.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Ο ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ Ο ΡΑΝΤΙ ΝΙΟΥΜΑΝ -ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ

Ο Μπόμπι είχε λίγη μαριχουάνα, κάκιστης ποότητας, παρόλ' αυτά την καπνίσαμε. Ο Μπόμπι είχε ένα σωρό κασέτες, και μάλιστα Ράντι Νιούμαν, που είναι και ο αγαπημένος μου τραγουδιστής. Εβαλε λοιπόν Ράντι Νιούμαν, αλλά σε χαμηλή ένταση, όπως ακριβώς του το ζήτησα.
Ακούγαμε τον Ράντι, καπνίζαμε και η Βάλερι αποφάσισε να μας το παίξει επίδειξη μόδας. Είχε μια ντουζίνα σέξυ ρουχάκια από του Φρέντερικ και τουλάχιστον 30 ζευγάρια παπούτσια, σωριασμένα πίσω από την πόρτα του μπάνιου.
Βγήκε φορώντας τακούνια τουλάχιστον 20 πόντων. Δεν μπορούσε καλά καλά να περπατήσει. Ο κώλος της πετιόταν προκλητικά προς τα έξω και οι μικροσκοπικές της ρώγες διακρίνονταν καθαρά μέσα από τη διάφανη μπλούζα της. Στον αστράγαλό της είχε περάσει μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Κουνιόταν αισθησιακά μπροστά μας.
“Χριστέ μου” είπε ο Μπόμπι. “Ω Χριστέ μου”.
“Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά!” είπα εγώ.
Απλωσα το χέρι μου και της έπιασα τον κώλο. Ζούσα. Ενιωθα υπέροχα. Η Βάλερι μου ξέφυγε και χώθηκε στον καμπινέ για να αλλάξει το κοστούμι της.
Κάθε φορά που έβγαινε από 'κει μέσα, ήταν και πιό όμορφη,πιό σέξυ, πιό τρελή. Η όλη διαδικασία βάδιζε στην κλιμάκωσή της.
Εμείς πίναμε, καπνίζαμε, η Βάλερι άλλαζε συνέχεια ρούχα. Τι παράσταση, Θεέ μου.
Κάθησε στην αγκαλιά μου και ο Μπόμπι μας τράβαγε φωτογραφίες.
Η νύχτα προχωρούσε. Κάποια στιγμή κοίταξα γύρω μου. Ο Μπόμπι και η Βάλερι είχαν εξαφανιστεί. Πήγα στην κρεβατοκάμαρά τους. Η Βάλερι ήταν αραγμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη εκτός από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Το κορμί της ήταν λυγερό και σφιχτό.
Ο Μπόμπι δεν είχε γδυθεί ακόμη. Σκυμμένος, βύζαινε τις ρώγες της. Πήγαινε από την μία στην άλλη κι εκείνες στέκονταν ντούρες.
Γύρισε και με κοίταξε. “Γέρο μου” είπε, “μιά ζωή σ' ακούω να καυχιέσαι για το τι γλύψιμο κάνεις. Πως σου φαίνομαι εγώ;”
Γονάτισε μπροστά της και της άνοιξε τα πόδια. Οι μουνότριχές της ήταν μακριές και σγούρές. Ο Μπόμπι άρχισε να της γλείφει την κλειτορίδα. Ηταν καλός, μα του 'λειπε ο ενθουσιασμός.
“Για μισό λεπτό Μπόμπι. Δεν το κάνεις σωστά. Αφησε με να σου δείξω.”.
Τον παραμέρισα. Αρχισα να φιλάω και και να δαγκάνω τα μπούτια της. Μετά πήρα στο στόμα μου την κλειτορίδα της. Η Βάλερι ανταποκρινόταν. Με πάθος. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από το κεφάλι μου, κόντεψε να μου αφανίσει τ' αυτιά.
“Κατάλαβες τι εννοούσα Μπόμπι;”
Ο Μπόμπι δεν απάντησε. Γύρισε και μπήκε στο μπάνειο. Είχα βγάλει τα παπούτσια και το πανελόνι μου. Οταν ήμουν μεθυσμένος μου άρεσε να επιδεικνύω τα πόδια μου. Η Βάλερι με τράβηξε δίπλα της στο κρεβάτι. Πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Δεν ήταν και τόσο καλή στο τσιμπούκι. Με βύζαξε για κάμποση ώρα, μα εγώ ένιωθα πως δεν θα 'χυνα. Της σήκωσα το κεφάλι και τη φίλησα. Την καβάλησα. Πριν καλά καλά τον βάλω μέσα, είδα τον Μπόμπι να στέκεται πίσω μου.
“Μάγκα μάζεψε τα και δίνε του”.
“Τί συμβαίνει ρε Μπόμπι;”
“Θέλω να φύγεις”.
Σηκώθηκα, ντύθηκα, πήγα στο σαλόνι με τον Μπόμπι ξοπίσω μου.
“Δεν καταλαβαίνω τι στο διάβλολο έπαθες!”
“Φύγε σου είπα, μ' άκουσες;”
“Καλά, εντάξει...”
Γύρισα σπίτι μου.


ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: