.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

ΘΑΝΑΤΟΣ. Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΑΦΗ

Το πατρικό μου σπίτι στο *** βρισκόταν στις παρυφές της πόλης, όπως συμβαίνει συνήθως σε όλες τις αστικές ή ημιαστικές περιοχές του κόσμου όσον αφορά τις κατοικίες των ανθρώπων που ζουν στα όρια της φτώχιας ή ακόμη και κάτω από αυτά. Φυσικά για μας τους πιτσιρικάδες των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 60, η περιοχή αυτή ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί, αν λάβουμε υπόψη ότι ήταν γεμάτη χωράφια, δένδρα και αλάνες, στις οποίες περνούσαμε αξιοσημείωτο μέρος του χρόνου μας, επιδιδόμενοι σε κάθε είδους παιχνίδι ή σκανταλιά μπορεί να φανταστεί κανείς, κάνοντας τις μανάδες μας να ξελαρυγκιάζονται καθημερινά προκειμένου να μαζευτούμε στα σπίτια μας.

Το τελευταίο κτίσμα της περιοχής πριν αρχίσουν οι αγροί, ήταν ένα κακόφημο μαγαζί, πρωτόγονο βέβαια με τα σημερινά δεδομένα, το οποίο είχε ένας κακάσχημος ξερακιανός γέρος (τουλάχιστον έτσι φάνταζε στα παιδικά μας μάτια) μαζί με την μοχθηρή και εξίσου άσχημη γυναίκα του. Επίσης εκεί σύχναζαν διάφορες χοντρές, απαίσιες και βρώμικες γυναίκες, τις οποίες περιτριγύριζαν κάτι τύποι υπεράνω κάθε περιγραφής, οι οποίοι και στοίχειωναν τα όνειρα μας τις νύχτες. Φυσικά οι οδηγίες που είχαμε όλοι μας ήσαν να κρατιώμαστε μακριά από κει, κάτι που βέβαια δεν ήταν και δύσκολο να συμβεί, λόγω του φόβου που αισθανόμασταν.

Ξαφνικά μια μέρα είδαμε έξω από το σπίτι αυτό, ένα περίεργο ξύλινο κάλυμμα σκούρου κίτρινου χρώματος, με ένα σταυρό επάνω, μια περίεργη φασαρία, την γυναίκα του γέρου αλλά και τις υπόλοιπες χοντρές, ντυμένες στα μαύρα να κλαίνε, κάποιες να καθαρίζουν, να κουβαλούν καρέκλες και γενικά το σπίτι να έχει δραστηριότητες οι οποίες ξέφευγαν από τα συνηθισμένα. Εμείς κοιτάζαμε με την περιέργεια ανακατεμένη με την ουσιαστική αδιαφορία που κοιτάζουν συνήθως τα μικρά παιδιά και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον τι συνέβαινε. Τότε ένας από τους μεγαλύτερους είπε με ύφος ειδήμονα ότι ο γέρος πέθανε. Το νέο αντήχησε στα αυτιά μου σαν κεραυνός. Μέχρι τότε είχα ακούσει σε διάφορες συζητήσεις των μεγάλων για νεκρούς, για θανάτους και διάφορα σχετικά αλλά ποτέ μέχρι τότε δεν είχε τύχει να πεθάνει κάποιος τον οποίο έβλεπα σχεδόν καθημερινά. Κάποια στιγμή είδα την γιαγιά μου να πηγαίνει μέσα και βρίσκοντας ευκαιρία, τρύπωσα και γω μέσα πίσω της, κατανικώντας τους φόβους μου. Είδα εκεί τότε τον γέρο ξαπλωμένο μέσα σε ένα ξύλινο κουτί κουστουμαρισμένο και γραβατωμένο (αυτό μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλα) με μια εικόνα ακουμπισμένη στα χέρια του, τα οποία πρόσεξα ότι ήσαν δεμένα και μύγες τριγύριζαν και κάθονταν στο πρόσωπό του. Αυτό όμως φαινόταν να μην τον ενοχλεί καθόλου, καθώς ο ίδιος ήταν βυθισμένος σε βαθύ –όπως νόμιζα- ύπνο. Εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα ένας τύπος ο οποίος όταν τον είδε, άρχισε να φωνάζει ότι τον είχαν βάλει στραβά και ότι μόλις πάγωνε δεν θα μπορούσαν να τον ισιώσουν και τον βούτηξε σηκώνοντας τον σαν κούκλα για να τον βάλει σωστά στην θέση του. Το θέαμα που παρουσίασε εκείνη την στιγμή ήταν τόσο απόκοσμο που ακόμη και σήμερα, μετά από 40 χρόνια νομίζω ότι το βλέπω μπροστά μου. Μετά από λίγο έφυγα και το γεγονός δεν με απασχόλησε άλλο κατά την διάρκεια της μέρας. Το βράδυ όμως όταν πήγα στο σπίτι, τα ερωτήματα άρχισαν να ξετρυπώνουν και απευθυνόμενος στην μάνα μου προσπάθησα να πάρω απαντήσεις. Αλλά –φευ- το μόνο που συνειδητοποίησα ήταν ότι όλοι αργά ή γρήγορα θα πεθάνουμε, ότι δεν ξαναβλέπουμε ποτέ αυτούς που πεθαίνουν και ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε απάντηση ούτε γιατί πεθαίνουμε ούτε τι γίνεται μετά τον θάνατο μας.

Το σοκ που ένοιωσα δεν νομίζω ότι το ξεπέρασα ποτέ ολοκληρωτικά. Αισθάνθηκα κάτι να ξεθωριάζει, να χάνει το νόημα του, κάτι ασύλληπτο και απάνθρωπο να με συντρίβει, να με διαπερνά σε κάθε σημείο της ύπαρξης μου, να μου παίρνει οριστικά και αμετάκλητα κάτι που θεωρούσα δικό μου, καταδικό μου, ένοιωσα θλίψη απέραντη, οργή τεράστια, αυτολύπηση και ένα τεράστιο γιατί ορθώθηκε μπροστά μου. Ποτέ από τότε δεν ήμουν πια ο ίδιος. Και πιστεύω ότι λίγο πολύ, σε όλους μας συνέβη αυτό κάποια στιγμή. Η αντίληψη του τέλους. Η διαπίστωση, ότι αυτό το οποίο θεωρούμε ως κέντρο του σύμπαντος, ο εαυτός μας δηλαδή, δεν είναι παρά ένα σύντομο, πρόσκαιρο και ασήμαντο πλάσμα, που μέχρι να έρθει, να οργανωθεί και να τακτοποιηθεί σ’ αυτόν τον κόσμο έρχεται η ώρα να ετοιμάσει τις αποσκευές του για να αναχωρήσει.

Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική επαφή μου με τον θάνατο και παραμένει από τότε ζωντανή στην μνήμη μου.

ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ 25/05/2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: