.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Γ. Ι. Γκουρτζίεφ, Ο μεγάλος Ελληνας Φιλόσοφος.

Ο Γκουρτζίεφ, γεννήθηκε το 1877 στο Καρς του Πόντου, από πατέρα Έλληνα και Αρμένισσα μητέρα. Η ζωή του υπήρξε επεισοδιακή. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε στην Μέση Ανατολή και την Ασία, φτάνοντας σε μέρη απρόσιτα για τους Δυτικούς. Εκεί γνώρισε πολλούς πνευματικούς δασκάλους από διάφορες θρησκείες. Όταν επέστρεψε, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, γύρω του συγκεντρώθηκαν μαθητές στην Μόσχα και την Πετρούπολη. Με τη Ρωσική Επανάσταση έφυγε και συνέχισε την εργασία του ταξιδεύοντας στην Τιφλίδα, την Κωνσταντινούπολη, το Βερολίνο και το Λονδίνο. Το 1922 εγκαταστάθηκε στον Πύργο του Πριερέ, κοντά στο Παρίσι, όπου διακριτικά τον πλησίασε ένας μεγάλος αριθμός μαθητών από όλα τα μέρη του κόσμου. Πέθανε το 1949 στο Παρίσι. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε στην Μόσχα το 1912 έως τις τελευταίες μέρες του το 1949, ο Γεώργιος Γεωργιάδης που έμεινε γνωστός ως Γκουρτζίεφ μοιάζει να κινήθηκε κάτω από την επίμονη παρότρυνση που ένιωθε να εδραιώσει στη συνείδηση των μαθητών του ένα ευρύτατο και πρακτικό σύστημα γνώσης. Το έργο του είναι εκπληκτικό. Ο σκηνοθέτης Πήτερ Μπρουκ, που γύρισε την ταινία Συναντήσεις με Αξιοσημείωτους Ανθρώπους, καταγράφοντας τις νεανικές του περιπέτειες, τον χαρακτηρίζει ως τον «αξιότερο και αυθεντικότερο άνθρωπο του σύγχρονου κόσμου».
Ο Γκουρτζίεφ είναι φιλόσοφος με την παλιά έννοια του όρου, με τον τρόπο που ήταν φιλόσοφοι ο Πλάτωνας και ο Πυθαγόρας. Έδωσε ζωή σε πλήθος από μεγάλες ιδέες, δημιουργώντας ένα φιλοσοφικό σύστημα που καλύπτει την ανάγκη των σύγχρονων ανθρώπων για ουσιαστικό γεφύρωμα ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική προσέγγιση της πραγματικότητας, ανάμεσα στη σύγχρονη επιστήμη και την αρχαία παράδοση. Η σκέψη του, κυρίως, απευθύνεται στη δυνατότητα που υπάρχει να «εργαστεί κανείς στον εαυτό του» με στόχο την ανάπτυξη της συνείδησης μέσα του, δηλαδή του τρόπου που καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Αυτά που λέει δεν είναι εύπεπτα. Το πρώτο σοκ είναι η διαβεβαίωσή του ότι οι άνθρωποι «κοιμούνται όρθιοι», ότι τα όσα λένε δεν έχουν σχέση με τα όσα κάνουν, ότι η ιστορία είναι μια ροή τυχαίων και ασυνάρτητων γεγονότων, αποτέλεσμα της ασυνείδητης και μηχανικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Αυτό που λέγεται «πρόοδος», πίστευε, είναι η αυτόματη προέλαση της τεχνολογίας όπου η μια νέα εφεύρεση φέρνει την άλλη. Έτσι, ο Γκουρτζίεφ ποτέ δεν είδε την αλλαγή σαν μαζική, κοινωνική δυνατότητα. Ο δρόμος γι’ αυτόν είναι «ιδιωτικός» και αφορά την αναγκαία προσπάθεια που πρέπει να καταβάλλει ο άνθρωπος ατομικά για να αναπτύξει τη συνείδηση μέσα του, στον εαυτό του. Η «εργασία στον εαυτό», όπως αποκαλούσε την προσπάθεια αυτή, αφορά τη συνειδητοποίηση του τρόπου που ο κάθε άνθρωπος, χωρίς να το καταλαβαίνει, συμμετέχει ο ίδιος στη μηχανική ροή της κοινωνίας. Η αλλαγή έρχεται μέσα από την ίδια τη συνειδητοποίηση της αλήθειας.
Για τον Γκουρτζίεφ οι πολλές λέξεις ήταν περιττές, ακόμα και ύποπτες. «Εγώ διδάσκω» έλεγε πειραχτικά «πως όταν βρέχει, οι δρόμοι είναι βρεγμένοι». Η πρακτική που προτείνει έχει σαν κέντρο το συνεχές βάπτισμα στην εμπειρία, με στόχο την κατανόηση της αλήθειας για τον εαυτό. Κι αυτό στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γκουρτζίεφ έδωσε μια πλήρη, αυστηρά επιστημονική εικόνα του τρόπου που δουλεύει ο ανθρώπινος εγκέφαλος και ο νους, η οποία έχει χαρακτηριστεί από τον Maurice Nicoll, μαθητή του Γιουνγκ, ως η «πιο ολοκληρωμένη εικόνα της ψυχολογίας του ανθρώπου που έχει παρουσιαστεί». Οι ιδέες αυτές συγκλόνισαν το Γάλλο φιλόσοφο Phillip Mairet σε τέτοιο βαθμό, που, χωρίς να είναι μαθητής του, δήλωσε ότι «κανένα σύστημα φιλοσοφίας απ’ όσα έχουν δημοσιευτεί στο σύγχρονο κόσμο δεν συγκρίνεται σε δύναμη και ολοκληρωμένη άρθρωση με τη σκέψη του Γκουρτζίεφ». Ίσως, εν τέλει, να ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος έχει κάποιο νόημα να γίνουν βαθμιαία κατανοητά και ευρύτερα αποδεκτά τα νέα στοιχεία που φέρνουν οι ιδέες του και, έτσι, να συνεισφέρουν στην ανάδυση ενός νέου τρόπου σκέψης, πράγμα που τόση μεγάλη ανάγκη μοιάζει να έχει ο κόσμος μας. Η δυσκολία γι’ αυτό έγκειται στο ότι η διδασκαλία του χάνει το νόημά της εάν δεν συνοδεύεται από την πρακτική της εξάσκησής της. Λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν, τελικά, να δουν πέρα από τις συλλογικές φαντασιώσεις της κοινωνίας που, αργά ή γρήγορα, διαβρώνουν εκ νέου κάθε νέα γενιά.
Στην πράξη, ο τρόπος που ο Γκουρτζίεφ μετέδωσε τις ιδέες του πέρασε από πολλές φάσεις. Την πρώτη περίοδο στη Ρωσία πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση, χρησιμοποίησε γλώσσα τόσο σαφή, που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το περιεχόμενο της σκέψης του. Εκείνη την εποχή ο Ουσπένσκι, ένας από τους κυριότερους μαθητές του, κατέγραψε τις ιδέες του Γκουρτζίεφ στο βιβλίο του Αναζητώντας τον Κόσμο του Θαυμαστού.
Αργότερα, στην Γαλλία και την Αμερική, χρησιμοποίησε μία γλώσσα περισσότερο αλληγορική και μία μεθοδολογία εξαιρετικά πιο πολύπλοκη. Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο αναδείχτηκε το χάρισμα που είχε να διδάσκει ακόμα και χωρίς λόγια: Δίδασκε με διαγράμματα και με σύμβολα. Δίδασκε μέσα από τους ιερούς χορούς που έδειχνε στους μαθητές του, κάνοντας έτσι την «επιστήμη των κινήσεων» του σώματος μία από τις βάσεις της διδασκαλίας του. Δίδασκε με τον τρόπο που έστηνε επικερδείς επιχειρήσεις, με τον τρόπο που μαγείρευε και έστρωνε το τραπέζι του για δεκάδες κάθε φορά φίλους και γνωστούς.
Ο συναισθηματικός του κόσμος έλαμψε κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν με τα καθημερινά, χωρίς φανφάρες, μυστικά συσσίτιά του έσωσε από την πείνα πάνω από τριάντα φτωχούς υπερήλικες της γειτονιάς του. Μετά την απελευθέρωση και μέχρι το θάνατό του πέντε χρόνια αργότερα, μαθητές, πολλοί από αυτούς επώνυμοι, συνέρευσαν εκεί από όλο τον κόσμο, στηρίζοντας αυτόν και τη διδασκαλία του.
Στο επικό του έργο «Όλα και τα Πάντα»,ο Γκουρτζίεφ δίνει υπέροχους μύθους για τη δημιουργία και τη συντήρηση του κόσμου, συχνά γεμάτους χιούμορ που θυμίζουν ιστορίες του Αριστοφάνη. Είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πόσο ο ίδιος «πίστευε» σ’ αυτούς τους μύθους. Αρκεί, όμως, να παρατηρήσουμε ότι, στο συμβολικό τους επίπεδο, πρόβαλε τις βαθύτερες γνώσεις του που αφήνουν κάποιον έκπληκτο, όταν αντιλαμβάνεται πόσο είναι σύμφωνες με τρέχουσες επιστημονικές απόψεις και σύγχρονες θεωρίες οι οποίες ήταν άγνωστες στην εποχή του. Από την άποψη αυτή, ο Γκουρτζίεφ και ο τρόπος με τον οποίο άντλησε τις γνώσεις του αυτές παραμένουν ένα αίνιγμα.
Σύμφωνα με τον Γκουρτζίεφ αυτό που είναι «Ιερό» βρίσκεται εδώ, μέσα στον κόσμο μας, στο ίδιο το υλικό μας σύμπαν. Το έργο του προχωρά σε μεγάλο βάθος, συνδέοντας τους νόμους του σύμπαντος με παρατηρήσεις για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και με την ψυχολογία. Οι διατυπω μένες ιδέες του είναι ένα φιλοσοφικό μοντέλο απόλυτα συμβατό με τη σημερινή επιστήμη ενώ, ταυτόχρονα, πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτήν σε ορισμένα σημεία. Συνιστά μία ολοκληρωμένη θεώρηση του κόσμου που όχι μόνο δεν αποκλείει αλλά, αντίθετα, προβάλει έντονα την ανάγκη να υπάρχει η διάσταση της «μεταφυσικής» πρακτικής στην καθημερινή μας ζωή.
Ίσως, εν τέλει, η μεγάλη του προσφορά να έγκειται στο ότι έδειξε πως η μεταφυσική και η επιστημονική θεώρηση του κόσμου όχι μόνο δεν πρέπει να ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αλλά είναι και οι δύο αναγκαίες για να δοθεί ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα «ποιος είμαι;» και «τι έχω να κάνω;»
“Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της συνειδητότητάς του. Και η συνειδητότητα δεν μπορεί να εξελιχθεί μη συνειδητά. Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της θέλησής του, και η θέληση δεν μπορεί να εξελιχθεί άθελα. Η εξέλιξη του ανθρώπου είναι η εξέλιξη της δύναμής του να πράττει και το πράττειν δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα πραγμάτων που συμβαίνουν.”
Γεώργιος Γεωργιάδης (Γκουρτζίεφ)

(της ΠΟΠΗΣ ΑΣΤΕΡΗ απο το περιοδικό ΣΦΑΙΡΑ)

Αντιγραφή από το:
Ιδρυμα Γκουρτζιεφ
Κέντρο για την Αρμονική Ανάπτυξη του Ανθρώπου
http://www.gurdjieff.org.gr/

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Η αντίληψη του θανάτου - Γ.Ι. Γκουρτζίεφ

Το μοναδικό μέσο σωτηρίας των όντων του πλανήτη Γη θα ήταν να εμφυτευθεί σήμερα στην παρουσία τους ένα νέο όργανο, προικισμένο με ιδιότητες τέτοιες, ώστε το καθένα από εκείνα τα δύστυχα, κατά την διαδικασία της ύπαρξης του, να νιώθει και να συνειδητοποιεί αδιάκοπα το αναπόφευκτο του δικού του θανάτου, καθώς και του θανάτου κάθε πράγματος στο οποίο πέφτει το βλέμα του ή η προσοχή του.

Μόνο αυτή η αίσθηση κι αυτή η γνώση μπορούν να εκμηδενήσουν σήμερα τον εγωισμό που κρυσταλλώθηκε οριστικά μέσα τους και απορροφά ολόκληρη την ουσία τους και να καταστρέψουν ταυτόχρονα την τάση τους να μισούν τους άλλους, η οποία προέρχεται από τον εγωισμό τους, τάση που καθορίζει τις αμοιβαίες εκείνες σχέσεις, η ύπαρξη των οποίων είναι η κυριότερη αιτία όλων των ανωμαλιών τους, των ανάξιων για τρίμυαλα όντα, και των ολέθριων τόσο για τα ίδια όσο και για ολόκληρο το σύμπαν.

Γ.Ι. Γκουρτζίεφ
ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Ιστορίες του Βεελζεβούλ στον Εγγονό του
ΤΟΜΟΣ 3
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΙΔΡΥΜΑ ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ

Ο πραγματικός τρόμος


"Δεν υπάρχει τίποτα το υπέροχο ή το γαλήνιο στο θάνατο. Γιατί ο πραγματικός τρόμος αρχίζει τη στιγμή του θανάτου. Με εκείνη την ανυπολόγιστη δύναμη που ένιωσες εκεί, ο Αετός θα σου αποσπάσει κάθε αναλαμπή επίγνωσης που είχες ποτέ."
Οι μη-πράξεις του Σίλβιο Μανουέλ

Από το βιβλίο Το δώρο του Αετού
του Κάρλος Καστανέντα
εκδόσεις Τηλορήτης
μετάφραση Αναστασία Νάνου



ΤΟ MANIFESTO , Ο ΤΑΚΗΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Για άλλη μια φορά ο Τάκης μας έσπασε τ' αρχίδια χθες το βράδυ. Μας πήρε 6 το πρωί για να ακούσουμε μερικά κομμάτια της προκοπής. Βουγιουκλάκη δεν μας έβαλε πάντως χθες. Ισως επειδή του το ζητήσαμε. Τάκη αγόρι μου άλλο Dirty Three που σου ζητούσα χθες το βράδυ και άλλο Porcupine Tree που σου ζητούσα τις προάλλες. Δεν ακούς κιόλας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: Οποιος πάει στο Αίγιο και δεν περνάει από το MANIFESTO αυτός χάνει. Ο Τάκης σιγά μη σκάσει. Το ίδιο του κάνει. Για να μην πω κιόλας ότι ξενερώνει.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

«Το τελευταίο ταξίδι» - Χουάν Ραμόν Χιμένες

«…Κι εγώ θα φύγω.
Αλλά θα μείνουν τα πουλιά να κελαηδούν,
θα μείνει ο κήπος μου
με τα πράσινα δέντρα του και το πηγάδι.

Πολλά απογεύματα
ο ουρανός θα’ ναι γαλάζιος και ήρεμος
και οι καμπάνες του καμπαναριού θα σημαίνουν
όπως σημαίνουν ακριβώς τούτο το απόγευμα.

Οι άνθρωποι που μ’ αγαπήσανε θα φύγουν
κι η πόλη θα ξαναγεννιέται κάθε χρόνο.
Όμως το πνεύμα μου νοσταλγικό, θα μένει πάντα
στην ίδια σκοτεινή γωνιά του ανθισμένου μου κήπου…»

Από το βιβλίο του Carlos Castaneda
Ταξίδι στο Ιξτλάν
Εκδόσεις Καστανιώτης



The Persistence of Memory (Melting Clocks) - Salvador Dalí

Η ΟΜΟΡΦΗ ΝΥΧΤΑ - Giuseppe Ungaretti

Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ' αστέρια.

Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας.

Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς

Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού

Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.

μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης
εκδ. Ίκαρος

The Band, Stage Freight From "The Last Waltz". Δείτε και την συγκλονιστική ερμηνεία του Caravan από τον Van Morisson. http://www.youtube.com/watch?v=fYr60DVzehg

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

Επίπεδος κόσμος (Flatland) - Εντουιν Α. Αμποτ

Φαινόταν ότι ο φτωχός και ανίδεος αυτός Μονάρχης - όπως αυτοαποκαλείτο - ήταν πεπεισμένος ότι η Ευθεία Γραμμή, την οποία αυτός αποκαλούσε Βασίλειο του και στην οποία διήγε τον βίο του, αποτελούσε τον κόσμο όλο, το Σύμπαν ολάκερο. Οντας ανίκανος να κινηθεί είτε να δει οτιδήποτε πέρα από την Ευθεία του γραμμή, δεν είχε ιδέα για οτιδήποτε άλλο έξω από αυτή. Παρ' ότι είχε ακούσει τη φωνή μου όταν του πρωτοφώναξα, οι ήχοι είχαν έρθει σ' αυτόν μ' έναν τρόπο τόσο ενάντιο στην ίδια του την ύπαρξη, ώστε απαξίωσε ν' απαντήσει, "μη βλέποντας κανέναν", όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, "και ακούγοντας μια φωνή σαν να ' βγαινε από τα ίδια μου τα σωθικά". Ως τη στιγμή που έβαλα το στόμα μου φάτσα στον Κόσμο του, ούτε με είχε δει, ούτε είχε ακούσει οτιδήποτε εκτός από συγκεχυμένους θορύβους να σφυροκοπούν αυτό που εγώ αποκαλούσα πλευρά του, αλλά που αυτός αποκαλούσε σωθικά ή στομάχι. Ακόμη και τώρα εξακολουθούσε να μην έχει την παραμικρή ιδέα για την περιοχή από την οποία είχα έρθει. Εξω από τον Κόσμο του, ή τη Γραμμή του, όλα ήταν ένα κενό γι' αυτόν. Οχι ούτε καν ένα κενό, γιατί και το κενό προϋποθέτει Χώρο. Πέστε καλύτερα ότι όλα ήταν σα να μην υπήρχαν γι' αυτόν.

Μετάφραση Χάρης Παπαγεωργίου
Εκδόσεις Δελφίνι

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ - Victor Auburtin

Οι εκατό μνηστήρες της βασίλισσας Πηνελόπης είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους, το ένα μετά το άλλο, τα έβγαλαν από τη σάλα της γιορτής τυλιγμένα με χαλιά. Μολονότι κόντευαν μεσάνυχτα, το σπίτι ήταν ακόμη στο πόδι μετά τα φοβερά συμβάντα, τα παράθυρα άπλωναν φως μέσα στη νύχτα κι οι υπηρέτες έτρεχαν πέρα - δώθε. Ακουγόταν πως στη μεγάλη αίθουσα σάρωναν με σκούπες το αίμα απ' το πλακόστρωτο. Στο λαμπροφώτιστο υπνοδωμάτιο ο Οδυσσέας άρχισε να μιλάει στη γυναίκα του την Πηνελόπη για τις εικοσάχρονές του περιπέτειες• για την Τροία, για τη διαμάχη των βασιλιάδων στο στρατόπεδο•για το ταξίδι της επιστροφής και τα παράξενα της μακρυνής θάλασσας. Όμως όταν έφτασε στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, παρατήρησε πως η Πηνελόπη δίπλα του είχε αποκοιμηθεί. Και σκέφτηκε: τράβηξε πολλά σήμερα η καημένη• θα συνεχίσω αύριο. Κι ακούμπησε το κεφάλι του πλάι στο δικό της, πάνω στο πορφυρένιο προσκεφάλι.
Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά, γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελλάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.
Πίσω από το σπίτι οι μνηστήρες είχαν φυτέψει έναν μεγάλο ανθόκηπο και την φροντίδα του την είχαν αναθέσει σε έναν Σύρο κηπουρό. Εκεί καλλιεργούσαν νάρκισσους και γαρύφαλα κι εκείνα τα εκατόφυλλα ρόδα, που μόλις τότε είχε ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους. Μ' αυτά τα λουλούδια oι μνηστήρες στόλιζαν τα γιορτινά τραπέζια κι έφερναν μεγάλες ανθοδέσμες στη βασίλισσα, που συναγωνίζονταν για την εύνοιά της. Η Πηνελόπη δεχόταν μ' ευχαρίστηση τις προσφορές των λουλουδιών και στόλιζε μ' αυτά τα χάλκινα βάζα στα περβάζια της κρεββατοκάμαρας.
Τώρα ο Οδυσσέας ξεπάτωσε τον ανθόκηπο και στη θέση του έβαλε μια φυτεία λαχανικών με ποτιστικά κανάλια από τσιμέντο, όπως αυτά που είχε δει στην Αίγυπτο. Τα λαχανικά ευδοκίμησαν και έδωσαν πτηνοτροφή για μερικούς μήνες. Όμως τα χάλκινα βάζα της βασίλισσας θα έμεναν πια άδεια.
Στο μακρυνό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις.
Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφή γηση.
Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ' το παράθυρο. Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους• κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρυνές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.
Πόσο καιρό έμεινες σ' αυτή την Καλυψώ; ρώτησε μια φορά. Επτά χρόνια, απάντησε αυτός.
Έσκυψε στο εργόχειρό της και τα μάτια της σκοτείνιασαν.
Τον καιρό που έλειπε ο Οδυσσέας, κάθε βράδυ, την ώρα που ανάβουν τα φώτα, άρχιζε στη μεγάλη αίθουσα η γιορτή των μνηστήρων. Και η Πηνελόπη άκουγε που 'φταναν ως το δωμάτιό της ο θόρυβος του συμποσίου, ο ήχος του αυλού και οι χαρούμενες φωνές των αντρών, που της ήταν αφοσιωμένοι.
Μερικές φορές, σκεπασμένη με τον πέπλο, ανέβαινε κρυφά στη στοά που περιέτρεχε ψηλά την αίθουσα και κοίταζε πίσω από έναν στύλο τους άντρες, που κάθονταν σε επίχρυσα καθίσματα: τον θεϊκό Αντίνοο - τα μάτια του ήταν σαν τη νύχτα - τον ευγενή μεσόκοπο Ευρύμαχο και τον Μένωνα, που ακόμη ήταν παλικαράκι. Τώρα ο αυλός είχε βουβαθεί και όλα στο σπίτι ακολουθούσαν την κανονική τους πορεία. Όμως, πάντοτε, όταν ερχόταν η ώρα που άναβαν τα φώτα, η βασίλισσα γινόταν ανήσυχη κι έδειχνε να της λείπει αυτός ο ήχος κι αυτές οι μακρυνές φωνές, που όλες τώρα είχαν πεθάνει. Και μία φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί•έριξε πάνω της τον πέπλο, όπως τότε, ανέβηκε στη στοά και κοίταζε κάτω στη σάλα. Εκεί στέκονταν τα επίχρυσα καθίσματα σε μεγάλες σειρές πλάι στον τοίχο, το καθένα σκεπασμένο με ένα κάλυμμα από γκρίζο λινό ύφασμα.
Και μέσα στη σιωπή άκουσε την φωνή του άντρα της, που έλεγε: Εύμαιε, μην τ' αφήνεις άλλο τα γουρουνάκια έξω μες στη νύχτα•άρχισε να κάνει ψύχρα. Όταν κάποτε έφεραν στο τραπέζι ένα στρογγυλό κεφάλι κατσικίσιο τυρί, σαν κι αυτά που έχουν σ' όλα τα νησιά της Μεσογείου, ο Οδυσσέας δεν κρατήθηκε και γέλασε μόνος του. Δεν τον ρώτησε, τι τρέχει, κι έτσι άρχισε από μόνος του να διηγείται: Αυτό το κατσικίσιο τυρί μου θυμίζει τη σπηλιά του Πολύφημου. Είχε εκατοντάδες τέτοια κεφάλια σε σανίδες τριγύρω στους πέτρινους τοίχους. Και μόλις χωθήκαμε στη σπηλιά, οι πιστοί μου σύντροφοι κι εγώ, τότε είπα…
Φίλε μου, τον διέκοψε, φαίνεται ότι δεν ξέρεις πως μου την έχεις κιόλας πει αυτή την ιστορία τέσσερις φορές. Την ξέρω λοιπόν• πώς μεθύσατε τον καημένο τον γέρο, πώς του βγάλατε - δέκα ενάντια σ' έναν - το μοναδικό του μάτι, τα έχω ακούσει πιο πολύ απ' όσο θέλω. Περισσότερο θα ήθελα να μάθω για σένα, τι έκανες αυτά τα δέκα χρόνια στην Καλυψώ.
Επτά χρόνια, απάντησε.
Χθες έλεγες δέκα• έχεις, φαίνεται, πει τόσα ψέμματα στα ταξίδια σου, καημένε μου φίλε, που δεν ξέρεις πια να πεις την αλήθεια. Όμως είτε δέκα χρόνια ήταν είτε επτά, ήταν σίγουρα πολύς καιρός και φαίνεται πως καλοπέρασες εκεί. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: τι έκανες τόσο καιρό;
Τώρα έπρεπε να της απαντήσει: Γυναίκα, όλα αυτά τα χρόνια νοσταλγούσα εσένα• αυτά τα χρόνια καθόμουν στην αμμουδιά του μακρυνού νησιού, κοίταζα πέρα από τη θάλασσα και παρακαλούσα τους θεούς, να μπορέσω να δω μια φορά μονάχα ακόμα τον καπνό του σπιτιού σου. Έτσι έπρεπε να απαντήσει. Βλέποντας όμως πως τα μάτια της τον κοίταζαν παγερά και σκληρά, τα κράτησε μέσα του αυτά. Και ποτέ της δεν έμαθε για τη μεγάλη του νοσταλγία για την πατρίδα.
Έπινα κρασί εκεί, απάντησε ήρεμα, το κρασί είναι καλό σ' αυτά τα νησιά, μολονότι λίγο ξυνό.
Ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Οδυσσέα, πέθανε ο πατέρας του, ο Λαέρτης. Αυτό ήταν βαρύ χτύπημα για εκείνον, γιατί τον αγαπούσε τον γέροντα, που του στάθηκε φίλος στο ρημαγμένο σπίτι.
Ακόμη ο Λαέρτης ήταν ο μόνος άνθρωπος που ο Οδυσσέας μπορούσε να του μιλάει για τις περιπέτειές του. Και μια ζωηρή αφήγηση των εμπειριών και των ανακαλύψεών του την ένιωθε ανάγκη. Όμως η γριά οικονόμος, η Ευρύκλεια, ήταν κουφή και ο Τηλέμαχος είχε άλλες έγνοιες. Γι' αυτό του άρεσε του Οδυσσέα να κάθεται έξω στο αγρόκτημα, κοντά στον Λαέρτη, και να διηγείται με ζωηρές χειρονομίες για τέρατα και πριγκίπισσες, ακόμη κι όταν αντιλαμβανόταν, πως ο γέροντας έχοντας στρέψει αλλού το βλέμμα, μακάριος, δεν τον άκουγε πια.
Όταν πέθανε, ο Οδυσσέας του έχτισε κάτω στην ακρογιαλιά ένα μνημείο από λαξεμένη πέτρα, σε σχήμα πυραμίδας, που στην είσοδό της στέκονταν δυο χάλκινες κόρες. Εκεί καθόταν ώρες μόνος του, βυθισμένος στον εαυτό του. Τώρα ήταν πενήντα χρονών και τα χρυσά σγουρά μαλλιά του, που τα είχαν αγαπήσει θεές, άρχισαν να γίνονται γκρίζα.
Εκείνο τον καιρό ο Τηλέμαχος άφησε γεια στους γονείς του. Μέσα του έβραζε το ανήσυχο πατρικό αίμα και επί πλέον δεν του άρεσε η δυσάρεστη ατμόσφαιρα στο σπίτι• έτσι έσμιξε με κάτι πλοία φοινικικά, που είχαν πιάσει λιμάνι στο νησί, στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην ανατολική θάλασσα.
Από τη στέγη του σπιτιού, απ' όπου μπορούσε να δει κανείς τη θάλασσα πέρα απ' τον δασωμένο λόφο, ο Οδυσσέας ακολουθούσε με τα μάτια του το πλοίο. Είχε απανεμιά και το πλοίο έμεινε μέρες στο ίδιο σημείο του ορίζοντα. Έπειτα, όταν η επιφάνεια της θάλασσας ρυτίδιασε από τον καθάριο άνεμο, άπλωσε λαμπρά πανιά και τράβηξε για μακρυνές περιπέτειες.
Χρόνια ολάκερα ο Οδυσσέας είχε μαζί του ένα μικρό γαλάζιο θαλασσινό κογχύλι, απ' το νησί της Καλυψώς. Μια φορά είχε ξαπλώσει εκεί στην αμμουδιά, όπως συχνά, και κοίταζε νοσταλγικά μακριά, πάνω από τα συντριβάνια των κυμάτων, και καθώς έπαιζε το χέρι του στην άμμο άγγιξε το μικρό κογχύλι. Από τότε το είχε πάντα μαζί του, σαν ανάμνηση της γλυκύτητας εκείνων των στιγμών. Ακόμα κι όταν μετά την θύελλα που διέλυσε την σχεδία του κολυμπούσε μέρες μέσα στη θάλασσα, το κογχύλι το είχε μαζί, στη ζώνη του.
Η Πηνελόπη γρήγορα παρατήρησε το μικρό αντικείμενο και πόσο τ' αγαπούσε. Από πού το ΄χεις αυτό το κογχύλι; τον ρώτησε.
Το έχω απ' το νησί της Καλυψώς.
Τότε καταλαβαίνω, γιατί το αγαπάς τόσο πολύ. Συγκράτησε τα νεύρα του. Όχι είπε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε, τα σκέφτεσαι όλα λαθεμένα. Πέταξε το εργόχειρό της και κίνησε για την πόρτα. Γυναίκα, φώναξε πίσω της, ας μη σταματήσουμε τη συζήτηση• θ' αφήσουμε να ριζώσει ανάμεσά μας ο δαίμονας της δυσπιστίας; όμως εκείνη έκλεισε πίσω της την πόρτα σιωπηλά.
Τα βράδια, πριν πάει για ύπνο, ο Οδυσσέας άφηνε το μικρό κογχύλι στο πρεβάζι, δίπλα στο κρεββάτι νου. Κι ένα πρωί, όταν ξύπνησε, είχε εξαφανιστεί. Έψαξε παντού, ενώ η Πηνελόπη τον παρακολουθούσε σιωπηλά, κι αφού δεν το βρήκε, κάλεσε όλο το υπηρετικό προσωπικό και υποσχέθηκε μια χρυσή μνα σε όποιον θα του έφερνε το κογχύλι.
Χρειάζομαι κι άλλες αποδείξεις; είπε η Πηνελόπη. Τώρα φαίνεται πόσο προσκολλημένος είσαι σε ό, τι σου θυμίζει αυτή την πόρνη.
Τότε τον έπιασε θυμός. Δεν είναι πόρνη• με βοήθησε στα χρόνια της ανάγκης κι εγώ θα την φυλάξω την ευγνωμοσύνη που της χρωστάω.
Ευγνωμοσύνη, ξέρω για τι, είπε η Πηνελόπη μ' ένα πρόστυχο χαμόγελο.
Ο Οδυσσέας παρατήρησε πόσο κακοδιάθετη έδειχνε εκείνη την στιγμή και ηρέμησε. Δεν μπορείς να καταλάβεις, είπε, όμως δεν θ' αφήσω ν' ατιμαστεί η ιερότητα του πόνου μου.
Τώρα έμενε μέρες ολάκερες κάτω στο ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια. Στις σχέσεις του με τη θάλασσα συνέβη μια αξιοσημείωτη μεταβολή. Αρχικά, μετά την επιστροφή του, δεν ήθελε ούτε να τα δει τα νερά, που μέσα τους είχε τόσο υποφέρει. Τότε συνήθιζε να λέει, ότι ευτυχισμένος γίνεσαι μόνο στο μέρος που οι άνθρωποι περνάνε για φτιάρι το κουπί που κουβαλάς στον ώμο. Τώρα αγαπούσε και πάλι την θάλασσα, καθόταν ανάμεσα στα βράχια κι αφουγκραζόταν τον δυνατό ήχο του κύματος που έσκαγε και μέσα του μεγάλωνε με έναν οδυνηρά γλυκό τρόπο ένα συναίσθημα συντροφικότητας γι' αυτό.
Εκεί λοιπόν σκεφτόταν: μα πώς άλλαξαν όλα; Εκεί στο νησί νοσταλγούσα την πατρίδα μου•και τώρα που έχω την πατρίδα, κάθομαι στην ερημιά της ακροθαλασσιάς ανάμεσα στις σανίδες που 'χει ξεβράσει η παλίρροια και νοσταλγώ την έλλειψη της πατρίδας.
Όμως μέσα του έλαμπαν με μυθική λάμψη όλες οι περιπέτειες των είκοσι χρόνων. Και την ώρα που τα σβησμένα του μάτια έψαχναν τον ορίζοντα, ψιθύριζαν - μόνο γι' αυτόν - τα χείλη του ασταμάτητα την αθάνατη αφήγηση: για τον αγώνα των βασιλιάδων, για τα νυχτερινά ταξίδια στις στενές θαλασσινές διαβάσεις και για τα νησιά των νυμφών.

μτφρ. Αγαθοκλής Αζέλης


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Τα Στοιχειά - Gotthold Ephraim Lessing

Ο γέρος
Ω, μη γελάς με τα στοιχειά,
Μην είσαι ανεύλαβος, παιδί μου.
Στο φεγγαρόφως μια φορά
Εγώ είδ' από την κάμαρή μου,
Πάνω σε μνήμα, έν' απ' αυτά:
Πρέπει να υπάρχουν τα στοιχειά!

Το παληκάρι
Όχι, δε θάναι παραμύθια·
Στοιχειά θα υπάρχουν, είναι αλήθεια.

Ο γέρος
Της αδελφής μου το παιδί
Σαν πέθανε (παν δέκα χρόνοι!)
Η βάγια του καλά είχε δει
Μέσα στη νύχτα ένα κασσόνι
Και πάνω του ένα σκελετό:
Λες να μην ήτανε στοιχειό;

Το παληκάρι
"Οχι, δε θάναι παραμύθια·
Θάταν βρυκόλακας, αλήθεια.

Ο γέρος
Σαν είχε ο φίλος μου χαθή
Στη μάχη, που έπεσε η Γαλλία,
Τρεις κουκουβάγιες η φτωχή
Γυναίκα του άκουσε στην κρύα
Τη νύχτα, ως μούγραφε, βραχνές:
Θάταν βρυκόλακας, που λες.

Το παληκάρι
Δε λέω πως είναι παραμύθια·
Στοιχειά θα υπάρχουν, είναι αλήθεια.

Ο γέρος
Και στο κελλάρι μου γυρνούν,
Τ' ακούω συχνά, στο λέω στο φως μου,
Μα τα στοιχειά δε θορυβούν
Σαν είναι εδώ στο σπίτι ο γιος μου.
Ρουφούν, για σκέψου, το κρασί μου:
Θάναι στοιχειά, μα την ψυχή μου.
Το παληκάρι
Όχι δε λέω, μα τι καλά
Νάμουν κανένα απ' τα στοιχειά!

Ο γέρος
Δεν ξέρω ακόμα, πως συχνά
Εκεί που η κόρη μου κοιμάται,
Στενάζει μια κι' απέ γελά,
Που είναι κανείς για να φοβάται
Ξέρω, κοιμάται μοναχή:
Γι' αυτό στοιχειά λέω ναν' κ' εκεί.

Το παληκάρι
Όχι δε λέω, μα στο πλευρό της
Θάθελα νάμουν το στοιχειό της.

μτφ. Λέων Κουκούλας

♪♫ The Doors - Adagio (Tomaso Albinoni's Adagio in G Minor Recorded 1968)

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΝΟΗ - ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ

Καθώς πλησιάζει η τελευταία μου πνοή, συχνά φαντάζομαι μια τελευταία φάρσα. Καλώ από τους παλιούς μου φίλους εκείνους που είναι ορκισμένοι άθεοι, σαν κι εμένα. Τεθλιμμένοι, παίρνουν θέση γύρω από το κρεβάτι μου. Τότε καταφθάνει ένας ιερέας, που τον έχω καλέσει εγώ. Προς μεγάλο σκανδαλισμό των φίλων μου εξομολογούμαι, ζητάω άφεση των αμαρτιών μου και δέχομαι την τελευταία μετάληψη. Υστερα γυρίζω στο πλάι και πεθαίνω.
Αλλά βρίσκει άραγε κανείς τη δύναμη να αστειευτεί εκείνη τη στιγμή?

ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΝΟΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΑΤΙΝΕΣ!
ΜΙΚΡΕΣ - ΜΕΓΑΛΕΣ!

Ο βασιλιάς της Θούλης - Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Του βασιλιά της Θούλης
πεθαίνοντας χρυσό
του χάρισε η καλή του
ποτήρι έναν καιρό.

Όλα για κείνο δίνει
του κόσμου τα καλά·
όταν με κείνο πίνει
το δάκρυ του κυλά.

Σαν είταν να πεθάνει,
τις χώρες του μετρά
και χάρισμα τις κάνει
και μόνο αυτό κρατά.

Και τους ιππότες κράζει
στη σάλα την ψηλή,
στο πατρικό παλάτι
στο ακροθαλάσσι εκεί.

Και μπρος στο παραθύρι
φλόγα στερνή ρουφά
και το άγιο το ποτήρι
στο πέλαγο πετά.

Τα κύματα το αρπούνε,
το βλέπει να βυθά,
τα μάτια του σφαλούνε,
και δεν ξανάπιε πια.

Από τον Φάουστ
Mετάφραση Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
εκδ. Γκοβόστης

Η ΟΜΟΡΦΗ ΝΥΧΤΑ - Giuseppe Ungaretti

Τι τραγούδι κι ετούτο απόψε που ανεβαίνει κι υφαίνει
με ηχώ από κρύσταλλο καρδιάς
τ' αστέρια.
Τι γιορτή πηγής
καρδιάς γαμήλιας.
Δεν υπήρξα παρά
μια λακκούβα σκοτεινιάς
Τώρα δαγκώνω
Διάστημα
καθώς βρέφος τη ρώγα του βυζιού
Τώρα γίνομαι στουπί
στο μεθύσι από Σύμπαν.

μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης
εκδ. Ίκαρος

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Οι Ιτιές – Αλτζερνον Μπλάκγουντ

...Η μοναξιά του τόπου μας είχε διαποτίσει ως το μεδούλι, και η σιωπή φαινόταν να είναι η φυσιολογική κατάσταση, γιατί ύστερα από λίγο οι φωνές μας άρχισαν να ηχούν λίγο εξωπραγματικές και ζορισμένες στ' αυτιά μου. Ενιωθα ότι ο ψιθυρος ήταν ο ταιριαστός τρόπος επικοινωνίας για την περίπτωση, και η ανθρώπινη φωνή, που πάντοτε ακούγεται μάλλον γελοία ανάμεσα στους βρυχηθμούς των στοιχείων, είχε τώρα κάτι το σχεδόν βέβηλο. Ηταν σαν να μιλας πολύ φωναχτά σε μια εκκλησία ή σε κάποιο τόπο όπου αυτό είναι ανεπίτρεπτο, ίσως όχι και τόσο ασφαλές το να σε πάρει κάποιο αυτί. Η άγρια απόκοσμη ατμόσφαιρα αυτού του μοναχικού νησιού, χαμένου ανάμεσα σ' εκατομμύρια ιτιές που το σάρωνε η θύελλα και το κύκλωναν τα χειμαρρώδη βαθιά νερά, υποθέτω ότι μας είχε επηρεάσει και τους δύο. Απάτητο από τον άνθρωπο, σχεδόν άγνωστο απ' αυτόν, το νησί απλωνόταν εκεί κάτω από το φεγγάρι, μακριά από τις ανθρώπινες επιρροές, στα σύνορα ενός άλλου κόσμου, ενός κόσμου κατοικημένου μονάχα από ιτιές και τις ψυχές των ιτιών. Και εμείς, στην απερισκεψία μας, είχαμ κάνει την αποκοτιά να εισβάλλουμε σ' αυτόν τον κόσμο, ακόμη και να τον χρησιμοποιήσουμε. Οπως ήμουν ξαπλωμένος εκεί στην άμμο, με τα πόδια γυρισμένα προς την φωτιά ατενίζοντας πέρα από τα φυλλώματα προς τ' αστέρια, κάτι παραπάνω από τη δύναμη του μυστηρίου που ασκούσε ο τόπος ανασάλευε μέσα μου. Για μια τελευταία φορά σηκώθηκα να μαζέψω ξύλα για τη φωτια.
“Οταν καούν και αυτά” δήλωσα αποφασιστικά, “θα πέσω για ύπνο”. Ο σύντροφός μου με κοίταζε νωχελικά καθώς απομακρυνόμουν προς τις σκιές που μας περιέβαλλαν.
Για έναν άνθρωπο στερούμενο φαντασίας, σκέφτηκα, ο Σουηδός φαινότα ασυνήθιστα δεκτικός εκείνη τη νύχτα, ασυνήθιστα ανοικτός στην υποβολή πραγμάτων που ήταν πέρα από τις αισθήσεις. Τον είχε αγγίξει και αυτόν η ομορφιά και η μοναξιά του τόπου. Δε χάρηκα ιδιαίτερα, θυμάμαι, όταν παρατήρησα αυτή τη μικρή αλλαγή στη συμπεριφορά του, και αντί ν' αρχίσω αμέσως να μαζεύω ξύλα, προχώρησα ως την απώτερη άκρη του νησιού απ' όπου μπορούσε κανείς ν' αγναντέψει καλύτερα το φεγγαρόφωτο πάνω από τον κάμπο και το ποτάμι. Με είχε κυριέψει ξαφνικά μια επιθυμία να μείνω μόνος. Οι προηγούμενοι φόβοι μου επέστρφαν δριμύτεροι και με είχε καταλάβει ένα ακθόριστο συναίσθημα που ήθελα να το αναλύσω και να το διερευνήσω σε βάθος.
Οταν έφτασα στην αμμώδη άκρη που εισχωρούσε στα κύματα, η μαγεία του τόπου με χτύπησε κατακέφαλα, λειτουργώντας σαν ένα αληθινό σοκ. Κανένα απλό “τοπίο” δε θα μπορούσε να έχει τέτοια επίδραση. Υπήρχε κάτι παραπάνω εδώ, κάτι το ανησυχητικό.
Αγνάντεψα πέρα στην απεραντοσύνη των ανταριασμένων νερών, κόιταξα προς τις ψιθυρισ΄τες ιτιές και αφουγκράστηκα το ατέρμονο σφυροκόπημα του ακούραστου ανέμου. Ολα αυτά, ξέχωρα και μαζί, το καθένα με τον τρόπο του, αναμόχλευε μέσα μου εκείνο το συναίσθημα της παράξενης ανησυχίας. Αλλά ιδίως το έκαναν οι ιτίες: αυτές ποτέ δεν σταματούσαν τα μουρμουρητά και τις κουβέντες μεταξύ τους. Αλλοτε γελούσαν λίγο, άλλοτε έσκουζαν διαπεραστικά κι άλλοτε αναστέναζαν πότε – πότε αλλά εκείνο για το οποίο έκαναν τόση φασαρία ήταν κάτι που ανήκε στη μυστική ζωή της μεγάλης πεδιάδας όπου κατοικούσαν. Και αυτό το κάτι ήταν εντελώς ξένο προς τον κόσμο που ήξερα ή και προς τον κόσμο των ατίθασων μεν αλλ' ωστόσο πιο φιλικών στοιχείων της φύσης. Οι ιτιές μου έφερναν στο νού την ιδέα από κάποιες ορδές όντων από άλλο πλανήτη, κάποιας εντελώς διαφορετικής εξέλιξης, που ίσως όλα συζητούσαν μεταξύ τους κάποιο μυστήριο που μονάχα τα ίδια γνώριζαν. Τις κοίταζα που ανασάλευαν σ' ένα αεικίνητο πλήθος, κουνώντας παράξενα τα μεγάλα θαμνώδη κεφάλια τους συστρέφοντας τα μυριάδες φύλλα τους ακόμη κι όταν δε φυσούσε άνεμος. Ανασάλευαν με μια δική τους βούληση σαν να ήσαν ζωντανές, και διέγειραν, με κάποια ανατανόητη μέθοδο, τη δική μου οξυμένη αίσθηση περί φρικαλέου.

Μετάφραση Γιώργος Μπαλάνος
Εκδόσεις Locus 7

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΚΥΛΕ - Μπορίς Βιαν

Βλέπω στο δρόμο ένα σκυλί Του λέω: Τι κάνεις σκύλε;
Φαντάζεστε ποτέ να μ' απαντούσε;
Όχι; Ε, να λοιπόν που ωστόσο μ' απαντάει
Αν και γι' αυτό βεβαίως εσείς δε δίνετε πεντάρα
Έτσι όταν βλέπω γύρω μου ανθρώπους
Να προσπερνάνε τα σκυλιά χωρίς καν ένα βλέμμα
Νιώθω βαθιά ντροπή για τους γονιούς τους
Και των γονιών τους τους γονιούς
Γιατί μια τόσο φοβερή ανατροφή
Προϋποθέτει τρεις γενιές -δεν υπερβάλλω διόλου!-
Σύφιλη κληρονομική
Όμως προσθέτω
-Μην τυχόν και ταραχτεί κανένας-
Ότι τα πιο πολλά σκυλιά συνήθως δεν μιλάνε.

μτφρ. Αντώνης Φωστιέρης-Θανάσης Θ. Νιάρχος
εκδ. Γνώση


Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

Η ΠΟΡΤΑ - Μίροσλαβ Χόλουμπ

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί απ' έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος,
ή μια πόλη μαγική.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.
Μπορεί να δεις κάποια μορφή,
ή ένα μάτι,
ή την εικόνα
μιας εικόνας.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Αν είναι η καταχνιά
θα καθαρίσει.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά
που θορυβεί
κι αν είναι μόνο
κούφιος άνεμος
κι αν
τίποτα
δεν είναι
έξω εκεί,
πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Τουλάχιστο
θα γίνει
κάποιο
ρεύμα.

μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς


Υπερούσιο Σκότος - Αγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης

Αυτά τα πράγματα δεν θα τα αποκαλύψεις σε κανέναν  από τους αμύητους, δηλαδή εκείνους που παραμένουν προσκολλημένοι στα αντικείμενα της ανθρώπινης σκέψης, οι οποίοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει καμία υπερόυσια πραγματικότητα πιο πέρα και βαυκαλίζονται με το να νομίζουν ότι γνωρίζουν μέσω της ανθρώπινης νοημοσύνης Εκείνον ο οποίος κατέστησε το Σκοτάδι τον μυστικό Του τόπο...
Στο Σκοτάδι που βρίσκεται περα από το Φως προσευχόμαστε να φτάσουμε...
Απογυμνωνόμαστε απ' όλες τις ιδιότητες προκειμένου να φτάσουμε σε μία γυμνή γνώση του Αγνώστου εκείνου, το οποίο σε καθετί το υπάρχον υποκρύπτεται απ' όλα τ' αντικείμενα της γνώσης, ούτως ώστε να μπορέσουμε ν' αρχίσουμε να βλέπουμε το υπερούσιο εκείνο Σκοτάδι που παραμένει κρυμμένο απ' όλο το φως που υφίσταται στα υπάρχοντα πράγματα.

Απόσπασμα από την Μυστική Θεολογία
από το βιβλίο του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΑΛΑΝΟΥ
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΡΠΕΙ... ΣΑΝ ΣΚΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7

Ροδοσταυρική διδασκαλία του Τετραγράμματου - Aleister Crowley

Δεν υπάρχει πλανήτης στο στερέωμα
Που δεν τραγουδάει σαν άγγελος καθώς κινείται
Ψέλνοντας ακίνητος για το μικρό χειρουβίμ
Δεν μπορούμε όμως να ακούσουμε
Καθώς μας τυλίγει η θολή λάσπη της φθοράς.

Aleister Crowley
The Book of Thoth
Εκδόσεις Ιάμβλιχος

Ο Βοσκός με τα πολλά αρνάκια!!! - CAPITAL

Απο το site http://www.capital.gr/
Τετάρτη 02/09/2009 11:56

Αρνί; Κότα ή Τίγρης;
αφιερωμένο στην ωραία... φίλη (κολοκυθιά)
Μια φίλη Ρωσίδα (μην πάει το μυαλό σου αλλού) μου έλεγε πολύ συχνά αυτή την ιστορία...
Ένας βοσκός είχε πάρα πολλά αρνάκια. Τόσα που δεν φαντάζεσαι!!! Κάθε μέρα φυσικά έσφαζε και κάποια από αυτά (όπως συνηθίζεται από βοσκούς).
Αυτά τώρα, με το μυαλό που είχαν, προσπαθούσαν να ξεφύγουν, διότι όσο αρνάκια και αν ήταν, κάποιο στοιχειώδες μυαλό το είχαν.
Ο βοσκός λοιπόν παρατήρησε ότι πολλά από τα πρόβατά του χανόντουσαν, άλλα τρέμανε από τον φόβο τους και άλλα φεύγανε προς το δάσος όπου τα έτρωγαν άλλοι κακοί λύκοι.
Κατάλαβε λοιπόν ότι χρειαζότανε πολλούς υπηρέτες για να τα φυλάνε, πράγμα που θα ανέβαζε κατά πολύ τα έξοδα του.
ΤΟΤΕ σκέφτηκε κάτι πολύ απλό!!!
Υπνώτιζε τα αρνάκια του. Τους έδινε στο καθένα διαφορετικό μυαλό. Στο ένα έλεγε... Δεν είσαι αρνί εσύ, εσύ είσαι άνθρωπος. Στο άλλο έλεγε... Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για το αν θα σε φάνε, εσύ είσαι λιοντάρι. Σε κάποιο άλλο είπε... Δεν θα σε σκοτώσουν εσένα όπως τα άλλα, εσύ είσαι τίγρης. Και το ωραίο ήταν, ότι από εκείνη την ημέρα τα αρνάκια άρχισαν να συμπεριφέρονται, ανάλογα με το μυαλό που τους είχε δώσει.
Ο ΒΟΣΚΟΣ μας λοιπόν όχι μόνο ηρέμησε, διότι δεν έφευγε κανένα αρνάκι πλέον, αλλά μπορούσε και να σκοτώσει κάποια, χωρίς τα άλλα να ανησυχούνε, αφού πίστευαν πλέον πως το ένα ήταν λιοντάρι ή τίγρης.
Πολλά μάλιστα γελούσαν και λέγανε...χα χα κοίτα τι παθαίνουν τα αρνάκια!!!
Τώρα πια κανένα δεν δραπέτευε...
Μήπως το μυαλό μας, δεν είναι δικό μας;
Μήπως δεν εξυπηρετεί εμάς, αλλά άλλους;
Αφιερωμένο και στα άλλα αρνάκια!!!
Καλό μήνα,

Paris61
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ:

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ WWW.CAPITAL.GR
ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΕΙΧΕ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΙ Ο ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΠΑΝΤΩΣ Η ΡΩΣΙΔΑ ΦΙΛΗ ΤΟΥ ΗΞΕΡΕ ΤΙ ΕΛΕΓΕ.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ.

ΕΧΕΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΒΑΘΟΣ ΑΠ’ ΟΣΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ  ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΑΦΟΡΑ ΜΟΝΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ.
ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ.
ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑ. ΠΟΙΟΣ ΑΡΑΓΕ ΕΙΝΑΙ Ο ΒΟΣΚΟΣ (ΠΟΙΜΕΝΑΣ)?

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Ποιήματα του Αλμπέρτο Καέϊρο - Φερνάντο Πεσσόα

Αν μετά το θάνατο μου, θα θέλατε να γράψετε τη βιογραφία μου, τίποτα πιο απλό.
Υπάρχουν δύο ημερομηνίες μόνο: της γέννησης και του θανάτου μου.
Ανάμεσα στη μια και στην άλλη είναι όλες οι μέρες δικές μου.
Είναι εύκολο να προσδιοριστώ.
Ζω σαν παλαβός.
Αγάπησα τα πράγματα δίχως συναισθηματισμό κανέναν.
Ποτέ δεν είχα επιθυμία που δεν μπορούσα να πραγματοποιήσω, γιατί ποτέ δεν τυφλώθηκα.
Ταυτόχρονα η ακοή για μένα ποτέ δεν υπήρξα παρά ακομπανιαμέντο της όρασης·
Κατάλαβα πως τα πράγματα είναι πραγματικά και τόσο διαφορετικά τα μεν από τα δε·
Το κατάλαβα με τα μάτια, ποτέ με τη σκέψη.
Να το καταλάβεις με τη σκέψη θα' ταν να μου φαίνονταν όλα ίδια.
Μια μέρα με κυρίευσε ο ύπνος όπως οποιοδήποτε παιδί.
Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα.
Εκτός αυτού, υπήρξα ο μόνος ποιητής της Φύσης.


μετάφραση Φ. Δ. Δρακονταειδής
εκδ. Γνώση

Ο ίλιγγος - Τίτος Πατρίκιος

Τ' αγάλματα που μας κοιτάνε από τις μορφές μνημειακών κτιρίων
δεν νιώθουν ίλιγγο ποτέ;
Ή μήπως κι εκείνα αναλογίζονται
αν έχουμε ίλιγγο στο έδαφος εμείς
που τα κοιτάμε προς τα πάνω;
Άραγε τ' αγάλματα
νιώθουν ίλιγγο σαν άνθρωποι
ή σαν αγάλματα;



Η ηδονή των παρατάσεων
εκδ. Διάττων

ΤΑ ΑΛΗΘΙΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ - ΕΡΡΙΚΟΣ ΚΟΥΝΡΑΤ

Είναι αληθές, χωρίς ψεύδος, βέβαιο και αληθέστατο.
Ο,τι είναι κάτω είναι όπως ό,τι είναι άνω, κι ό,τι είναι άνω είναι όπως ό,τι είναι κάτω, για να επιτελούνται τα θαύματα του Ενός.

Κι όπως τα πάντα έγιναν από Ενα, με τη μεσολάβηση Ενός, παρομοίως όλα τα πράγματα της ζωής έγιναν απ' αυτό το Ενα, δια προσαρμογής.

Ο πατέρας του είναι ο Ηλιος, η μητέρα του η Σελήνη, το έφερε ο Ανεμος στην κοιλία του, τροφός του είναι η Γη.

Ο πατέρας κάθε Τελέσματος ολοκλήρου του κόσμου είναι αυτός. Η δύναμη του είναι ακεραία, εάν τούτο επάνελθει στη Γη.

Θα διαχωρίσεις την Γη από το Πυρ, το λεπτό από το πυκνό, απαλά και με μεγάλη ευφυϊα. Θ' ανέλθει τότε από την Γη στον Ουρανό κι έπειτα θα κατέλθει στην Γη και θα λάβει την δύναμη των ανωτέρων και των κατωτέρων.

Ετσι θα έχεις την Δόξα ολοκλήρου του κόσμου! Κατ' αυτόν τον τρόπο θα φύγει από σενα κάθε σκότος.

Αυτή είναι η ισχυρή δύναμη κάθε δύναμης, η οποία θα νικήσει κάθε λεπτό πράγμα και θα διαπεράσει κάθε στερεό.

Ετσι δημιουργήθηκε ο κόσμος.

Εδώ θα υπάρχουν θαυμαστές εφαρμογές, των οποίων ο τρόπος είναι αυτός.

Γι' αυτό με αποκάλεσαν Ερμή Τρισμέγιστο, επειδή κατέχω τα τρία μέρη της Φιλοσοφίας ολόκληρου του κόσμου.

Πλήρες είναι ό,τι είπα για τον χερισμό του Ηλίου.

(Το κείμενο τούτο είναι ο περίφημος Σμαράγδινος Πίνακας του Ερμή του Τρισμέγιστου)

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ”
ΤΟΥ ΕΡΡΙΚΟΥ ΚΟΥΝΡΑΤ (1560 – 1605)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ


Ο ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΚΑΙ Ο ΡΑΝΤΙ ΝΙΟΥΜΑΝ -ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ

Ο Μπόμπι είχε λίγη μαριχουάνα, κάκιστης ποότητας, παρόλ' αυτά την καπνίσαμε. Ο Μπόμπι είχε ένα σωρό κασέτες, και μάλιστα Ράντι Νιούμαν, που είναι και ο αγαπημένος μου τραγουδιστής. Εβαλε λοιπόν Ράντι Νιούμαν, αλλά σε χαμηλή ένταση, όπως ακριβώς του το ζήτησα.
Ακούγαμε τον Ράντι, καπνίζαμε και η Βάλερι αποφάσισε να μας το παίξει επίδειξη μόδας. Είχε μια ντουζίνα σέξυ ρουχάκια από του Φρέντερικ και τουλάχιστον 30 ζευγάρια παπούτσια, σωριασμένα πίσω από την πόρτα του μπάνιου.
Βγήκε φορώντας τακούνια τουλάχιστον 20 πόντων. Δεν μπορούσε καλά καλά να περπατήσει. Ο κώλος της πετιόταν προκλητικά προς τα έξω και οι μικροσκοπικές της ρώγες διακρίνονταν καθαρά μέσα από τη διάφανη μπλούζα της. Στον αστράγαλό της είχε περάσει μια λεπτή χρυσή αλυσίδα. Κουνιόταν αισθησιακά μπροστά μας.
“Χριστέ μου” είπε ο Μπόμπι. “Ω Χριστέ μου”.
“Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά!” είπα εγώ.
Απλωσα το χέρι μου και της έπιασα τον κώλο. Ζούσα. Ενιωθα υπέροχα. Η Βάλερι μου ξέφυγε και χώθηκε στον καμπινέ για να αλλάξει το κοστούμι της.
Κάθε φορά που έβγαινε από 'κει μέσα, ήταν και πιό όμορφη,πιό σέξυ, πιό τρελή. Η όλη διαδικασία βάδιζε στην κλιμάκωσή της.
Εμείς πίναμε, καπνίζαμε, η Βάλερι άλλαζε συνέχεια ρούχα. Τι παράσταση, Θεέ μου.
Κάθησε στην αγκαλιά μου και ο Μπόμπι μας τράβαγε φωτογραφίες.
Η νύχτα προχωρούσε. Κάποια στιγμή κοίταξα γύρω μου. Ο Μπόμπι και η Βάλερι είχαν εξαφανιστεί. Πήγα στην κρεβατοκάμαρά τους. Η Βάλερι ήταν αραγμένη στο κρεβάτι, ολόγυμνη εκτός από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Το κορμί της ήταν λυγερό και σφιχτό.
Ο Μπόμπι δεν είχε γδυθεί ακόμη. Σκυμμένος, βύζαινε τις ρώγες της. Πήγαινε από την μία στην άλλη κι εκείνες στέκονταν ντούρες.
Γύρισε και με κοίταξε. “Γέρο μου” είπε, “μιά ζωή σ' ακούω να καυχιέσαι για το τι γλύψιμο κάνεις. Πως σου φαίνομαι εγώ;”
Γονάτισε μπροστά της και της άνοιξε τα πόδια. Οι μουνότριχές της ήταν μακριές και σγούρές. Ο Μπόμπι άρχισε να της γλείφει την κλειτορίδα. Ηταν καλός, μα του 'λειπε ο ενθουσιασμός.
“Για μισό λεπτό Μπόμπι. Δεν το κάνεις σωστά. Αφησε με να σου δείξω.”.
Τον παραμέρισα. Αρχισα να φιλάω και και να δαγκάνω τα μπούτια της. Μετά πήρα στο στόμα μου την κλειτορίδα της. Η Βάλερι ανταποκρινόταν. Με πάθος. Τύλιξε τα πόδια της γύρω από το κεφάλι μου, κόντεψε να μου αφανίσει τ' αυτιά.
“Κατάλαβες τι εννοούσα Μπόμπι;”
Ο Μπόμπι δεν απάντησε. Γύρισε και μπήκε στο μπάνειο. Είχα βγάλει τα παπούτσια και το πανελόνι μου. Οταν ήμουν μεθυσμένος μου άρεσε να επιδεικνύω τα πόδια μου. Η Βάλερι με τράβηξε δίπλα της στο κρεβάτι. Πήρε τον πούτσο μου στο στόμα της. Δεν ήταν και τόσο καλή στο τσιμπούκι. Με βύζαξε για κάμποση ώρα, μα εγώ ένιωθα πως δεν θα 'χυνα. Της σήκωσα το κεφάλι και τη φίλησα. Την καβάλησα. Πριν καλά καλά τον βάλω μέσα, είδα τον Μπόμπι να στέκεται πίσω μου.
“Μάγκα μάζεψε τα και δίνε του”.
“Τί συμβαίνει ρε Μπόμπι;”
“Θέλω να φύγεις”.
Σηκώθηκα, ντύθηκα, πήγα στο σαλόνι με τον Μπόμπι ξοπίσω μου.
“Δεν καταλαβαίνω τι στο διάβλολο έπαθες!”
“Φύγε σου είπα, μ' άκουσες;”
“Καλά, εντάξει...”
Γύρισα σπίτι μου.


ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ινδικοί μύθοι για το Χρόνο - MIRCEA ELIADE

Από το εκπληκτικό βιβλίο του ΜΙΡΣΕΑ ΕΛΙΑΝΤ (MIRCEA ELIADE) ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ (IMAGES ET SYMBOLES) ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ

Μερικοί ινδικοί μύθοι εκφράζουν με τρόπο ιδιαίτερα πετυχημένο αυτή την πρωταρχική λειτουργία της «συντριβής» του ατομικού και ιστορικού χρόνου και της ενεργοποίησης του Μεγάλου Χρόνου.

Εισάγεται δηλαδή ο Μεγάλος Χρόνος σαν όργανο γνώσης, άρα και λύρωσης από τα δεσμά της Μάγια.

{Μάγια. Στις Βέδες, (τα ιερά κείμενα δηλαδή των Ινδών), η Μάγια είναι υπερφυσική θαυματουργή δύναμη θεών και δαιμόνων να δημιουργούν απατηλές εντυπώσεις και κυρίως η φοβερή δύναμη που δημιουργεί την κοσμική πλάνη πως ο κόσμος των φαινομένων είναι πραγματικός.}



Ο Ιντρα, ο βασιλέας των θεών, (κάτι σαν τον Δία δηλαδή) αφού νίκησε τον δράκο Βρτρα, αποφασίζει να ξαναφτιάξει και να εξωραϊσει την κατοικία των θεών. Ο Βισβακαρμάν ο θεϊκός τεχνίτης, δουλεύοντας σκληρά ένα χρόνο, καταφέρνει να φτιάξει ένα υπέροχο παλάτι. Ο Ιντρα όμως δε φαίνεται ικανοποιημένος. Θέλει να μεγαλώσει περισσότερο το καινούριο παλάτι, να του δώσει ακόμη μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια, ώστε να μη βρίσκεται όμοιό του στον κόσμο. Ο Βισβακαρμάν, αποκαμωμένος από την προσπάθεια, παραπονιέται στον Βράχμα, το Θεό Δημιουργό. Εκείνος του υπόσχεται να τον βοηθήσει και καταφεύγει στον Βισνού, το Υπέρτατο Ον, που κι ο ίδιος ο Βράχμα είναι απλό όργανό του. Ο Βισνού αναλαβαίνει να ξαναφέρει τον Ιντρα στην πραγματικότητα.

Μιά ωραία ημέρα, ο Ιντρα δέχεται επισκέπτη στο παλάτι του ένα νέο ντυμένο με κουρέλια. Ηταν ο ίδιος ο Βισνού, που ντύθηκε έτσι για να ταπεινώσει τον Βασιλέα των Θεών. Χωρίς να του φανερώσει στην αρχή ποιός είναι, τον λέει «παιδί μου» και αρχίζει να του μιλάει για τους αμέτρητους Ιντρα, που έχουν ως εκείνη τη στιγμή κατοικήσει στους αμέτρητους Κόσμους.

« Η ζωή και η βασιλεία ενός Ιντρα» του λέει, « κρατάνε 71 αιώνες [ένας κύκλος, ένας μαχαγιούκα αποτελείται από 12.000 θεϊκά έτη, δηλαδή 4.320.000 χρόνια]. Ενα ημερονύκτιο του Βράχμα ισοδυναμεί με 28 ζωές του Ιντρα. Μα η ζωή ενός Βράχμα, αν υπολογιστεί με τέτοια ημερονύκτια, δεν κρατάει παραπάνω από 108 έτη. Ο ένας Βράχμα ακολουθεί τον άλλο. Ο ένας κοιμάται, ο άλλος σηκώνεται. Δεν μπορεί να τους μετρήσει κανείς. Ατελείωτο το πλήθος αυτών των Βράχμα... –άσε πια των Ιντρα!

Και ποιός να λογαριάσει τους Κόσμους, που καθένας έχει τους Βράχμα και τους Ιντρα του; Πέρα απ’ όσο μακριά θα μπορούσε οποιοσδήποτε να δει, πέρα απ’ όσο διάστημα θα μπορούσε να φανταστεί, οι Κόσμοι γεννιούνται και σβήνουν δίχως τελειωμό. Σαν ελαφριά καράβια οι Κόσμοι πλέουν πάνω στο αγνό και απύθμενο νερό, που σχηματίζει το σώμα του Βισνού. Απ’ αυτό το σώμα, από κάθε πόρο του, ένας Κόσμος υψώνεται για μιά στιγμή κι ύστερα κομματιάζεται. Είναι δυνατόν να ‘χεις την αλαζονεία να τους μετρήσεις; Πιστεύεις ότι μπορείς να απαριθμήσεις τους θεούς όλων αυτών των Κόσμων των σημερινών και των περασμένων;»

Οσο μιλούσε ο νέος (ο Βισνού δηλαδή), μια φάλαγγα από μυρμήγκια είχε εμφανιστεί στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Η μάζα των μυργκιών, σε πυκνή παράταξη, δύο μέτρα πλατιά, προχωρούσε πάνω στο πάτωμα. Ο νέος τα πρόσεξε, σώπασε ξαφνιασμένος κι έπειτα έβαλε τα γέλια. «Γιατί γελάς;» ρώτησε ο Ιντρα.

«Είδα τα μυρμήγια, ώ Ιντρα, που ξεδιπλώνονται στη μεγάλη αυτή παρέλαση. Καθένα απ’ αυτά, με τη δύναμη της ευσέβειας του, ανέβηκε κάποτε στο αξίωμα ενός Βασιλιά των Θεών. Αλλά σήμερα, ύστερ’ από πολλές μετεμψυχώσεις, ξανάγιναν ο καθένας τους ένα μυρμήγκι. Αυτή η στρατιά των μυρμηγκιών είναι μιά στρατιά από παλιούς Ιντρα...»

Επειτ’ απ’ αυτή την αποκάλυψη, ο Ιντρα κατάλαβε τη ματαιότητα της υπεροψίας του και της φιλοδοξίας του. Κάλεσε το θαυμαστό αρχιτέκτονα Βισβακαρμάν, τον αντάμειψε βασιλικά και παράτησε την ιδέα να μεγαλώσει το παλάτι ων θεών. (τέλος πρώτου μέρους)


Φανερή είναι η πρόθεση του μύθου. Η ιλιγγιώδης αναπόληση των αμέτρητων κόσμων που ξεπετάγονται απ΄ το σώμα του Βισνού και χάνονται, στάθηκε αρκετή για να ξυπνήσει τον Ιντρα, για να τον αναγκάσει δηλαδή να ξεπεράσει τον περιορισμένο και αυστηρά προσδιορισμένο ορίζοντα της «κατάστασης» του, του Βασιλέα των Θεών. Μπαίνει μάλιστα κανείς στον πειραμό να προσθέσει: της «ιστορικής του κατάστασης». Γιατι ο Ιντρα τυχαίνει να είναι Μεγάλος Πολέμαρχος και Αρχηγός των Θεών σε μιά ορισμένη ιστορική στιγμή, σε ορισμένη φάση του μεγαλειώδους κοσμικού δράματος. Ακούει από το στόμα του ίδιου του Βισνού μία αληθινή ιστορία: την αληθινή ιστορία για την αιώνια δημιουργία και καταστροφή των κόσμων, που μπροστά της η δική του ιστορία, οι αναρίθμητες ηρωικές του περιπέτειες, που κορυφώθηκαν με τη συντριβή του Βρτρα, φαίνονται πραγματικά σαν «ιστορίες ψεύτικες», δηλαδή περιστατικά δίχως υπερβατική σημασία. Η αληθινή ιστορία, του αποκαλύπτει τον Μεγάλο Χρόνο, το χρόνο το μυθικό, που είναι η αληθινή πηγή κάθε όντος και κάθε κοσμικού περιστατικού. Επειδή μπορεί και ξεπερνάει την ιστορικά προσδιορισμένη «κατάσταση» του και πετυχαίνει να ξεσκίσει το απατηλό πέπλο που δημιουργήθηκε απ’ το βέβηλο χρόνο, δηλαδή απ’ τη δική του «ιστορία», γι’ αυτό γιατρεύεται ο Ιντρα από την υπεροψία και την άγνοια – «σώζεται», σύμφωνα με το χριστιανικό όρο. Κι αυτή τη σωτήρια λειτουργία του ασκεί ο μύθος, όχι μόνο για τον Ιντρα, μα για κάθε άνθρωπο που ακούει την περιπέτεια του. Η υπέρβαση του βέβηλου χρόνου, η επανεύρεση του μυθικού Μεγάλου Χρόνου, ισοδυναμεί με αποκάλυψη της ύστατης πραγματικότητας, της αυστηρά μεταφυσικής, που μόνο με τους μύθους και τα σύμβολα είναι δυνατό να την προσεγγίσει κανείς.



(δεύτερο μέρος)

Ταπεινωμένος από την αποκάλυψη του Βισνού ο Ιντρα παρατάει τον προορισμό του, του θεού πολεμιστή, και αποτραβιέται στα βουνά, για να αφιερωθεί στον πιο φοβερό ασκητισμό. Δηλαδή ετοιμάζεται να δεχθεί το μόνο, καθώς του φαίνεται, λογικό συμπέρασμα από την αποκάλυψη της μη πραγματικότητας και της ματαιότητας του κόσμου. Αναρωτιέται όμως κανείς, αν ένας Βασιλιάς των Θεών, ένας σύζυγος είχε το δικαίωμα να φτάσει σε τέτοια συμπεράσματα από μια αποκάλυψη μεταφυσικού τύπου, αν η απάρνηση κι ο ασκητιμός του δεν έβαζαν σε κίνδυνο την ισορροπία του κόσμου. Και πραγματικά, ύστερ’ από λίγο καιρό η βασίλισα Σάσι, πονώντας για την εγκατάλειψη της, ικετεύει τον Μπρασπάτι, ιερέα και σύμβουλο τους, να τη βοηθήσει. Εκείνος την παίρνει απ’ το χέρι, πάει μαζί της στον Ιντρα και του μιλάει ώρα πολλή, όχι μόνο για την ανωτερότητα της ασκητικής ζωής, αλλά και για τη σπουδαιότητα της συνηθισμενης ζωής, εκείνης που βρίσκει την πληρότητα της σε τούτο τον κόσμο. Ετσι ο Ιντρα δέχεται μία ακόμη αποκάλυψη: καταλαβαίνει ότι καθένας πρέπει να ακολουθεί το δικό του δρόμο, να εκπληρώνει τον προορισμό του, δηλαδή σε τελευταία ανάλυση, να εκτελεί το καθήκον του. Κι αφού προορισμός και καθήκον του ήταν να μείνει Ιντρα, ξαναπαίρνει την ταυτότητα του και συνεχίζει τα ηρωικά του κατορθώματα χωρίς υπερηφάνεια και κομπασμό, γιατί κατάλαβε τη ματαιότητα κάθε «κατάστασης», ακόμη και του Βασιλιά των Θεών...

Αυτή η συνέχεια του μύθου αποκαθιστά την ισορροπία: το σπουδαίο δεν είναι πάντα να απαρνιέται κανείς την ιστορική του κατάσταση προσπαθώντας μάταια να φτάσει το Παγκόσμιο Ον, αλλά να διατηρεί αδιάκοπα στο πνεύμα του τις προοπτικές του Μεγάλου Χρόνου, χωρίς ωστόσο να παύει να εκτελεί το καθήκον του μες στον ιστορικό του χρόνο. Στην Ινδία, όπως λίγο πολύ σ’ όλο τον αρχαϊκό κόσμο, το άνοιγμα προς το Μεγάλο Χρόνο, που το πετυχαίνει κανείς με την περιοδική αφήγηση των μύθων, βοηθάει στην διατήρηση για χρόνο αόριστο μιας ορισμένης τάξης μεταφυσικής, ηθικής και κοινωνικής, η οποία δεν οδηγεί καθόλυ στην ειδωλολατρεία της Ιστορίας. Γιατί στην προοπτική του μυθικού Χρόνου καταντάει απατηλό κάθε τμήμα του ιστορικού χρόνου.

Οπως είδαμε, ο μύθος του κυκλικού και άπειρου Χρόνου, ξεσκίζοντας τις αυταπάτες που έχουν υφάνει οι ελάσσονες ρυθμοί του Χρόνου, δηλαδή ο ιστορικός χρόνος, μας αποκαλύπτει το πρόσκαιρο και τελικά το οντολογικά μη – πραγματικό του Κόσμου, καθώς και την οδό της λύτρωσης μας. Από τα δεσμά της Μάγια (βλέπε στην αρχή του κειμένου) γλιτώνει κανείς με δύο τρόπους: ή από την ασκητική οδό, με την απάρνηση του κόσμου και εφαρμόζοντας την άσκηση και τις σχετικές μυστικιστικές τεχνικές ή με την έμπρακτη δράση, μένοντας στον κόσμο, χωρίς όμως να χαίρεται τους «καρπούς των πράξεων του» {φαλατρσναβαϊράτζυα}.

Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση το σπουδαίο είναι να μην πιστεύει κανείς μόνο στην πραγματικότητα των μορφών που γεννιούνται και αναπτύσονται μες στο Χρόνο: δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει πως αυτές οι μορφές δεν είναι «αληθινές» παρά μόνο σε σχέση με το δικό του επίπεδο, ενώ οντολογικά στερούνται ουσίας.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΗΤΑΝ ΕΔΩ - ΠΑΥΛΟΣ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ

Η αναθεώρηση της τοπολογίας του Θείου Δράματος αποτελεί επιστημονική ανακοίνωση (presonal communication) του συγγραφέα του βιβλίου, με κεντρική θέση (thesis) τη διαπίστωση, ότι η Σταύρωση έγινε στην Ακρόπολη των Αθηνών, σύμφωνα με το ακόλουθο σχεδιάγραμμα:

Ενα σχεδιάγραμμα ιστορικής προσεγγίσεως

Η πραγματική Ιστορία έχει πάνω κάτω ως εξής:
1. Ο Ιησούς, ο κόρινθος γιός του Μαραγκού, γεννιέται στο Λέχαιον της Κορίνθου.
2. Ο ξάδελφός του Ιβάνης απ' το Κυάτο κηρύσσει τη θεότητά του και τον καταιονίζει στον ποταμό Ηριδανό ή Ιορδάνη.
3. Ο ύπατος Ηρώδης ο Αττικός, που τον αποκαλούν Μέγα, αποκεφαλίζει τον Ιβάνη.
4. Ο ταμίας Καραϊσκάκης (ή Ασκαριώτης) επικεφαλής της Θρησκευτικής Αστυνομίας, προδίδει τον Ιησού στην περιοχή του Ελαιώνα.
5. Ο Ιησούς οδηγείται στην οδό Μελιδώνη(ή Μελιταίων) και δικάζεται από τους Αθηναίους Αρχιερείς που λέγονται Γεφυραίοι (είναι δηλαδή Εβραίοι).
6. Ο Ηρώδης ο Αττικός, γνωστός και σαν Αντίπας (ή Αντίπατρος), αναγνωρίζει αρμοδιότητα (παραχωρεί) στον Γεφυραίο Πιλάτο.
7. Ο Γεφυραίος Πόντιος Πιλάτος σταυρώνει τον Ιησού στην ακρόπολη των Αθηνών, που λέγεται Κρανίου τόπος ή Κράνα.

Από την εισαγωγή του βιβλίου Ο ΙΗΣΟΥΣ ΗΤΑΝ ΕΔΩ
του ΠΑΥΛΟΥ ΣΠ. ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΥ - ΑΘΗΝΑ 2000

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: ΔΕΝ ΘΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ ΕΑΝ ΤΥΧΟΝ ΥΠΑΡΞΟΥΝ ΣΧΟΛΙΑ

Ονειροπόλος - Κ. Γ. Καρυωτάκης

Μελέτησε. Πούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος ολοήμερα σ' ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας από τα πιο απλά και τολμώντας τ' αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, έλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι από το λάθος αυτό να βγάλει ένα νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επαναλάμβανε το πείραμα που απέτυχε. Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πως θα τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεση του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα σ' ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.

Τα πεζά
φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης
εκδ. Νεφέλη


Η αράχνη - Γιάννης Ρίτσος

Κάποτε, μια τυχαία κι εντελώς ασήμαντη λέξη
προσδίδει μια απροσδόκητη σημασία στο ποίημα,
όπως π.χ. στο εγκαταλειμμένο υπόγειο, όπου
κανείς δεν κατεβαίνει από καιρό, το μεγάλο, άδειο κιούπι·
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς νόημα μια αράχνη,
(χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνην).

Ποιήματα 1958-1967, τόμ. Θ
εκδ. Κέδρος.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

No More Tears - Ozzy Osbourne

The light in the window is a crack in the sky

A stairway to darkness in the blink of an eye
A levee of tears to learn she'll never be coming back
The man in the dark will bring another attack

Your momma told you that you're not supposed to talk to strangers
Look in the mirror tell me do you think your life's in danger here, ya

No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears
(No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears)

Another day passes as the night closes in
The red light goes on to say it's time to begin

I see the man around the corner waiting, can he see me?
I close my eyes and wait to hear the sound of someone screaming here

No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears


It's just a sign of the times
Going forward in reverse.
Still, he who laughs last
is just a hand in the bush.

So now that it's over can't we just say goodbye? bye bye Good bye
I'd like to move on and make the most of the night
Maybe a kiss before I leave you this way
Your lips are so cold I don't know what else to say

I never wanted it to end this way my love, my darling
Believe me when I say to you in love I think I'm falling here

No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears
No more tears, tears, tears

He's just a hand in the bush

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ Κ., ΣΤΗ LATINA ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΟΝΕΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ BLOGS. ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ

ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΔΙΑΘΕΣΗ - Robert Frost

Γονατισμένος πάνω απ' άνθη και λεπτούς βλαστούς της γης
Ανάσκαβα τα χώματα μ' ένα τεμπέλικο εργαλείο
Τονίζοντας την κίνηση με μελωδίες κάθε λογής,
Μα μόλις αντιλήφτηκα κάτι παιδιά από το σχολείο
Έξω απ' το φράχτη μου με κοίταγμα κατασκοπευτικό
Το τραγουδάκι κόπηκε στο στόμα μου άθελα - τι κρίμας!

Αχ, κάθε μάτι αλήθεια, ως και παιδιών ακόμα, είναι κακό
Όταν κατασκοπεύει μια ξεχωριστή διάθεσή μας.


Ρόμπερτ Φροστ, Εικοσιπέντε ποιήματα
Mετάφραση-σχόλια: Νίκος Φωκάς
εκδ. Δελφίνι, 1997

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

Δεν ξέρουμε κανένα περισσότερο εξαρτημένο από την τύχη παιχνίδι κύβων, απ’ ότι είναι το παιχνίδι της γέννησης και του θανάτου. Παρακολουθούμε το παιχνίδι αυτό με υπερένταση, μ’ ενδιαφέρον, και πολύ φοβισμένοι, γιατί έχουμε την γνώμη πως στο παιχνίδι αυτό διακυβεύονται όλα για όλα.
Απεναντίας η φύση που ποτέ της δεν είναι ψεύτρα, η φύση, η πάντα τόσο ειλικρινής και άδολη εκδηλώνεται πάνω σ’ αυτήν την υπόθεση με τρόπο εντελώς διαφορετικό. Δείχνει καθαρά πως η ζωή ή ο θάνατος του ατόμου δεν την ενδιαφέρουν καθόλου. Αυτό φαίνεται πολύ καλά στις περιπτώσεις ιδίως που παραδίνει τη ζωή των ζώων και των ανθρώπων, έρμαιο και στα παραμικρότερα ακόμα ατυχήματα, δίχως να καταβάλλει καμία προσπάθεια να τους προφυλάξει ή να τους διασώσει.
Προσέξτε το έντομο που συναντάτε στο δρόμο σας. Ένα μικρό αθέλητό σας στραβοπάτημα κρίνει την ζωή και το θάνατό του. Δείτε τον γυμνοσάλιαγκα πως είναι παραδομένος, στον κίνδυνο του μοιραίου και στην διάθεση του καθενός, δίχως να έχει ούτε την δύναμη να τρέχει και να σώζεται με την φυγή, δίχως να έχει αμυντικά και επιθετικά όπλα για ν’ αμυνθεί και να φοβερίσει τους εχθρούς του, δίχως να έχει την ικανότητα να κρυφτεί. Δείτε το ψάρι που αμέριμνο ακόμα παίζει μέσα στο δίχτυ που σε λίγο θα το κλείσει για πάντα. Δείτε τον βάτραχο που έτσι βραδυκίνητος όπως είναι δεν μπορεί να τρέξει για να γλυτώσει. Δείτε το πουλί που ενώ ψηλά από πάνω του ζυγιάζεται στον αέρα ένα γεράκι έτοιμο να το σπαράξει, αυτό δεν παίρνει είδηση. Δείτε το πρόβατο που ο λύκος το παραμονεύει κρυμμένος μέσα στο σύδενδρο κι αυτό βελάζει απονήρευτο. Ολ’ αυτά τα’ άοπλα, απροστάτευτα ζώα πηγαινοφέρνουνε μέσα σε μια απόχη από μύριους κινδύνους που κάθε στιγμή απειλούν την ύπαρξη τους δίχως να ’χουν την παραμικρή συναίσθηση τι τα περιμένει. Έτσι η φύση με τον τρόπο που παρατάει τα ζωντανά πλάσματα της τα τόσο περίτεχνα πλασμένα, στην αρπαχτική διάθεση του ισχυρού στην ιδιοτροπία της πιο τυφλής τύχης, στην διάθεση του πρώτου τρελού που θα βρεθεί μπροστά, και στη σαδιστική κλίση κάθε παιδιού, και με την αδιαφορία που γενικά δείχνει, φανερώνει πως ο αφανισμός αυτών των όντων δεν την ενοχλεί, δεν έχει καμία σημασία γι’ αυτήν και πως το αποτέλεσμα όσο και η αιτία πολύ λίγο τη νοιάζουν.
Όταν λοιπόν η κυρίαρχη αυτή και παγκόσμια μητέρα παραδίνει δίχως την παραμικρή έγνοια, τα παιδιά της σε μυριάδες ενδεχομένους κινδύνους, φαίνεται πως ξέρει πολύ καλά πως τα πλάσματα της αυτά, πεθαίνοντας, ξαναγυρίζουν πάλι μέσα στους κόλπους της, κι όλη αυτή η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα διασκεδαστικό παιχνίδι.
Μα και στους ανθρώπους φέρεται όμοια όπως και στα ζώα. Η ζωή μας ή ο θάνατος μας δεν την συγκινούν καθόλου. Γι’ αυτό θα ‘πρεπε ως ένα ορισμένο σημείο κι εμάς να μην μας συγκινεί ο θάνατος αφού η ατομική υπόσταση μας είναι ένα κομμάτι του μεγάλου συνόλου που λέγεται φύση.

ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ


ΔΡΟΣΕΡΟΣ ΑΕΡΑΣ - Χ.Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ

“...Ενα σκουρόχρωμο γλοιώδες χνάρι οδηγούσε από την ανοιχτή πόρτα του λουτρού προς την πόρτα του χολ και από κει στο γραφείο, όπου είχε σχηματιστεί μια αποκρουστική λιμνούλα. Κάποιος είχε κοντοσταθεί να γράψει εκεί μ' ένα μολύβι, με φοβερό χέρι τυφλού, σ' ένα κομμάτι χαρτί φρικιαστικά λεκιασμένο σαν από τα ίδια τα δάχτυλα που είχαν γράψει βιαστικά τις λέξεις. Στη συνέχεια τα χνάριαοδηγούσαν στον καναπέ κι εκεί τέλειωναν με ακατανόμαστο τρόπο.
Δεν μπορώ και δεν τολμώ να περιγράψε εδώ τι ήταν εκείνο που υπήρχε στον καναπέ. Αλλά μπορώ να σας πω τι έμαθα καθώς διάβαζα με ανατριχίλες το λεκιασμένο, γλοιώδες χαρτί πριν ανάψω ένα σπίρτο και το κάνω στάχτη. Τι διάβασα πνιγμένος στον τρόμο, ενώ η σπιτονοικοκυρά και οι δύο μηχανικοί έτρεχαν σαν τρελοί για να φύγουν από εκείνο τον εφιαλτικό χώρο και να ξεφουρνίσουν με σχεδόν άναρθρα λόγια στο κοντινότερο αστυνομικό τμήμα τα όσα είχαν δει.
Οι απαίσιες λέξεις φάνταζαν σχεδόν απίστευτες σ' εκείνο το χρυσαφένιο ηλιόφωτο, με την οχλοβοή της κυκλοφορίας να φτάνει εκκωφαντική από τη γεμάτη κόσμο Δέκατη Τέταρτη οδό. Ωστόσο ομολογώ ότι τότε τις πίστεψα. Το κατά πόσο τις πιστεύω και τώρα, ειλικρινά δεν ξέρω. Υπάρχουν πράγματα που είναι καλύτερα να μην τα συλλογίζεται κανείς, και το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μισώ τη μυρωδιά της αμμωνίας και μου έρχεται σχεδόν λιποθυμία όταν νιώθω να με αγγίζει έστω και μια ανάσα κάπως ασυνήθιστα πιο δροσερό αέρα.
“Το τέλος μου έφτασε”, έγραφε σ' εκείνο το αναγουλιαστικό χαρτί. 'Δεν υπάρχει άλλος πάγος – ο άνθρωπος που τον έφερνε με είδε και το έβαλε στα πόδια. Η θερμοκρασία μου ανεβαίνει σταθερά με το κάθε λεπτό που περνά, και η σάρκα μου δεν μπορεί ν' αντέξει άλλο. Φαντάζομαι να θυμάσαι τα όσα είπα για τη θέληση και τα νεύρα και τη συντήρηση του σώματος όταν τα όργανα πάψουν να λειτουργούν. Ηταν μια καλή θεωρία, αλλά το πράγμα δεν μπορούσε να διατηρηθεί επ' άπειρον. Σημειώθηκε ένας βαθμιαίος εκφυλισμός που δεν τον είχα προβλέψει. Ο δρ Τόρρες το ήξερε, αλλά το σοκ τον σκότωσε. Δε μπόρεσε ν' αντέξει σ' αυτό που έπρεπε να κάνει. Βλέπεις, είχε χρειαστεί να με μεταφέρει σ' έναν παράξενο, σκοτεινό χώρο πριν δώσει βάση στο γράμμα μου και με ξαναφέρει πίσω. Αλλά άργησε, και τα όργανα δεν μπορούσαν να ξαναδουλέψουν μετα. Ετσι αναγκάστηκα να το κάνω με τον τρόπο μου – με τεχνητή συντήρηση γιατί βλέπεις είχα πεθάνει εκείνη τη φορά δεκαοκτώ χρόνια πρίν.”

ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΔΡΟΣΕΡΟΣ ΑΕΡΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOCUS 7
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΑΝΟΣ


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ - Βισλάβα Συμπόρσκα

Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα.
Η ώρα του γυρίσματος από πλευρό σε πλευρό.
Η ώρα για τους μεσόκοπους.

Η καθαρή ώρα για το λάλημα των πετεινών.
Η ώρα που μας απαρνιέται η γη.
Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».

Μια άδεια ώρα.
Άχαρη, στείρα.
Απ' όλες τις ώρες η χειρότερη.

Κανένας δεν είναι στα καλά του στις τέσσερις το πρωί.
Κι αν άσπρα μυρμήγκια νιώθουν ωραία στις τέσσερις το πρωί
- ας συγχαρούμε τα μυρμήγκια. Κι ας γίνει πέντε η ώρα
αν σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να ζούμε.

μτφρ. Βασίλης Καραβίτης

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: Το τραγούδι μιλάει για ώρα τρεις γιατί πάει με την χειμερινή ώρα.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ - Φραντς Κάφκα

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:
Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια. Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας˙ γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο - εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του. Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μα­κριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν - μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.
Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως˙ απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική - ίσως να πρόσεξε στ' αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.

μτφρ. Τζένη Μαστοράκη - Νάσος Βαγενάς

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΗΧΟΥΣ - ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΡΟΒΝΑ ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΥ

Μόνο ένας γιός γεννήθηκε από το νεαρό ζευγάρι, και το αγόρι εκείνο ήταν ένα παραδοξότατο παιδί! Μικρό, ντελικάτο, και πάντα έχοντας κάτι, λες και η ζωή του κρεμώντανε από μιά κλωστή. Οταν τα χαρακτηριστικά του και το προσωπό του ήσαν ήσυχα, τόσο πολύ έμοιαζε προς τον Θείο του, που τα μέλη της οικογενείας συχνά απομακρυνοντανε από κοντά τυ κατειλημμένα από τρόμο και φρίκη. Λες και έβλεπες το πρόσωπο ενός εξηντάρη απάνω στους ώμους ενός παιδιού εννέα χρονών. Κανείς ποτέ του δεν το είδε ή να γελά ή να παίζη, αλλά, καθισμένο το παιδί αυτό απάνω στο αψηλό του κάθισμα, παρέμενε εκεί σοβαρά, σταυρώνοντας τα χέρια του, ακριβώς όπως συνήθιζε να τα σταυρώνει ο μακαρίτης κ. Ισβερτζώφ. Και έτσι ώρες ολόκληρες παρέμενε, χαμένος στα όνειρα και ακίνητο. Τις παραμάνες του πολλές φορές τις έβλεπε κανείς προσεκτικά και μυστικά να σταυροκοπώνται την νύχτα, όταν πλησίαζαν τον παράδοξο γιό, και ούτε μια από αυτές συγκατετίθετο να κοιμηθή μόνη της μαζύ του, μέσα στο παιδικό του δωμάτιο. Η συμπεριφορά τώρα του πατέρα του, απέναντι του γιού του ήταν ακόμη παραδοξότερη: Φαινότανε, πως τον αγαπούσε τρελλά, αλλά ταυτοχρόνως και πως τον μισούσε θανάσιμα. Πολύ σπάνια έπερνε στην αγκαλιά, φιλούσε ή χάϊδευε το παιδί του, αλλά με κάτωχρα τα μάγουλά του και με τα μάτια του καρφωμένα απάνω του, συνήθιζε να περνά ολόκληρες ώρες παρατηρώντας το. Ενώ το παιδί καθώντανε ήσυχο στην γωνιά του, με τον συνηθισμένο τρόπο του, που λες και έμοιαζε σαν την συμπεριφορά ενός εξωτικού πνεύματος, ενός στοιχειού περασμένης εποχής!


Απόσπασμα απο το διήγημα Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΗΧΟΥΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΕΤΡΟΒΝΑΣ ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΥ
ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΧΑΛΑΣ


ΤΑ ΦΙΔΙΑ - ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ

Να στέκει στην άκρη ενός κτήματος ανάμεσα σε σκληροτράχηλους άντρες. Ιδια ηλικία με το παιδί. Ή λίγο πιο μεγάλος. Να παρατηρεί καθώς οι άλλοι ανοίγανε τη βραχώδη γη του λόφου με αξίνες και τσάπες και βγάζανε στο φως ένα πελώριο βόλο από φίδια ίσαμε εκατό τον αριθμό. Μαζεμένα εκεί μέσα για αμοιβαία ζεστασιά. Οι μουντοί σωλήνες των κορμιών τους ν' αρχίζουν ένα νωθρό κούνημα στο παγερό άγριο φως. Σαν τα εντόσθια τρομερού θηρίου που χύθηκαν στο φως της μέρας. Οι άντρες τα περιέλουσαν με βενζίνη και τα κάψανε ζωντανά, μην έχοντας γιατρικό κατά της μοχθηρίας μα μοναχά για την εικόνα της όπως την εκλάμβαναν. Τα καιόμενα φίδια συστρέφονταν φριχτά και μερικά σέρνονταν τυλιγμενα με φλόγες στο έδαφος του σπηλαίου να φωτίσουν τις σκοτεινότερες εσοχές του. Μιας κι ήτανε μουγκά δεν ακούγονταν ουρλιαχτά πόνου κι οι άντρες τα 'βλεπαν να καίγονται και να σπαρταρούν και να γίνονται κάρβουνο με την ίδια ακριβώς σιωπή κι αυτοί και διαλυθήκανε σιωπηλά και σκόρπισαν στο χειμωνιάτικο δείλι κουβαλώντας ο καθένας τους τις σκεψεις του μέχρι το σπίτι και το βραδινό του.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΑΓΙΔΑ - IMMORTEL AD VITAM (Made in France By Enki Bilal)

ΜΙΑ ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥ ENKI BILAL.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΑΓΙΔΑ (IMMORTEL AD VITAM).
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 10 ΧΡΟΝΩΝ.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ VENUS BEAUTIFUL DAYS ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ FILM.

ΠΩΣ; ΔΕΝ ΤΟ ΕΧΕΤΕ ΔΕΙ;
ΚΑΛΑ ΤΙ ΒΛΕΠΕΤΕ;

Η ΣΕΛΗΝΗ Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ

Και σαν χλωμή κι αδύνατη γυναίκα οπού πεθαίνει,
οπού τρεκλίζει βγαίνοντας από την κάμαρά της,
και τυλιγμένη τη λεπτή κι αέρινή της γάζα
πάει όπου θέλει τ' άρρωστο το παραλήρημά της,
το ίδιο απ' την ανατολή μακριά τη βουρκωμένη
αργά η σελήνη σα λευκή κι άμορφη εβγήκε μάζα.

μτφρ. Λάμπρος Πορφύρας

ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ - Τζιάκομο Λεοπάρντι

Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ' ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ' το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ' αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ' αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.

μτφρ. Νάσος Βαγενάς

ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ - Paul Verlaine

-Μπα! Και η μοίρα μας έγινε πεζή.
Αν θέλετε, πεθαίνουμε μαζί;
-Σπανία η πρόταση, ορισμένως.

-Ωραίο το σπάνιο. Λοιπόν εμπρός.
Ο τόπος θαυμάσιος και ο καιρός.
-Χι! χι! χι! Απογοητευμένος!

-Ίσως. Αλλά προπάντων εραστής
άψογος. Ανέκαθεν ιδεαλιστής.
Να πεθάνουμε τώρα ελάτε.

-Περσότερο ειρωνεύεστε, θαρρώ,
παρά όσο κάνετε τον τρυφερό.
Πάψετε, κύριε, αν αγαπάτε.

Έτσι το βράδυ κείνο απάνω στη
χλόη, και στ' άνθη απάνω καθιστοί,
δυο περίεργοι ερωτευμένοι

αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό
θάνατο, κι απομείνανε γι' αυτό
-χι! χι! χι!- καταγοητευμένοι.

μτφρ. Κ.Γ. Καρυωτάκης

ΑΡΧΑΪΚΟ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ

Χαριτωμένε γιέ του Πάνα! Κάτω απ' το μέτωπο σου, στεφανωμένο με ανθάκια και χυμώδεις καρπούς, τα μάτια σου, μπίλιες πολύτιμες, ανοιγοκλείνουν. Κηλιδωμένα από τον βούρκο, βαθαίνουνε τα μάγουλά σου. Αστράφτουν οι κυνόδοντες. Το στήθος σου μοιάζει με μια κιθάρα, μες στα ξανθά σου μπράτσα κυκλοφορούν ήχοι μεταλλικοί. Χτυπά στα σπλάχνα σου η καρδιά, εκεί όπου κοιμούνται τα δύο φύλα. Βγες και περπάτησε τη νύχτα, κουνώντας απαλά τον ένα σου μηρό, μετά τον άλλο σου μηρό κι αυ΄τη εκεί την κνήμη αριστερά σου.
ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

Σκοπός της Καμπαλά - ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΩΥΧΛΙΝ

Το ανθρώπινο είδος – που ζει εδώ κάτω και που μόνο αυτό, απ' όλα τα υπόλοιπα είδη, είναι προικισμένο με διάνοια και με Νου – ποτέ δεν έλαβε από το Θεό άλλη δωρεά πιο επιθυμητή απ' αυτή την Τέχνη της Ενατένισης. Τίποτε πιο ενδεδειγμένο για τη σωτηρία των ψυχών. Πιο κατάλληλο για την απόκτηση της αθανασίας. Που να επιτρέπει καλύτερα στο Νού του ανθρώπου, αντιστοίχως προς τη φύση, ν' ανέλθει πλησιέστερα προς τη Θέωση. Είναι το υπέρτατο αντικείμενο της μακαριότητας, που οι ελληνες αποκαλούν τέλος ή -αν θέλετε- απώτερο τέρμα, τελικό αντικείμενο ή πέρας, το οποίο μας επιτρέπει να ζούμε πάντοτε με ησυχία και ανεμπόδιστη επιτυχία, χωρίς να στερηθούμε τίποτε από την ευτυχία.
Μέσω κάποιων συμβόλων, με μεγάλη τέχνη κι έχοντας εγκαταλείψει κάθε τι το γήινο, συλλέγουμε τη μορφή της μορφής, μέχρι ν' ανέλθουμε στην πρώτη μορφή, που είναι κάθε μορφή αλλά και χωρίς μορφή. Ετσι κατανοούν οι Καμπαλιστές εκείνη τη θεία τάξη της Γένεσης: “Η Γη ας παράγει ψυχή ζώσα κατά το είδος της” (Γεν. 1.24), δηλαδή κατά τη θεία ιδέα, που είναι η Γη εκείνων που ζουν εντός της αρετής του Ζώντος Θεού, ο Οποίος διαχέει τη Ζωή αυτή δια του ονόματος Αδωνάι, ώστε να γνωρίζετε – κατά τη μαρτυρία του Ιησού (του Ναυή), “ότι ο Ζων Θεός βρίσκεται ανάμεσά σας και εκμηδενίζει τις ενάντιες δυνάμεις μπροστά στα μάτια σας”. Το ίδιο διαβάζουμε και στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Πύλη του Φωτός(Sha'ar 'Orah).
Συνεπάγεται ότι κάθε τι που έχει ζωή τείνει από ένστικτο προς τα άνω, ενώ ό,τι κάνει τη ζωή να κυλά, τείνει προς τα κάτω. Πράγματι σ΄αυτόν τον αισθητό κόσμο, κάθε τι το μικτό – Μουρκάμπ – συνίσταται από τέσσερα Στοιχεία, είτε στερείται ψυχής που παράγει την κίνηση που επιτρέπει τη μετακίνηση στον χώρο. Είτε κείται ακίνητο και αναπαύεται, όπως η πέτρα ή ο σίδηρος. Είτε φυτρώνει και αυξάνει σαν τα φυτά και τα χόρτα. Είτε κινείται μετακινούμενο στον χώρο. Είτε ζει σαν τα ζώα ή τα όστρακα. Είτε ακόμη ομιλεί με λογική όπως ο άνθρωπος. Οι λόγιοι μας συνήθιζαν ν' αποκαλούν τις καταστάσεις αυτές – σύμφωνα με τις διδασκαλίες τουβιβλίου Πνεύμα Χάριτος (Ruah Hen) – βασίλειο ορυκτό, φυτικό, ζωικό και ανθρώπινο.
Ολα αυτά τα όντα με τον τρόπο τους στρέφονται προς τον Ουρανό, σαν να αυξάνουν τη δύναμή τους στη θέα του και ακολουθούν αυτόν στη συμπεριφορά τους. Ετσι βλέπουμε τα πάντα, από τις χαμηλότερες κοιλάδες έως τα υψηλότερα όρη, να στρέφονται προς τον ουρανό, όπως τραγουδά ο ψαλμωδός: “Ανεβαίνουν τα όρη και κατεβαίνουν οι πεδιάδες”(Ψαλμ. 103.8).
Στο βιβλίο του Ιεζεκιήλ (26.3) η θάλασσα υψώνει τα κύματά της. Αισθανόμαστε την πνοή του ανέμου να υψώνεται από τα σπήλαια. Στο βιβλίο του ιδίου Προφήτη, ο Κύριος της Φύσης κάνει να ξεσπάσει θύελλα. Τέλος βλέπουμε να ανέρχεται κάθε τι φλογισμένο. Πράγματι στο βιβλίο των Κριτών (6.21) η φωτιά ανέρχεται από την πέτρα. Συνεπώς, εξοχότατοι, αντιλαμβάνεσθε ποια είναι η δύναμη του πνεύματός σας.
Εξ ανάγκης είμαστε υποχρεωμένοι ν' αναγνωρίσουμε ότι όσο περισσότερο ευγενούς φύσης είναι κάτι, τόσο περισσότερο ευχαριστείται να κατακτά μια θέση υψηλότερη. Ετσι ο σπόρος του σίτου, μόλις πέσει στη γη, δεν σταματά ούτε στιγμή την προσπάθεια να διαπεράσει το χώμα και, εξερχόμενος από τους κόλπους της γης, υψώνει το βλέμμα του κι απολαμβάνει τον αέρα του ουρανού. Το ίδιο ισχύει και για τα μέταλλα. Το πλέον γενναιόδωρο, εξαχνωμένο δισ της Αλχημείας, υψώνεται αναβράζοντας ως πνεύμα, ώστε το υψηλότερο να φαίνεται όλο και αγνότερο.
Ετσι λοιπόν, αυτά που βρίσκονται εδώ κάτω τα αποκαλούμε χλωμά και άγονα και τα θεωρούμε ρημαγμένα από την ποταπότητα, ενώ αυτά που βρίσκονται εκεί πάνω λάμπουν από λευκότητα και τ θαυμάζουμε ως κοσμήματα ανέιπωτης ωραιότητας και τα εγκωμιάζουμε. Είναι δε ομόψυχη γνώμη, ότι η επιδεξιότητα της φύσης γεννά μέσα στα αδρανή, φυτικά ή ζωικά πράγματα διαθέσεις εξυψωτικές.

Από το βιβλίο του ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΩΥΧΛΙΝ Ή ΚΑΠΝΙΩΝΟΣ (1455 – 1522)
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΛΆ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗΣ

ΣΚΟΤΑΔΙ - ΣΤΕΡΓΟΣ ΧΡΟΥΣΗΣ

Αυτοί που λατρεύουν το σκοτάδι δεν είναι οπαδοί του διαβόλου, αλλά αναζητητές του υπέρμετρου και "θύματα" των ίδιων των νόμων. Πρέπει όμως παιδί της αστραπής. να γνωρίζεις ότι αν η λατρεία του σκότους είναι αμάρτημα, τότε η λατρεία του φωτός είναι παιδί της αμαρτίας. Η αντιληπτότητα δεν μπορεί να δεί το φώς σαν πηγή γνώσης, αν δεν έχει προηγουμένως γευθεί το σκοτάδι της άγνοιας!

Από το βιβλίο του ΣΤΕΡΓΟΥ ΧΡΟΥΣΗ
ΜΥΣΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΑΞΗ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ - ΤΟ ΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗ ΟΝ

«Ο Ηράκλειτος περί το 500 π. Χ. επρέσβευεν ότι το ον δεν έχει περισσοτέραν σημασίαν και αξίαν από το μη ον. Προς γέννησιν, δημιουργίαν και διατήρησιν του κόσμου είνε απαραίτητα και το ον και το μη ον. Ο κόσμος είνε η αρμονική σύνθεσις των δύο αυτών στοιχείων, του όντος και του μη όντος, και υπερέχει μόνον διότι μεταβάλλεται. Δια να υπάρξει αρμονία πρέπει να υπάρξουν αντιμαχόμενα στοιχεία οία είνε ο θάνατος και η ζωή, ο ύπνος και η εγρήγορσις, ο υψηλος και χαμηλός τόνος. Μία και η αυτή οδός, οδηγεί και προς την ζωήν και προς τον θάνατον. Εις ημάς και μόνον εμφανίζεται διπλή διότι σκεφτόμεθα χρονικώς. Ζωή και θάνατος είνε δύο όψεις ενός και του αυτού όντος. Εκ του ενός στοιχείου η φύσις μεθίσταται εις το άλλο και εν τη μεταστάσει ταύτη συνίσταται η ουσία αυτής. Δια τούτο και η φύσις ως τοιαύτη είνε αόρατος. Υπάρχει μόνον ως ενέργεια και ως εναλλαγή μορφών.»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΣ ΤΕΚ:.
ΥΠΟ ΝΕΣΤΟΡΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙ (Αθήνα 1951)

Για τον αγαπητό φίλο  (και όχι μόνο) Γιώργο Μ. που είπε ότι θα περάσει από το blog.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Οι Πατημασιές των Νεκρών -Ουίλλιαμ Χόουπ Χάτζσον

Την πόρτα άνοιξε,
Και άκου!
Μονάχα το πνιχτό το μουγκρητό του αγέρα,
Και το λαμπύρισμα
Από δάκρυα γύρω απ' το φεγγάρι.
Και με τη φαντασία, άκου τα βήματα
Από πατημασιές που σβήνουν μακριά
Εξω στη νύχτα με τους Νεκρούς.

Σωπα και άκου!
Τη θλιβερή φωνή
Του αγέρα στο σκοτάδι.
Σώπα και άκου, δίχως ψιθύρους ή στεναγμούς,
Τις πατημασιές που βαδίζουν σε χαμένες αιωνιότητες:
Στον ήχο που σε προστάζει να πεθάνεις,
Σώπα και άκου! Σώπα και άκου!


Ουίλλιαμ Χόουπ Χάτζσον
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος
Εκδόσεις Locus-7

Σχόλιο του H.P. Lovecraft για το βιβλίο:
“Οι περιπλανήσεις του πνεύματος του αφηγητή μέσα από αναρίθμητα έτη φωτός κοσμικού χώρου και κάλπας αιωνιότητας, και η μαρτυρία της τελικής καταστροφής του ηλιακού συστήματος αποτελούν κάτι το μοναδικό στη λογοτεχνία”

Dry Your Eyes

ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΤΗ LATINA ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΚΑΝΑΝ ΝΑ ΔΑΚΡΥΣΕΙ ΟΙ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΜΟΥ

ΠΡΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ - ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ

Προ του νόμου ίσταται φύλαξ.Εις τον φύλακα τούτον έρχεται άνθρωπος χωρικός και τον ικετεύει να του επιτρέψει την έισοδον εις τον Νόμον. Αλλ΄ο φύλαξ λέγει ότι, επί του παρόντος, αδυνατεί να τον δεχθεί. Ο άνθρωπος, σκεπτικός, τον ερωτά εάν θα του επιτραπεί να εισέλθη αργότερον . ‘Ισως’, αποκρίνεται ο φύλαξ, ‘πάντως όχι επί του παρόντος’. Επειδή η πύλη, η οποία οδηγεί εις τον Νόμον είναι ανοιχτή, ως συνήθως, και ο φύλαξ ίσταται παραπλεύρως, ο άνθρωπος κύπτει δια να ίδη εκ της εισόδου. Οταν ο φύλαξ τον αντιλαμβάνεται γελά και του λέγει: ‘Εφ’ όσον τόσον σφοδρώς το επιθυμείς, δικίμασε να εισέλθης άνευ της ιδικής μου αδείας. Πρόσεχε όμως διότι είμαι ισχυρός. Εγώ δε είμαι ο έσχατος των φυλάκων. Προ εκάστης αιθούσης υπάρχουν φύλακες, ο εις ισχυρότερος του άλλου. Ο τρίτος ήδη έχει τόσον φοβεράν όψιν, ώστε ακόμη και εγώ αδυνατώ να τον ατενίσω’. Ο χωρικός ουδόλως ανέμενε να ευρεθή προ τοιούτων δυσχερειών. Ο Νόμος, σκέπτεται, ώφειλε να είναι προσιτός εις πάντας και ανά πάσαν στιγμήν, και όταν εξετάζη προσεχτικώτερα τον φύλακα, με την γούνα του, την πελώριαν σουβλερήν μύτην του και την αραιάν ταταρικήν γενειάδαν του, αποφασίζει ότι είναι προτιμότερον να αναμείνει έως ότου του επιτραπή η είσοδος. Ο φύλαξ του προσφέρει έδρανον και του επιτρέπει να καθίση πλησίον της πύλης. Εκείνος κάθηται και αναμένει επί ημέρας και έτη. Πολλάκις αποπειράται να λάβη την άδειαν εισόδου, και μετά φορτικότητος ωχλεί τον φύλακα. Συχνάκις ο φύλαξ συζητεί μετ’ ολίγον μετ’ αυτού και τον ερωτά δια τον τόπον του και δι’ άλλα ζητήματα, αι ερωτήσεις όμως υποβάλλονται τελείως απροσώπως, καθ’ ον τρόπον ερωτούν οι μεγάλοι άνδρες, πάντοτε δε η συζήτησις καταλήγει εις την δήλωσιν ότι η είσοδος δεν του επιτρέπεται ακόμη. Ο άνθρωπος, ο οποίος ήτο καλώς εφοδιασμένος δια το ταξίδι, προσφέρει όλα του τα υπάρχοντα, οσονδήποτε πολύτιμα και αν είναι, με την ελπίδα ότι θα εξαγοράσει τον φύλακα. Ο φύλαξ τα δεχετα όλα, λέγων όμως καθώς λαμβάνει έκαστον δώρον: ‘ Το λαμβάνω δια να μην νομίσεις ότι κάτι παρέλειψες’. Καθ’ όλα τα μακρά έτη ο άνθρωπος σχεδόν αδιαλείπτως ατενίζει τον φύλακα. Λησμονεί τους άλλους φύλακας και νομίζει ότι αυτός είναι το μόνον προ του Νόμου εμπόδιον. Κατά τα πρώτα έτη καταράται μεγαλοφώνως την κακήν του μοίραν. Αργότερον, καθώς γηράσκει, γογγύζει μόνον κατ’ ιδίαν. Γίνεται παλίμπαις. Και επειδή κατά την μακράν αγρυπνίαν του εγνώρισε ακόμα και τους ψύλλους εις την γούναν του φύλακος, ικετεύει αυτούς τούτους τους ψύλλους να τον βοηθήσουν και να πείσουν τον φύλακα να μεταβάλη γνώμην. Εν τέλει, οι οφθαλμοί του εξασθενίζουν και δεν γνωρίζει πλέον εάν πράγματι ο κόσμος αμαυρούται ή εάν οι οφθαλμοί του τον εξαπατούν. Αλλ’ εις το σκότος δύναται τώρα να βλέπει φως αϊδιον, το οποίον εκπέμπεται εκ της πύλης του Νόμου. Η ζωή του εγγίζει πλέον το τέλος της. Πριν ή αποθάνη, η πείρα όλου του βίου του συνοψίζεται εις εν ερώτημα το οποίον ουδέποτε υπέβαλεν εις τον φύλακα. Επειδή αδυνατεί πλέον να ανυψώση το αποσκληρυμένον του σώμα, νεύει εις τον φύλακα, εκείνος κύπτει βαθέως δια να ακούση διότι η διαφορά του αναστήματος των έχει υπεραυξηθή εις βάρος του ανθρώπου. ‘Τι επιθυμείς να γνωρίσεις;’ Ερωτά ο φύλαξ. ‘Είσαι ακόρεστος’. ‘Ολοι επιθυμούν να φθάσουν εις τον Νόμον’, αποκρίνεται ο άνθρωπος. ‘Πως λοιπόν, επί τόσα έτη ουδείς άλλος πλην εμού προσήλθε δια να γίνει δεκτός;’ Ο φύλαξ αντιλαμβάνεται ότι ο άνθρωπος είναι τελείως εξαντλημένος και ότι η ακοή του εξασθενίζει, δι’ αυτό του φωνάζει εις το ους του: ‘Ουδείς άλλος πλην εσού ηδύνατο να εισέλθη δια της πύλης αυτής, διότι η πύλη αυτή προωρίζετο αποκλειστικώς δι’ εσέ. Τωρα θα την κλείσω’.»

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ "Η ΔΙΚΗ"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΥ: Για όσους αναρωτιούνται σχετικά με την έννοια του Νόμου θα υπενθυμίσω ότι ο Κάφκα είχε Εβραϊκή καταγωγή, στα Εβραϊκά δε ο Νόμος λέγεται «ΤΟΡΆ». Η ίδια λέξη όμως χρησιμοποιείται και για την Αλήθεια. Ισως με αυτή την διευκρίνηση το ανωτέρω κείμενο γίνεται πιό κατανοητό.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

Ο έρωτας - Ενδελέχεια

Δε είναι υπόθεση ο έρωτας φτηνών σουξέ.

Δεν είναι της μαθήτριας το πρώτο δάκρυ.
Είναι απειλή-είναι ζημιά.
Δεν είναι βάρκα με καρδιές στην άκρη.

Είναι σιωπή - είναι φωτιά.
Είναι αυτός που καίγεται στη μέση της πλατείας.
Είναι αυτός που φεύγει πρίν το τέλος της ταινίας.
Είναι θεός κι εγκληματίας.
Είναι σιωπή - είναι φωτιά...

Ο έρωτας βουτάει απ'τις ταράτσες στο κενό.
Χώνει το χέρι σε νερό,νερό που βράζει.
Δεν έχει σώμα-ούτε μυαλό.
Δεν αρρωσταίνει-δεν πονάει-δεν δειλιάζει.

Ο έρωτας δεν είναι η μελωδία που θα φάς,
ούτε μπουκέτο με λουλούδια να στολίσεις.
Τραβάει μακριά-καθώς τραβάς,
απ'το συρτάρι της καρδιάς δυο μάτσα αναμνήσεις.

Δεν είναι "μπόμπα"σε σκυλάδικο ο έρωτας,
ούτε ο εύχαρις και πλούσιος μαλακας.
Είναι αυτόχειρας φυγάς.

Στίχοι: Δημήτρης Μητσοτάκης

Μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης

Για σένα 

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Tο Μαγικό Ταξίδι - SITE ΙRΑΝΟΝ

ΑΠΟ ΤΟ  http://www.iranon.gr/


Θα φεύγαμε ποτέ, αν η έξοδος ανοιγόταν μπροστά μας; Θα ήμασταν διατεθειμένοι να αφήναμε πίσω τον οικείο μας μικρόκοσμο για μια περιπλάνηση στους ανοιχτούς ορίζοντες; Είμαστε σπόροι, γενετικά προγραμματισμένοι να ριζώσουμε, να αναπαραχθούμε και να πεθάνουμε όπου οι κοσμικοί άνεμοι μας αποθέτουν, με τις επιλογές μας να περιορίζονται αποκλειστικά στο προς τα που θα στρέψουμε τις ρίζες μας; Οι ρίζες αυτές, τελικά, μας εξασφαλίζουν επιβίωση ή Ζωή;


Έχουν πια περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που σε κάποιο παιδάκι άρεσε να ακούει πάντοτε ένα συγκεκριμένο νανούρισμα πριν αποκοιμηθεί. Και η μητέρα του, μέσα σε μια τρυφερή ιεροτελεστία, του σιγοτραγούδαγε κάθε βράδυ με απαλή φωνή:

Το είχα καημό και μεράκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
καβάλα στο γαϊδουράκι μου

Στο ξωκλήσι προσκύνησα
κι ένα βράδυ ξεκίνησα.
Τα δέντρα που με κοιτούσανε
με λύπη με χαιρετούσανε
με λύπη με χαιρετούσανε
που πας και φεύγεις ρωτούσανε

Στο ξωκλήσι προσκύνησα
κι ένα βράδυ ξεκίνησα.
Μα πριν φτάσω στο μύλο μου
γυρνώ και βλέπω το σκύλο μου
μεσ' στα μάτια με κοίταγε
και να μείνω μου ζήταγε

Και μου 'φυγε το μεράκι μου
να φύγω απ' το χωριουδάκι μου
και γύρισα στο σπιτάκι μου
καβάλα στο γαϊδουράκι μου

Το νανούρισμα αυτό γεννούσε έντονα και αντικρουόμενα συναισθήματα στο παιδάκι, που στη θέση του πρωταγωνιστή τοποθετούσε τον εαυτό του. Η μόνη διαφορά ήταν ότι -για κάποιο λόγο- στο δικό του μυαλό η όλη σκηνή διαδραματιζόταν, όχι βράδυ, αλλά δειλινό.

Το παιδάκι προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τα συναισθήματα του, αποφασίζοντας για το ποια θα ήταν η δική του απόφαση μπροστά σε ένα τέτοιο δίλημμα. Η ιδέα της αναχώρησης για μια δίχως επιστροφή περιπλάνηση στα μονοπάτια του «πέρα» τού γεννούσε μια μεθυστική έξαψη. Μπορούσε σχεδόν να νοιώσει τον εαυτό του να βαδίζει σε καταπράσινους λόφους, καθώς το χωριουδάκι πίσω του μίκραινε συνεχώς μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Ο απέραντος, μαγικός Κόσμος ξανοιγόταν μπροστά του, με όλες του τις μυστικές γωνιές έτοιμες να δεχθούν το διάβα του, ενώ μυριάδες υποσχέσεις για σαγηνευτικές περιπέτειες και αλαργινές ιστορίες πλανώνταν στην ατμόσφαιρα.

Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στην όλη ονειροπόληση, συναντούσε και το βλέμμα του σκύλου του. Θα μπορούσε, βέβαια, να τον πάρει και αυτόν μαζί, όμως το παιδάκι καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο δε θα έλυνε το πρόβλημα, απλώς θα το μετέθετε. Το παρακλητικό βλέμμα του σκύλου, τα δέντρα που αποχαιρετούσαν με λύπη και ο μύλος που θα γύριζε έρημος πια ήταν τα σύμβολα του γαλήνιου και φιλόξενου μικρόκοσμου που θα άφηνε για πάντα πίσω του. Και η μελαγχολία που του προκαλούσαν οι εικόνες αυτές ήταν το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει αν ήθελε να βαδίσει προς τους, όλο υποσχέσεις, ορίζοντες του δειλινού.

Παρότι του ήταν απολύτως γνωστή, το παιδάκι περίμενε να ακούσει την κατάληξη της ιστορίας με ολοένα μεγαλύτερη ανυπομονησία κάθε φορά. Γιατί, ενδόμυχα αρχικά, και με τον καιρό όλο και πιο συνειδητά, ευχόταν ο πρωταγωνιστής να κατάφερνε να σπάσει τα δεσμά του. Ναι, υπήρχε η μελαγχολία όλων όσων θα άφηνε πίσω του, όμως η μελαγχολία αυτή δεν μπορούσε να συγκριθεί με την κατάθλιψη που του γεννούσε η ιδέα της ματαίωσης, του πισωγυρίσματος και του μαγικού ταξιδιού που δε θα ξεκινούσε ποτέ. Πώς θα μπορούσε η προσμονή για ένα τέτοιο ταξίδι να διαλυθεί μέσα στο δειλινό; Πώς θα μπορούσε το γαλήνιο χωριουδάκι να κρύψει τη θέα των ανοιχτών οριζόντων;

Πολύ σύντομα το παιδάκι είχε πάψει πια να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε δίλημμα. Το χωριουδάκι, αντιλαμβανόταν, δεν ήταν προορισμός αλλά αφετηρία. Και ξεκινούσαν μονοπάτια από εκεί, μονοπάτια που οδηγούσαν προς τόπους μακρινούς και τοπία πρωτόφαντα. Όχι, δε θα γύριζε πίσω, όσο παρακλητικά και αν κοίταζε ο σκύλος του, όσο κι αν τα κλαδιά των δέντρων έγερναν λυπημένα στο διάβα του. Κάποιο δειλινό θα ξεκινούσε για το Μαγικό Ταξίδι, βαδίζοντας για πρώτη φορά τα φιδογυριστά μονοπάτια που χάνονταν πέρα από τους λόφους. Η νύχτα δε θα το έβρισκε πλέον ξανά στο χωριουδάκι του.


Μετά το παιδάκι μεγάλωσε...

18/ 03 / 06  http://www.iranon.gr/NEWSANDMORE/NEWSANDMORE.htm

ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ

Του πήρε ώρα ν' αποκοιμηθεί. Μετά από λίγο γύρισε και κοίταξε τον άντρα. Το πρόσωπό του στο αδύναμο φωτάκι κηλιδωμένο με μαύρες ρίγες της βροχής σαν κάποιου ηθοποιού του παλιού κόσμου. Να σε ρωτήσω κάτι; είπε


Και βέβαια. Ό,τι θές.

Θα πεθάνουμε;

Κάποια στιγμή. Οχι τώρα.

Και πηγάινουμε ακόμα νότια.

Ναι.

Οπότε θα ΄ναι πιό ζεστά.

Ναι.

Μάλιστα.

Τι μάλιστα;

Τίποτα. Ετσι το 'πα.

Πέσε κοιμήσου.

Οκέι.

Θα σβήσω τη λάμπα τώρα. Σε πειράζει;

Oχι. Δεν με πειράζει.

Και πιό μετά μες στο σκοτάδι: Να σε ρωτήσω κάτι;

Και βέβαια. Οτι θες.

Τι θα 'κανες αν πέθαινα;

Αν πέθαινες θα 'θελα να πεθάνω κι εγώ.

Για να 'μαστε μαζί;

Ναι. Για να 'μαστε μαζί.

Οκέι.

......................................................

......................................................

......................................................

Κάθισαν οκλαδόν στο δρόμο κι έφαγαν κρύο ρύζι και κρύα φασόλια που 'χαν μαγειρέψει εδώ και μέρες. Που 'χαν ήδη πάρει να μουχλιάζουν. Μέρος πουθενά για ν' ανάψουν φωτιά και να μη φαίνεται. Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι μες στα σκεπάσματα που έζεχναν μες στο σκοτάδι και στο κρύο. Κρατούσε σφιχτά το αγόρι πάνω του. Τόσο λιγνό. Καρδιά μου, είπε. Καρδιά μου. Μα ήξερε πως και καλός πατέρας να ήταν και πάλι μπορεί να 'ταν σωστά τα λόγια της. Οτι το αγόρι ήταν το μόνο εμπόδιο ανάμεσα σ' αυτόν και τον θάνατο.



ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚ ΚΑΡΘΥ

Ο ΔΡΟΜΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ

STEPHEN KING Fall From Innocence (the Body)

Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολώτερο να ειπωθούν. Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, επειδή όταν τα λες οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους.


Νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα, οι λέξεις τα συρρικνώνουν δίνοντας τους μια καθημερινή συνηθισμένη διάσταση...

Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα, έτσι δεν είναι;

Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι αυτά που δείχνουν το δρόμο προς τα μύχια της ψυχής, σαν σημάδια πάνω στο χάρτη ενός θησαυρού που οι εχθροί σου θα ’θελαν να βάλουν στο χέρι.

Κι έρχονται φορές που κάνεις εκμυστηρεύσεις που σου κοστίζουν πολύ, μόνο και μόνο για να δεις τους άλλους να σε κοιτάνε παράξενα, μη καταλαβαίνοντας τίποτα απ’ όσα τους είπες ή το λόγο για τον οποίο τα θεώρησες τόσο σημαντικά ώστε σχεδόν δάκρυσες την ώρα που τα έλεγες.

Αυτό είναι το χειρότερο, πιστεύω.

Όταν το μυστικό μένει βαθειά κρυμμένο, όχι επειδή δεν θέλεις να το πεις, αλλά επειδή δεν υπάρχει κάποιος που θα σε καταλάβει.

STEPHEN KING
Fall From Innocence (the Body)

Σε καμία περίπτωση δεν θα έλεγα ότι ο King περιλαμβάνεται στους αγαπημένους μου συγγραφείς. Το κομμάτι αυτό όμως είναι. ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΣ

ΟΙ ΔΥΟ "ΠΥΛΩΝΕΣ" ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΒΑΣΗΣ - IOAN P. COULIANO

Η ψυχανωδία, ή ουράνιο ταξίδι της ψυχής, αντιπροσωπεύει, από τους προσωκρατικούς ως τις ημέρες μας, μία από τις εκστατικές ή εσχατολογικές εμπειρίες τις πλέον διαδεδομένες μέσα σε πολλές θρησκείες ή θρησκευτικά ρεύματα όλου του κόσμου. Εστιάζοντας αποκλειστικά το ενδιαφέρον μας στις παραδόσεις που επηρέασαν τον δυτικό κόσμο, διαπιστώσαμε την ύπαρξη κάποιας συνοχής στις οραματιστικές αφηγήσεις, από τον Πλάτωνα μέχρι τον κάτω χριστιανικό μεσαίωνα, και από τον Νουμήνιο της Απαμείας και τον Ιουλιανό τον Θεουργό. Μέχρι τον Μαρσίλιο Φικίνο και τον Πίκο ντελλλα Μιράντολα.
Η ιδέα μιας ανατολικής – και προπαντός ιρανικής – επίδρασης στις ελληνικές αφηγήσεις ανάβασης στον ουρανό, περιττεύει, αν σκεφθεί κανείς την ύπαρξη “σαμάνων” στην Ελλάδα πριν από τον Σωκράτη. Την εποχή του Πλάτωνα, αυτές οι αφηγήσεις αρχίζουν να συμβάλλουν στη δημιουργία εσχατολογικών δοξασιών, ολοένα και πιο σύμφωνων με τις επιστημονικές υποθέσεις, πράγμα που, υπό την επίδραση της αστρολογίας, καταλήγει στο λίγο έως πολύ διαρκές σχήμα μιας ανάβασης που εκτυλίσσεται μέσω των επτά πλανητικών σφαιρών, σύμφωνα με την “χαλδαϊκή” ή την “αιγυπτιακή” τάξη. Θα αποδώσουμε σε αυτόν τον τύπο ψυχανωδίας – που θα συναντήσουμε στους γνωστικούς και στους ερμητικούς, στους Νουμήνιο, Μακρόβιο, Σερβιο, Πρόκλο, Δάντε Αλιγέρι, Μαρσίλιο Φικίνο, Πίκο ντελλα Μιραντόλα κλπ. - το όνομα ελληνικός τύπος.

Αντίθετα, σε ένα περιβάλλον ιουδαϊκο – ελληνιστικό, ίσως κάτω από την βαβυλωνιακή επίδραση, αναπτύσσεται ο άλλος τύπος ανάβασης, (που θα αποκαλέσουμε εβραϊκό) μέσω τριών ή επτά ουρανών, που δεν είναι ποτέ οι πλανητικοί ουρανοί. Οι μαρτυρίες που αφορούν τον εβραϊκό τύπο είναι περισσότερες απ' εκείνες που βασίζονται στον ελληνικό. Πράγματι, ολόκληρη η εβραϊκή και ιουδαϊκο – χριστιανική αποκαλυπτική, η Μυστική του MRKBH, ή άρματος που φέρει τον θεϊκό θρόνο στο όραμα του Ιεζεκιήλ, οι ισλαμικές αφηγήσεις του mi'raj του Μωάμεθ, οι χριστιανικές και ιουδαϊκές μεσαιώνικές αποκαλύψεις εκπηγάζουν από αυτόν τον τύπο, που μπορεί να ορισθεί ως ο απλούστερος, πιο παθητικός και ασφαλώς λιγότερο αυστηρός ως προς τις επιστημονικές πληροφορίες που μεταβιβάζει.

Ολα αυτά περιπλέκονται από το γεγονός, ότι, πολυάριθμες τυπικά ελληνικές αποκαλύψεις – όπως εκείνη του Ηρός στην Πολιτεία του Πλάτωνα-, ή εκείνες που περιλαμβάνονται στους μεγάλους εσχατολογικούς μύθους του Πλουτάρχου, δεν ανήκουν στον “ελληνικό” τύπο, όπως ήδη ορίσαμε. Ωστόσο, θα ασκήσουν καθοριστική επίδραση στον “εβραϊκό” τύπο, κατά την χριστιανική εποχή. Οι ετικέτες του “ελληνικού” και του “εβραϊκού” θα προσελκύσουν την προσοχή μας, λαμβανομένου υπ' όψη ότι δεν αποσκοπούν οπωσδήποτε στην υπόδειξη της “ελληνικής” ή “εβραϊκής” προέλευσης των εξεταζομένων θεμάτων. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για έναν “μικτό” τύπο;

Πολυάριθμες συγκλίσεις μεταξύ του ελληνικού και του εβραϊκού τύπου ψυχανωδίας, δεν καταλήγουν ποτέ στην άρση των μεταξύ τους ουσιαστικών διαφορών. Αν και αληθεύει – όπως ορθότατα παρατήρησε ο Jaques Flamant – πως όταν οι ελληνικές θεωρίες της πλανητικής ψυχανωδίας έφθασαν στους χαλδάιους θεολόγους, αυτοί “δεν μπόρεσαν παρα να χαρούν για την επινόηση μιας κοσμογραφίας, που εναρμονιζόταν τόσο καλά με την πανάρχαιη θεολογία τους”, επρόκειτο παρ' όλα αυτα για μια επικίνδυνη σύμπτωση για την ταυτότητα των Χαλδαίων. Πράγματι, όλοι όσοι υιοθετούν το ελληνικό πρότυπο της ανάβασης, υφίστανται μιαν εξ υπαρχής μεταμόρφωση σε εκπροσώπους του ελληνικού τύπου. Ωστόσο, αν και τα δύο πρότυπα συχνά συγκλίνουν το ένα προς το άλλο έως μιαν απειροελάχιστη απόσταση (λόγου χάρη, στις αφηγήσεις του mi'raj ή στις μεσαιωνικές αποκαλύψεις), παραμένει ανεξηγητο το γεγονός ότι ουδέποτε συνετελέσθη η μετουσίωση του ενός τύπου στον άλλο. Οταν το mi'raj του Μωάμεθ μιλά για επτά οκτώ ουρανούς, δεν αναφέρεται ποτέ στους “αστρονομικούς ουρανούς”, όπως εξακολουθούσε να πιστεύει ο μεγάλος σοφός Miguel Asin Palacios. Αντίθετα, στον Δάντη, οι ουρανοί μετρηθηκαν και κατονομασθηκαν σύμφωνα με τους πλανήτες και την αριστοτελική κοσμολογία. Θα άξιζε επι πλέον να αναφέρουμε και τις θεωρίες εκείνες που αντιτάσσονται στην ιδέα μιας αντιγραφής της Θείας Κωμωδίας όσον αφορά το mi'raj.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ"
ΤΟΥ IOAN P. COULIANO
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ