιάκοπα πίσω στο χρόνο. Το φως του φαναριού του έπεσε πάνω τους και τα ζωντάνεψε. Τα ουράνια τόξα ξεπήδησαν για να πλημμυρίσουν τις σκιές με χρώματα, χρώματα σαν φτερά πουλιών, σαν φράουλες και σαν μεστωμένα σταφύλια, χρώματα σαν φέτες λεμονιού και σαν τον ουρανό όταν διαλύονταν τα σύννεφα αφήνοντας να φανεί το γαλάζιο. Και η σκόνη του παταριού ήταν ένα αναμμένο θυμίαμα που μαζί του καιγόταν κι ο χρόνος, και το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις στις φλόγες του. Ηταν στ’ αλήθεια μια μεγάλη μηχανή του Χρόνου τούτη η σοφίτα, το ήξερε, το ένιωθε, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και αν άγγιζες κάποια κρυστάλλινα πρίσματα εδώ, κάποια πόμολα πόρτας εκεί, αν έξαινες τα κρόσσια από τα παλιά χαλιά, ανάδευες λίγο τη σκόνη, άνοιγες κλειδωνιές από σεντούκια και φύσαγες με το φυσερό του ακορντεόν μέχρι να σηκωθούν τα μάτια σου οι στάχτες από χίλιες αρχαίες φωτιές... αν, πράγματι, έπαιζες με το παλιό αυτό όργανο, με αυτή τη ζεστή μηχανή, αν άγγιζες τα πλήκτρα, τα κουμπιά και το κάθε του εξάρτημα, ε, τότε, τότε, τότε!...
Απλωσε τα χέρια του να ενορχηστρώσει, να διευθύνει τη μουσική, ν’ αυτοσχεδιάσει φιοριτούρες. Υπήρχαν μελωδίες στο μυαλό του, στο κλειστό στόμα του... και άρχισε να παίζει τη μεγάλη μηχανή, το βροντερό σιωπηλό όργανο, μπάσο, τενόρο, σοπράνο, σιγά, δυνατά, ώσπου τελικά μια νότα τον συγκλόνισε τόσο που αναγκάστηκε να κλείσει τα μάτια του!
Γύρω στις οκτώ εκείνο το βράδυ η γυναίκα του τον άκουσε να τη φωνάζει, «Κόρα!» Ανέβηκε πάνω να δει τι την ήθελε. Είδε το κεφάλι του να ξεπροβάλλει από την πόρτα της καταπακτής, με το πρόσωπο χαμογελαστό. Της κούνησε το καπέλο του.
«Αντίο Κόρα».
«Τι θες να πεις;» του φώναξε κείνη.
«Το συλλογίστηκα καλά τρεις μέρες τώρα, και σου λέω αντίο».
«Κατέβα από κει πάνω ηλίθιε!»
«Σήκωσα πεντακόσια δολάρια από την τράπεζα χθες. Το σκεφτόμουνα καιρό, ξέρεις. Και μετά, όταν συνέβη, καταλαβαίνεις... Κόρα...» Της άπλωσε με θέρμη το χέρι του. «Για τελευταία φορά, θέλεις να έρθεις μαζί μου;»
«Στη σοφίτα; Κατέβα από κείνη τη σκάλα Ουίλλιαμ! Αλλιώς θ’ ανέβω εγώ και θα σε βγάλω κουτρουβαλητό από αυτό το βρόμικο μέρος!»
«Πηγαίνω στην Προβλήτα του Χάνναχαν για ένα πιάτο μύδια», της απάντησε εκείνος. «Και θα ζητήσω από την μπάντα να παίξει τον Κόλπο στο φεγγαρόφωτο. Αχ; Έλα μαζί μου, Κόρα». Της έγνεψε απλώνοντας το χέρι του.
Εκείνη έμεινε ασάλευτη κοτάζοντας το καλοσυνάτο πρόσωπό του που την κοιτούσε ερωτηματικά. «Αντίο», της είπε τελικά.
Της κούνησε το χέρι τρυφερά, πολύ τρυφερά. Υστερα το πρόσωπό του χάθηκε. Το ψαθάκι του δεν φαινόταν πια.
«Ουίλλιαμ!» έσκουξε η γαυναίκα του.
Η σοφίτα παρέμεινε σκοτεινή και σιωπηλή. Ξεφωνίζοντας, η Κόρα έτρεξε να φέρει μια καρέκλα και ανέβηκε πάνω για να φτάσει ως την καταπακτή και να σκαρφαλώσει σ’ εκείνο το σκοτάδι που μύριζε κλεισούρα. Φώτισε μ’ ένα φανάρι ολόγυρα. «Ουίλλιαμ! Ουίλλιαμ!».
Ο σκοτεινός χώρος ήταν άδειος. Ενας χειμωνιάτικος άνεμος τράνταζε το σπίτι.
Τότε πρόσεξε ότι το αντικρινό, δυτικό παράθυρο της σοφίτας ήταν μισάνοιχτο.
Πλησίασε σκοντάφτοντας. Δίστασε για μια στιγμή, κρατώντας την ανάσα της. Υστερα το άνοιξε δισταχτικά. Η φορητή σκάλα ήταν στερεωμένη από την έξω μεριά, οδηγώντας κάτω στη στέγη της βεράντας.
Η Κόρα πισωπάτησε μακριά από το παράθυρο. Εξω από το ανοιχτό πλαίσιο οι μηλιές ήταν ανθισμένες σε κάποιο καλοκαιριάτικο δειλινό του Ιούλη. Αχνά, απόμακρα, άκουσε εκρήξεις από πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Στ’ αυτιά της έφταναν γέλια και μακρινές φωνές. Φωτοβολίδες έσκαζαν στο ζεστό αέρα, γλυκα, κόκκινες άσπρες και μπλέ, που μετά έσβηναν αργά.
Εκλεισε απότομα το παράθυρο και στάθηκε εκεί εμβρόντητη. «Ουίλλιαμ!» ψιθύρισε.
Το χειμωνιάτικο φως του Νοέμβρη περνούσε από το άνοιγμα της καταπακτής στο δάπεδο της σοφίτας πίσω της. Σκύβοντας από ψηλά είδε το χιόνι να ψιθυρίζει στα παγωμένα τζάμια κάτω, σ’ εκείνο το νοεμβριάτικο κόσμο όπου θα ξόδευε τα υπόλοιπα τριάντα χρόνια της ζωής της.
Δεν ξαναζύγωσε στο παράθυρο. Σταθηκε ασάλευτη εκεί, μόνη μέσα στη σκοτεινή σοφίτα, μυρίζοντας τη μοναδική μυρωδιά που δε φαινόταν να χάνεται. Πλανιόταν στην ατμόσφαιρα σαν φιλικό χαμόγελο, σαν στεναγμός ικανοποίησης για όνειρα που εκπληρώθηκαν, πήρε μια βαθιά, πολύ βαθιά ανάσα.
Ηταν η παλιά, η γνώριμη, η αξέχαστη ευωδιά της σαρσαπαρίλλα.
ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
ΟΙ "ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ" ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ.
ΤΟ ΣΥΝΙΣΤΩ ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΑ.
ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου