.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Tο Μαγικό Ταξίδι - SITE ΙRΑΝΟΝ

ΑΠΟ ΤΟ  http://www.iranon.gr/


Θα φεύγαμε ποτέ, αν η έξοδος ανοιγόταν μπροστά μας; Θα ήμασταν διατεθειμένοι να αφήναμε πίσω τον οικείο μας μικρόκοσμο για μια περιπλάνηση στους ανοιχτούς ορίζοντες; Είμαστε σπόροι, γενετικά προγραμματισμένοι να ριζώσουμε, να αναπαραχθούμε και να πεθάνουμε όπου οι κοσμικοί άνεμοι μας αποθέτουν, με τις επιλογές μας να περιορίζονται αποκλειστικά στο προς τα που θα στρέψουμε τις ρίζες μας; Οι ρίζες αυτές, τελικά, μας εξασφαλίζουν επιβίωση ή Ζωή;


Έχουν πια περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που σε κάποιο παιδάκι άρεσε να ακούει πάντοτε ένα συγκεκριμένο νανούρισμα πριν αποκοιμηθεί. Και η μητέρα του, μέσα σε μια τρυφερή ιεροτελεστία, του σιγοτραγούδαγε κάθε βράδυ με απαλή φωνή:

Το είχα καημό και μεράκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
καβάλα στο γαϊδουράκι μου

Στο ξωκλήσι προσκύνησα
κι ένα βράδυ ξεκίνησα.
Τα δέντρα που με κοιτούσανε
με λύπη με χαιρετούσανε
με λύπη με χαιρετούσανε
που πας και φεύγεις ρωτούσανε

Στο ξωκλήσι προσκύνησα
κι ένα βράδυ ξεκίνησα.
Μα πριν φτάσω στο μύλο μου
γυρνώ και βλέπω το σκύλο μου
μεσ' στα μάτια με κοίταγε
και να μείνω μου ζήταγε

Και μου 'φυγε το μεράκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
και γύρισα στο σπιτάκι μου
καβάλα στο γαϊδουράκι μου

Το νανούρισμα αυτό γεννούσε έντονα και αντικρουόμενα συναισθήματα στο παιδάκι, που στη θέση του πρωταγωνιστή τοποθετούσε τον εαυτό του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι -για κάποιο λόγο- στο δικό του μυαλό η όλη σκηνή διαδραματιζόταν, όχι βράδυ, αλλά δειλινό.

Το παιδάκι προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τα συναισθήματα του, αποφασίζοντας για το ποια θα ήταν η δική του απόφαση μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα. Η ιδέα της αναχώρησης για μια δίχως επιστροφή περιπλάνηση στα μονοπάτια του «πέρα» τού γεννούσε μια μεθυστική έξαψη. Μπορούσε σχεδόν να νοιώσει τον εαυτό του να βαδίζει σε καταπράσινους λόφους, καθώς το χωριουδάκι πίσω του μίκραινε συνεχώς μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Ο απέραντος, μαγικός Κόσμος ξανοιγόταν μπροστά του, με όλες του τις μυστικές γωνιές έτοιμες να δεχθούν το διάβα του, ενώ μυριάδες υποσχέσεις για σαγηνευτικές περιπέτειες και αλαργινές ιστορίες πλανώνταν στην ατμόσφαιρα.

Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στην όλη ονειροπόληση, συναντούσε και το βλέμμα του σκύλου του. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον πάρει και αυτόν μαζί, όμως το παιδάκι καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο δε θα έλυνε το πρόβλημα, απλώς θα το μετέθετε. Το παρακλητικό βλέμμα του σκύλου, τα δέντρα που αποχαιρετούσαν με λύπη και ο μύλος που θα γύριζε έρημος πια ήταν τα σύμβολα του γαλήνιου και φιλόξενου μικρόκοσμου που θα άφηνε για πάντα πίσω του. Και η μελαγχολία που του προκαλούσαν οι εικόνες αυτές ήταν το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει αν ήθελε να βαδίσει προς τους, όλο υποσχέσεις, ορίζοντες του δειλινού.

Παρότι του ήταν απολύτως γνωστή, το παιδάκι περίμενε να ακούσει την κατάληξη της ιστορίας με ολοένα μεγαλύτερη ανυπομονησία κάθε φορά. Γιατί, ενδόμυχα αρχικά, και με τον καιρό όλο και πιο συνειδητά, ευχόταν ο πρωταγωνιστής να κατάφερνε να σπάσει τα δεσμά του. Ναι, υπήρχε η μελαγχολία όλων όσων θα άφηνε πίσω του, όμως η μελαγχολία αυτή δεν μπορούσε να συγκριθεί με την κατάθλιψη που του γεννούσε η ιδέα της ματαίωσης, του πισωγυρίσματος και του μαγικού ταξιδιού που δε θα ξεκινούσε ποτέ. Πώς θα μπορούσε η προσμονή για ένα τέτοιο ταξίδι να διαλυθεί μέσα στο δειλινό; Πώς θα μπορούσε το γαλήνιο χωριουδάκι να κρύψει τη θέα των ανοιχτών οριζόντων;

Πολύ σύντομα το παιδάκι είχε πάψει πια να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε δίλημμα. Το χωριουδάκι, αντιλαμβανόταν, δεν ήταν προορισμός αλλά αφετηρία. Και ξεκινούσαν μονοπάτια από εκεί, μονοπάτια που οδηγούσαν προς τόπους μακρινούς και τοπία πρωτόφαντα. Όχι, δε θα γύριζε πίσω, όσο παρακλητικά και αν κοίταζε ο σκύλος του, όσο κι αν τα κλαδιά των δέντρων έγερναν λυπημένα στο διάβα του. Κάποιο δειλινό θα ξεκινούσε για το Μαγικό Ταξίδι, βαδίζοντας για πρώτη φορά τα φιδογυριστά μονοπάτια που χάνονταν πέρα από τους λόφους. Η νύχτα δε θα το έβρισκε πλέον ξανά στο χωριουδάκι του.


Μετά το παιδάκι μεγάλωσε...

18/ 03 / 06  http://www.iranon.gr/NEWSANDMORE/NEWSANDMORE.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια: