Σύμφωνα με τον Ησύχιο, η λέξη “μέλισσα” σημαίνει “οβολός” κι έτσι τα πρώτα μετεπαναστατικά ελληνικά νομίσματα ονομάζονταν οβολοί (διώβολα, πεντόβολα κλπ.) από το ελληνικό ρα “βάλλω” (παράγωγα: βέλος, βαλλίστρα, οβολός κλπ.) κι έτσι βλέπουμε και σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο π.χ. Της Κορίνθου αρχαία νομίσματα σε μορφή αιχμής ξίφους, δηλ. οβολού (πρβλ. Οβελίσκους Αιγύπτου απ' το σχήμα του οβολού).
Βέβαια και η μέλισσα διαθέτει ένα οβολό, δηλ. πλήκτρον, που ονομάζεται “κεντρί της μέλισσας” κι ίσως από εκεί πήρε το συμβολισμό του το τάγμα των Ασσασίνων (=δολοφόνων) που έδρασε τον 11ο αιώνα στην περιοχή του Αλαμούτ της Περσίας. Σε συσχέτιση με όσα γράψαμε για τον “αποδιοπομπαίο τράγο” των Εβραίων, βλέποντας και το νόμισμα της Πάρου, για παράδειγμα, είχε σύμβολο την αίγα, παρατηρούμε ότι με την απομπομπή του εβραϊκού τράγου, στον οποίο φόρτωναν (ή έτσι νόμιζαν) τις αμαρτίες τους είχαμε μία μορφή οικονομικής δοσοληψίας, εφ' όσον αυτόι ξεπλήρωναν τις αμαρτίες τους στο Θεό με τον τράγο, τελετουργικό του οποίου ο εσωτερικός συμβολισμός αντικαταστάθηκε στο Χριστιανισμό με το αίμα του Εσταυρωμένου, εφ' όσον ρητώς αναφέρεται στα Ευαγγέλια ότι το αίμα Του δόθηκε “ως αντίλυτρον”, δηλ. πληρώθηκε το αντίτιμο των αμαρτιών των ανθρώπων με Θεϊκό αίμα. Ετσι και η μέλισσα σα σύμβολο και χάραγμα ελληνικού νομίσματος είναι ένας οβολός, δηλ. κέρμα με αγοραστική αξία.
Ξέροντας ότι το Θεϊκό αίμα λεγόταν στην αρχαία Ελλάδα “ιχώρ” και ότι η ίδια λέξη (ιχώρ) σήμαινε και το πετρέλαιο, την νάφθα, διότι η νάφθα εθεωρείτο το αίμα των εκπεσόντων Γιγάντων (ή αγγέλων στην Χριστιανική ορολογία), που και αυτοί διέθεταν Θεϊκό αίμα, αντιλαμβανόμαστε το πάιξιμο του διεθνούς νομίσματος με το πετρέλαιο και ιδιαίτερα με τα πετροδόλλαρα.
Η λέξη αίρεση (απ' το ρήμα αιρούμαι = προτιμώ) στη Θεολογία σημαίνει μια ιδιαίτερη προτίμηση ορισμένων ανθρώπων οργανομένων προς αυτήν, σηλ. Μια απόκλιση από το αυστηρώς διατυπωμένο δόγμα. Μια τέτοια περίπτωση είχαμε με την κοινότητα Εσσαίων στη Νεκρά Θάλασσα, κείμενα των οποίων βρέθηκαν το 1947 στο Κουμράν. Τα κείμενα αυτά δίνουν μια ιδιαίτερη ιστορική χροιά και κύρος στα όσα ξέρουμε μέχρι σήμερα για την εβραϊκή και χριστιανική θρησκεία και κατά συνέπειαν, σύμφωνα και με τις πρόσφατες δημοσιεύσεις μου οι Εσσαίοι αυτοί, που λέγονταν και Εσσήνες, έχουν ένα όνομα που σύμφωνα με τον Παυσανία (8,13,1) το συναντάμε και σαν τίτλο των ιερέων της Κυβέλης και της Εφέσιας Αρτέμιδος, στη Μ. Ασία, όπου ιδιαίτερα στη Λυδία, κόπηκαν τα αρχαιότερα γνωστά νομίσματα της Ευρώπης (κέρματα) τον 8ο αιώνα π.Χ. Οι ιερείςαυτοί λέγονταν Γάλλοι και ο αρχηγός τους Αρχέγαλλος, τους έλεγαν δε επίσης Μεγάβυζους ή Μεγαλόβυζους επειδή ήσαν νεωκόροι της Εφέσιας Αρτέμιδος, που την παρίσταναν με πολλούς μαστούς και που μαστιγωνονταν με φραγγέλια, ώστε να ανακαλήται πάλι στη μνήμη μας η έννοια του σκυταλισμού απ' τη λέξη σκυτάλη.
Οι εσσήνες είναι πληθυντικός του ουσιαστικού “εσσήν” που σημαίνει:
οικιστής (Ηρωδ. 17,6), άρα
ηγεμών, άρχων (Καλλ. Δια66), άρα
βασιλεύς των μελισσών (ΕΜ 383,31) επειδή στην αρχαιότητα νόμιζαν ότι η βασίλισσα ήταν αρσενικού γένους.
το ιμάτιο, που λέγεται λόγιον ή hosen (στα εβραϊκά, Ιώσ. ΑΙ,3,5,7) ή εσσόν ή έσθα (στον πληθυντικό καθ' Ησύχιον, βλ. και βεστιάριον από τη λατινική λέξη vesta). Οι Γάλλοι, αυτοί που λέγονταν Εσσήνες, δηλ. Εσσαίοι, απ' τη λέξη ίασις= θεραπεία, προφανώς είχαν μια κοινή θεολογική καταγωγή πάνω στον άξονα Παλαιστίνης-Συρίας-Λυδίας-Φρυγίας και κυρίως, όπως αναφέρεται και στην Καινή Διαθήκη, θεράπευαν με το χρίσμα, δηλ. λάδι ευλογημένο, με το οποίο αλείφανε τον ασθενή (χριστόν φάρμακον). Το λάδι, το οποίο χύνανε στον ασθενή, έβγαινε με την έκθλιψη του ελαίου από τις ελιές κι αυτή η έκχυση αποδίδεται, σαν ουσιαστικό, με το απαρέμφατο εκχέαι, του οποίου συνώνυμη λέξη είναι το απαρέμφατον “εσσήαι” απ' όπου εξάγω ετυμολογικά το ουσιαστικό “εσσήν”.
Είδαμε ότι η λέξη εσσήν, που σημαίνει τον οικιστή και κατά συνέπειαν τον ηγεμόνα, επιπλέον δείχνει τη βασίλισσα των μελισσών προωθώντας τη λογική εξίσωση μέλισσα = βασιλεύς. Πράγματι βλέπουμε ότι η έννοια “βασιλεύς” στα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά παριστάνεται με μία μέλισσα, που στέκεται μπροστά σ' έναν κρίνο, και αυτό το ιερογλυφικό, που προφέρεται “σούτεν νετ”, δείχνει το βασιλιά της Αιγύπτου, δηλ. τον Φαραώ. Αυτός ο Φαραώ, πουφωνα με τους προφητικούς ορισμούς της Παλαιάς Διαθήκης (βλ. Εισ. Β.ς') λέγεται “Δράκων ο Μέγας”, σημαίνει φίδι (εφ' όσον δράκων = φίδι στα αρχαιοελληνικά) και είδαμε ότι σκυτάλη = είδος όφεος, ο Φαραώ κρατάει στο χέρι τη σκυτάλη και το μαστίγιο, χωρίς να ξεχνάμε ότι ο υιός στα Αιγυπτιακά παριστάνεται, με το ιερογλυφικό που δείχνει το μαστίγιο και προφέρεται μές, εκ του οποίου συνάγεται ότι και γι' αυτούς ίσχυε (βλ. Εισ. Β, η', σελ. 6 κλπ.) αναφορά της Παλαιάς διαθήκης, σύμφωνα με την οποία “Εγώ ον αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω, μαστιγώ δε πάντα υιόν, ον παραδέχομαι”.
Επομένως ο βασιλεύς ή Φαραώ ή Εσσήν στα αρχαιοελληνικά λέγεται τιτήν (ή τιτάν στα Δωρικά), λέξη που αποδόθηκε σαν Τεϊτάν, πέρασε στα Αραβικά σαν Σεϊτάν και έμεινε στα Εβραϊκά σαν Σατάν, λέξη που χρησιμοποιεί και ο απόστολος Παύλος στις επιστολές του. Ομως η λέξη Σατάν στα τουρκικά σημαίνει “εκείνον που πωλεί” και εκείνος που πωλεί, δηλ. που διαθέτει χρήματα, είναι εκείνος ακριβώς που έχει το δικαίωμα και τη δύναμη της νομισματοκοπής, δηλ. ο βασιλεύς ή ηγεμών ενός κράτους, δηλ. ο Εσσήν. Ετσι το ουσιαστικό “τιτάν” προέρχεται απ' το ρήμα τίω= πληρώνω, απ' όπου βγαίνουν τα σημαντικά παράγωγα α) τίσις ή έκτισις ποινής (= εξαγορά της ποινής με χρήματα) β) τιμή (= μέτρηση υλικού ή πνευματικού αγαθού, πρβλ. “την τιμήν του τετιμημένου”) και γ) διατίμησις, εκτίμησις, αποτίμησις, απότιση φόρου τιμής κλπ.
Είδαμε ότι η σκυτάλη είναι κι ένας χάρακας για τη μέτρηση της ποσότητος του σίτου, το δε μέτρο χωρητικότητος του σίτου (βλ. Εισ. Β. ς' και ζ') είναι τα σάττα, κατά συνέπειαν το βασικό αγαθό, για το οποίο καταβαλλότανε το τίμημα, δηλ. το χρηματικό ποσό, ήταν ο σίτος. Συνυπολογίζοντας τις έννοιες της τίσεως= πληρωμής, του τιτάνος= βασιλέως, του τιτάνος= σατάν= πληρωτού, φθάνουμε στην πραγματικότητα της γιορτής, που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Saturnalia κατά τα τέλη Δεκεμβρίου, από τη λέξη Saturnuw= Κρόνος, που προέρχεται ετυμολογικά απ' τη λέξη sat ή satiw est= αρκετή, ικανοποιητική ποσότητα, (πρβλ. και τη λέξη satisfaction στα Αγγλικά), ιστορικά δε απ' την πεποίθηση που είχαν, ότι την εποχή της βασιλείας του Κρόνου “έτρωγαν με χρυσά κουτάλια”.
Επόμενως προκύπτει ότι ο Κρόνος= Saturnus αντιστοιχεί στους ελληνικούς Σατύρους, έννοια που αντιστοιχεί στους χριστιανικούς δαίμονες ή σατανάδες, οπότε προκύπτει πάλι ο τελικός συμβολισμός του γράμματος S, που βρήκαμε να συμβολίζει το δολλάριο, τη λίρα και το σκούδο, καταλήγοντας στο σημερινό εβραϊκό σεκέλ ή περσικό σίγλο ή ευρώ.
Επόμένως όλη η φιλολογία του 666, που είναι ο “αγαθοδότης” (βλ. Εισ.Β.β') περιστεφεται γύρω από τον σατάν ή πωλητή, εκείνον που πρέπει κάποιος να φέρη το χάραγμά του, για να μπορή να συναλλάσεται σύμφωνα με την Αποκάλυψη, (βλ. Εισ.Β.α',β' και ζ'), αυτό δε το χάραγμα είναι το έκτυπο ανάγλυφο, που φέρνει κάθε κέρμα στην πρόσοψή του, αυτό που είναι γνωστό σαν κορώνα ή σκυτάλη και το οποίο αναφέρει σαφώς ο Απόστολος Παύλος στην ομιλία του στους Αθηναίους στον Αρειο Πάγο, όταν τους λέει ότι τον Θεό “ουκ οφείλομεν νομίζειν χρυσώ ή αργύρω ή λίθω χαράγματι τέχνης ή ενθυμήσεως ανθρώπου είναι όμοιον”.
Επανερχόμενοι στους Γάλλους και στην ετυμολογική απαρχή της λέξεως σκυτάλη, που όπως είδαμε στο κεφάλαιο ΙΙ σημαίνει την κεφαλή, βλέπουμε τις λατινικές λέξεις galla (= κάρυον δρυός), galea (= κράνος) και galerum ή galerus (galericum= 1: πιλήκιον εκ μηλωτής και 2: φενάκη= περούκα) να αποδίδουν μια χαλαρή δηλ. ήδη απομακρυσμένη ή διωγμένη απ' τη φυλετική μνήμη μας συνδεσμολογία των συμβόλων του φρυγικού σκούφου (νυν συμβόλου της... Δημοκρατίας) και του ιερού κελτικού (δηλ. γαλατικού) δέντρου της δρυός (= βαλανιδιάς) δηλ. της ελληνικής αναφοράς στο Δωδωναίο Δία (δηλ. τον Νάϊον) και της εκεί ιεράς δρυός. Η ανωτέρω λατινική λέξη galea (= κράνος) συναπτομένη προς την επίσης λατινική λέξη pileus (= πίλος, πιλήκιον), που ήταν σύμβολο των απελεύθερων, οδηγεί στην ελληνική λέξη κορώνα ή στέμμα (= καρ + άνω = κράνος), σύμβολο της βασιλικής δυνάμεως, που αναφέρεται στο εβραϊκό καββαλιστικό “Δέντρον της Ζωής” με τον όρο Keter ή Kether, απ' την τροποποιημένη περσική (= ελληνική) λέξη “κύδαρις” ή “κίταρις” = “πίλος βασιλικός” = κυρβασίας (κύδος = δόξα και αίρω = σηκώνω ψηλά), που αντικαθίσταται επί της κεφαλής του Φαραώ (δηλ. του εσσήνος ή τιτάνος) του επίγειου θεού των Αιγυπτίων με το ουραίον, το οποίο κρατεί με τη μορφή της μίτρας ο Χριστιανός Επίσκοπος, συμβολίζοντας το κράτημα των δύο όφεων (ida και pingala) από τον Ηρακλή στο κηρύκειον του Ερμού (caduceus). Αλλά ακριβώς “οι Στήλες του Ηρακλέους” ή “Στήλες του Βριάρεω” είναι οι στήλες του Γιβραλτάρ, που παριστάνονται στο σκούδο σαν δύο κάθετες γραμμές και από εκεί στο δολλάριο, για να καταλήξουν σε δύο παράλληλες γραμμές στην απεικόνιση του ευρώ.
Η αίρεση (= προτίμηση) των Εβραίων προς το χρήμα φαίνεται από τις διάφορες επικρίσεις του Ιησού εναντίον τους στην Καινή Διαθήκη και από την έκχυση (εσσήαι) του κέρματος μέσα στο Ναό, όταν εξεδίωξε τους κολλυβιστάς (Ματθ.ΚΑ', 12) και Μαρκ. ΙΑ',15 και Ιω.Β',15) με το φραγγέλιον, κατηγορώντας του ότι είχαν μετατρέψει τον Οίκον του Πατρός σε Οίκον εμπορίου (δηλ. του Μαμωνά).
Το ότι όπως έχω σημειώσει οι κολλυβιστές είναι Αθηναίοι σαράφηδες, δηλ. αργυραμοιβοί που ανταλλάσσουν νομίσματα στο σαραφικο και κυρίως τον κόλλυβο, λέξη που σημαίνει γενικά α) μικρό βάρος χρυσού και β) καταλλαγή ή επικαταλλαγή ή άτζιο (στα λατινικά cambio) και ειδικά 1) το χάραγμα του βοδιού στο χάλκινο Αθηναϊκό νόμισμα, 2) κέρμα μικρής αξίας 1/4 ή 1/7 του χαλκού και 3) κάθε μικρής αξίας νόμισμα (πρβλ. δικόλλυβον, τρικόλλυβον κλπ.) είναι άξιον μνείας.
Ωστόσο όλα τα έσοδα των ναών, τόσο στη Βαβυλώνα, Παλαιστίνη, Μ. Ασία, όσο και αλλού, προέρχονταν είτε απ' την αρσενική πορνεία (εκμετάλλευση κυνών), είτε απ' τη θηλυκή πορνεία (εκμετάλλευση ιερόδουλων), χωρίς βέβαια να υποτιμάμε τον πακτωλό χρημάτων και πολύτιμων αναθημάτων, που κατευθυνόταν στους ναούς είτε για να υποστηριχθή μια αίτηση ή μαντεία είτε για να εκφρασθή μια ευχαριστία για θεραπεία ή επιτυχία, σε επίπεδο ατομικό ή συλλογικό. Ετσι βλέπουμε το ναό των Δελφών να είναι κατάφορτος από χρυσές και άλλες προσφορές και για το λόγο αυτό να είναι το επίκεντρο εχθρικών επιθέσεων για το σκοπό λαφυραγωγίας. Το κρίσιμο σημείο εν προκειμένω είναι, ότι ο ναός αυτός στην πρώτη μορφή του εθρυλείτο πως κτίστηκε από φτερά μελισσών κι έτσι προκύπτει πάλι η οικονομική σημασία της λέξεως “μέλισσα”, που όπως είδαμε ο Ησύχιος τη μεταφράζει “οβολό”.
Κατά συνέπειαν η φράση “μανή, θεκέλ, φαρές” στην οποία αναφερθήκαμε ανωτέρω επιπολαίως, εξετάζοντάς την τώρα επί πολύ, βλέπουμε ότι προέρχεται απ' την Παλαιά διαθήκη (Δανιήλ, Ε' 5) και μεταφράζεται ακριβώς: (26) μανή, εμέτρησεν ο θεός την βασιλείαν σου και επλήρωσεν αυτήν, (27) θεκέλ, εστη εν ζυγώ (ενν. Η βασιλεία σου) και ευρέθη υστερούσα, (28) φαρές, διηρήται η βασιλεία σου και εδόθη Μήδοις και Πέρσαις.
Είναι ακριβώς αυτός ο Δαρείος, μετέπειτα και Φαραώ της Αιγύπτου που έκοψε τους χρυσούς δαρεικούς, τους γνωστούς μας “τοξότες” απ' την Αρχαιοελληνική νομισματική ορολογία.